Άρθρο
Η άνοδος του φασισμού στη Γερμανία

Εξώφυλλο του τευχους 87

Ο Νεκτάριος Δαργάκης θυμίζει πως οι Ναζί αναρριχήθηκαν στην εξουσία και τα λάθη της Αριστεράς που κόστισαν τόσο ακριβά.

H περίοδος που διανύουμε έχει πολλές ομοιότητες με την κρίση των αρχών της δεκαετίας του ’30. Ακόμα και οι αστικές εφημερίδες κάνουν αυτή τη σύγκριση. Πολύ σπανιότερα όμως αναφέρονται στο πως εξελίχτηκε εκείνη η δεκαετία και πως τελείωσε: με την άνοδο του φασισμού στη Γερμανία, το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το Ολοκαύτωμα. Με αυτόν τον βάρβαρο τρόπο ο καπιταλισμός κατάφερε να βγει από την τότε κρίση του.

Σημαντικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη των πραγμάτων έπαιξε η άνοδος των φασιστών στην εξουσία στη Γερμανία. Σε αυτό το κομμάτι θα προσπαθήσουμε να δώσουμε κάποιες απαντήσεις σε σχέση με το πως οι φασίστες κατόρθωσαν να πάρουν την εξουσία, αν ήταν αναπόφευκτο και τι συνέπειες είχε για τη Γερμανία και τον υπόλοιπο κόσμο.

Μόλις 10 χρόνια πριν από την ανάληψη της θέσης του καγκελάριου από τον Χίτλερ, στη Γερμανία παίχτηκε με τους πιο πραγματικούς όρους ίσως το μεγαλύτερο στοίχημα του αιώνα: αν θα υπήρχε μια δεύτερη νικηφόρα επανάσταση μετά την επανάσταση του Οκτώβρη του ’17 στη Ρωσία. Από το 1918 μέχρι το 1923 η γερμανική αστική τάξη είχε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της ανατροπής της περισσότερες από μία φορές. Τελικά, για την εργατική τάξη χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία.1

Μέχρι το 1928 ο γερμανικός καπιταλισμός φαινόταν να έχει σταθεροποιηθεί. Στις εκλογές εκείνης της χρονιάς το σοσιαλδημοκρατικό SPD σάρωσε παίρνοντας την πλειοψηφία με 9 εκατομμύρια ψήφους, ενώ είχε πάνω από ένα εκατομμύριο μέλη και έλεγχε τα συνδικάτα που έφταναν τα πέντε εκατομμύρια μέλη. Το Κομμουνιστικό Κόμμα (KPD) πήρε 3 εκατομμύρια ψήφους, ενώ οι Ναζί ήταν στο περιθώριο έχοντας συγκεντρώσει μόλις 2,5%.

Το κραχ του 1929 στη Γουόλ Στρητ συντάραξε τον πλανήτη και ιδιαίτερα τη Γερμανία που εξαρτιόταν από τα αμερικάνικα δάνεια. Η Μεγάλη ύφεση χτύπησε σε όλη τη χώρα. Χιλιάδες εργοστάσια έκλεισαν, οι άνεργοι και οι υπό-απασχολούμενοι έφτασαν τα 6 εκατομμύρια, οι αγρότες καταστρέφονταν, οι τιμές ανέβαιναν αστραπιαία.

Οι σοσιαλδημοκράτες και η κυβέρνησή τους άρχισαν να παίρνουν αντεργατικά μέτρα. Η κρίση απλώθηκε και στο πολιτικό επίπεδο. Η κυβέρνηση Μίλερ κατέρρευσε το Μάρτιο του 1930. Στις εκλογές του Σεπτέμβρη που ακολούθησαν, κανείς δεν κατάφερε να κερδίσει την πλειοψηφία και ο στρατάρχης Χίντενμπουργκ, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, διόρισε πρωθυπουργό τον Χάινριχ Μπρύνινγκ, ένα δεξιό πολιτικό που κυβερνούσε με διατάγματα. Ο Μπρύνινγκ άρχισε να κόβει μισθούς και επιδόματα, να διαλύει την κοινωνική ασφάλιση, να μειώνει τις ελευθερίες του Τύπου.

Στις εκλογές οι Ναζί είχαν τρομακτική άνοδο, της τάξης του 800% και έφτασαν τα 6,4 εκατομμύρια ψήφους. Όλα τα προηγούμενα χρόνια βασικός τους στόχος ήταν να επιβάλλουν τον τρόμο στους δρόμους χτίζοντας σχέσεις με κομμάτια του στρατού, της αστυνομίας και του υπόλοιπου κρατικού μηχανισμού. Ο Χίτλερ είχε την εικόνα από το πώς είχαν δυναμώσει οι φασίστες στην Ιταλία στις αρχές του ’20. Οι συμμορίες των απεργοσπαστών του Μουσολίνι ενάντια στις απεργίες των αγρεργατών ήταν οι πρώτες φασιστικές ομάδες κρούσης. Οι φασίστες πλασάρονταν ως ένα στιβαρό εργαλείο για την επιβολή της τάξης ενάντια στην αριστερά και στα συνδικάτα. Με αυτό τον τρόπο συσπείρωσαν δίπλα τους μεγάλα τμήματα μικροαστών και ανέργων.

Η οικονομική κρίση χειροτέρευε και οι φασίστες αύξαναν την επιρροή τους. Στα τέλη του ’30 είχαν στρατολογήσει στα Τάγματα Εφόδου (SA), την παραστρατιωτική τους οργάνωση, εκατό χιλιάδες και οι πρώτοι καπιταλιστές είχαν αρχίσει να τους προσεγγίζουν, όπως ο Τύσεν από το χαλυβουργικό τραστ. Στην πορεία όλο και περισσότεροι καπιταλιστές θα έβλεπαν ως λύση την επιλογή των φασιστών. Ο γερμανικός σοβινισμός, οι προσπάθειες επανεξοπλισμού της Γερμανίας, οι επιταγές της βιομηχανίας όπλων και χάλυβα ταίριαζαν σε μεγάλο βαθμό με ότι υποστήριζαν οι Ναζί.

Ο Τρότσκι το 1933 στο κείμενο του «Τι είναι εθνικοσοσιαλισμός»2 επισημαίνει ότι ο φασισμός δεν είναι σαν τις άλλες μορφές αστικής αντίδρασης, αλλά ένα αντεπαναστατικό αντιδραστικό κίνημα που ξεκινάει από την τρομοκρατία στους δρόμους για να αποτελέσει τελικά εργαλείο της αστικής τάξης. Ο φασισμός είναι ασύμβατος με την οποιαδήποτε χαραμάδα εργατικής δημοκρατίας, για αυτό και χρειάζεται να τσακίσει τα συνδικάτα και τα εργατικά κόμματα.

Οι στρατηγικες της Αριστεράς

Οι σοσιαλδημοκράτες είχαν την επίγνωση αυτού του κινδύνου, αλλά παρέμεναν ανεκτικοί και αδρανείς. Είχαν ρίξει όλες τους τις ελπίδες για να μη γίνει κάποιο πραξικόπημα στην τοπική κυβέρνηση της Πρωσίας, της περιοχής γύρω από το Βερολίνο, την οποία έλεγχαν και υποτίθεται ότι αν συνέβαινε κάτι όλος ο εξοπλισμός και οι 80 χιλιάδες άνδρες της αστυνομίας θα περνούσαν κάτω από τον έλεγχο της Ραϊχσμπάνερ, της σοσιαλδημοκρατικής παραστρατιωτικής οργάνωσης. Πίστευαν ότι θα μπορούσαν να βάλουν την κρατική μηχανή να ελέγξει τη φασιστική απειλή. Αυτό θα αποδεικνυόταν και αυταπάτη, αλλά επίσης δεν έδινε καμιά λύση για την οικονομική κρίση.

Το ΚΡD από την άλλη έκλεισε τα μάτια σε ό,τι συνέβη στις εκλογές, λόγω της δικής του ανόδου κατά 40% και επειδή το SPD είχε πτώση. Με τη θεωρία του «σοσιαλφασισμού» στο τιμόνι, ο εχθρός ήταν το SPD και όχι ο Χίτλερ.

Ήδη, από το Φλεβάρη του ’30 ο ηγέτης του ΚΡD Τέλμαν είχε διακηρύξει ότι ο «φασισμός» είχε εγκαθιδρυθεί στη Γερμανία αφού κυβερνούσε ο σοσιαλφασίστας Μίλερ, ενώ θεωρούσαν ότι τα 6 εκατομμύρια που πήραν οι Ναζί στις εκλογές θα ήταν το ταβάνι τους και ενώ στη συνέχεια θα ξεκινούσε η παρακμή τους.

Το ΚΡD δεν έκανε καμία πρακτική κίνηση για να συνάψει ενιαίο μέτωπο με τους εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες που μπορεί να επηρεάζονταν από τη σοσιαλδημοκρατία, αλλά στην κυριολεξία απειλούταν η ζωή τους. Σε καμία περίπτωση δεν κατάφερε να αξιοποιήσει την αντίφαση ανάμεσα στις αυταπάτες που έσπερνε η ηγεσία του SPD ότι μπορούσε να δοθεί θεσμική λύση απέναντι στην άνοδο των φασιστών και στο μίσος για τους φασίστες που είχε η εργατική βάση των σοσιαλδημοκρατών, η οποία περίμενε πρωτοβουλίες για να αντιμετωπίσει η ίδια τους φασίστες. Αυτό φάνηκε, για παράδειγμα, στην Αυστρία το 1934 όταν και οι σοσιαλδημοκράτες εργάτες συμμετείχαν στην ένοπλη αντίσταση στη Βιέννη απέναντι στους φασίστες.

Το 1931 η αριστερή πτέρυγα του SPD αφού δεν κατάφερε να κερδίσει την ηγεσία του κόμματος, αποχώρησε και δημιούργησε ένα νέο κόμμα, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (SΑP). Ήταν ένα κεντριστικό κόμμα, δηλαδή ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και τον κομμουνισμό που δεν κατάφερε να κερδίσει μαζική υποστήριξη.

To KPD αντιμετώπισε αυτή τη μετατόπιση με σεχταριστικό τρόπο. Υποστήριξε ότι οι χειρότεροι σοσιαλφασίστες ήταν αυτοί που έσπαγαν προς τα αριστερά και ότι αυτή ήταν η «τελευταία μανούβρα του σοσιαλφασισμού». Η ασυνέπεια στην πολιτική του φάνηκε ιδιαίτερα σε ένα επεισόδιο που ξεκίνησε όταν οι Ναζί βρήκαν ένα παραθυράκι στη νομοθεσία και προσπάθησαν να ρίξουν τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας με δημοψήφισμα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα αρχικά στάθηκε στο ύψος του και αντιτάχθηκε. Μια μέρα πριν από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, η γραμμή άλλαξε μέσω της Κομιντέρν. Ο Στάλιν με προσωπική του παρέμβαση ζήτησε από το KPD να μετατρέψει το δημοψήφισμα σε «κόκκινο». Το δημοψήφισμα προφανώς απέτυχε καθώς η εργατική τάξη δεν ακολούθησε, όμως το KPD είχε προχωρήσει σε μια ανοιχτή συνεργασία με τους φασίστες. Η πολιτική του ήταν γεμάτη από τέτοια λάθη και ζιγκ-ζαγκ.

Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος υποστήριζε ότι μετά τον Χίτλερ θα ερχόταν η σειρά των κομμουνιστών. Η δήλωση του Ρέμελε, ενός από τους τρεις βασικούς ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν χαρακτηριστική: «Από τη στιγμή που (οι Ναζί) βρεθούν στην εξουσία, το ενιαίο μέτωπο του προλεταριάτου θα συγκροτηθεί και θα σαρώσει μονομιάς τα πάντα…Δεν φοβόμαστε τους κύριους φασίστες. Οι μέρες τους θα είναι μετρημένες περισσότερο από οποιασδήποτε άλλης κυβέρνησης». Όπως, σχολίαζε επικριτικά, αλλά δυστυχώς σωστά ο Τρότσκι, «το Κομμουνιστικό Κόμμα νόμιζε ότι θα στήσει στους φασίστες μια παγίδα με τη μορφή της κρατικής εξουσίας».

Ο Τρότσκι όλη αυτή την περίοδο αγωνιούσε για την κατάσταση στη Γερμανία και προσπαθούσε με τις λιγοστές οργανωτικά δυνάμεις που διέθετε να προσανατολίσει το ΚΡD στη σωστή κατεύθυνση. Να παρθούν πρωτοβουλίες για το χτίσιμο του ενιαίου μετώπου όλων των εργατικών οργανώσεων με δύο στόχους: την άμυνα απέναντι στη φασιστική απειλή και την αντεπίθεση για την ανατροπή του καπιταλισμού. Με συνεχή άρθρα προσπαθεί να θυμίσει πώς έδρασαν οι Μπολσεβίκοι ενάντια στο πραξικόπημα του Κορνίλοφ στη Ρωσία και να εξηγήσει ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα μπορεί να κερδίσει την ηγεσία της εργατικής τάξης μέσα στην κοινή πάλη με όλους τους εργάτες και όχι με τον «γραφειοκρατικό τελεσιγραφισμό» της σταλινικής ηγεσίας.

Η κρίση εξελίσσεται ραγδαία

Το 1932 η κατάσταση χειροτέρεψε. Υπήρχαν πλέον 8 εκατομμύρια άνεργοι, το 1/3 του πληθυσμού εξαρτιόταν από τα επιδόματα ανεργίας και οι μισθοί είχαν πέσει 30% σε σχέση με το 1928. Οι Ναζί είχαν πλέον 400 χιλιάδες στα SA, ενώ τους χρηματοδοτούσαν ακόμα περισσότεροι βιομήχανοι.

Το Μάρτη του ’32 γίνονται προεδρικές εκλογές. Ο Χίντενμπουργκ κατεβαίνει ξανά υποψήφιος με τη στήριξη του Μπρύνινγκ και του SPD, το οποίο τον θεωρεί ως το «μικρότερο» κακό. Οι Ναζί παίρνουν το μεγαλύτερο ποσοστό τους μέχρι εκείνη τη στιγμή, σχεδόν 37%. Όμως, ούτε την πλειοψηφία διαθέτουν, ούτε πάνω από όλα ελέγχουν την εργατική τάξη. Ο Χίντενμπουργκ πήρε 53% και ο Τέλμαν 10,2%.

Με πρωτοβουλία των σοσιαλδημοκρατών φτιάχνεται το «Σιδηρούν Μέτωπο» που αποτελείται από τα Ελεύθερα Συνδικάτα, τους αθλητικούς συλλόγους, τη Ράιχσμπάνερ. Συνεχίζουν να έχουν αυταπάτες ότι μπορούν να σταματήσουν τους φασίστες χρησιμοποιώντας την επίσημη κρατική μηχανή.

Στο τέλος του Μάη του ’32 πέφτει και η κυβέρνηση του Μπρύνινγκ. Βασικός λόγος ήταν η απόσυρση της υποστήριξής της από τον στρατό, αφού ο Μπρύνινγκ επιχείρησε να απαγορεύσει τα SA και να κρατικοποιήσει αγροκτήματα στην Πρωσία που ανήκαν στους Γιούνκερς, μεγαλογαιοκτήμονες που είχαν σχέσεις με τον Χίντενμπουργκ.

Τη θέση του παίρνει ο φον Πάπεν, ένας συντηρητικός πολιτικός. Τα SA επανεμφανίζονται στους δρόμους και ξεσπούν βίαιες οδομαχίες. Αποκορύφωμα ήταν η καθαίρεση του «κάστρου της σοσιαλδημοκρατίας», της τοπικής κυβέρνησης της Πρωσίας. Το SPD oύτε το Σιδηρούν Μέτωπο ενεργοποίησε, ούτε τα συνδικάτα.

Το KPD προσπάθησε να δώσει τη μάχη. Τριάντα μέλη του πέθαναν ηρωϊκά σε οδομαχίες, αλλά η προηγούμενη πολιτική που είχε ακολουθήσει αποδείχτηκε ότι ήταν καταστροφική. Κάλεσε σε Γενική Απεργία, αλλά η τάξη δεν ακολούθησε. Δύο ήταν οι βασικοί λόγοι. Πρώτον, είχε πολύ λίγες δυνάμεις μέσα στα συνδικάτα και τα εργοστάσια και πλήρωσε τη διασπαστική τακτική των «κόκκινων συνδικάτων». Δεύτερον, πώς θα μπορούσε να κινητοποιήσει την τάξη για να υπερασπίσει μια σοσιαλφασιστική κυβέρνηση, όπως την ονόμαζε, ενώ το ίδιο είχε προσπαθήσει να την γκρεμίσει με το υποτιθέμενο «κόκκινο δημοψήφισμα»;

Στις εκλογές που ακολούθησαν μία βδομάδα μετά, οι Ναζί πήραν τις περισσότερες ψήφους στην ιστορία τους, σχεδόν 14 εκατομμύρια. Το SPD έχασε 400 χιλιάδες, ενώ το ΚPD κέρδισε το ίδιο νούμερο.

Παρά τα αποτελέσματα, η ηγεσία της Κομιντέρν κράτησε την ίδια γραμμή, ενώ ενέτεινε τις επιθέσεις της στον Τρότσκι που έγραψε τον Ιούλη του 1932 το άρθρο «Ο μόνος δρόμος» εξηγώντας ότι τίποτα δεν έχει χαθεί τελειωτικά αν το Κομμουνιστικό Κόμμα αξιοποιούσε την τακτική του ενιαίου μετώπου.

Οι τελευταίοι μήνες του 1932 είναι αγωνιώδεις για τον Χίτλερ. Οι Ναζί δεν έχουν καταλάβει την εξουσία, η αστική τάξη είναι δισταχτική να τους εμπιστευτεί, η χρηματοδότησή τους έχει μειωθεί. Ο Χίτλερ τα παίζει όλα για όλα καθώς αρνείται τη θέση του αντικαγκελάριου σε κυβερνήσεις συνασπισμού παρά την πίεση των υπαρχηγών του που είναι ανυπόμονοι. Στις εκλογές του Νοέμβρη του ’32 η δύναμη των Ναζί μειώνεται και αριθμητικά, ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα ανεβαίνει σε βάρος του SPD. Το Δεκέμβρη πέφτει ο φον Πάπεν και τον διαδέχεται ο Σλάιχερ, ανώτατος στρατιωτικός, και όχι ο Χίτλερ.

H κατάσταση είναι κρίσιμη. Το SPD και το ΚPD παραμένουν αδρανή, ταλανιζόμενα από τα πολιτικά τους προβλήματα. Στους δύο μήνες που περνούν το μεγάλο κεφάλαιο αποφασίζει οριστικά να στηρίξει τον Χίτλερ. Οπως γράφει ο Ρόμπερτ Πάξτον: "Οι φασίστες πρόσφεραν μια νέα συνταγή διακυβέρνησης με λαϊκή υποστήριξη, χωρίς όμως να μοιράζονται την εξουσία με την Αριστερά και δίχως να προβάλλουν οποιαδήποτε απειλή για τα κοινωνικά και οικονομικά προνόμια και την πολιτική κυριαρχία των συντηρητικών".3

Ο Χίτλερ στην εξουσία

Στις 30 Γενάρη του 1933 ο Χίτλερ διορίζεται καγκελάριος από τον Χίντενμπουργκ κάτω από την πίεση των βιομηχάνων, των μεγαλογαιοκτημόνων και του στρατού. Την ίδια μέρα φτάνουν αντιπρόσωποι στο Βερολίνο από εργοστάσια όλης της Γερμανίας, περιμένουν οδηγίες για μάχη. Το SPD συνεχίζει να έχει αυτοκτονική εμπιστοσύνη στην αστική νομιμότητα. Το Vorvarts, η εφημερίδα του υποστηρίζει ότι αφού ο Χίτλερ ήρθε "νόμιμα" στην εξουσία δεν μπορούν να καλέσουν σε απεργίες και προσπαθούν να μπλοκάρουν την "πρόωρη" αντίσταση.

Το ΚPD προσπαθεί να οργανώσει Γενική Απεργία, αλλά αποτυγχάνει ξανά. Τα πολιτικά ζιγκ-ζαγκ των προηγούμενων χρόνων και η αδυναμία του στα συνδικάτα είναι ανυπέρβλητα εμπόδια. Οι Ναζί μέσα σε λίγες μέρες, παρά τις δηλώσεις για "νομιμότητα", εξαπολύουν μια τρομακτική φασιστική τρομοκρατία. Τα Τάγματα Εφόδου και ο στρατός συντονίζονται για να τσακίσουν τα εργατικά κόμματα. Στις 27 Φλεβάρη μπαίνει φωτιά στο Ράιχσταγκ, στη γερμανική Βουλή. Αυτό που επακολουθεί δεν έχει προηγούμενο. Το ΚΡD βγαίνει εκτός νόμου, γίνονται μαζικές συλλήψεις, απαγορεύονται σοσιαλδημοκρατικές εφημερίδες και άλλα εργατικά έντυπα.

Στις 5 Μάρτη γίνονται νέες εκλογές. Η βία και η νοθεία οργανώνεται πλέον μέσα από τα κρατικά όργανα. Παρόλα αυτά, η εργατική τάξη δείχνει το μίσος της για τους Ναζί. Το SPD παίρνει 7 εκατομμύρια και το ΚΡD 4.750.000 ψήφους. Όμως, και η ηγεσία των συνδικάτων αποδεικνύεται τραγική. Καλούν τους εργάτες να γιορτάσουν την Πρωτομαγιά μαζί με τους Ναζί σαν Εθνική Μέρα Εργασίας. Σκάβουν τον ίδιο τους το λάκκο αφού στις 2 Μάη συλλαμβάνονται όλοι τους. Στις επόμενες μέρες κατάσχεται όλη η περιουσία των συνδικάτων.

Ο Χίτλερ περνάει στη Βουλή το "νόμο της εξουσιοδότησης", κατοχυρώνει δηλαδή το δικαίωμα να την ελέγχει ολοκληρωτικά. Στις 22 Ιούνη βγαίνει εκτός νόμου και το SPD. Και ενώ χιλιάδες κομμουνιστές κλείνονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και οι εργατικές οργανώσεις συνθλίβονται, η Κομιντέρν και η Πράβδα κάτω από τον έλεγχο του Στάλιν εξακολουθούν να στηρίζουν την καταστροφική πολιτική της "τρίτης περιόδου" με δηλώσεις του τύπου "αναπόφευκτα η επαναστατική παλίρροια θα υψωθεί και πάλι". Ο Τρότσκι χαρακτήρισε την άνοδο του φασισμού ως τη μεγαλύτερη ήττα της εργατικής τάξης στην ιστορία.

Αυτή η εξέλιξη όπως είδαμε παραπάνω δεν ήταν αναπόφευκτη. Η άρχουσα τάξη στη Γερμανία δοκίμασε πολλές λύσεις μέχρι να δώσει την στήριξή της στους φασίστες. Οι αυταπάτες από τη μεριά του SPD και η καταστροφική πολιτική του ΚPD άφησαν τους Ναζί να αποκτήσουν χώρο στο δρόμο και από εκεί να υπογράψουν με το αίμα εργατών τα εχέγγυα ότι είναι το στήριγμα που έψαχναν οι καπιταλιστές. Είναι το τραγικό λάθος που χρειάζεται να αποφύγει το σημερινό εργατικό κίνημα. Το «αυγό του φιδιού» το τσακίζεις πριν εκκολαφθεί…

1. Κρις Χάρμαν, Η χαμένη επανάσταση στη Γερμανία, εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο.

2. Λέον Τρότσκι, Η πάλη ενάντια στο φασισμό στη Γερμανία, εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο.

3. Ρόμπερτ Ο. Πάξτον, Η ανατομία του φασισμού, εκδόσεις Κέδρος.