Ο Νίκος Λούντος αναλύει την έκρηξη των “Αγανακτισμένων” που εισέβαλε στο πολιτικό σκηνικό.
Οι διαδηλώσεις στο Σύνταγμα, στο Λευκό Πύργο και σε άλλες πλατείες σε ολόκληρη τη χώρα έγιναν ο παράγοντας που εισέβαλε στο πολιτικό σκηνικό τους τελευταίους δύο μήνες και αναστάτωσε ό,τι είχε απομείνει σταθερό. Η κυβέρνηση όχι απλά τραντάχτηκε αλλά έφτασε στα όρια της κατάρρευσης, με το φιάσκο της παραίτησης και ξε-παραίτησης του Παπανδρέου μέσα σε 24 ώρες κάτω από τη διπλή πίεση της Πανεργατικής Απεργίας στις 15 του Ιούνη και της καθημερινής συγκέντρωσης χιλιάδων κόσμου στους δρόμους.
Οι αρχικές προσπάθειες των ΜΜΕ και της κυβέρνησης να χαϊδέψουν και να ζωγραφίσουν με τα δικά τους χρώματα τις διαδηλώσεις αποδείχθηκαν ευσεβείς πόθοι. Μπορεί ο Πρετεντέρης να έγραψε ότι “του άρεσαν οι πλατείες” αλλά στις πλατείες δεν τόλμησε να πάει, και δεν πέρασε μία βδομάδα μέχρι να αρχίσουν να τις αντιμετωπίζουν με το ίδιο δηλητήριο που έριξαν σε όλους τους αγώνες του προηγούμενου διαστήματος. Από αυτή την άποψη, ίσως η πιο ειλικρινής – και προφητική – κριτική ήρθε από το κύριο άρθρο του ΒΗΜΑgazino την πρώτη βδομάδα των κινητοποιήσεων που έγραφε πως οι διαδηλώσεις των πλατειών στην Ελλάδα δεν θα έπρεπε να μας ενθουσιάζουν όπως μας ενθουσίασαν οι αντίστοιχες στη Μέση Ανατολή και στην Ισπανία, γιατί στην Ελλάδα δεν έλειψαν οι διαδηλώσεις, οι καταλήψεις και οι απεργίες και αργά η γρήγορα το κίνημα των πλατείων θα καθοριστεί από αυτό το παρελθόν.
Οντως, το ξέσπασμα των πλατειών ήρθε να συμπληρώσει και να κλιμακώσει μια αλυσίδα αγώνων που ήδη βρίσκονταν σε εξέλιξη. Το επαναστατικό μήνυμα της πλατείας Ταχρίρ έφτασε στην Ελλάδα και δεν έπεσε σε ξερό έδαφος. Ο κόσμος που παλεύει έγινε ο φορέας του, και από τα συνθήματα φτάσαμε στην πράξη. Οι γιατροί που είχαν καταλάβει το Υπουργείο Υγείας το Φλεβάρη είχαν προετοιμάσει το έδαφος φωνάζοντας : “Αυτό το υπουργείο δεν είναι της Υγείας, εδώ θα γίνει της Τυνησίας”. Οι εργαζόμενες στους βρεφονηπιακούς σταθμούς της Πεύκης είχαν γράψει στο πανό τους: “Η αδικία μας κάνει επαναστάτες”, ενώ σε κάθε Πανεργατική Απεργία ακούστηκαν τα συνθήματα που έλεγαν ότι ο Γιωργάκης θα φύγει με ελικόπτερο σαν τον Μπεν Αλί και τον Μουμπάρακ, “Κάιρο παντού” και “Κάιρο Αθήνα Βαρκελώνη”.
Το ερώτημα που απασχολούσε – και ακόμα απασχολεί – το κίνημα ήταν τι παραπάνω μπορούμε να κάνουμε, πέρα από τις Γενικές Απεργίες, για να γκρεμίσουμε την κυβέρνηση, να σταματήσουμε όλη αυτή την επίθεση και να τους αναγκάσουμε να τα πάρουν όλα πίσω. Η Ταχρίρ και η Ισπανία πρόσφεραν μια απάντηση. Χρειαζόμαστε παρατεταμένο, διαρκή αγώνα που να γενικεύει, να ενοποιεί όλες τις αντιστάσεις και να στοχεύει ξεκάθαρα στην ανατροπή. Το Σύνταγμα προέκυψε πάνω στην αναζήτηση του “παραπάνω” και γι'αυτό έπεσαν έξω όσοι έβλεπαν ή ήθελαν αντιπαραθέσεις του “νέου” κινήματος των πλατειών με το “παλιό” κίνημα των συνδικάτων και της Αριστεράς.
Η συνάντηση των απεργών της ΔΕΗ με τους αγανακτισμένους όταν το πανελλαδικό συλλαλητήριο της 25ης Μάη έφτασε στο Σύνταγμα ήταν η απαρχή ενός μείγματος που θα κορυφωνόταν στη 48ωρη απεργία στα τέλη του Ιούνη, ένα μείγμα που δεν μπόρεσε κανείς πλέον να ξεχωρίσει. Οι εργάτες της ΔΕΗ από τη Μεγαλόπολη και την Πτολεμαΐδα μέχρι το Ρουφ έπαιρναν θάρρος από τους αγανακτισμένους για να ξεκινήσουν την απεργία διαρκείας στις 20 του Ιούνη.
Αυτή είναι η σημαντικότερη συνεισφορά των πλατειών. Η εργατική τάξη το 2010 έδωσε τεράστιες μάχες, ενώ είχε να αντιμετωπίσει συνδικαλιστικές ηγεσίες που έλεγαν πως δεν μπορεί να υπάρξει κλιμάκωση επειδή ο κόσμος δεν είναι έτοιμος να υποστεί το κόστος περισσότερων απεργιών και το “κοινωνικό σύνολο” δεν θα δώσει την υποστήριξή του. Οι πλατείες έδωσαν μια διαφορετική απάντηση. Κόσμος που μπορεί να μην έχει την ευκαιρία της οργανωμένης συνδικαλιστικής δράσης, είτε άνεργοι, είτε εργαζόμενοι σε χώρους ασυνδικάλιστους ήταν εκεί, συνδέθηκε με τους απεργούς και τους στήριξε. Η Κάπα Research οργάνωσε μια δημοσκόπηση, διαχωρίζοντας τις απαντήσεις όσων συμμετέχουν στις καταλήψεις των πλατειών. Ανάμεσα σε αυτούς που συμμετείχαν 23,8% είναι ιδιωτικοί υπάλληλοι, 13,7% άνεργοι, 13,7% δημόσιοι υπάλληλοι. Τα περί κινήματος μικροαστών και μεσαίας τάξης δεν είχαν την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα. Τόσο όσον αφορά τον πολιτικό προσανατολισμό, αλλά και τη σύνθεση. Η Κάπα Research δίνει 13,2% συμμετοχή ελεύθερων επαγγελματιών.
Καθόλου κακό δεν είναι βέβαια να συμμετέχουν όλα τα στρώματα που χτυπιούνται από την κρίση στις κινητοποιήσεις. Όμως οι πλατείες ήταν κάθε άλλο παρά χυλός με “όλο το λαό μαζί”, όπως ήθελαν να τις περιγράψουν τα ΜΜΕ αρχικά. Το κίνημα είναι πλειοψηφικό αλλά αριστερό. Η ίδια δημοσκόπηση έδειξε ότι από όσους συμμετείχαν στις πλατείες μόνο το 3,7% δήλωνε πως πρέπει να υπερψηφιστεί το μεσοπρόθεσμο για να μη χαθεί η δόση του δανείου. Στο γενικό πληθυσμό αυτό το ποσοστό παρέμενε μειοψηφικό, αλλά ανέβαινε στο 35%.
Διάρκεια και πολιτική
Η διάρκεια και η επιμονή του κινήματος αποκάλυψε κάποια επιπλέον χαρακτηριστικά του. Κανένας δεν προέβλεπε στα τέλη Μάη ότι ο κόσμος θα παρέμενε τουλάχιστον 40 μέρες και μάλιστα ότι θα πλήθαινε όσο περνούσαν οι μέρες. Οι 100 χιλιάδες θεωρήθηκαν κορύφωση και στη συνέχεια ακόμη και η αστυνομία έκανε λόγο για εκατοντάδες χιλιάδες. Δεν ήταν ούτε μόδα, ούτε δημιούργημα των ΜΜΕ. Περισσότερος κόσμος έπαιρνε μέρος γιατί φαινόταν πως το κίνημα έχει ήδη αποτελέσματα και διαμορφώνει μια στρατηγική αυξανόμενης πίεσης πάνω στην κυβέρνηση. Ούτε κανείς περίμενε ότι θα υπήρχε “6η Κυριακή των αγανακτισμένων” στις 3 του Ιούλη, μετά την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου από τη Βουλή. Η ελπίδα πως η περικύκλωση της Βουλής θα εμπόδιζε τους βουλευτές να ψηφίσουν το Μεσοπρόθεσμο δεν καθόρισε την πλειοψηφία των συμμετεχόντων. Αυτό εξάλλου φάνηκε και από τη συμμετοχή στις περιφρουρήσεις. Όπως και στις 15 Ιούνη, το πρωινό κάλεσμα για περικύκλωση της Βουλής απέκτησε τελικά μόνο συμβολικό χαρακτήρα. Το Σύνταγμα γέμισε μόνο όταν έφτασαν τα μπλοκ του ΠΑΜΕ αρχικά – τα οποία όμως αποχώρησαν – και τα οργανωμένα απεργιακά μπλοκ στη συνέχεια. Ο εκφυλισμός ενός μεγάλου κινήματος σε έναν μεγάλο ακτιβισμό είναι πολύ πίσω σε σχέση με τη συνείδηση των περισσότερων. Αν είχε επικρατήσει εξάλλου αυτή η λογική, η ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου θα έπρεπε να ιδωθεί ως η μεγάλη ήττα και να φέρει την απογοήτευση, αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι. Και η υπερψήφιση και η πρωτοφανής καταστολή που τη συνόδευσε έφερε οργή και μεγαλύτερη διάθεση για συνέχεια.
Τα πολιτικά βήματα που έκανε το κίνημα είναι ακόμη πιο εντυπωσιακά. Ηταν φανερό ότι ο κόσμος δεν βγήκε ίδιος σε σχέση με το πώς μπήκε σε αυτή τη διαδικασία. Οι πιέσεις να μην υπάρχουν κομματικά πανό, πικέτες και ό,τι άλλο εκφράζει τη συγκροτημένη πολιτική παρουσία έμοιαζαν ένα αμετακίνητο μοτίβο στην αρχή. Όμως ήταν τόσος πολύς ο κόσμος που ήρθε στην πλατεία όχι μόνο για να μουντζώσει και να φωνάξει, αλλά και για να συζητήσει πολιτικά, να ακούσει και να μιλήσει, να μάθει τις αιτίες της κρίσης και να αναζητήσει εναλλακτικές (όπως φάνηκε από την μαζικότητα των βραδυνών Συνελεύσεων), που η οργανωμένη παρουσία της Αριστεράς ήταν απαραίτητη. Η αντιπαράθεση δεν πήρε τη μορφή “πολιτικοποιημένοι” έναντια σε “μη-πολιτικοποιημένους”, και όσοι την είδαν με τέτοιο τρόπο αρχικά έβλεπαν στατικά χωρίς να κοιτάζουν προς τα πού ήταν η δυναμική. Ακόμη μεγαλύτερο όμως ήταν το σφάλμα όσων συμβιβάστηκαν μια και καλή με τον υποτιθέμενο “απολίτικο” χαρακτήρα του κινήματος και έκρυψαν την ταυτότητα και τις απόψεις τους. Η παρουσία τους μ'αυτόν τον τρόπο δεν μπορούσε να είναι εποικοδομητική. Οι τόσες και τόσες αναφορές και “καταγγελίες” ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ καπελώνει την πλατεία είναι δείγμα ότι η Αντικαπιταλιστική Αριστερά υπήρξε πιο τολμηρή από όλους στο να παρέμβει στο κίνημα, όχι για να συγκρουστεί σεκταριστικά, αλλά για να το δυναμώσει. Κεντρικό στοιχείο εδώ είχε η συζήτηση για το ζήτημα του χρέους. Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποδείχθηκε ότι μπορεί να ηγεμονεύσει και να γίνει το κέντρο όχι μόνο στο εσωτερικό της Αριστεράς αλλά στο ευρύτερο κίνημα. Το “Δεν πληρώνω” από σύνθημα ατομικής αντίστασης για τη μη-πληρωμή του εισιτηρίου στο Μετρό είναι σήμερα συνδεδεμένο με τη μη πληρωμή του χρέους. Οι συζητήσεις που οργανώθηκαν στο Σύνταγμα με θέμα το χρέος είχαν τεράστια ανταπόκριση και φάνηκε πως η αντιμετώπιση της ρήξης, η κρατικοποίηση των τραπεζών με εργατικό έλεγχο, η σύγκρουση με την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρούνται πλέον δεδομένος προσανατολισμός για δυνάμεις πολύ ευρύτερες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η παρέμβαση των συντρόφων της Εργατικής Αλληλεγγύης που έκαναν εξόρμηση με την εφημερίδα και μάζευαν υπογραφές για το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα αλλά και για άλλες πολιτικές πρωτοβουλίες έπαιξε ρόλο σ'αυτήν την κατεύθυνση. Οι πλατείες είναι ένα, ίσως το πιο χαρακτηριστικό, παράδειγμα για να θυμηθούμε έναν από τους βασικούς ρόλους που έχει η επαναστατική εφημερίδα, η εφημερίδα-οργανωτής, από την εποχή της Πράβντα μέχρι σήμερα. Μέσα σε ένα πλήθος εκατοντάδων χιλιάδων, η εξόρμηση με την εφημερίδα βοηθάει να αναδειχθεί το τμήμα εκείνο της εργατικής τάξης και της νεολαίας που έχει πιο συνολική αντίληψη για την κατάσταση μέσα στην οποία αγωνίζεται και θέλει να πάρει πρωτοβουλίες και να αναλάβει δράση για τα επόμενα βήματα. Τα συνθήματα και οι προκηρύξεις είναι απολύτως χρήσιμα, αλλά η επικοινωνία παραμένει μονομερής. Η εφημερίδα ανοίγει τον απευθείας διάλογο και με συγκεκριμένο δια ταύτα – την οργάνωση της παραπέρα δράσης. Το “μου αρέσει” και το “θα συμμετέχω” στο φέισμπουκ είναι ένα κλικ, το ίδιο για όλους. Η εφημερίδα είναι δέσμευση πρόσωπο με πρόσωπο. Το γεγονός ότι κόσμος από το Σύνταγμα και τις άλλες πλατείες παίρνει μέρος στις ανοιχτές εκδηλώσεις που οργανώνει το ΣΕΚ με θέμα “Να σαρώσουμε τα μνημόνια της χρεοκοπίας”, είναι ένα δείγμα αυτής της δουλειάς.
Ολα αυτά τα πολιτικά προχωρήματα δείχνουν πόσο στενή ήταν η “πρόβλεψη” της Αλέκας Παπαρήγα ότι ο Γιώργος Παπανδρέου θα αξιοποιήσει το Σύνταγμα για να επιβάλει αντιδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις μέσω Δημοψηφίσματος. Αντίστοιχα, η Λιάνα Κανέλλη αναρωτήθηκε αν στο Σύνταγμα οι αγανακτισμένοι θα δέχονταν μετανάστες, προδικάζοντας μια αρνητική απάντηση. Είναι από μόνο του παράδοξο, η εκδότρια του πολυτονικού Νέμεσις και μέχρι πρόσφατα τουρκοφάγος βουλευτής να κατηγορεί τους διαδηλωτές για εθνικιστές. Όμως, το σημαντικό είναι ότι έχασε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τον αγώνα κρίκετ που έδωσαν στα τέλη του Ιούνη οι Πακιστανοί μετανάστες μπροστά στο Σύνταγμα, μετά από μέρες παρέμβασης και της Ενωσης Μεταναστών Εργατών, της Κίνησης Ενάντια στο Ρατσισμό και τη Φασιστική Απειλή και πολλών μεταναστών και προσφύγων στις διαδηλώσεις και στις συνελεύσεις. Οι μετανάστες οργάνωσαν και τις δικές τους ξεχωριστές συσκέψεις, ενώ ήταν οργανικό μέρος ολόκληρης της διαδικασίας. Ο Χέγκελ ειρωνευόταν τέτοιες απόψεις, σαν της Παπαρήγα και της Κανέλλη, λέγοντας “Η νύχτα, όπου όλες οι αγελάδες είναι μαύρες”. Αν δεν έχεις τα μάτια σου στραμένα στο κίνημα και αν δεν προσπαθείς παρεμβαίνοντας να βοηθήσεις να ξεπεραστούν οι αδυναμίες και να γενικευτουν οι επιτυχίες, δεν μπορείς καν να αντιληφθείς ότι γίνονται βήματα εμπρός.
Ωρίμανση
Εξάλλου, τα βήματα αυτά δεν έγιναν μόνο στη διάρκεια των “40 ημερών”. Το Σύνταγμα ήρθε ως συνέχεια των προχωρημάτων και των εμπειριών τουλάχιστον μιας χρονιάς. Αν συγκρίνει κανείς τη μεγάλη έκρηξη της 5ης Μάη του 2010 με τις 15 του Ιούνη φέτος, αυτή η ωρίμαση είναι χαρακτηριστική. Ας σκεφτεί κανείς το πιο πρακτικό θέμα, της αντιμετώπισης της βίας και των αστυνομικών προκλήσεων στη φετινή απεργιακή διαδήλωση της Αθήνας, οι διαδηλωτές ήταν λες και είχαν περάσει από ένα μεγάλο κοινό σχολείο. Πέρσι, οι νεκροί της Μαρφίν αποπροσανατόλισαν, ενώ η προσπάθεια εισβολής στη Βουλή παρότι ήταν γνήσια και έπιασε τις δυνάμεις καταστολής στον ύπνο, διαλύθηκε μετά τις πρώτες δόσεις καταστολής. Στις 15 Ιούνη φέτος, η αστυνομία διέλυε και ξαναδιέλυε τον κόσμο, ο οποίος αφού έβρισκε προσωρινά καταφύγια, κατάφερε να ανακαταλάβει την πλατεία και να κρατήσει τον έλεγχο και το βράδυ. Η αλληλουχία των γενικών απεργιών και των πορειών μέσα σε αυτή τη χρονιά έχει διδάξει εκατοντάδες χιλιάδες κόσμο πώς να αμύνεται και να μην υποκύπτει σε ψέματα και απειλές. Η 48ωρη απεργία έγινε επιπλέον ένα μαζικό σχολείο για το ρόλο των φασιστών και τις σχέσεις με τους προστάτες τους στην Αστυνομία.
Σε προηγούμενα τεύχη αυτού του περιοδικού είχαμε επιχειρηματολογήσει ότι ο απολογισμός των απεργιακών μαχών του 2010 και του 2011 είναι θετικός για το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα. Αυτή ήταν μια άποψη απολύτως μειοψηφική μέσα στην Αριστερά, όπου η εκτίμηση είναι ότι αφού τα μέτρα πέρασαν στη Βουλή, οι προσπάθειες είτε πήγαν χαμένες είτε ήταν χαμένες από χέρι. Κι όμως, στο φως της εμπειρίας των αγανακτισμένων πλατειών, είναι φανερό ότι το κίνημα δεν πήγε από γενική απεργία σε γενική απεργία χωρίς να αφήνει ίχνη πίσω του. Η συνείδηση της πλειοψηφίας πήρε θέση στο πλευρό των απεργών, στο πλευρό αυτών που αγωνίζονται κόντρα στη λιτότητα. Έτσι έφτασαν το Μάη δημοσκοπήσεις να μετράνε στο 9,8% αυτούς που υποστηρίζουν τον οικονομικό σχεδιασμό της κυβέρνησης – και μάλιστα αυτό ήταν πριν ξεκινήσουν οι πλατείες. Πείθοντας μόνο το 9,8% του πληθυσμού, καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να σταθεί. Ο Παπανδρέου έκανε την κίνηση να βάλει το “όλον ΠΑΣΟΚ” μέσα στην κυβέρνηση τη μέρα του μεγάλου πανικού, στις 15 Ιούνη, καταφέρνοντας να κλείσει και την τελευταία βαλβίδα ασφαλείας – αν υπήρχε τέτοια.
Η γενικευμένη “αγανάκτηση” και η πολιτική αποσταθεροποίηση είχε καταγραφεί ήδη στις τοπικές εκλογές του Νοέμβρη, σχεδόν στα μισά του δρόμου ανάμεσα στο πρώτο μνημόνιο και στο σήμερα. Τα δύο εκατομμύρια ψήφοι που έχασαν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ δεν ήταν περαστικό φαινόμενο και κάποια από αυτά τα εκατομμύρια ανθρώπους αντί για εφεδρείες του δικομματισμού όπου τους περιέγραφαν ορισμένοι, αποδείχθηκαν εφεδρείες για την δική μας πλευρά, για τις απεργίες και για τις πλατείες.
Αν στη μεγάλη κλίμακα, η κατάκτηση των αγώνων της περασμένης χρονιάς ήταν να διαμορφωθεί ένα κλίμα για ακόμη περισσότερους αγώνες, το ίδιο το απεργιακό κίνημα έκανε τα δικά του προχωρήματα. Και στις 15 του Ιούνη και στη 48ωρη ήταν ολοφάνερο ότι έχουμε αφήσει πίσω μας την εποχή που οι απεργοί είναι καταναλωτές της απεργίας που έχει κηρύξει η ηγεσία τους. Ο κόσμος κατεβαίνει μαχητικά για να πάρει μέρος στο μεγάλο γεγονός και συνδέει τη γενική απεργία με τη μάχη στο χώρο του. Σε άλλες σελίδες αυτού του τεύχους θα βρείτε πιο αναλυτικά σε ποιό σημείο βρίσκονται αυτές οι συγκεκριμένες μάχες. Όμως το σίγουρο είναι πως πρακτικές όπως αυτές της ηγεσίας της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ το Δεκέμβρη του 2008, όταν δέχτηκαν κατά παραγγελία του Καραμανλή να ακυρώσουν τις πορείες για να μην συνδεθούν με τη γενικευμένη οργή για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, σήμερα δεν θα μπορούσαν να εφαρμοστούν. Οχι μόνο τα αντανακλαστικά των απεργών, αλλά και τα δίκτυα των εργατών που πήραν στα χέρια τους την οργάνωση των απεργιών μέσα σε πολλούς χώρους, είναι σήμερα πολύ πιο υπαρκτά ώστε να μην επιτρέπουν τα βραχυκυκλώματα. Ας θυμηθούμε ωστόσο ότι το 2008 τα συνδικάτα πιέστηκαν από τη ΝΔ να μην κάνουν πορεία αλλά μόνο συγκέντρωση στο Σύνταγμα, για να μην υπάρξουν επεισόδια. Και φέτος βρέθηκαν δυνάμεις της Αριστεράς, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το Μέτωπο του Αλαβάνου που επανέλαβαν την ίδια ακριβώς πίεση με παρόμοια επιχειρήματα, από τα “Αριστερά”, ζητώντας από τα συνδικάτα να μην βαδίσουν από το Μουσείο, αλλά να πάνε κατευθείαν στο Σύνταγμα.
Οι ιδέες της αυτονομίας
Ο υποτιθέμενος σεβασμός στην αυτονομία του κινήματος της πλατείας οδηγεί με τέτοιες λογικές σε σαμποτάζ της ίδιας της δύναμης που το δημιούργησε. Κάθε περιορισμός της δυναμικής των εργατών για χάρη του “πλατιού” κινήματος είναι πριόνισμα του κλαριού πάνω στο οποίο κάθεται το κίνημα. Η εργατική αντίσταση μας έφερε μέχρι εδώ και αυτή μπορεί να μας πάει παρακάτω. Ιδίως τώρα που μια απεργία, όπως αυτή που έκανε η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ όχι μόνο έδειξε τι σημαίνει η δύναμη της διάρκειας, αλλά και είχε μαζί και μια δηλωμένη πλειοψηφία να νιώθει πως οι εργάτες της ΔΕΗ παλεύουν για όλους μας.
Η ρητορική περί αυτονομίας του κινήματος και περί αυθόρμητου κινήματος που δεν θέλει καθοδηγητές, όσο κι αν ακούγεται ριζοσπαστική, είναι σκέτος συντηρητισμός. Στο μόνο που μπορεί να καταλήξει είναι σε ένα χαμηλό μέσο όρο. Χωρίς πολιτική και αντιπαράθεση πώς θα γίνουν τα βήματα στη συνείδηση, ώστε η επόμενη μάχη να δοθεί με καλύτερους όρους; Αν για χάρη της μαζικότητας, της συναίνεσης ή της ομοφωνίας πούμε για παράδειγμα πως δεν χρειάζεται αντιρατσιστική παρέμβαση, χάνουμε τεράστια ευκαιρία και για το κίνημα συνολικά, και για την αντιρατσιστική πάλη. Επειδή υπήρξε το κίνημα των πλατειών, δεν έπαψαν οι Χρυσαυγίτες να εγκληματούν στον Αγιο Παντελεήμονα. Οι δυο τελευταίοι μήνες μάς έκαναν πιο δυνατούς για να διαλύσουμε τους Χρυσαυγίτες, αρκεί η Αριστερά να προσπαθήσει να κάνει τις συνδέσεις και να δοκιμάσει να τις εφαρμόσει στην πράξη. Η εχθρική αντιμετώπιση του ΚΚΕ, αντί να βοηθήσει σε αυτές τις συνδέσεις, κάνει τα πράγματα χειρότερα. Δίνει επιχειρήματα στην αντι-πολιτική στάση της αυτονομίας.
Η ανάπτυξη του κινήματος, από τις Πανεργατικές Απεργίες μέχρι τις πλατείες, έχει δώσει τεράστιο χώρο στην Αριστερά. Όσο και αν απειλούν ο Πάγκαλος και ο Παπανδρέου για τανκς και για πραξικοπήματα, η πρωτοβουλία των κινήσεων βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην Αριστερά. Εκεί έχει τα μάτια και τα αφτιά του στραμένα ο κόσμος που αγωνίζεται και ριζοσπαστικοποιείται. Δεν βρισκόμαστε κάτω από την μπότα του Πάγκαλου, προς το παρόν αυτός βρίσκεται κάτω από την μπότα του Τρισέ και της Μέρκελ. Δεν είναι ώρα για αναζήτηση πολιτικών λύσεων και συζητήσεων για εκλογικά προγράμματα, αλλά για στήριξη, προσανατολισμό και κλιμάκωση των αγώνων. Στην Πορτογαλία, το Μπλόκο της Αριστεράς και το Κομμουνιστικό Κόμμα έκατσαν με χαμόγελα στο τραπέζι και έκαναν προεκλογικές συμφωνίες, αφήνοντας το κίνημα χωρίς στήριξη παρά μόνο με την αυταπάτη της αναμονής εκλογικής επιτυχίας. Το αποτέλεσμα ήταν ψυχρολουσία για όλους, και για το Μπλόκο ιδιαίτερα. Στην Ελλάδα, η Αντικαπιταλιστική Αριστερά είναι εδώ και καιρό προσανατολισμένη να μην πέσει σε τέτοιες παγίδες. Με το εργατικό κίνημα στο κέντρο, την προσοχή μας στην αυτοπεποίθηση και την οργάνωση της βάσης των συνδικάτων και με ξεκάθαρη την αντικαπιταλιστική διέξοδο από την κρίση, η εμπειρία του Συντάγματος, του Λευκού Πύργου και των άλλων πλατειών είναι καινούργια δύναμη για τους επαναστάτες.