Εξώφυλλο του τευχους 102
Κρίσιμα ερωτήματα
Πενηνταπέντε χρόνια μετά τις εκλογές του 1958, όταν η ΕΔΑ αναδείχτηκε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το 27% του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιουνίου 2012 έχει φέρει την προοπτική μιας κυβέρνησης της αριστεράς στο προσκήνιο ως ρεαλιστικό ενδεχόμενο. Για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες, η συζήτηση για το πως μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα και για το αν μια κυβέρνηση της αριστεράς μπορεί να υλοποιήσει οράματα και να αλλάξει σε ουσιαστικό βαθμό τις δραματικές συνθήκες που εκατομμύρια εργαζόμενοι βιώνουν μετά από τέσσερα χρόνια μνημόνια και κρίση δεν περιορίζεται σε μικρές ομάδες της αριστεράς αλλά αγκαλιάζει μεγάλες ομάδες ανθρώπων. Ο παρών τόμος αντανακλά αυτή τη συζήτηση στα πλαίσια του κινήματος συγκεντρώνοντας δέκα κείμενα στελεχών και αγωνιστών της Αριστεράς από τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Κάποια από τα κείμενα από προβεβλημένα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκουν να σκιαγραφήσουν πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής που μια μελλοντική κυβέρνηση της αριστεράς θα προσπαθούσε να εφαρμόσει: ο Γιάννης Δραγασάκης ασχολείται με την οικονομική πολιτική, η Σοφία Σακοράφα με την παραγωγική ανασυγκρότηση, η Ρένα Δούρου με την εξωτερική πολιτική, η Θεανώ Φωτίου με τα εκπαιδευτικά, και ο Μάκης Ζέρβας με το περιβάλλον. Δυστυχώς, τα κείμενα αυτά είναι βαθιά απογοητευτικά για οποιονδήποτε τρέφει ελπίδες για τις αλλαγές που μπορεί να φέρει μια κυβέρνηση της αριστεράς. Δεν είναι μόνο ότι τα κείμενα αντανακλούν το πόσο δεξιά έχει πάει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ: για όποιον θυμάται τη συνάντηση του Τσίπρα με τον σφαγέα πρόεδρο του Ισραήλ Πέρες το καλοκαίρι του 2012, δεν θα προκαλέσει έκπληξη το γεγονός ότι η αριστερή εξωτερική πολιτική που προτείνει η Δούρου έχει ως στόχο την προάσπιση των «εθνικών συμφερόντων» και την αναζήτηση εναλλακτικών συμμαχιών με την Κίνα και τη Ρωσία.
Αλλά τα προβλήματα είναι πολύ βαθύτερα. Το πρώτο και βασικό πρόβλημα ξεκινά από την λανθασμένη ανάλυση για τη δομή της καπιταλιστικής οικονομίας και τη φύση της οικονομικής κρίσης. Διακηρύξεις σαν αυτές του Δραγασάκη ότι μια κυβέρνηση της αριστεράς θα είχε ως μακροπρόθεσμο στόχο ένα αναπτυξιακό μοντέλο με βάση τις αρχές της αλληλεγγύης και της συνεργασίας αποφεύγουν να απαντήσουν πως ένα τέτοιο μοντέλο είναι συμβατό με αυτό μιας καπιταλιστικής οικονομίας σε κρίση. Αναλύσεις σαν αυτές της Σακοράφα θέτουν ως στόχο για την αριστερά όχι τη σύγκρουση με τα αφεντικά, αλλά την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας σε συνεργασία με τα «υγιή» κομμάτια της αστικής τάξης. Τέτοιες αναλύσεις όχι μόνο αδυνατούν να αντιληφθούν την παγκόσμια φύση της οικονομικής κρίσης· ακόμα χειρότερα, υποτάσσουν τους εργατικούς αγώνες σε αυτοσυγκράτηση και αναμονή «μέχρι να ανασυγκροτηθεί η χώρα».
Ένα δεύτερο θεμελιακό πρόβλημα είναι η αντίληψη του κράτους που αντανακλούν αυτά τα κείμενα. Σύμφωνα με αυτές τις αναλύσεις, το κράτος είναι ένας ουδέτερος μηχανισμός, και αρκεί μια κυβέρνηση τη αριστεράς να δώσει τις σωστές κατευθύνσεις ώστε να δουλέψει σωστά. Με άλλα λόγια, αρκεί ένας αριστερός υπουργός για να ασκήσουν οι διπλωμάτες και οι καραβανάδες μια φιλειρηνική πολιτική, για να προστατεύσουν οι δικαστές και η αστυνομία τα εργατικά δικαιώματα και τους μετανάστες, για να πληρώσουν οι εφοπλιστές φόρους. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο το κράτος δεν είναι ουδέτερο, όπως έδειξαν όλες οι αποκαλύψεις για τους δεσμούς της αστυνομίας, του στρατού και των δικαστών με τους νεοναζί, αλλά η πραγματική δύναμη δεν βρίσκεται καν στο κοινοβούλιο.
Είναι ένα πολύ θετικό βήμα ότι μια σειρά από άλλα κείμενα στον ίδιο τόμο προσπαθούν να αναδείξουν αυτά ακριβώς τα ζητήματα. Οι Γιάννης Τόλιος και Χρήστος Κεφαλής εξετάζουν τη διαπάλη σχεδίου και αγοράς ως μοχλού μετάβασης στο σοσιαλισμό· ο Δημήτρης Μπελαντής συζητά τη στάση της κυβέρνησης της αριστεράς απένταντι στο κράτος έκτακτης ανάγκης· ο Λεωνίδας Βατικιώτης αναλύει τη δομή της οικονομικής κρίσης και τη σημασία ενός μεταβατικού προγράμματος τεσσάρων σημείων (διαγραφή του χρέους, έξοδος από την ευρωζώνη, κρατικοποιήσεις, μείωση ωρών εργασίας)· τέλος, ο Παναγιώτης Σωτήρης εξετάζει την κρίση της αστικής ηγεμονίας και τα ζητήματα στρατηγικής του κινήματος. Και τα τέσσερα αυτά κείμενα επισημαίνουν σωστά ότι καμία λύση δεν μπορεί να έρθει χωρίς σύγκρουση με το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο και μέσα στα πλαίσια της ευρωζώνης και της ΕΕ. Εξίσου σημαντική είναι η συζήτηση για το αν το κράτος είναι ουδέτερος μηχανισμός, και για το αν η εργατική τάξη θα χρειαστεί να το διαλύσει και να βάλλει στη θέση του τα δικά της όργανα: τα διδάγματα από προηγούμενες κυβερνήσεις της αριστεράς, όπως στην Ισπανία του 1936 ή στη Χιλή του 1970, είναι καθοριστικά, όπως σωστά επισημαίνουν οι συγγραφείς.
Αλλά αυτές οι σωστές επισημάνσεις οδηγούν σε ατελή ή λανθασμένα συμπεράσματα λόγω της απουσίας ενός τρίτου σημαντικού παράγοντα. Η συζήτηση για την κυβέρνηση της αριστεράς και την επαναστατική στρατηγική δεν μπορεί να γίνει χωρίς να βάζει στο κέντρο το υποκείμενο που μπορεί να αλλάξει την κοινωνία και χωρίς να εξετάζει την πορεία του κινήματος τα τελευταία χρόνια. Αυτό που απουσιάζει από αυτά τα κείμενα είναι μια ανάλυση της πορείας του εργατικού κινήματος και της σημασίας των αγώνων που έχουν ρίξει τρεις κυβερνήσεις, έχουν διεξάγει μεγαλειώδεις αγώνες διαρκείας όπως αυτός των διοικητικών, έχουν αναδείξει την αριστερά σε πλειοψηφία στα συνδικάτα και την επαναστατική αριστερά σε υπολογίσιμη δύναμη, και έχουν αρχίσει να δημιουργούν τις συνθήκες για οργάνωση και συντονισμό από τη βάση. Εξίσου καθοριστικό είναι το θέμα του εργατικού ελέγχου ως απάντηση στην κρίση και τα κλεισίματα και ως προοπτική εναλλακτικής οργάνωσης της κοινωνίας. Χωρίς αυτή την ανάλυση, η διάχυση της κεντρικότητας της εργατικής τάξης σε ένα «λαϊκό κίνημα» οδηγεί στον πειρασμό της αναζήτησης μεσοβέζικων λύσεων, που ιστορικά έχουν οδηγήσει μόνο σε τραγωδίες.
Τα διλήμματα μεταρρύθμιση ή επανάσταση, παραγωγική ανασυγκρότηση ή εργατικός έλεγχος, εκδημοκρατισμός ή εργατικό κράτος δεν εμφανίζονται για πρώτη φορά στην ιστορία του κινήματος. Το κείμενο του Θανάση Καμπαγιάννη που κλείνει τον τόμο μας θυμίζει ότι αυτά τα ζητήματα στρατηγικής πάνε πίσω στον Μαρξ και την Παρισινή Κομμούνα, στη σύγκρουση ανάμεσα στη Λούξεμπουργκ, στους ρεφορμιστές τύπου Μπερνστάϊν και στους κεντριστές τύπου Κάουτσκι, στην εμπειρία και τα διδάγματα της Ρώσικης επανάστασης και της Τρίτης Διεθνούς. Είναι τεράστιο προχώρημα ότι αυτά τα διλήμματα έχουν πάψει να είναι θέμα συζήτησης για μικρές ομάδες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς: παρότι αυτός ο τόμος αντανακλά αυτό το προχώρημα, οι αγωνιστές του σήμερα χρειάζεται να ανατρέξουν στην ιστορική και θεωρητική εμπειρία του κινήματος τόσο στο παρελθόν, όσο και στους αγώνες των τελευταίων χρόνων.
Κώστας Βλασόπουλος
Τιμή 16€, 318 σελίδες
Εκδόσεις Τόπος, 2013