Βιβλιοκριτική
Eric Hobsbawm: Ληστές

Εξώφυλλο του τευχους 87

Πρωτόγονη αντίσταση

“Οι Ληστές είναι μια σπουδή πάνω στη φιγούρα του κοινωνικού ληστή ή του εξεγερμένου παράνομου. Τέτοιοι ληστές και παράνομοι δεν θεωρούνται από την κοινή γνώμη εγκληματίες, αλλά υπερασπιστές της κοινωνικής δικαιοσύνης, εκδικητές ή αγωνιστές μιας πρωτόγονης αντίστασης, και τα κατορθώματά τους έχουν δοξαστεί και διασωθεί στην ιστορία και τον μύθο”. Το έργο του βρετανού κομμουνιστή ιστορικού Έρικ Χόμπσμπομ Ληστές το 1969 αποτέλεσε την απαρχή μιας ολόκληρης ιστοριογραφικής σχολής για το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας. Στην ανάπτυξη του σχετικού ιστορικού κλάδου οφείλεται και η διαρκώς ανανεωμένη επανέκδοση του συγκεκριμένου έργου από τον Χόμπσμπομ, επαυξημένη κάθε φορά με νέα στοιχεία και ενημερωμένη με τις πιο πρόσφατες αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους ιστορικούς του νέου αυτού πεδίου.

Η ληστεία αμφισβητεί την οικονομική, κοινωνική και πολιτική τάξη πραγμάτων. Εμφανίζεται σε κοινωνίες που υφίστανται μια διαδικασία ταξικής διαφοροποίησης (κλασικό τέτοιο παράδειγμα είναι η μετάβαση από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό και τα χνάρια που αφήνει η διαδικασία αυτή στις αγροτικές κοινωνίες που την υφίστανται) ή σε κοινωνίες που είναι πλέον ταξικά διαφοροποιημένες. Χρήσιμη είναι εδώ η υπενθύμιση ότι τα κράτη πριν τον 19ο αιώνα ήταν τελείως διαφορετικά από τα ολοκληρωμένα εθνικά κράτη που γνωρίζουμε, ιδίως τον 20ό αιώνα: “κανένα κράτος... δεν διέθετε επαρκή γνώση για το ποιός ζούσε στο έδαφός του, ποιός γεννιόταν και ποιός πέθαινε εκεί... η εξουσία περιοριζόταν επομένως από την ανικανότητα της κεντρικής κυβέρνησης να μονοπωλήσει τον οπλισμό, να συντηρήσει σε μόνιμη βάση ένα σώμα ενόπλων και αόπλων δημόσιων λειτουργών...” (σελ. 31-32). Αυτό ήταν και το υλικό υπόβαθρο για την ανάπτυξη της ληστείας.

Η κοινωνική ληστεία είναι μια μορφή εξέγερσης που συναντάται σε διαστρωματωμένες αγροτικές κοινωνίες. Εξέφραζε την αντίσταση την αγροτικής κοινής γνώμης απέναντι στην κρατική εξουσία, γι' αυτό και αντίθετα με τους κοινούς ληστές ή τον υπόκοσμο οι κοινωνικοί ληστές επιδίωκαν και διέθεταν την στήριξη των αγροτών. Οι κοινωνικοί ληστές ήταν “επαναστάτες”, με την έννοια ότι ξέφευγαν από την νόρμα της υποταγής που συνεπάγονται τα βάρη της αγροτικής ζωής. Ωστόσο, το “πρόγραμμά” τους δεν υπερέβαινε ποτέ την υπεράσπιση της παραδοσιακής τάξης πραγμάτων, την επιστροφή στην κατάσταση “έτσι όπως έπρεπε να είναι”. Παρ' όλα αυτά, σε περιόδους κρίσης και κοινωνικής αναταραχής, οι ληστές μπορούσαν να μετατραπούν σε σύμβολα αντίστασης “από ολόκληρη την παραδοσιακή τάξη ενάντια στις δυνάμεις που την αποδιοργανώνουν και την καταστρέφουν” (σελ. 49).

Το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας είναι διεθνές, από τους Ιταλούς banditos και τους μπαντολέρος της Ανδαλουσίας μέχρι τους Βαλκάνιους Χαϊδούκους, τους κλέφτες και τους αρματωλούς ή τους ντεσπεράντος της αμερικάνικης Άγριας Δύσης. Δίπλα σε αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε και εκείνους τους ληστές που υπήρξαν στην ουσία αποστάτες της τάξης των ευγενών, όπως ο Ρομπέν των Δασών στα δάση του Σέργουντ. Η κοινωνική δεξαμενή των ληστών έχει ωστόσο μια κοινή συνισταμένη: πρόκειται για νεαρούς άντρες, ηλικίας ανάμεσα στην εφηβεία και τον γάμο, που προέρχονται ταξικά από το αγροτικό προλεταριάτο (αν δεν είναι ξεπεσμένοι ή ανυπάκουοι ευγενείς). Σε περιόδους κρίσης, το αγροτικό πλεόνασμα του πληθυσμού προσφέρει την κοινωνική βάση για την άνθιση του φαινομένου της ληστείας, ιδίως σε κομμάτια πληθυσμού που είναι ούτως ή άλλως δύσκολα αφομοιώσιμα, όπως οι μετανάστες, οι πρώην κληρωτοί φαντάροι, κλπ.

Ο Χόμπσμπομ αφιερώνει χωριστά κεφάλαια στους “ευγενείς ληστές”, στους “εκδικητές” που τιμωρούσαν τις υπερβολές της εξουσίας των αρχόντων και των κρατικών υπαλλήλων, αλλά και στους Χαϊδούκους των Βαλκανίων. Επεκτείνει ωστόσο τόσο το αντικείμενο της μελέτης του, εντάσσοντας για παράδειγμα στην κοινωνική ληστεία τους “απαλλοτριωτές” αναρχικούς της Ισπανικής Επανάστασης, ώστε τελικά να δέχεται κριτική ότι έτσι η ίδια η έννοια του κοινωνικού ληστή χάνει κάθε αναλυτική αξία. Στην απάντησή του, ο συγγραφέας αποδέχεται μέρος των κριτικών, για παράδειγμα ότι υπερεκτίμησε την αξία των προφορικών παραδόσεων για τους ληστές, με αποτέλεσμα μια ρομαντική εξιδανίκευσή τους στα αρχικά του κείμενα.

Έτσι, η εξέλιξη της ληστείας μπορεί να είναι ποικιλόμορφη. Οι ληστές μπορούν να γίνουν επαναστάτες, συντασσόμενοι με ένα ευρύτερο κίνημα κοινωνικής αλλαγής (αυτή ήταν σε αρκετές περιπτώσεις η εξέλιξη στις εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις των Βαλκανίων). Αλλά ταυτόχρονα οι ομάδες των ληστών μπορούν να επιλέξουν τον επικερδέστερο δρόμο της προσφοράς των υπηρεσιών τους στην κεντρική εξουσία ή σε κάποιον τοπικό ηγεμόνα. Η συγκρότηση δε των ληστρικών ομάδων με δικούς τους κώδικες, οικονομικά συμφέροντα, κλπ, τείνει να τις απομακρύνει από την αγροτική κοινότητα της οποίας την πρωτόλεια αντίσταση αρχικά εκφράζουν, με αποτέλεσμα το γλίστρημά τους στην κοινή ληστεία, το οικονομικό έγκλημα και τον υπόκοσμο.

Κατ΄αυτό τον τρόπο, η εικόνα του κοινωνικού ληστή (όπως αυτή οικοδομήθηκε μέσα από τα λογοτεχνικά έργα των εκάστοτε εθνικών συγγραφέων και εξαπλώθηκε μέσα από την τυπογραφία και τα μέσα ενημέρωσης) είναι πεδίο αντιπαράθεσης για την οποία ερίζουν πολλοί και διαφορετικοί παίκτες: έτσι το ΕΑΜικό κίνημα οικειοποιήθηκε την εικόνα των κλεφτών του 1821 για να νομιμοποιήσει την δράση του στην ύπαιθρο, έστω και αν αυτή δεν είχε να κάνει με το ιστορικό πλαίσιο γέννησης της κοινωνικής ληστείας. Αλλά και η ιταλική μαφία ή – στην ελληνική περίπτωση – δίκτυα της κρητικής υπαίθρου χρησιμοποιούν πλευρές της εδραιωμένης εικόνας της κοινωνικής ληστείας για την διευκόλυνση εγκληματικών δραστηριοτήτων που συνδέονται με την αγορά, εμπορευματοποιώντας έτσι την “αντιστασιακή” κληρονομιά της τοπικής αγροτικής παράδοσης. Στην Ελλάδα, οι αδελφοί Παλαιοκώστα έχουν οικοδομήσει με επιτυχία μία ανάλογη εικόνα.

Παρά τις υπαρκτές κριτικές, το βιβλίο του Χόμπσμπομ δίνει τροφή για σκέψη. Και απέναντι στις στενές ειδικεύσεις της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας, το έργο του είναι η απόδειξη της ανωτερότητας της μαρξιστικής ιστοριογραφίας και της δυνατότητάς της να συνθέτει ολιστικές ιστορικές αφηγήσεις διατηρώντας την ευαισθησία της απέναντι στο συγκεκριμένο και το μερικό. Από αυτή την άποψη, κανένα βιβλίο του Χόμπσμπομ δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο.

Τιμή 17,25€, 279 σελίδες Εκδόσεις Θεμέλιο, 2010