Με αντικειμενικά κριτήρια
Μπορεί να υπάρξει κεφάλαιο χωρίς την εργασία που παράγει την υπεραξία και το κέρδος, δηλαδή χωρίς την εργατική τάξη; Μπορεί να εξαφανίζεται η εργατική τάξη ή να χάνει τον κεντρικό της ρόλο στις κοινωνικές συγκρούσεις τη στιγμή που σήμερα η μισθωτή δουλειά αποτελεί όρο ζωής για τουλάχιστον 2 δισεκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη;
Ο Λέανδρος Μπόλαρης στο τελευταίο του βιβλίο “Η εργατική τάξη σήμερα” συστηματοποιεί τις θεωρητικές απαντήσεις αλλά και τα εμπειρικά δεδομένα, που οι παραπάνω απόψεις, με κάποια εμμονή, θέλουν να αγνοούν. Όπως μας θυμίζει ο συγγραφέας: “Ήδη από την εποχή του Μαρξ, ο Μπακούνιν από το ρεύμα των αναρχικών, καταδίκαζε τους 'αστούς εργάτες που υπάρχουν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες' όπως στη Γερμανία, 'με τη σχετική ευμάρεια, υψηλότερους μισθούς, που κομπάζουν για τις γνώσεις τους και είναι βαθιά εμποτισμένοι από τις αστικές προκαταλήψεις'. Στην άλλη άκρη του φάσματος, ο Μπερνστάιν, ο θεωρητικός εκπρόσωπος του ανοιχτού ρεφορμισμού στο γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κίνημα, το 1899 υποστήριζε με τη σειρά του ότι οι εργάτες δεν είχαν κανένα συμφέρον από την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού, ο σοσιαλισμός ήταν 'ηθικό πρόσταγμα', μια από τις 'κατηγορικές προσταγές' του Καντ…
Από την εποχή του Μαρξ, ξανά και ξανά, έχει διακηρυχθεί από πολλούς η εξάντληση του επαναστατικού ρόλου της εργατικής τάξης, η ίδια η εξαφάνισή της. Στη δεκαετία του 1960 αυτές οι θεωρίες μεσουρανούσαν, μέχρι που ο Μάης του '68 στη Γαλλία, το 'Καυτό Φθινόπωρο' του 1969 στην Ιταλία και όλο το κύμα των αγώνων και των εξεγέρσεων, έφερε ξανά την εργατική τάξη και τη δυναμική της στο προσκήνιο. Για την ακρίβεια, η εργατική τάξη μπήκε στο προσκήνιο αγνοώντας αυτές τις θεωρίες. Η μακρά περίοδος της υποχώρησης του εργατικού κινήματος, που ακολούθησε τις επόμενες δεκαετίες, έδωσε νέα πνοή στα ιδεολογήματα της εξαφάνισης της εργατικής τάξης”.
Η σημερινές θεωρητικές αναζητήσεις και συζητήσεις γύρω από το ζήτημα αυτό δεν είναι ούτε καινούργιες, ούτε βασίζονται κατ' ανάγκη σε κάποιες μεταφυσικού τύπου αλλαγές και ριζικές μεταλλάξεις στην οργάνωση και λειτουργία του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο συγγραφέας τοποθετεί αυτές τις αντιπαραθέσεις στα ιστορικά τους πλαίσια. Αυτή η οπτική αποτελεί μια ισχυρή και σταθερή βάση για την κριτική αποτίμηση κάθε θεωρίας. Πολύ περισσότερο κάθε θεωρίας που φιλοδοξεί όχι μόνο να αποδώσει όσο γίνεται καθαρότερα την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά και να αποτελέσει οδηγό δράσης για την ανατροπή του καπιταλισμού και την αλλαγή της κοινωνίας. Η ιστορική εμπειρία καθορίζει τελικά ποιες θεωρητικές αναλύσεις αποτελούν γέννημα μιας ολόκληρης εποχής – της εποχής του καπιταλισμού στην συνεχή του κίνηση – και ποιες απλά γέννημα συγκυριακών πιέσεων, υποχωρήσεων και αναζητήσεων.
Ο συγγραφέας δεν αρνείται ούτε αγνοεί τις αλλαγές στην εργατική τάξη. Αξιοποιώντας, όμως, την ανάλυση του Μαρξ καταφέρνει ακριβώς να εξηγεί την κίνηση και τη διαδικασία αυτών των αλλαγών: “Ποια είναι η κινητήριος δύναμη του 'μετασχηματισμού τεράστιων τμημάτων του εργαζόμενου πληθυσμού'; Είναι ο εκμεταλλευτικός και ανταγωνιστικός χαρακτήρας του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Ο κάθε ξεχωριστός καπιταλιστής μπορεί να επιβάλει τον πιο σκληρό έλεγχο στην επιχείρηση (ή επιχειρήσεις, αν μιλάμε για τους σύγχρονους γιγάντιους καπιταλιστικούς ομίλους). Σ' αυτό μπορεί να μοιάζει με το φεουδάρχη ή τον γραφειοκράτη προηγούμενων εκμεταλλευτικών συστημάτων. Όμως – κι αυτή είναι μια ουσιώδης διαφορά – κανείς καπιταλιστής, ακόμα και κανένα καπιταλιστικό κράτος, όσο ισχυρό κι αν είναι, δεν μπορεί να ελέγξει το σύστημα σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι υποχρεωμένοι να ανταγωνίζονται μεταξύ τους, κι όποιος μείνει πίσω στο κυνήγι του κέρδους χάνει. Για να το αποφύγουν αυτό, πρέπει να ανταποκριθούν με επιτυχία στην πίεση να αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας. Δηλαδή να επενδύουν σε νέες μηχανές, νέες τεχνολογίες 'εντάσεως κεφαλαίου' και, δεμένο μ' αυτό, να συμπιέζουν το κόστος εργασίας' (είτε με την εντατικοποίηση της δουλειάς, είτε με τη συμπίεση των αμοιβών, είτε με ένα συνδυασμό και των δύο)….
Πρόκειται για μια διαδικασία χωρίς τέλος. Και είναι λάθος να λαμβάνεται μια χρονική στιγμή… ή ένα τεχνολογικό επίπεδο… ή μια περιοχή σαν το μέτρο ενός 'ιδανικού' καπιταλισμού και μιας 'πραγματικής' εργατικής τάξης'…. γιατί διατρέχει τον κίνδυνο να αντιμετωπίσει την τάξη ως μια ακόμα κοινωνιολογική κατηγορία και όχι ως έκφραση της σχέσης εκμετάλλευσης στον καπιταλισμό”.
Όλες αυτές οι αλλαγές δεν αναιρούν εν τέλει μια βασική θεωρητική παραδοχή του Μαρξ: “Για να αποσπάσει το 'υπερπροϊόν' – δηλαδή ό,τι περισσεύει από τα αναγκαία για την επιβίωση της κοινωνίας – η κάθε άρχουσα τάξη χρειάζεται πριν απ' όλα να ελέγχει τις πηγές αυτού του πλούτου, τα μέσα παραγωγής: τη γη, τα εργαλεία και τις μηχανές. Γι' αυτό το λόγο, το ποιος ελέγχει τα μέσα παραγωγής είναι το βασικό κριτήριο για τον ορισμό των τάξεων μιας κοινωνίας. Κι είναι αντικειμενικό κριτήριο”.
Στη σύγχρονη δε εποχή, την εποχή του κεφαλαίου, η εργατική τάξη κατέχει μια κρίσιμη θέση στην κοινωνική παραγωγή, που της δίνει τον κεντρικό ρόλο σαν της μόνης “πραγματικά επαναστατικής τάξης”: “Δεν υπάρχει κεφάλαιο χωρίς την εργατική τάξη… σε κάθε φάση εξέλιξης του συστήματος, η 'ζωντανή εργασία', η δουλειά του συλλογικού εργάτη είναι ο αναγκαίος παράγοντας για να δημιουργηθεί η αξία των προϊόντων και να παραχθεί η υπεραξία που είναι η βάση του κέρδους των καπιταλιστών”. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, “τα συμφέροντα της εργατικής τάξης δεν συμπίπτουν πουθενά με τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Αντίθετα, η σύγκρουση ανάμεσα στις δύο βασικές τάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας γεννιέται αντικειμενικά”. Η συλλογική μάλιστα εργασία, που επιβάλλει ο ίδιος ο καπιταλισμός στην εργατική τάξη, γεννάει όχι μόνο την συλλογική της αντίσταση αλλά και το πρώτο στην ιστορία “ανεξάρτητο κίνημα της τεράστιας πλειοψηφίας για το συμφέρον της τεράστιας πλειοψηφίας”.
Ο συγγραφέας, στηριγμένος πάνω σε στέρεες θεωρητικές βάσεις, αντιπαρατίθεται αναλυτικά σε δυο ρεύματα αμφισβήτησης της ύπαρξης και του επαναστατικού ρόλου της εργατικής τάξης. Το πρώτο είναι αυτό που στην εξάπλωση του κεφαλαίου και των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής προσπαθεί να ανακαλύψει όχι μια “διαδικασία προλεταριοποίησης” και ομογενοποίησης των όρων ζωής, εργασίας και αντίστασης όλων των κομματιών από τον τομέα των υπηρεσιών μέχρι τον αγροτικό τομέα, αλλά την συρρίκνωση “της παραδοσιακής εργατικής τάξης της εποχής του Μαρξ” και την ανάδυση μιας πολυπληθούς “μικροαστικής τάξης”. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων θεωρητικών αναζητήσεων στο χώρο της αριστεράς αποτελεί ο Νίκος Πουλαντζάς. Ο Λέανδρος Μπόλαρης αναδεικνύει όχι μόνο τα θεωρητικά αδιέξοδα αλλά και τις ήττες, που αυτές οδήγησαν, με την πολιτική του ευρωκομμουνισμού για πλατιές συμμαχίες, με δυνάμεις πέρα από τη δράση της “συρρικνούμενης” εργατικής τάξης.
Το δεύτερο ρεύμα ισχυρίζεται ότι η εργατική τάξη ήταν και παραμένει μια κατακερματισμένη τάξη, αδύναμη να προβάλλει ενιαία αντίσταση στον καπιταλισμό: απόψεις όπως αυτές για “κοινωνία των 2/3” ή περί μιας πολυπληθούς “εργατικής αριστοκρατίας” που δήθεν γεννάει η ιμπεριαλιστική ανάπτυξη του καπιταλισμού ή αυτές του ρεύματος της εργατικής αυτονομίας, με κύριο εκπρόσωπό της τον Αντόνιο Νέγκρι, που, μέσα από συνεχείς μεταλλαγές από τη δεκαετία του '60, καταλήγει στις σημερινές θεωρητικοποιήσεις περί “αυτοκρατορίας, πρεκαριάτου και πλήθους”. Η αντιπαράθεση του συγγραφέα με θεωρητικά επιχειρήματα και εμπειρικά δεδομένα αλλά στηριγμένος και στις σύγχρονες αγωνιστικές εμπειρίες της ίδιας της τάξης, αναδεικνύει πειστικά την απόπειρα τέτοιων απόψεων να θεωρητικοποιηθούν ως αντικειμενικές και μάλιστα “ριζικές” αλλαγές του καπιταλισμού. Αντιμετωπίζει κλασικά, θα λέγαμε, πολιτικά προβλήματα και προκλήσεις για τη συγκρότηση του κινήματος της εργατικής τάξης σε κάθε ιστορική συγκυρία: πώς συντονίζονται σε ενιαία δράση όλα τα κομμάτια του κινήματος – συνδικαλισμένοι εργάτες, συμβασιούχοι, επισφαλώς εργαζόμενοι, νεολαία, άνεργοι και άλλα καταπιεσμένα κοινωνικά στρώματα; Πώς αναδεικνύεται πολιτικά και οργανωτικά ο κεντρικός και κρίσιμος ρόλος της εργατικής τάξης μέσα σ' αυτό; Πώς μπορεί να ηγεμονεύσει η εναλλακτική προοπτική της εργατικής αντικαπιταλιστικής ανατροπής;
Ο Λέανδρος Μπόλαρης, γνώστης της συνδικαλιστικής και πολιτικής ιστορίας του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, καταφέρνει να μας δώσει ένα ζωντανό όσο και προκλητικό στην επιχειρηματολογία του βιβλίο. Ένα βιβλίο όχι για την εργατική τάξη, αλλά για την κίνηση και δράση της ίδιας της εργατικής τάξης. Αυτό του δίνει τη δυνατότητα να ξεπερνάει δημιουργικά “θεωρίες που αντιμετωπίζουν την εργατική τάξη και τις ιδέες της σαν μια εικόνα ακινητοποιημένη στο χώρο και το χρόνο”.
Τιμή 6 €, 79 σελίδες, Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2011