“Διπλή βουτιά” για την παγκόσμια οικονομία, ατελείωτη βουτιά για τον ελληνικό καπιταλισμό. Ο Σωτήρης Κοντογιάννης εξηγεί γιατί τα Μνημόνια δεν καταφέρνουν να σταματήσουν τον κατήφορο προς τη χρεοκοπία.
Τα μεσάνυχτα της Πέμπτης 1 Σεπτέμβρη οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους εκπροσώπους της Τρόικας διακόπηκαν. Ο Πολ Τόμσεν, ο εκπρόσωπος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου επιβιβάστηκε βιαστικά στο πρώτο αεροπλάνο και έφυγε από την Ελλάδα. Οι συνάδελφοί του, οι εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ακολούθησαν λίγες ώρες αργότερα. Η “αξιολόγηση” αναβλήθηκε. Η διαβούλευση, δήλωσε ο Βενιζέλος, θα γίνει πλέον στο επίπεδο του Eurogroup. Το πρόγραμμα της “διάσωσης της Ελλάδας”, η “ιστορική (για μια ακόμα φορά) συμφωνία” της 21ης Ιούλη, βρίσκονται κυριολεκτικά στον αέρα.
Η αφορμή για την ρήξη ανάμεσα στην Τρόικα και τον Βενιζέλο ήταν η απαίτηση της ελληνικής κυβέρνησης να αναθεωρηθούν οι στόχοι για το φετινό έλλειμμα από το 7.6 στο 8.6%. Στην πραγματικότητα, όμως, οι αιτίες είναι πολύ πιο βαθιές. Ύστερα από δυο σχεδόν χρόνια “διάσωσης”, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σήμερα στο σημείο μηδέν.
Το δημόσιο χρέος βρίσκεται, ξανά, εκτός ελέγχου. Στα τέλη του Αυγούστου το επίσημο Δελτίο του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους έκανε λόγο για “πρωτοφανή δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας”. Όλα τα στοιχεία, έλεγε το δελτίο – τα έσοδα, τα έξοδα, τα ληξιπρόθεσμα χρέη, το πρωτογενές έλλειμμα – όχι μόνο έχουν ξεφύγει, κατά πολύ, από τους στόχους αλλά έχουν ξεπεράσει ακόμα και τα περσινά, καταστροφικά, ύψη. Η απάντηση του υπουργείου Οικονομικών είναι γνωστή: απαξίωση του Γραφείου και εξαναγκασμός της επικεφαλής σε παραίτηση.
“Το κείμενο”, δήλωσε ο Βενιζέλος, “δεν διαθέτει τα στοιχεία εγκυρότητας αντίστοιχων διεθνών εκθέσεων”. Αυτό που ξέχασε ο υπουργός να πει ήταν το τι ακριβώς λένε οι “έγκυροι” διεθνείς οργανισμοί: ο Ντέιβιντ Μπιρς, για παράδειγμα, ο αναλυτής της Standart & Poor’s που προέβλεψε ότι η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει μέσα στο 2011. Ή ο Πολ Κρούγκμαν, ο νομπελίστας οικονομολόγος που εκτίμησε, στα τέλη του Αυγούστου, ότι η Ελλάδα θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει, με πιθανότητες 50%, την Ευρωζώνη.
Το μεσημέρι της Παρασκευής (2.9.2011) ο Βενιζέλος έδωσε έκτακτη συνέντευξη τύπου όπου προσπάθησε να υποβαθμίσει τις εξελίξεις. Η διαπραγμάτευση, είπε, απλά διακόπηκε όπως είχε προγραμματιστεί. Οι συνομιλίες θα επαναληφθούν σε μερικές μέρες. Συνεχίζουμε σταθερά στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων.
Στην πραγματικότητα, όμως, είναι προφανές ότι η συμφωνία της 21 Ιούλη σκοντάφτει. Σκοντάφτει στην απροθυμία των τραπεζιτών να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα της επιμήκυνσης του ελληνικού χρέους. Σκοντάφτει στην άρνηση της Φινλανδίας και των άλλων εταίρων μας να συμμετέχουν, χωρίς σοβαρές εγγυήσεις, στο νέο δάνειο προς την Ελλάδα. Σκοντάφτει στην αδυναμία της κυβέρνησης να συγκρατήσει τα νούμερα στα επίπεδα που έχει συμφωνήσει με την Τρόικα. Και όλα αυτά χωρίς να προσμετρήσουμε τον φόβο της εργατικής αντιστασης – που έχει γίνει, ιδιαίτερα μετά τις μέρες του Ιούνη, εφιάλτης στα μυαλά των υπουργών.
Η κυβέρνηση – και μαζί της ολόκληρη η άρχουσα τάξη – βρίσκεται σε τέλμα. Για αυτό έχουν πυκνώσει, το τελευταίο διάστημα, οι επίσημες φωνές που ζητάνε διέξοδο μέσα από ένα άλμα προς τα μπρος. Ο καλοκαιρινός καυγάς ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία για την πατρότητα του “Ευρωομολόγου” είναι χαρακτηριστικός. Η λύση, λένε τώρα κάποιοι, βρίσκεται στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση – στην μετάθεση περισσότερων οικονομικών αρμοδιοτήτων από την Αθήνα στις Βρυξέλλες. Πρόκειται για φυγή προς τα μπρος, όμως, ή για μια νέα “έξοδο του Μεσολογγίου”;
Πρωταθλητές της φούσκας
Από την πρώτη στιγμή που η Ελλάδα βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα της κρίσης δυο συμπληρωματικές ερμηνείες κυριαρχούν στα κανάλια και τις εφημερίδες. Η μια ρίχνει τις ευθύνες στον “γιγάντιο, παρασιτικό, διαπλεκόμενο, διεφθαρμένο” – τα κοσμητικά επίθετα πολλαπλασιάζονται ανάλογα με το ταμπεραμέντο του συντάκτη – δημόσιο τομέα. Η δεύτερη στην έλλειψη ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας – που φυσικά έχει σαν κομμάτι της και τον προβληματικό, υποτίθεται, δημόσιο τομέα. Στην πραγματικότητα, όμως, η κρίση έχει πολύ βαθύτερες αιτίες.
Ο ελληνικός καπιταλισμός – που τώρα υποτίθεται ότι πάσχει από έλλειψη ανταγωνιστικότητας, τάχα επειδή οι εργάτες δουλεύουν πολύ λίγο και παίρνουν πάρα πολλά – ήταν ανάμεσα στους πρωταθλητές της ανάπτυξης της δεκαετίας του 2000. Μέσα στην Ευρώπη μόνο η Ιρλανδία, ο Κέλτικος Τίγρης, είχε να επιδείξει μεγαλύτερες επιτυχίες. Τώρα η Ελλάδα και η Ιρλανδία βρίσκονται και οι δυο στην “αγκαλιά” του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αυτό δεν είναι τυχαίο: ο καπιταλισμός, παγκόσμια, “ξεπέρασε” την κρίση που είχε χτυπήσει τη Νοτιοανατολική Ασία και την Ρωσία το 1997-8 και την ύφεση που ακολούθησε στις αναπτυγμένες αγορές, μέσα από την προσφυγή στην κερδοσκοπία – μέσα από τις φούσκες δηλαδή. Όσο μεγαλύτερη ήταν η προσαρμογή στον θαυμαστό κόσμο των δομημένων ομολόγων, των “επενδύσεων” σε εξωτικές αγορές και των αρπαχτικών στις χρηματαγορές, τις αγορές εμπορευμάτων και τα χρηματιστήρια τόσο μεγαλύτερη ήταν και η επιτυχία – και τόσο μεγαλύτερη φυσικά η μαύρη τρύπα όταν τελικά έσκασε η φούσκα.
Στην Ελλάδα (αλλά και στην Ιρλανδία και σε πολλές ακόμα χώρες), ο πρωταγωνιστής της “εθνικής μας επιτυχίας” ήταν αδιαμφισβήτητα οι τράπεζες. Μέσα στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000 δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια εισέρευσαν στη χώρα μας για να επενδυθούν, μέσω του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, στο θεάρεστο έργο της λεηλασίας των Βαλκανίων. Στο χρηματιστήριο οι μετοχές των τραπεζών έσυραν τον χορό – που μετά το πατατράκ του 1999 έφτασε τον γενικό δείκτη του ΧΑΑ (Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, η παλιά Σοφοκλέους) στα τέλη του 2007 ξανά στις 5.400 μονάδες. Οι ελληνικές τράπεζες επεκτάθηκαν από την Ουκρανία και την Ρουμανία μέχρι την Αίγυπτο, την Τουρκία και την Αλβανία.
Τον Σεπτέμβρη του 2008, όταν έσκασε το κανόνι της Lehman Brothers, η τότε κυβέρνηση του Καραμανλή προσπάθησε να καθησυχάσει την ανησυχία των “επενδυτών” λέγοντας ότι η έκθεση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στα αμερικανικά στεγαστικά τοξικά χρέη είναι μηδαμινή και άρα δεν κινδυνεύει. Η έκθεση στα αμερικανικά τοξικά χρέη ήταν πραγματικά μικρή – αλλά όπως αποδείχτηκε πολύ γρήγορα οι φούσκες ήταν εξαπλωμένες σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Ένα μήνα μετά, η κυβέρνηση του Καραμανλή ψήφισε το νόμο για την έκτακτη ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος με 28 δισεκατομμύρια – από τα δημόσια ταμεία. Σήμερα το συνολικό ποσό που έχουν πάρει οι τράπεζες, σε μορφή άμεσων ενισχύσεων, δανείων και εγγυήσεων από το ελληνικό κράτος ξεπερνάει τα 100 δισεκατομμύρια. Και παρά τις κολοσσιαίες αυτές ενισχύσεις οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να βρίσκονται στο κόκκινο: την Πέμπτη, λίγες ώρες πριν “τσακωθεί” με τον Τόμσεν ο Βενιζέλος κατάθεσε ένα νομοσχέδιο στη Βουλή για τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος που δίνει στην Τράπεζα της Ελλάδας τη δικαιοδοσία, ανάμεσα στα άλλα, να διορίζει “επιτρόπους” στις εμπορικές τράπεζες, να τις υποχρεώνει να αυξήσουν το μετοχικό τους κεφάλαιο ή ακόμα και να τις οδηγεί σε μια “εκκαθάριση εν λειτουργία” – μεταφέροντας τα “υγιή τους τμήματα” σε μια νέα, ιδρυμένη για αυτό τον λόγο, μεταβατική τράπεζα. Ο τραπεζικός τομέας είναι παρά τους “γάμους” και τις έκτακτες ενισχύσεις κυριολεκτικά στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
Ο πακτωλός της “βοήθειας” προς τους τραπεζίτες και την υπόλοιπη “υψηλή” κοινωνία των επιχειρήσεων είναι η βασική αιτία πίσω από την υπερχρέωση του ελληνικού δημοσίου. Αυτό που φταίει για την διόγκωση του δημόσιου χρέους δεν είναι τα “προνόμια” των δημοσίων υπαλλήλων: η βασική πηγή των ελλειμμάτων είναι οι τόκοι που πληρώνει το δημόσιο στους τραπεζίτες για τα παλιά χρέη και οι προκλητικές φοροαπαλλαγές των επιχειρήσεων (που φορολογούνται σήμερα με πολύ χαμηλότερους συντελεστές από ότι το μέσο νοικοκυριό). Το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό: όλες οι κυβερνήσεις του πλανήτη έτρεξαν, μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, να στηρίξουν με τεράστια ποσά τις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις που κινδύνευαν να σαρωθούν από την κρίση. Το αποτέλεσμα ήταν παντού η εκτόξευση του δημόσιου χρέους στα ουράνια: η διαμάχη ανάμεσα στον Ομπάμα και τους γερουσιαστές του Tea Party για την αύξηση του ορίου του δημόσιου χρέους στις ΗΠΑ, που οδήγησε στην υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Αμερικής από την Standard & Poor’s, είναι αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της πολιτικής – μιας πολιτικής που ξεκίνησε από την (ρεπουμπλικανική) κυβέρνηση του Μπους με το περιβόητο “Πακέτο Πόλσον” στα τέλη του 2008. Σήμερα το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ έχει φτάσει στο αστρονομικό ποσό των 14.5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων – ένα ποσό που αντιστοιχεί στο 100% του ΑΕΠ της Αμερικής. Και θα σκαρφαλώσει ακόμα πιο ψηλά μέχρι το τέλος του χρόνου.
Περιττό να το πει κανείς, στις ΗΠΑ οι συντηρητικές εφημερίδες επαναλαμβάνουν ακριβώς τα ίδια κλισέ – για τους τεμπέληδες εργάτες που δουλεύουν λίγο και παίρνουν πολλά – που επαναλαμβάνουν και οι δικοί μας Πρετεντέρηδες. Όμως ακόμα και η Κριστίν Λαγκάρντ, το νέο αφεντικό του ΔΝΤ, παραδέχεται ανοιχτά ότι η διόγκωση των ελλειμμάτων και των χρεών οφείλεται στα πακέτα διάσωσης του ιδιωτικού τομέα: “Μετά τον ξεδίπλωμα της κρίσης στα τέλη του 2008”, έγραφε στα μέσα Αυγούστου, στο ζενίθ του πανικού των χρηματιστηρίων, σε μια δραματική επιστολή στην εφημερίδα Financial Times, “οι ηγέτες του πλανήτη συνεργαστήκαν στενά για να δράσουν με κοινό στόχο. Οι προσπάθειές τους μας έσωσαν από μια νέα Μεγάλη Ύφεση... Η κρίση (όμως) άφησε πίσω της μια κληρονομιά ενός δημόσιου χρέους – κατά μέσο όρο, περίπου 30 ποσοστιαίες μονάδες του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος μεγαλύτερου στις αναπτυγμένες χώρες...”
Σήμερα έχουν πυκνώσει οι φωνές που θεωρούν ότι αυτή η πολιτική ήταν μυωπική: η πολιτική αυτή στηριζόταν στην υπόθεση ότι η ύφεση θα ήταν σύντομη. Στους πρώτους προϋπολογισμούς του Παπακωνσταντίνου (την εποχή του Σταθεροποιητικού Προγράμματος ακόμα) οι προβλέψεις έκαναν λόγο για θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης ήδη από το 2011. Οι υποθέσεις, αυτές, όμως αποδείχτηκαν στην πράξη άπιαστα όνειρα: τώρα ο Βενιζέλος επίσημα δηλώνει ότι η πτώση του ΑΕΠ θα ξεπεράσει το 5% φέτος – και η “ανάπτυξη” θα συνεχίσει να είναι αρνητική και στην χρονιά που μας έρχεται. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός στα μαθηματικά για να καταλάβει ότι ο συνδυασμός του υψηλού χρέους με τους αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης είναι ωρολογιακή βόμβα: όσο συρρικνώνεται η παραγωγή τόσο μειώνονται τα δημόσια έσοδα (από τους φόρους) και διογκώνονται τα ελλείμματα ενώ, την ίδια στιγμή, η αναλογία του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ γίνεται όλο και πιο δραματική. Πολλοί μιλάνε για “παγίδα χρέους” – μια κατάσταση από την οποία είναι αδύνατο να ξεφύγεις. Και δεν φαίνεται να έχουν άδικο.
Διπλή Ύφεση
Όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι, σήμερα, φοβούνται ότι η παγκόσμια οικονομία έχει μπει πλέον σε τροχιά για μια νέα, δραματική, παγκόσμια ύφεση. Και όλοι ξέρουν ότι, αν συμβεί κάτι τέτοιο, δεν θα είναι μια απλή επανάληψη της πρώτης: οι πληγές από τη “μάχη” ενάντια στην πρώτη ύφεση (με πρώτη και καλύτερη την πληγή του δημόσιου χρέους) είναι ακόμα ανοιχτές. Η δεύτερη βουτιά στα μέσα της δεκαετίας ήταν, άλλωστε, αυτή που έκανε την Ύφεση του 1930 “Μεγάλη”. Και τα σημάδια της νέας βουτιάς είναι πλέον φανερά “δια γυμνού οφθαλμού” στον ορίζοντα. Το παρακάτω απόσπασμα από την εφημερίδα Financial Times (26.8.2011) για την κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας – της μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη – είναι χαρακτηριστικό:
“Νέα δεδομένα την Παρασκευή ενίσχυσαν της ανησυχίες για μια μακρά αμερικανική οικονομική επιβράδυνση, καθώς η ανάπτυξη στο δεύτερο τρίμηνο αναθεωρήθηκε προς τα κάτω και το ηθικό των καταναλωτών υποχώρησε στο κατώτατο επίπεδο εδώ και σχεδόν τρία χρόνια. Η αναθεώρηση του ανάπτυξης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος προς τα κάτω στο 1% σε ετήσια βάση... δείχνει ότι αυτό που εκλαμβανόταν σαν ένα “κακό διάλειμμα” στην μετά-την-ύφεση ανάκαμψη έχει μετατραπεί σε μια μακρόσυρτη εμπλοκή. Η οικονομία μεγεθύνθηκε σε ετήσια βάση μόλις κατά 0.4% στους τρεις πρώτους μήνες του έτους”.
Το πρόβλημα δεν είναι απλά και μόνο οι ΗΠΑ. Η Ασία, που πολλοί ήλπιζαν (εσφαλμένα, μια και οι αναδυόμενες αγορές, ακόμα και αν διατηρούσαν τους τρελούς ρυθμούς ανάπτυξης δεν έχουν το μέγεθος για να βγάλουν την παγκόσμια οικονομία από την ύφεση) ότι θα μπορούσε να μετατραπεί στην ατμομηχανή της οικονομίας αντιμετωπίζει και η ίδια τεράστια προβλήματα.
“Η Κίνα είναι γεμάτη σε υπερσυσσώρευση σε φυσικό κεφάλαιο, στις υποδομές και στη γη”, έγραφε πριν από λίγους μήνες ο Νουριέλ Ρουμπίνι (ένας από τους οικονομολόγους που προειδοποιούσε εδώ και χρόνια για την καταστροφή που έρχεται). “Στον επισκέπτη αυτό είναι εμφανές από τα κομψά αλλά άδεια αεροδρόμια και τραίνα υψηλής ταχύτητας (που θα μειώσουν την ανάγκη για τα 45 αεροδρόμια που έχουν ήδη προγραμματιστεί), τους αυτοκινητοδρόμους στο πουθενά, τα χιλιάδες κολοσσιαία νέα κυβερνητικά κτήρια, τις πόλεις φαντάσματα, τα ολοκαίνουργια χυτήρια αλουμινίου που παραμένουν κλειστά με στόχο να μην πέσουν και άλλο οι τιμές στις παγκόσμιες αγορές...”.
Η Κίνα, σύμφωνα με τον Ρουμπίνι, έχει υποκαταστήσει την πτώση των εξαγωγών (συνέπεια της παγκόσμιας ύφεσης) με ένα ολοένα και πιο φιλόδοξο πρόγραμμα επενδύσεων. Το 2010-11 οι επενδύσεις “σταθερού κεφαλαίου” καταναλώνουν σχεδόν το 50% της εγχώριας παραγωγής. “Το πρόβλημα είναι, φυσικά, ότι καμιά χώρα δεν μπορεί να είναι τόσο παραγωγική ώστε να επανεπενδύει το 50% του ΑΕΠ... χωρίς να αντιμετωπίσει τεράστια προβλήματα πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας και ένα ολοένα και πιο οξύ πρόβλημα μη-εξυπηρετούμενων δανείων...” Ο Ρουμπίνι εκτιμάει ότι η Κίνα, κατά πάσα πιθανότητα, θα βυθιστεί σε βαθιά κρίση μέχρι το 2013.
Ο Ρουμπίνι, φυσικά, δεν είναι μάγος (παρόλο που προέβλεψε σωστά την κρίση του 2007-8). Αλλά τα σημάδια της επιβράδυνσης είναι ήδη ορατά. Ο πληθωρισμός έχει τιναχτεί στα ύψη – με πρώτο και κύριο τον πληθωρισμό στα τρόφιμα – πράγμα που έχει σαν συνέπεια μια ολοένα και μεγαλύτερη κοινωνική αναταραχή. Και οι ρυθμοί ανάπτυξης, αν και εντυπωσιακοί για τα δυτικά δεδομένα, πέφτουν. Από το 7.8% το 2010 θα πέσουν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Morgan Stanley, στο 6.4% φέτος και στο 6.1% το 2012. Και όλα αυτά, βέβαια, με την υπόθεση ότι δεν θα διαταραχθεί ριζικά το διεθνές περιβάλλον.
Με την Ιαπωνία να πασχίζει ακόμα να επουλώσει τις πληγές από τον Τσουνάμι και την καταστροφή στη Φουκουσίμα και την Ευρώπη καταρρακωμένη από την κρίση του δημόσιου χρέους, οι προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία μοιάζουν όλο και πιο σκοτεινές. Οι “επενδυτές” είναι σε απόγνωση: το Κραχ του Αυγούστου εξάλειψε, μέσα σε λίγες μέρες, πάνω από 6 τρισεκατομμύρια δολάρια από τα διεθνή χρηματιστήρια. Ο χρυσός και τα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου (που παρά την υποβάθμιση της Standard & Poor’s θεωρείται “ασφαλές καταφύγιο” από τους επενδυτές) έχουν εκτοξευτεί στα ύψη. Στα μέσα Αυγούστου η τιμή του χρυσού (ενός χημικά ευγενούς μεν, πρακτικά όμως μάλλον άχρηστου μετάλλου) έσπασε όλα τα ρεκόρ, όλων των εποχών. Οι μάγοι των χρηματιστηρίων, τα φοβερά γκόλντεν μπόις που θα κατακτούσαν τον κόσμο συμπεριφέρονται όπως και οι παππούδες τους στο χωριό – κάνουν τις “οικονομίες” τους μασούρια από λίρες και τις κρύβουν “κάτω από το στρώμα”.
Παράλυση
Η προοπτική της διπλής ύφεσης έχει προκαλέσει πανικό στους ηγέτες του πλανήτη. Στην επιστολή της στους Financial Times στις 15 Αυγούστου η Λαγκάρντ προειδοποιούσε ότι η κατάσταση αυτή κινδυνεύει να οδηγήσει σε παράλυση – και στην καταστροφή. “Η παρούσα αναταραχή στις αγορές”, έγραφε, “έχει κλονίσει την εμπιστοσύνη σε όλη την παγκόσμια οικονομία και έχει οδηγήσει πολλούς στο συμπέρασμα ότι όλες οι πολιτικές επιλογές έχουν εξαντληθεί”. Το συμπέρασμα, αυτό, όμως γράφει είναι λάθος – ένα καταστροφικό λάθος που “θα μπορούσε να οδηγήσει σε παράλυση”.
Στην πραγματικότητα, όμως, οι πολιτικές επιλογές έχουν στενέψει απελπιστικά για τις άρχουσες τάξεις σε ολόκληρο τον πλανήτη. Οι ηγέτες “μας” έχουν ξεμείνει και από οικονομικά όπλα και από οράματα και από ιδέες. Κανένα σχέδιο δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή που να μπορεί να πείσει τις άρχουσες τάξεις ότι θα τις βγάλει με ασφάλεια από το αδιέξοδο – ή έστω ακόμα και να σταματήσει τον κατήφορο προς την άβυσσο. Για αυτό έχουν πυκνώσει οι καυγάδες: πίσω από την άρνηση της Φινλανδίας να συμμετάσχει στο νέο “πρόγραμμα διάσωσης” της Ελλάδας δεν κρύβονται μόνο οι πιέσεις των ακροδεξιών “Αληθινών Φιλανδών” αλλά και οι φόβοι ενός μεγάλου κομματιού της άρχουσας τάξης που φοβάται ότι το πρόγραμμα δεν θα οδηγήσει πουθενά: το Μνημόνιο δεν κατάφερε ούτε την Ελλάδα να “ξελασπώσει”, ούτε την μετάσταση της κρίσης στις άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου να εμποδίσει. Γιατί να πετύχει το Μνημόνιο ΙΙ; Η αρχική υποδοχή των “αγορών” μετά τη Συμφωνία της 21ης Ιούλη, άλλωστε, ήταν να “επιτεθούν” στην Ισπανία, την Ιταλία και τη Γαλλία ακόμα. Χρειάστηκε μια ακόμα παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με αγορά ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, για να υποχωρήσουν τα επιτόκια της Ισπανίας και της Ιταλίας κάτω από το 5%.
Η πιο τρανταχτή, όμως, ένδειξη της “παράλυσης” στην οποία έχουν φτάσει οι άρχουσες τάξεις είναι η αντιπαράθεση που άνοιξε ανάμεσα στην ίδια την Κριστίν Λαγκάρντ (που μέχρι πριν από λίγο ήταν υπουργός του Σαρκοζί) και τους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην ομιλία της στο συνέδριο της FED, της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας, στο Τζακσον Χόουλ των ΗΠΑ, επιτέθηκε, στην ουσία, στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας: η Λαγκάρντ αμφισβήτησε τα “τεστ αντοχής” – που είχαν βγάλει τον Ιούλη το 90% του Ευρωπαϊκού Τραπεζικού συστήματος λάδι. Οι Ευρωπαϊκές τράπεζες, είπε, έχουν άμεση ανάγκη από ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας – που θα πρέπει οι αρχές να το κάνουν ακόμα και αναγκαστικά (όπως κάνει τώρα ο Βενιζέλος με το νέο νομοσχέδιο για τις τράπεζες). Και ταυτόχρονα αμφισβήτησε τους γρήγορους ρυθμούς “δημοσιονομικής εξυγίανσης” που επιβάλλουν στην Ευρώπη η Μέρκελ και ο Σαρκοζί και την σφιχτή νομισματική πολιτική που ακολουθεί ο Τρισέ, ο διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – κατηγορώντας τους εμμέσως ότι με αυτόν τον τρόπο βάζουν σε κίνδυνο την ανάκαμψη – με άλλα λόγια, υποθάλπουν τον κίνδυνο μιας νέας, διπλής ύφεσης. “Ο κίνδυνος της ύφεσης”, είπε, “υποσκελίζει τον κίνδυνο του πληθωρισμού”. Όπως ήταν φυσικό οι δηλώσεις της προκάλεσαν οργή στην Ευρώπη – που το μόνο που κατάφερε, όμως, ήταν να προσθέσει ένα ακόμα λιθαράκι στην αίσθηση της απόγνωσης και της παράλυσης.
Η συμφωνία της 21 Ιούλη είναι ουσιαστικά ήδη νεκρή. Η επιμονή της κυβέρνησης στα μέτρα που συμφωνήθηκαν με τους “θεσμικούς μας εταίρους” και στα όσα ψηφίστηκαν σε νόμους του κράτους με τους δυο εφαρμοστικούς νόμους θα ήταν γελοία, αν δεν ήταν επικίνδυνη. Η αποτυχία δεν πρόκειται να οδηγήσει ούτε τον Παπανδρέου, ούτε τον Βενιζέλο, ούτε την Διαμαντοπούλου ούτε κανέναν από όλα αυτά τα τέρατα στην υποχώρηση. Και ο λόγος είναι απλός: η άρχουσα τάξη δεν έχει πού να υποχωρήσει. Δίνει μάχη για την επιβίωσή της. Από την έκβαση της μάχης αυτής θα κριθούν πολλά: όχι μόνο να κέρδη και τα προνόμιά της, αλλά και η ίδια της η θέση στα σαλόνια των πλούσιων και των ισχυρών του πλανήτη.
Θα υποχωρήσουν μόνο αν τους αναγκάσουμε. Το μόνο που φοβούνται περισσότερο από την κρίση είναι η απεργία, η διαδήλωση, η κατάληψη. Εμάς δηλαδή. Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες έχουν κάνει μια καλή αρχή, καταλαμβάνοντας δεκάδες σχολές τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές. Από την κλιμάκωση αυτού του αγώνα – και πάνω απ‘ όλα από την εξάπλωσή του στους εργατικούς χώρους – θα κριθεί το μέλλον. Κυριολεκτικά.