Βιβλιοκριτική
Συλλογικό έργο: Οικονομική κρίση και Ελλάδα

Εξώφυλλο του τευχους 87

Αξιόλογες παρεμβάσεις

Η “ελληνική κρίση δημοσίου χρέους” είναι κομμάτι της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης που ξέσπασε το 2007. Είναι ένα συμπέρασμα που μπορεί να θεωρείται τετριμμένο στους κύκλους της αριστεράς, αλλά δεν θα έπρεπε. Ανάλογα με τις ερμηνείες που δίνει κάποιος για την κρίση ορίζει και την προοπτική που χαράζει απέναντί της. Δεν είναι καιρός να αφήσουμε τη θεωρητική συζήτηση στην άκρη αλλά να τη βαθύνουμε. Ομως, οι “ακαδημαϊκοί” που αναφέρονται στην αριστερά, στον μαρξισμό ή τέλος πάντων στις “ετερόδοξες” οικονομικές θεωρίες στην Ελλάδα είχαν μπει πολύ λίγο σ' αυτή τη συζήτηση. Από αυτή την άποψη, η κυκλοφορία αυτού του τόμου με άρθρα πανεπιστημιακών (και από την Ελλάδα και από το εξωτερικό) αποτελεί μια θετική εξέλιξη.

Ο τόμος χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: οικονομική κρίση και οι διεθνείς διαστάσεις της, δημοσιονομική κρίση της Ελλάδας και οικονομική πολιτική, ελλείμματα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, διεθνής ανταγωνιστικότητα, κλαδικές επιδόσεις/διαρθρώσεις και τέλος το μέρος που ασχολείται με την κρίση της ελληνικής οικονομίας και την κρίση του ευρώ/ΟΝΕ.

Όπως είναι φυσιολογικό με κάθε τέτοια προσπάθεια, το “προϊόν” είναι άνισο, τόσο από άποψη ενδιαφέροντος για ένα ευρύτερο κοινό, όσο και από την άποψη της ορθότητας των θεωρητικών εκτιμήσεων και κατά συνέπεια των προτάσεων που διατυπώνονται.

Για παράδειγμα, το πρώτο και τρίτο άρθρο του πρώτου μέρους, γραμμένα από τον βρετανό μαρξιστή οικονομολόγο Μπεν Φάιν και τον αμερικάνο κοινωνιολόγο Ρίτσαρντ Γουλφ. Η αντιπαράθεση για την “χρηματιστικοποίηση” του καπιταλισμού έχει απασχολήσει πολύ και έχει μεγάλη “πρακτική” σημασία. Ζούμε σε μια νέα φάση του συστήματος, όπου οι καπιταλιστές αντλούν υπεραξία από πηγές διαφορετικές από την απλήρωτη εργασία των εργατών στη διαδικασία της παραγωγής; Ο Μπεν Φάιν έχει καταρρίψει αυτή την άποψη σε μια σειρά βιβλία και άρθρα του. Όμως, το συγκεκριμένο κείμενο που δημοσιεύεται σε αυτή τη συλλογή λίγο ασχολείται με αυτή τη συζήτηση. Η “μαρξιστική ανάλυση της κρίσης” του Ρίτσαρντ Γουλφ, από την άλλη, τείνει να αγνοεί πλήρως το γεγονός που έχουν επισημάνει πλειάδα μαρξιστών οικονομολόγων οι οποίοι πέρα από τις αποκλίσεις στις ερμηνείες τους συμφωνούν ότι το σύστημα από τα μέσα της δεκαετίας του '70 μαστίζεται από πτώση των ποσοστών κέρδους και βραδύτερους ρυθμούς ανάπτυξης.

Από όλο τον τόμο, τρία είναι τα πιο γόνιμα και ενδιαφέροντα άρθρα. Το πρώτο είναι του Δημήτρη Μυλωνάκη, με θέμα “Η οικονομική κρίση και η κρίση της οικονομικής θεωρίας”. Είναι ταυτόχρονα και μια ιστορική παρουσίαση και μια κριτική, μερικές φορές δικαιολογημένα ειρωνική, της “έπαρσης και αδιαλλαξίας των κυρίαρχων Οικονομικών”. Παραθέτοντας ένα αποκαλυπτικό απόσπασμα από συνέντευξη του Γιουτζήν Φάμα, που έχει διατυπώσει τη λεγόμενη θεωρία των αποτελεσματικών αγορών, ο Μυλωνάκης παρατηρεί ότι: “Επομένως ο Φάμα και τα κυρίαρχα οικονομικά δεν είναι σε θέση να ερμηνεύσουν την εμφάνιση κρίσεων, άρα μπορούμε να συνεχίσουμε να προσποιούμαστε πως απλά δεν υπάρχουν”. Οι αντικαπιταλιστές φοιτητές και πανεπιστημιακοί στις οικονομικές σχολές ιδιαίτερα θα κερδίσουν πολύτιμα πυρομαχικά για την αντιπαράθεσή τους με τις κυρίαρχες απόψεις που περνάνε σαν “επιστήμη” στις σχολές τους.

Το δεύτερο άρθρο που ξεχωρίζει είναι του Θανάση Μανιάτη με θέμα “Η δημοσιονομική κρίση και ο κοινωνικός μισθός στην Ελλάδα”. Ο συγγραφέας, στηριζόμενος στη μεθοδολογία μαρξιστών οικονομολόγων όπως ο Ανουάρ Σαϊχ, κάνει μια σειρά αποκαλυπτικούς υπολογισμούς για τον “καθαρό κοινωνικό μισθό” στην Ελλάδα, δηλαδή “για τον υπολογισμό του καθαρού οφέλους που λαμβάνουν [οι μισθωτοί εργαζόμενοι] από τις κρατικές δαπάνες που απευθύνονται σ' αυτούς, αν αφαιρεθούν όλα τα είδη των φόρων που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι”. Καταλήγει στο συμπέρασμα: “Είναι σαφές, από την εμπειρική ανάλυση της αναδιανεμητικής λειτουργίας του κράτους στην Ελλάδα ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις δημοσιονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η χώρα. Οι κοινωνικές παροχές και συντάξεις των μισθωτών εργαζόμενων χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου από τους φόρους τους, και παράλληλα επιδοτούν τις διάφορες κρατικές λειτουργίες που είτε ωφελούν άμεσα το κεφάλαιο είτε αποσκοπούν στη δημιουργία των υλικών και ιδεολογικών όρων για την απρόσκοπτη αναπαραγωγή του συστήματος. Η επιδότηση αυτή του κράτους από τους μισθωτούς εργαζόμενους είναι της τάξης του 6,5% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο, που καθόλου συμπτωματικά είναι σχεδόν ίση με τις πληρωμές για τόκους του δημοσίου χρέους για την ίδια περίοδο (6,6% του ΑΕΠ)... Είναι προφανές ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση προερχόταν από την εργατική τάξη και ήθελε να εκφράσει τα συμφέροντά της θα είχε ως πρώτο μέλημά της τη μη αναγνώριση του δημόσιου χρέους”.

Ο Σταύρος Μαυρουδέας στο άρθρο του “Η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Ενωση: Καπιταλιστική κρίση και ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις” προσπαθεί να εξετάσει την σημερινή κρίση του ελληνικού καπιταλισμού με σημείο αναφοράς τη “συνέχεια της δομικής κρίσης του 1973” σε παγκόσμιο επίπεδο. Μια δομική κρίση που παρόλη την “αναιμική ανάκαμψη της κερδοφορίας και της συσσώρευσης” δεν μπόρεσε να λύσει τα προβλήματα που βασανίζουν το παγκόσμιο σύστημα μέχρι σήμερα. Είναι μια καλή αφετηρία, ιδιαίτερα όταν μπαίνουν στις πραγματικές τους διαστάσεις οι επιτυχίες του ελληνικού καπιταλισμού σε μια προηγούμενη φάση: “η διεθνοποίηση και το άνοιγμα της οικονομίας – ιδιαίτερα το βαλκανικό 'ελντοράντο του ελληνικού κεφαλαίου – λειτούργησαν κλασσικά σαν παράγοντες που αντισταθμίζουν την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, αλλά πλέον δείχνουν να έχουν εξαντλήσει τις δυνατότητές τους”.

Η “ριζοσπαστική εναλλακτική προοπτική” που προβάλλει ο Σ. Μαυρουδέας, με κέντρο την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ και την άρνηση του εξωτερικού χρέους, την κρατικοποίηση των τραπεζών, κινείται επίσης στη σωστή κατεύθυνση, αν και η επιμονή στην “παραγωγική αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας” προς όφελος της εργαζόμενης πλειοψηφίας παρά τις καλές προθέσεις μπορεί να αποδειχθεί ένας ιδιαίτερα ολισθηρός δρόμος. Το ποιος και με ποιο ορίζοντα μπορεί να υλοποιήσει ένα τέτοιο μεταβατικό, αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, είναι η συζήτηση που ξεδιπλώνεται πλέον με όλο και μεγαλύτερη ένταση στους κόλπους της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Τιμή 25€, 411 σελίδες Εκδοτικός Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός, 2011