Άρθρο
Χιλιάδες αγωνιστές αναζητούν τρόπους για τη συνέχεια ενάντια στο Μνημόνιο, την κυβέρνηση, την Τρόικα. Η Μαρία Στύλλου ξεκινάει από τις άμεσες μάχες που έχουμε μπροστά μας για να χαράξει προοπτικές μέχρι τη νίκη.

Εξώφυλλο του τευχους 87

Μπορούμε να προβλέψουμε τι θα γίνει την επόμενη περίοδο με βάση το τι έγινε μέχρι τις 30 Ιούνη όταν τελείωσαν οι ψηφοφορίες για το Μεσοπρόθεσμο και τον Εφαρμοστικό; Το γεγονός ότι αυτοί οι νόμοι ψηφίστηκαν τελικά στη Βουλή θα είναι εμπόδιο για το εργατικό κίνημα για να συνεχίσει;

p>Χρειάζεται να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα, όχι τόσο για να προβλέψουμε, αλλά για να προετοιμαστούμε και να προετοιμάσουμε τη συνέχεια.

Το πρώτο ζήτημα αφορά το απεργιακό μέτωπο. Μπορεί να επαναληφθεί ο Ιούνης της εργατικής εξέγερσης; Ζήσαμε τις 48ωρες επαναλαμβανόμενες της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ και τη 48ωρη Γενική Απεργία ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, σαν κορύφωση σε ένα κρεσέντο που ξεκίνησε με την πρόβα τζενεράλε της 9 Ιούνη όταν όλες οι ΔΕΚΟ μαζί βγήκαν σε συντονισμένη 24ωρη απεργία ενάντια στις αποκρατικοποιήσεις και κλιμακώθηκε με την Πανεργατική της 15 Ιούνη όπου οι ταξιαρχίες της εργατικής τάξης έδωσαν το οργανωμένο παρών στο κατειλημμένο Σύνταγμα. Ήταν ένας μήνας χωρίς προηγούμενο. Θα υπάρξει και πότε ο επόμενος;

Ένα δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με το αν και πόσο αυτό το κίνημα θα μπορέσει να προβάλει και να παλέψει για τη δική του προοπτική. Είναι σαφές ότι η κατάρρευση και αναστήλωση της κυβέρνησης Παπανδρέου στις 15 Ιούνη την ώρα που η Πανεργατική και οι «αγανακτισμένοι» έσμιγαν στο Σύνταγμα, δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο των αντικειμενικών οικονομικών αδιεξόδων. Το αντίπαλο δέος, η εργατική αντίσταση, οι καταλήψεις στις πλατείες όξυναν τις συγκρούσεις και επιτάχυναν τα κυβερνητικά αδιέξοδα. Θα μπορέσει το κίνημα να προβάλει δική του διέξοδο;

Και βέβαια ένα τρίτο αλληλένδετο ζήτημα έχει να κάνει με το μέλλον της Αριστεράς. Εκεί που έχουν προχωρήσει τα πράγματα, όλοι εκτιμούν και πολλοί ελπίζουν ότι η λύση στην κρίση βρίσκεται στα αριστερά. Όλοι θεωρούν, και σωστά, ότι η οργανωμένη Αριστερά, τα κόμματα και οι οργανώσεις της Αριστεράς και της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο είτε στο προχώρημα είτε στο πισωγύρισμα αυτού του κινήματος. Με ποια στρατηγική και τακτική, με τι οργάνωση θα γύρει το αποτέλεσμα προς το προχώρημα;

Απεργίες μέχρι τη νίκη

Για να ξεκινήσουμε τις απαντήσεις αρχίζοντας από το μέλλον των απεργιών τώρα που ψηφίστηκε το Μεσοπρόθεσμο, χρειάζεται να θυμηθούμε τις μάχες που έδωσε η εργατική τάξη όλη την προηγούμενη χρονιά μετά την ψήφιση του αρχικού Μνημόνιου από τη Βουλή στις 5 Μάη 2010. Και τότε η ψήφιση είχε βρει μπροστά της μια τεράστια Πανεργατική εκείνη τη μέρα αλλά και πρωτοφανή αστυνομική αγριότητα με αποκορύφωμα τους νεκρούς της Μαρφίν. Αλλά οι Κασσάνδρες που ήθελαν τους αγώνες να υποχωρούν στη συνέχεια διαψεύστηκαν με τον πιο έντονο τρόπο. Κάθε κυβερνητικό βήμα για την υλοποίηση των μέτρων του Μνημόνιου βρήκε μπροστά του απεργίες ανά κλάδους και πανεργατικές, στις συγκοινωνίες και στα νοσοκομεία, στα ΜΜΕ και στους δήμους, στους φορτηγατζήδες και στα πλοία ακόμα και κόντρα σε επιστρατεύσεις. Μια σημαντική απεργία κάθε 15 μέρες ήταν ο ρυθμός που οδήγησε σε αυτό που τα φερέφωνα της Τρόικας ονόμασαν «μεταρρυθμιστική κόπωση» της κυβέρνησης. Η εργατική αντίσταση αποδείχθηκε πιο δυνατή από όσο νόμιζαν.

Αυτή την εικόνα πρέπει να πάρουμε σαν βάση για τη συνέχεια. Η κυβέρνηση βιάζεται και πιέζεται να εφαρμόσει τα νέα πιο σκληρά μέτρα. Μέσα στους καλοκαιρινούς μήνες, στην ολομέλεια και στα θερινά τμήματα της Βουλής, ο Βενιζέλος, η Διαμαντοπούλου, ο Παπακωνσταντίνου τρέχουν να περάσουν νόμους για τις θηριώδεις περικοπές και αποκρατικοποιήσεις. Ο Βενιζέλος θέλει να περάσει το Ενιαίο Μισθολόγιο που κατακρεουργεί τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων. Η Διαμαντοπούλου ελπίζει να κάνει νόμο τη διάλυση των ΑΕΙ και ΤΕΙ μέσα στο καλοκαίρι για να αποφύγει ένα νέο κύμα καταλήψεων. Ο Παπακωνσταντίνου έχει ανοιχτή την ατζέντα για τα «αυθαίρετα», όχι μόνο για τα χαράτσια που υπολόγιζε να εισπράξει ήδη από τότε που ήταν υπουργός Οικονομίας, αλλά και για να χαρίσει νέα «αναπτυξιακά κίνητρα» στις κατασκευαστικές και τους μεγαλοεργολάβους.

Όμως πέρα από τα νομοσχέδια και πόσο η ψήφισή τους μπορεί να σημαίνει νέες πανεργατικές, οι συγκρούσεις ανοίγουν ήδη από χώρο σε χώρο.

Στους Δήμους, ένα πογκρόμ απολύσεων κατά των συμβασιούχων κουρελιάζει τις δικαστικές αποφάσεις που είχαν κερδίσει με τις προηγούμενες κινητοποιήσεις. Μόνο στο Δήμο της Αθήνας ετοιμάζουν 1000 απολύσεις που θα σακατέψουν τις υπηρεσίες καθαριότητας, τη διεύθυνση αλλοδαπών, τους βρεφονηπιακούς σταθμούς. Στην Υγεία, ο Λοβέρδος συνενώνει νοσοκομεία, μεθοδεύει μετατάξεις και αφήνει ολόκληρα ιδρύματα χωρίς χρηματοδότηση. Η ΟΕΝΓΕ και η ΠΟΕΔΗΝ βρίσκονται διαρκώς μπροστά στην απαίτηση των εργαζόμενων στο ΕΣΥ για να συντονίσουν τις αντιστάσεις.

Ο Βενιζέλος είναι δεσμευμένος στην Τρόικα ότι μέχρι τις 15 Ιούλη θα διορίσει το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου «Αξιοποίησης» της δημόσιας περιουσίας για να τρέξουν γρήγορα οι αποκρατικοποιήσεις που απειλούν μεγάλες και δυνατές ΔΕΚΟ και αναγκάζουν τα συνδικάτα τους να υλοποιήσουν τις απεργιακές υποσχέσεις τους. Επιπλέον, ο υπουργός Οικονομίας έχει στόχο τη εξοικονόμηση 6,7 δις από τον φετινό προϋπολογισμό, πράγμα που σημαίνει κόψιμο μισθών και επιδομάτων σε όλο το δημόσιο πριν ακόμα περάσει το Ενιαίο Μισθολόγιο. Ένας ακόμη λόγος γιατί μέσα σε όλους τους χώρους υπάρχει προετοιμασία για τον επόμενο γύρο συγκρούσεων.

Υπάρχουν τέσσερα χαρακτηριστικά που παίζουν καθοριστικό ρόλο για αυτές τις επόμενες μάχες: η διάρκεια, ο συντονισμός, η συμπαράσταση και το δίκτυο της βάσης μέσα στα συνδικάτα.

Έχουν γίνει μεγάλα βήματα για να παίρνουν οι μάχες τα χαρακτηριστικά των αγώνων διαρκείας. Οι επαναλαμβανόμενες 48ωρες της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ ήταν ο πιο πρόσφατος κρίκος σε μια αλυσίδα που έχει πίσω της τις απεργίες στις συγκοινωνίες, στα ΕΛΠΕ και στα ΜΜΕ αλλά και την πολυήμερη κατάληψη στο Δήμο της Αθήνας. Κάθε ένας από αυτούς τους αγώνες έγινε φάρος για όλους τους χώρους γιατί έδειξε ότι η κλιμάκωση σε διαρκείας είναι εφικτή και κάνει τεράστια διαφορά.

Δραματική διαφορά κάνει και ο συντονισμός ανάμεσα σε κλάδους. Δεν είναι μόνο το πρόσφατο παράδειγμα της 9 Ιούνη στις ΔΕΚΟ που ήταν καίριο βήμα στην πορεία αυτού του εκρηκτικού μήνα. Θυμηθείτε την ώθηση που πήρε η κατάληψη στο Δήμο της Αθήνας όταν το κοινό συλλαλητήριο εκπαιδευτικών, φοιτητών και νοσοκομειακών κατευθύνθηκε στο Δημαρχείο μέσα αμοιβαίο κλίμα ενθουσιασμού. Τώρα η Διαμαντοπούλου θα ήθελε να ξεχωρίσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση από την υπόλοιπη Παιδεία για να περάσει το νομοσχέδιό της, αλλά εμείς έχουμε κάθε λόγο να κάνουμε την απάντηση πανεκπαιδευτική. Σε όσους έχουν ξεχάσει το κίνημα του 2006-7, ήρθε η Βρετανία να θυμίσει ξανά τη δυναμική του πανεκπαιδευτικού συντονισμού.

Σε όλα αυτά τα προχωρήματα, καθοριστικό ρόλο παίζει το δίκτυο της βάσης μέσα στα συνδικάτα. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες αισθάνονται την πίεση της βάσης με πολλούς και διάφορους τρόπους και αυτό τις οδηγεί να παίρνουν αποφάσεις και για τη διάρκεια των αγώνων και για το συντονισμό τους. Αλλά όταν αυτή η πίεση παίρνει οργανωμένη έκφραση, η διαφορά είναι τεράστια. Σκεφτείτε μόνο το ρόλο που έχει παίξει το γεγονός ότι σε κάθε πανεργατική υπάρχει το μπλοκ του Μουσείου, όπου τα πιο προχωρημένα συνθήματα και αιτήματα παίρνουν σάρκα και οστά έτσι ώστε κανένας δεν μπορεί να κάνει ότι δεν τα βλέπει. Τέτοιες πρωτοβουλίες δίνουν ώθηση σε όλο το εργατικό κίνημα. Ίσως το πιο χειροπιαστό παράδειγμα ήταν από το χώρο των ΜΜΕ, όπου χωρίς το δίκτυο της βάσης όχι μόνο η τετραήμερη απεργία δεν θα είχε προκύψει αλλά ούτε και οι αντιστάσεις στις απολύσεις από συγκρότημα σε συγκρότημα.

Το οργανωμένο δίκτυο στη βάση των συνδικάτων συνδέεται στενά και με το τέταρτο χαρακτηριστικό, τη συμπαράσταση. Η Επιτροπή Αλληλεγγύης Συνδικάτων και Συνδικαλιστών έχει δώσει δείγματα γραφής σε αυτόν τον τομέα που αναγνωρίζονται πλατειά. Οι μάχες που έρχονται θα είναι πολύ πιο σκληρές από τις προηγούμενες γιατί και η εργοδοσία και η κυβέρνηση είναι πληγωμένα θηρία που τα παίζουν όλα για όλα. Η ανάγκη για συμπαράσταση σε κάθε κομμάτι της τάξης που βγαίνει μπροστά θα είναι ακόμα πιο έντονη. Είναι όμως ρεαλιστικό ότι μπορούμε να την οργανώνουμε.

Στην απεργία της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να ενορχηστρώσει ένα κλίμα υστερίας για τον «τουρισμό που πλήττεται», για τα «χαλασμένα τρόφιμα στα ψυγεία» ή για τους «εγκλωβισμούς στα ασανσέρ». Είναι χαρακτηριστική η ανταπόκριση που βρήκαν οι απεργιακές φρουρές όπου οργανώθηκαν. Στο πλευρό των απεργών στάθηκαν και οι συμβασιούχοι ακόμα και αν δεν τους κάλυπτε το συνδικάτο αλλά και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι. Η αφίσα της ΕΠΑΣΣ που καλούσε σε συμπαράσταση έγινε όπλο στα χέρια πολλών απεργών.

Πολιτικές μάχες

Στην οικοδόμηση της συμπαράστασης, τα κλειδιά είναι δύο: η σύνδεση και η γενίκευση των αιτημάτων και η πολιτική κάλυψη της απεργίας.

Στον πρώτο τομέα, οι εμπειρίες από το κίνημα του Ιούνη βοηθούν για να γίνουν άλματα. Όταν χιλιάδες έχουν βγει στις πλατείες με συνθήματα όπως «Δεν χρωστάμε, δεν πουλάμε, δεν πληρώνουμε», το υπόβαθρο για αλληλοσύνδεση και γενίκευση είναι πολύ μεγαλύτερο. Ο κάθε «αγανακτισμένος» μπορεί να κατανοήσει ότι ο απεργός της ΔΕΗ ή των λιμανιών ή της ύδρευσης όχι μόνο δεν στρέφεται ενάντια στο «κοινωνικό σύνολο» αλλά αντίθετα δυναμώνει τον κοινό αγώνα ενάντια στο ξεπούλημα.

Πάνω σε αυτή την πραγματικότητα μπορούν να προχωρήσουν οι πολιτικές καμπάνιες για τη διαγραφή του χρέους και να δώσουν νέα δύναμη στο κίνημα της εργατικής αντίστασης. Η πρόταση για στάση πληρωμών προς τους τραπεζίτες, κρατικοποίηση των τραπεζών χωρίς αποζημίωση για τους μετόχους και τους ομολογιούχους, επιστροφή στο δημόσιο των λεηλατημένων οργανισμών και επιβολή εργατικού ελέγχου, αποκατάσταση όλων των απολυμένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα με σταθερή δουλειά για όλους, δίνει το πλαίσιο της γενίκευσης που σπάει κάθε απόπειρα απομόνωσης απεργών και ανοίγει προοπτική για όλους.

Αυτή είναι η καλύτερη απόδειξη ότι οι πολιτικές μάχες όχι μόνο δεν χωρίζουν τους εργαζόμενους όπως λένε οι συντηρητικοί γραφειοκράτες και αποδέχονται όσοι φοβούνται την πολιτική και ψάχνουν «αγνούς» (απολίτικους;) ταξικούς αγώνες, αλλά αντίθετα ενισχύουν κάθε αγώνα ξεχωριστά και το κίνημα συνολικά.

Ωστόσο, τα αντικαπιταλιστικά αιτήματα και το πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση που συγκροτούν δεν είναι η μόνη πολιτική κάλυψη για τους αγώνες. Πιο άμεσα απαραίτητη είναι η πολιτική μάχη ενάντια στο ρατσισμό και τη φασιστική απειλή. Γιατί κάνει πράξη το πιο παλιό αλλά και πιο επίκαιρο σύνθημα του κινήματος: «Εργάτες ενωμένοι, ποτέ νικημένοι».

Οι εμπειρίες από την παρακρατική δράση των φασιστικών συμμοριών για την αστυνομική καταστολή του κόσμου που πολιορκούσε τη Βουλή τις μέρες της 48ωρης πανεργατικής είναι καταλυτικές. Χιλιάδες αγωνιστές ένοιωσαν στο πετσί τους τα αποτελέσματα της συνεργασίας των νεοναζί με την ΕΛΑΣ και ακόμη περισσότεροι τα είδαν στις οθόνες τους. Φασιστοτραμπούκοι που προσπαθούσαν να μασκαρευτούν σαν «αγανακτισμένοι έλληνες» που τάχα στρέφονται ενάντια στους πολιτικούς, αποκαλύφθηκαν σαν αυτό που πραγματικά είναι: παρακρατικές ομάδες καταστολής. Την ώρα που όλοι οι διαδηλωτές, ακόμη και όσοι κρατούσαν την ελληνική σημαία, δέχονταν τις βάρβαρες «περιποιήσεις» των ΜΑΤ, οι φασίστες περνούσαν ανοιχτά εκεί που πραγματικά ανήκουν, στο πλευρό της αστυνομίας.

Αυτές οι εμπειρίες είναι ένα κρατούμενο για να μην μπορέσουν ποτέ ξανά οι νεοναζί να εξαπολύουν πογκρόμ κατά των μεταναστών παριστάνοντας τους «αγανακτισμένους κατοίκους». Οι συνδέσεις που έγιναν ανάμεσα στο αντιρατσιστικό κίνημα και τις καταλήψεις πλατειών είναι πολύτιμες. Η κοινή δράση ΚΕΕΡΦΑ και «αγανακτισμένων» στο Λευκό Πύργο ενάντια στις προκλήσεις της Χρυσής Αυγής, η παρουσία της Ένωσης Μεταναστών Εργατών στο Σύνταγμα όπου οργανώθηκε ακόμη και αγώνας κρίκετ με την κάλυψη της συνέλευσης, άνοιξε νέους δρόμους.

Σε αυτές τις πολιτικές μάχες μετριέται η συμβολή που έχει κάθε τμήμα της Αριστεράς.

Επαναστατική οργάνωση

Ένας άλλος τρόπος για να δούμε τη σημασία της επαναστατικής αριστεράς για τη συνέχεια του κινήματος μέσα στις σημερινές συνθήκες, είναι να γυρίσουμε σε προηγούμενες κορυφαίες στιγμές και μεγάλες κρίσεις στην Ελλάδα. Έχουμε τρία ιστορικά παραδείγματα μέσα στα τελευταία πενήντα χρόνια μόνο: τα Ιουλιανά του 1965, τη Μεταπολίτευση του 1974-75 και την προηγούμενη κρίση του ΠΑΣΟΚ το 1985-89.

Τα Ιουλιανά του 1965 έχουν μείνει στην ιστορία σαν οι 75 μέρες που ο κόσμος είχε καταλάβει τους δρόμους της Αθήνας (και άλλων πόλεων) και δεν άφηνε τα Ανάκτορα και τον στρατό να ολοκληρώσουν το πραξικόπημα που είχαν ξεκινήσει. Στις 15 Ιούλη ο βασιλιάς είχε απολύσει την εκλεγμένη κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου και προσπαθούσε να διορίσει στη θέση της ένα συνονθύλευμα δοτών, πουλημένων και αποστατών, ανάμεσα τους τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν την ίδια μέρα και επί δυο μήνες δεν άφηναν τη Βουλή να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στις κυβερνήσεις που μαγείρευαν τα Ανάκτορα.

Μέσα σε εκείνους τους δυο μήνες έγινε μόνο μια Γενική Απεργία, την Τρίτη 27 Ιούλη 1965, σχεδόν μια βδομάδα μετά από τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα και 12 μέρες μετά από το παλατιανό πραξικόπημα. Όλο αυτό το διάστημα υπήρχαν ηρωικές κινητοποιήσεις και μάχες στους δρόμους της Αθήνας, αλλά η ΓΣΕΕ με την κάλυψη όχι μόνο της Ένωσης Κέντρου αλλά και της ΕΔΑ εμπόδιζε με κάθε τρόπο να βγούνε απεργίες. Στο τέλος του δίμηνου οι αυλόδουλοι, όπως τους έλεγε περιφρονητικά ο κόσμος, κατάφεραν να βρουν 152 βουλευτές (ο ΓΑΠ μπορεί να περηφανεύεται ότι βρήκε δυο βουλευτές παραπάνω σήμερα) που δέχτηκαν να ψηφίσουν την κυβέρνηση Στεφανόπουλου και να στείλουν τη Βουλή για διακοπές.

Στην έκβαση της μάχης έπαιξε ρόλο το πώς κινήθηκε η εργατική τάξη. Κάθε απόγευμα γέμιζε από κόσμο όχι μόνο το Σύνταγμα αλλά όλη η Αθήνα, αλλά η μάχη δεν οργανωνόταν στους εργατικούς χώρους και τα συνδικάτα. Όχι γιατί το εργατικό κίνημα ήταν ανοργάνωτο ή πολιτικά πίσω. Ίσα-ίσα, στην κηδεία του Πέτρουλα οι εργαζόμενοι είχαν προχωρήσει αυθόρμητα να κατεβάσουν διακόπτες και να συμμετέχουν μαζικά στο μεγάλο συλλαλητήριο. Στη Γενική Απεργία στις 27 Ιούλη «αυτοσχέδιες επιτροπές σχηματίζονται, απεργιακές φρουρές της στιγμής δημιουργούνται και η απεργία παίρνει σάρκα και οστά. Η συγκοινωνία έχει σχεδόν σταματήσει, αλλά χιλιάδες, πολλές χιλιάδες εργάτες κατεβαίνουν με τα πόδια στην πλατεία του Δημαρχείου όπου θα γίνει η συγκέντρωση» (απο άρθρο του Δημήτρη Λιβιεράτου με τίτλο: “Το χρονικό του Ιουλίου 1965”, σελίδα 38, στο βιβλίο Ιουλιανά 1965, εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο). Η αυθόρμητη πολιτικοποίηση δεν έλειψε, τα συνθήματα και τα αιτήματα προχώρησαν στην απαίτηση για δημοψήφισμα ενάντια στη Μοναρχία. Αυτό που έλειψε ήταν η πολιτική δύναμη που θα έμπαινε μπροστά στα απεργιακά και στα πολιτικά προχωρήματα για να συγκροτήσει τα ποτάμια των διαδηλωτών σε δύναμη ανατροπής.

Στη διετία της Μεταπολίτευσης από τον Ιούλη του 1974 μέχρι την άνοιξη του 1976 τον τόνο τον έδωσαν οι εργατικές απεργίες. Η διαφορά με τα Ιουλιανά του 65 ήταν ότι στη νέα αυτή μεγάλη πολιτική κρίση μια νέα εργατική τάξη μπήκε ορμητικά στο προσκήνιο. Η δημιουργία σωματείων, το δικαίωμα στην απεργία, οι συνελεύσεις στα εργοστάσια, οι απεργιακές φρουρές, τα απεργιακά ταμεία, οι απεργιακές επιτροπές ήταν κατακτήσεις που μπήκαν ορμητικά και έμειναν ανεξίτηλα στη ζωή και τη δράση των εργατών. Όταν οι Πρετεντέρηδες και κάθε είδους πολιτικάντηδες μιλάνε για «τέλος της Μεταπολίτευσης», αυτό που σκέφτονται είναι πώς θα μπορούσαν να απαλλαγούν από εκείνες τις κατακτήσεις.

Ούτε από εκείνο το κίνημα δεν έλειπαν οι πολιτικές μάχες και τα προχωρήματα. Μάχες για την αποχουντοποίηση, για να επικρατήσει το Όχι στο δημοψήφισμα για τη Μοναρχία, για το άσυλο στα Πανεπιστήμια, για τις πολιτικές δίπλα στις συνδικαλιστικές ελευθερίες. Όμως δίπλα σε όλα αυτά υπήρχαν και οι αυταπάτες για τον κοινοβουλευτικό δρόμο. Μετά από τόσες δεκαετίες με Μεταξά, Ναζιστική κατοχή, Εμφύλιο, Καραμανλική βία και νοθεία και Χούντα, οι αυταπάτες ότι επιτέλους οι κάλπες θα εκφράσουν τη γνήσια λαϊκή θέληση ήταν τεράστιες και εκφράστηκαν με εμπιστοσύνη προς το ΠΑΣΟΚ και τα κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς που αποδέχονταν ότι «τώρα χτίζουμε δημοκρατία».

Η επαναστατική αριστερά της Μεταπολίτευσης μπορεί να είχε το κύρος των αγωνιστών που στήριξαν την εξέγερση του Πολυτεχνείου, είχε όμως την απειρία της πρόσφατης συγκρότησής της και τις πολιτικές αδυναμίες που πήγαζαν σε ένα μεγάλο μέρος από τις δικές της αυταπάτες για την Κίνα του Μάο. Δεν απέκτησε ποτέ το βάρος για να καθορίσει την έκβαση της Μεταπολίτευσης, αλλά άφησε μια φύτρα για τον εναλλακτικό επαναστατικό δρόμο απέναντι στα όρια του ρεφορμιστικού δρόμου.

Εκείνα τα όρια δεν άργησαν να φανούν μέσα στην επόμενη κρίση του 1985-89. Οι υποσχέσεις του ΠΑΣΟΚ για «Σοσιαλισμό στις 18» αρκεί να μαυρίζουμε τη Δεξιά στις κάλπες, μετατράπηκαν σε προγράμματα λιτότητας για πρώτη φορά το 1985. Η έκρηξη οργής που ακολούθησε ήταν τεράστια και σαν απεργιακό κύμα και σαν πολιτικές και συνδικαλιστικές ανακατατάξεις με ολόκληρα κομμάτια να φεύγουν από το ΠΑΣΟΚ και να συγκροτούν παρατάξεις και κόμματα που συνεργάστηκαν με την Αριστερά. Η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές απόχτησαν «Κόκκινο Στεφάνι» στις δημοτικές εκλογές που ακολούθησαν. Αλλά εκείνες οι ελπίδες αποδείχθηκαν αβάσιμες στη συνέχεια. Ο πρώτος ενιαίος Συνασπισμός που δημιούργησαν το ΚΚΕ του Χαρίλαου Φλωράκη και η ΕΑΡ του Κύρκου αυτοπροτάθηκε ως ρυθμιστής της κυβερνητικής κρίσης του 1989 και συμμάχησε αρχικά με τη ΝΔ του Μητσοτάκη και στη συνέχεια με την Οικουμενική του Ζολώτα που περιλάμβανε και το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ. Αντί να αξιοποιήσει την πολιτική κρίση και την εργατική έκρηξη, η ρεφορμιστική αριστερά την εκτόνωσε συναινώντας ότι η κάθαρση για τα σκάνδαλα μπορούσε να έρθει από το Ειδικό Δικαστήριο και από τη στροφή στην αγορά. Ο Μητσοτάκης έφτασε να γίνει πρωθυπουργός, ενώ η κοινοβουλευτική αριστερά διασπάστηκε σε δυο συρρικνωμένα κομμάτια.

Η διαφορά της σημερινής μεγάλης οικονομικής και πολιτικής κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού από τις προηγούμενες περιπτώσεις που ανατρέξαμε είναι ότι σήμερα συγκλίνουν όλα τα δυνατά στοιχεία των περασμένων ξεσπασμάτων.

Σήμερα η εργατική τάξη είναι πιο μεγάλη και πιο δυνατή από κάθε άλλη φορά. Όχι μόνο αντικειμενικά, με το αριθμητικό της μέγεθος και το βάρος της στην οικονομία, όσο κι αν διάφοροι αναλυτές έχουν προσπαθήσει πολλές φορές να μιλήσουν για το «τέλος της εργατικής τάξης» και να μας παροτρύνουν να αναζητήσουμε «νέα υποκείμενα». Αλλά και με τον τρόπο που κινείται. Οι διαδηλώσεις στο Σύνταγμα και τις άλλες πλατείες μπορεί να μην έχουν συμπληρώσει ακόμη το ρεκόρ των 70 ημερών των Ιουλιανών του 1965, αλλά βγάζουν μαζικά τον κόσμο στους δρόμους και στις πλατείες σε στιγμές ταυτόχρονης πολιτικής κρίσης ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, όλου του πολιτικού συστήματος. Και το βάρος των απεργιών μέσα στο οργισμένο κίνημα είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο, έχει εστίες οργανωμένης δύναμης που μπορούν να παραλύσουν το αντίπαλο στρατόπεδο με την απεργιακή τους δράση. Τελευταίο, αλλά όχι και λιγότερο σημαντικό, είναι το γεγονός ότι οι συσχετισμοί μέσα στην Αριστερά αλλάζουν σε βάρος της κοινοβουλευτικής αυταπάτης και υπέρ του αντικαπιταλισμού.

Έχουν περάσει πολλοί μήνες από τις τοπικές εκλογές του περασμένου Νοέμβρη όταν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπήκε στον κεντρικό πολιτικό χάρτη με τις 100.000 ψήφους που συγκέντρωσε. Μέσα σε αυτούς τους μήνες όλος αυτός ο κόσμος έκανε αισθητή την παρουσία του στηρίζοντας βήμα-βήμα τις απεργίες, τα συλλαλητήρια, τις καταλήψεις. Αλλά και απλώνοντας τις ιδέες της αντικαπιταλιστικής απάντησης στην κρίση. Έχει αρχίσει να κερδίζει προς τη μεριά του τα μυαλά και τις καρδιές χιλιάδων αγωνιστών που κάνουν τις δικές τους απεργιακές και πολιτικές ανταρσίες. Τώρα ακόμα και οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν ένα τέτοιο ρεύμα μέσα σε μια Αριστερά που ανεβαίνει και φτάνει αθροιστικά σε ποσοστά κοντά στο ιστορικό υψηλό της ΕΔΑ του 1958.

Είναι ανάγκη αλλά και ευκαιρία να αξιοποιήσουμε αυτά τα στοιχεία για τη συνέχεια και για τη νίκη της εργατικής αντίστασης σήμερα. Χτίζοντας την επαναστατική οργάνωση που μας έλειπε τις προηγούμενες φορές. Ώστε αυτή τη φορά το μίγμα να είναι όχι μόνο πιο εκρηκτικό και ελπιδοφόρο, αλλά και νικηφόρο.