Βιβλιοκριτική
Richard J. Evans: Η έλευση του Γ' Ράιχ

Εξώφυλλο του τευχους 102

Τίποτα δεν ήταν προδικασμένο

Ο Έβανς είναι καθηγητής ιστορίας με ειδίκευση στην Γερμανία. Στη δεκαετία του ’90 έγινε ευρύτερα γνωστός για την κατάθεσή του στη δίκη που έκανε ο Ντέηβιντ Ιρβινγκ –ένας «ιστορικός» και θαυμαστής του Χίτλερ- σε βάρος της Ντέμπορα Λίπσταντ για «συκοφαντική δυσφήμιση». Ο Εβανς κατέθεσε ως ειδικός ένα ογκώδες υπόμνημα στο οποίο ανασκεύαζε τεκμηριωμένα τα ψέματα και τις διαστρεβλώσεις του Ιρβινγκ (τα βιβλία του τελευταίου έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά). Ο Ιρβινγκ έχασε τη δίκη και η ήττα του ήταν ένα χαστούκι σε όλους τους αρνητές του Ολοκαυτώματος και θαυμαστές των ναζί.

Αυτό το βιβλίο είναι ο πρώτος τόμος μιας τριλογίας. Οι επόμενοι δυο καλύπτουν την περίοδο ανάμεσα στα 1934 και 1939 (το Τρίτο Ράιχ στην Εξουσία) και από το 1939 μέχρι το 1945 (το Τρίτο Ράιχ στον Πόλεμο). Θα ήταν ευχής έργο ο εκδοτικός οίκος να προχωρήσει στη μετάφραση και κυκλοφορία αυτών των τόμων. Και οι τρεις ανταποκρίνονται στα πιο αυστηρά ακαδημαϊκά κριτήρια αλλά είναι γραμμένοι με τρόπο που επιτρέπει στο «μη-ειδικό» αναγνώστη να τους μελετήσει με ευχαρίστηση.

Ο πρώτος τόμος είναι πολύ σημαντικός, γιατί θίγει ζητήματα που έχει κάνει πολύ επίκαιρα η κρίση και η άνοδος των ναζί της Χρυσής Αυγής. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και την κρίση της, και παράλληλα την πορεία που οδήγησε τους ναζί στην εξουσία το 1933. Το κάνει αυτό σε έξι κεφάλαια, που ακολουθούν μια χρονολογική σειρά: «η κληρονομιά του παρελθόντος» «η αποτυχία της δημοκρατίας», η «άνοδος του ναζισμού», «προς την κατάληψη της εξουσίας», «δημιουργώντας το Γ’ Ράιχ» και ένα τελικό κεφάλαιο που αποτελεί την γέφυρα προς τον επόμενο τόμο με τίτλο «η πολιτιστική επανάσταση του Χίτλερ».

Ένας λόγος που αξίζει να διαβαστεί αυτό το βιβλίο είναι ότι εξετάζει την Γερμανική κοινωνία όπως μπήκε στον 20ο αιώνα και από τα πάνω και από τα κάτω. Είναι γνωστό π.χ ότι η προπολεμική Σοσιαλδημοκρατία τασσόταν επίσημα κατά του αντισημιτισμού. Όμως, κατά πόσο αυτή η κομματική θέση έκφραζε τις πραγματικές αντιλήψεις των Σοσιαλδημοκρατών εργατών στη βάση, στην καθημερινότητά τους; Ο Εβανς, που έχει μελετήσει εκθέσεις πληροφοριοδοτών της μυστικής κρατικής αστυνομίας, ξεκαθαρίζει ότι οι Σοσιαλδημοκράτες εργάτες καταπολεμούσαν τις ρατσιστικές ιδέες του αντισημιτισμού.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα υποκεφάλαια του βιβλίου είναι το «Οι ικανοί και οι ανίκανοι». Σ’ αυτό ο συγγραφέας δίνει στοιχεία για την έκταση του «κράτους πρόνοιας» της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Αυτό το σύστημα, όμως, ποτέ «δεν μπόρεσε να εκπληρώσει τις μεγαλεπήβολες υποσχέσεις» του Συντάγματος του 1919. Σημειώνει επίσης: «Πολύ πιο δυσοίωνο όμως ήταν το γεγονός ότι υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας… ενθάρρυναν νέες πολιτικές που άρχισαν να κατατρώγουν τις πολιτικές ελευθερίες των φτωχών και των αναπήρων. Καθώς η διοίκηση της κοινωνικής πρόνοιας διακλαδιζόταν σε μια τεράστια γραφειοκρατία, τα δόγματα της φυλετικής υγιεινής και της κοινωνικής βιολογίας, διαδεδομένα ιδιαίτερα στους επαγγελματίες της πρόνοιας πριν από τον πόλεμο, άρχισαν να αποκτούν μεγαλύτερη επιρροή». Η «κληρονομικότητα» προβαλλόταν ως αιτία για την μικροεγκληματικότητα, την πορνεία, τον αλκοολισμό ακόμα και για την «ηθική ιδιωτεία» (ανεπάρκεια). Αργότερα οι ναζί δικαιολογούσαν την εξόντωση των αναπήρων, των παιδιών με νοητική στέρηση με βάση αυτά τα ψευδοεπιστημονικά δόγματα.

Ο Εβανς επισημαίνει ότι η άνοδος και επικράτηση των ναζί δεν ήταν προδικασμένη ούτε από την Γερμανική ιστορία γενικά ούτε από την οικονομική κρίση που τσάκισε την Γερμανία μετά το κραχ του 1929. Γράφει στην αρχή του βιβλίου ότι: «ο ναζισμός σφυρηλατήθηκε σε αυτό το αμόνι του πολέμου και της επανάστασης. Μόλις δεκαπέντε χρόνια χωρίζουν την ήττα της Γερμανίας το 1918 από την έλευση του Γ’ Ράιχ το 1933. Ωστόσο, η πορεία αυτή ήταν γεμάτη καμπές και εμπόδια. Ο θρίαμβος του Χίτλερ δεν ήταν, σε καμιά περίπτωση, αναπόφευκτος το 1918, όπως δεν ήταν προδικασμένος από την προγενέστερη πορεία της γερμανικής ιστορίας».

Αυτή η θέση είναι σωστή και στα δυο σκέλη της. Οι ναζί δεν εμφανίστηκαν σαν αυτόματο αντανακλαστικό των μεσοστρωμάτων που χτυπήθηκαν από την κρίση του 1929. Όπως δείχνει πολύ παραστατικά ο συγγραφέας, είχαν καταφέρει να χτίσουν ένα σχετικά μαζικό σκληρό πυρήνα από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 έστω κι αν εκλογικά βρίσκονταν στο περιθώριο του πολιτικού συστήματος. Αυτό το επίτευγμα δεν οφειλόταν στις (ανύπαρκτες) οργανωτικές ικανότητες του Χίτλερ αλλά στο γεγονός ότι αποτελούσαν τμήμα ενός ευρύτερου ακροδεξιού χώρου ο οποίος με την σειρά του είχε την πλήρη υποστήριξη του κρατικού μηχανισμού.

Σ’ αυτό το σημείο αρχίζουν τα προβλήματα του βιβλίου. Ο Έβανς δεν προσπαθεί να εξηγήσει την κραυγαλέα αντίφαση ανάμεσα στις διακηρύξεις της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την πλήρη αποτυχία της να «εκδημοκρατίσει» τον στρατό, την δικαιοσύνη, όλους τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς που συνέχισαν να δουλεύουν όπως την εποχή της Αυτοκρατορίας. Ήταν μια αποτυχία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, ενός κόμματος που όπως επισημαίνει ο Εβανς σε ένα σημείο του βιβλίου για τον πρόεδρό του τον Εμπερτ «δεν ήταν υπέρ της επανάστασης αλλά υπέρ της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας». Αυτή την δημοκρατία απέτυχε οικτρά να υπερασπίσει ακόμα και όταν τον Ιούλη του 1932 η κυβέρνηση Πάπεν με τις ευλογίες του προέδρου Χίντεμπουργκ κατάργησε με ένα απλό διάταγμα την εκλεγμένη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας, του μεγαλύτερου κρατιδίου της Γερμανίας.

Αυτό που λείπει από το βιβλίο είναι η αναγνώριση του αποφασιστικού ρόλου της Γερμανικής Επανάστασης και της ήττας της. Αυτή η επανάσταση σταμάτησε τον πόλεμο και γκρέμισε τον Κάιζερ –και προχώρησε πολύ πιο μακριά: τα συμβούλια που έχτισαν οι εργάτες και οι στρατιώτες ήταν ο προάγγελος μιας νέας κοινωνίας όπου την εξουσία θα την ασκούσε πραγματικά δημοκρατικά η εργατική τάξη. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης στηρίχτηκε στις λόγχες και τα πολυβόλα της αντεπανάστασης για να αφήσει στην εξουσία την αστική τάξη. Γεννήθηκε με το στίγμα του αίματος της Ρόζας Λούξεμπουργκ, του Λήμπκνεχτ και χιλιάδων ακόμα επαναστατών.

Πράγματι για να επικρατήσουν οι ναζί έπρεπε να περάσουν «καμπές και εμπόδια». Όμως ο Έβανς δεν αναφέρει το σημαντικότερο: τη δύναμη της εργατικής τάξης να τους σταματήσει, παρά τα προβλήματα που είχε δημιουργήσει η υποχώρηση του επαναστατικού κύματος μετά το 1923. Έτσι, όμως, καταλήγει σε μια διαφορετική εκδοχή του «προδικασμένου» που απορρίπτει στην αρχή του βιβλίου.

Παρόλα αυτά το βιβλίο είναι πολύτιμο για όποιον/α ψάχνει μια συστηματική εισαγωγή στην ιστορία αυτής της περιόδου. Δυστυχώς η τιμή του τόμου είναι πολύ τσουχτερή για το κοινό που θα έχει τους περισσότερους λόγους να τον αγοράσει, τους εργαζόμενους και τη νεολαία που παλεύουν ενάντια στους ναζί και τον ρατσισμό σε γειτονιές, σχολεία και χώρους δουλειάς.

Τιμή 37€, 672 σελίδες

Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2013