Πώς προχωράει η επιστήμη;
Τι είναι αυτό που μπορεί να οδηγήσει έναν αγωνιστή της Αριστεράς να διαβάσει ένα βιβλίο για τις θεωρίες της Φυσικής; Για τους πιο πολλούς εργαζόμενους τα Μαθηματικά και η Φυσική είναι συνήθως μια κακή ανάμνηση από τα χρόνια του σχολείου, γεμάτη δυσκολίες και ακατανόητες εξισώσεις. Γιατί να κάνει τον κόπο να ξεπεράσει τέτοιες δυσκολίες και να ασχοληθεί με την εξέλιξη των θεωριών της Φυσικής;
Ένα πρώτο κίνητρο μπορεί να είναι το όνομα του συγγραφέα. Ο Ευτύχης Μπιτσάκης συνδυάζει στο πρόσωπο του τις ιδιότητες του πανεπιστημιακού δάσκαλου που έχει μελετήσει αυτά τα ζητήματα και του στελέχους της Αριστεράς που έχει δώσει μια ζωή αφιερωμένη στην πορεία της. Αυτός ο συνδυασμός μας προσκαλεί να ασχοληθούμε με αυτό το βιβλίο. Και δεν είναι τυχαίο.
Αν γυρίσουμε πίσω στον Μαρξ και στον Ένγκελς θα θυμηθούμε το βιβλίο «Σοσιαλισμός, ουτοπικός και επιστημονικός». Η μαρξιστική σοσιαλιστική παράδοση επιμένει από τις ρίζες της ότι ο Σοσιαλισμός δεν είναι κάποια αυθαίρετη ουτοπία που εμπνεύστηκαν οι θεμελιωτές της, αλλά ένας στόχος επιστημονικά δεμένος με την κίνηση της κοινωνίας. Η μαρξιστική Αριστερά είδε από την αρχή την επιστήμη δεμένη με τον κοινωνικό αγώνα. Και αυτό δεν αφορά μόνο τις κοινωνικές επιστήμες που μελετούν την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών. Αυτή η οπτική αγκαλιάζει όλες τις επιστήμες, τοποθετεί (ή μάλλον επανατοποθετεί) τις επιστήμες μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Οι επιστήμες, και οι θετικές όπως τα Μαθηματικά και η Φυσική, δεν ξεπήδησαν πάνοπλες από τα κεφάλια κάποιων σοφών (όπως η Αθηνά από το κεφάλι του Δία). Διαμορφώθηκαν σε μια πορεία και η εξέλιξη τους έγινε μέσα σε κοινωνίες που άλλαζαν. Αυτές οι αλλαγές έπαιξαν ρόλο στην ανάπτυξη των επιστημών και αντίστροφα.
Ο Τρότσκι, συνεχιστής αυτής της παράδοσης, γράφει στο βιβλίο του «Λογοτεχνία και Επανάσταση»:
«Ο Άνθρωπος πρώτα έδιωξε τα σκοτεινά στοιχεία από την εργασία και την ιδεολογία, αντικαθιστώντας τις βαρβαρικές ρουτίνες με τις επιστημονικές τεχνικές και τη θρησκεία με την επιστήμη. Αργότερα, έδιωξε το ασυνείδητο από την πολιτική ανατρέποντας τη μοναρχία και τις τάξεις με τη δημοκρατία και τον ορθολογικό κοινοβουλευτισμό και στη συνέχεια με την ανοιχτή και καθαρή δικτατορία των Σοβιέτ. Τα τυφλά στοιχεία έχουν εγκατασταθεί με μεγαλύτερο βάρος στις οικονομικές σχέσεις, αλλά ο άνθρωπος τα εξορκίζει και από εκεί με τη Σοσιαλιστική οργάνωση της οικονομικής ζωής».
Μέσα σε λίγες αράδες παίρνουμε μια συνοπτική εικόνα των αλληλεξαρτήσεων ανάμεσα στην επιστημονική και στην κοινωνική πρόοδο σε όλα τα πεδία.
Από αυτή την οπτική γωνία μπορούμε να εκτιμήσουμε τη συμβολή που κάνει το βιβλίο του Ευτύχη Μπιτσάκη. Γράφει ο ίδιος στον πρόλογο του
«Συνήθως οι φυσικές θεωρίες παρουσιάζονται ανιστορικά, ως δεδομένες, παγιωμένες αλήθειες, δημιουργήματα μεγαλοφυών φυσικών. Μια τέτοια ανιστορική παρουσίαση δεν διευκολύνει την προσέγγιση της επιστήμης ως πρακτικής που γίνεται στο χρόνο».
Αυτή η «ανιστορική παρουσίαση» είναι ασφαλώς ένας από τους λόγους που δυσκολεύει τη διδασκαλία της Φυσικής και απωθεί πολλά παιδιά από νεαρή ηλικία μακριά από αυτές τις γνώσεις. Αλλά τα προβλήματα δεν περιορίζονται εκεί. Η αποσύνδεση και ο κατακερματισμός της εξέλιξης των επιστημονικών θεωριών δημιουργεί προβλήματα και στους ίδιους τους ερευνητές της πορείας της Φυσικής. Συνεχίζει ο Ευτύχης Μπιτσάκης
«Συνέπεια της μη ιστορικής προσέγγισης είναι να παρουσιάζεται συχνά η εξέλιξη της Φυσικής ως σειρά «παραδειγμάτων», μη συγκρίσιμων, όπου το επόμενο διαψεύδει το προηγούμενο».
Δημιουργείται η ανάγκη να διερευνηθούν και να αποκατασταθούν οι σχέσεις ανάμεσα στα προηγούμενα και στα επόμενα «παραδείγματα», οι σχέσεις ανάμεσα στις συνέχειες και στις ρήξεις μέσα στις ίδιες τις επιστημονικές θεωρίες και ανάμεσα στις θεωρίες και τις κοινωνικές συνθήκες της ανάδειξης τους.
Στο πεδίο αυτό ο συγγραφέας βρίσκεται στο φόρτε του. Όπως συνοψίζει ο ίδιος το βιβλίο του, στο πρώτο κεφάλαιο «επιχειρείται μια σκιαγραφία της συγκρότησης της Μηχανικής ως επιστήμης… μιας αντιφατικής και εν πολλοίς ιδεολογικής εξέλιξης που αρχίζει από τον Αριστοτέλη και καταλήγει στη θεμελίωση της Μηχανικής από τον Γαλιλαίο και τον Νεύτωνα».
Στα επόμενα κεφάλαια αντιμετωπίζει το γεγονός ότι «η ανάπτυξη του ηλεκτρομαγνητισμού ανέδειξε τα όρια του μηχανιστικού «παραδείγματος». Με τις εξισώσεις του Maxwell το πεδίο παύει να θεωρείται απλή παράσταση και αναδεικνύεται σε αυθύπαρκτη πραγματικότητα». και από εκεί στη θεωρία του Αϊνστάιν και την «προσπάθεια για γενίκευση του αναλλοίωτου των εξισώσεων της Φυσικής».
«Το πέμπτο και το έκτο κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένα στο κοσμολογικό πρόβλημα, αρχίζοντας από τις μυθικές κοσμογονίες, την κυριαρχία του γεωκεντρικού προτύπου, το έργο του Κοπέρνικου, του Κέπλερ και του Νεύτωνα και καταλήγοντας στα σύγχρονα κοσμολογικά πρότυπα». Ακολουθεί η κριτική στις θεωρίες της «Μεγάλης Έκρηξης» και τα τρία τελευταία κεφάλαια «είναι αφιερωμένα στα προβλήματα ερμηνείας της κβαντικής μηχανικής».
Ένα εκπληκτικό και ρωμαλέο πανόραμα λοιπόν. Ωστόσο ο Ευτύχης Μπιτσάκης δεν περιορίζεται μόνο σε αυτή την παρουσίαση. Αντλεί συμπεράσματα, γενικεύει, επανέρχεται σε ζητήματα μεθόδου για να διατυπώσει «θέσεις για μια ρεαλιστική επιστημολογία». Γράφει:
«Οι αισθητηριακές εντυπώσεις προκαλούνται από γνωστούς υλικούς παράγοντες (ηλεκτρομαγνητικά κύματα, χημικές ουσίες, κυμάνσεις του αέρα), οι οποίοι με μια σειρά επίσης γνωστών νευροφυσιολογικών διαδικασιών προκαλούν μια «αίσθηση» ένα «αισθητηριακό δεδομένο» (datum)… τα αισθητηριακά δεδομένα δεν είναι ούτε η μόνη ούτε η πρωταρχική πραγματικότητα. Είναι παράγωγα φαινόμενα που απεικονίζουν αντικειμενικές οντότητες και διεργασίες».
Και συνεχίζει:
«Οι φυσικοί νόμοι δεν είναι συμβάσεις… Οι επιστημονικές προτάσεις αποτελούν τη θεωρητική γενίκευση της εμπειρίας, την οποία συχνά υπερβαίνουν ή και διαψεύδουν… Έτσι δίνουν την εντύπωση της ανεξαρτησίας από την εμπειρία και της αιωνιότητας. Αλλά σήμερα γνωρίζουμε ότι και οι νόμοι των φυσικών επιστημών δεν είναι αιώνιοι. Είναι «στιγμές», προσεγγίσεις της πραγματικότητας την οποία δεν εξαντλούν. Ιστορικότητα και σχετικότητα των φυσικών νόμων είναι δυο αλληλένδετες όψεις του γίγνεσθαι των επιστημών».
«Οι επιστημονικές προτάσεις υπόκεινται σε εμπειρικό έλεγχο – σε επαλήθευση ή διάψευση… Εν τούτοις δεν πρόκειται για κάποιο απόλυτο, εξωϊστορικό κριτήριο. Η αξιοπιστία του εξαρτάται από σειρά τεχνολογικούς και ιδεολογικούς παράγοντες».
Και παρακάτω
«Ολόκληρη η ιστορία της επιστήμης είναι μια πορεία από τα φαινόμενα στη γνώση των εσωτερικών μηχανισμών, από την περιγραφή στην εξήγηση των φαινομένων»…
«Η επιστημονική αλήθεια είναι ιστορικά καθορισμένη – είναι αντικειμενική και ταυτόχρονα δεν είναι απόλυτη (όχι απόλυτα εξαντλητική) αλλά σχετική… Μέσα από τις επιστημονικές επαναστάσεις δημιουργούνται νέα θεωρητικά σχήματα, νέα «παραδείγματα» τα οποία απεικονίζουν πληρέστερα την αντικειμενική πραγματικότητα.»…
«Είναι δυνατόν να συλλάβουμε τα στοιχεία αλήθειας και ταυτόχρονα τα όρια μιας φυσικής θεωρίας, να αναζητήσουμε τη γενεαλογία της όχι μόνο στο εσωτερικό της επιστήμης αλλά και το σύνολο της ιδεολογίας της εποχής της».
Με αυτές τις θέσεις, ο Ευτύχης Μπιτσάκης έχει την ευχέρεια να αποκαλύψει τα όρια των προσεγγίσεων του Thomas Kuhn και του Αλτουσέρ. Ο μεν Kuhn ανάγει τις επιστημονικές επαναστάσεις σε μια αφηρημένη κοινωνική κατηγορία (την «επιστημονική κοινότητα»), ο δε Αλτουσέρ «αναπαράγει την τυπική αντίθεση ανάμεσα στην αλήθεια και το σφάλμα» καθώς βλέπει τα επιστημονικά άλματα σαν ισοδύναμα με «το πέρασμα από την ιδεολογία στην επιστήμη». Για τον συγγραφέα «η επιστήμη “περιέχει” και ταυτόχρονα “παράγει” ιδεολογία».
Αυτές οι οριοθετήσεις και διαλεκτικές συνδέσεις του Ευτύχη Μπιτσάκη έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους αγωνιστές που παλεύουν να αλλάξουν τον κόσμο. Όχι μόνο γιατί βοηθούν στη θεμελίωση της προοπτικής μας στην αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και γιατί βοηθούν στη σύνδεση της με τη δυναμική της αλλαγής. Όπως γράφει ο ίδιος
«Η επιστήμη αλλάζει. Αλλάζει βαθμιαία, «ήπια», σε ομαλές περιόδους. Σε περιόδους κρίσης αλλάζει επαναστατικά».
Αυτή είναι μια καίρια επισήμανση που δεν βοηθάει μόνο τους θεωρητικούς των επιστημών να κατανοούν τις επιστημονικές επαναστάσεις σε αλληλεξάρτηση με τις κοινωνικές επαναστάσεις (όχι γραμμικά και μηχανιστικά, αλλά διαλεκτικά σε ένα συνολικότερο πλαίσιο). Βοηθάει και τους επαναστάτες να κατανοούν πώς αλλάζει η κοινωνική συνείδηση και τι ρόλο μπορεί να παίζει ένα επαναστατικό κόμμα σε μια περίοδο έξω από τις «ομαλές», με τα «ήπια» και «βαθμιαία» χαρακτηριστικά τους.
Την ίδια προσέγγιση συναντάμε στο βιβλίο του Κρις Χάρμαν «A People’s History of the World» (δυστυχώς η ελληνική έκδοση του καθυστερεί ακόμη). Ο Χάρμαν επιχειρεί και αυτός ένα μακρύ πανόραμα της ανθρώπινης ιστορίας και στέκεται ιδιαίτερα στις περιόδους των γοργών αλλαγών και πώς αυτές επιδρούν και στις ιδεολογίες και στις επιστήμες. Από αυτή την άποψη, όσοι μπορέσουν να διαβάσουν και τα δυο βιβλία έχουν πολλά να κερδίσουν.
Τέλος, μια τελευταία παρατήρηση αφορά ένα πεδίο συνέχειας που θα μπορούσε να έχει η δουλειά που έχει κάνει ο Ευτύχης Μπιτσάκης. Στο πέρασμα από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση και ό,τι αυτό σήμαινε για την εξέλιξη της επιστήμης, έπαιξε ρόλο και ο κόσμος του Ισλάμ. Μια γέφυρα από τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους στη σχετικά σύγχρονη εποχή της ανάδυσης των αστών είναι και ο Ισλαμικός πολιτισμός που απλωνόταν από τον Ινδό ποταμό μέχρι τον Ατλαντικό και κληρονόμησε τους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας, της Αιγύπτου, της Ελλάδας, της Ρώμης και άντλησε από την Ινδία και την Κίνα.
Οι αραβικές πόλεις της Ισπανίας όπως η Κόρδοβα με τις σπουδαίες βιβλιοθήκες τους έφεραν στην Ευρώπη τα έργα φιλοσόφων και μαθηματικών όπως ο Avicenna (Ibn Sina) και ο Ibn Khaldun. Αυτοί είναι κάποιοι κρίκοι της αλυσίδας που νέοι ερευνητές μπορούν να τοποθετήσουν στη θέση που τους αρμόζει στην εξέλιξη των θεωριών της Φυσικής και των άλλων επιστημών.
22.50€, 351 σελίδες
Eκδόσεις Δαίδαλος