Άρθρο
Να σαρώσουμε τα μνημόνια της χρεοκοπίας

Εξώφυλλο του τευχους 86

Συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τη συμφωνία του Παπανδρέου με την Τρόικα, το λεγόμενο Μνημόνιο, που υποτίθεται ότι θα έσωζε την Ελλάδα από τη χρεοκοπία και θα τερμάτιζε την κρίση του ευρώ. Ένα χρόνο μετά, η κρίση είναι εκτός ελέγχου και πιο βαθιά, όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικά.

Η πιο χειροπιαστή απόδειξη γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση, η τρόικα και οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης βρίσκονται σε αγωνιώδεις διαπραγματεύσεις για να διαμορφώσουν τους όρους ενός νέου πακέτου «διάσωσης», ύψους 60 δις ευρώ από ό,τι λέγεται, για να καλύψουν τις δανειακές ανάγκες του 2012-13 καθώς η Ελλάδα δεν μπορεί να επιστρέψει στις αγορές όπως εκτιμούσε το Μνημόνιο.

Μπορεί τα 60 δις να μοιάζουν «μικρό πακέτο» μπροστά στα περσινά 110 δις, αλλά αυτό δεν μπορεί να συγκαλύψει την αποτυχία της περσινής «διάσωσης» σε όλα τα επίπεδα.

Όσο αφορά την ελληνική οικονομία, μια περιγραφή της «διάσωσης» θα μπορούσε να είναι «η εγχείρηση πέτυχε, ο ασθενής απέθανε». Η κυβέρνηση μπορεί να περηφανεύεται ότι καμιά άλλη κυβέρνηση όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και αλλού δεν έχει καταφέρει τόσο δραματική μείωση του ελλείμματος μέσα σε ένα χρόνο κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Αλλά οι διεθνείς αγορές που τόσο προσκυνούν οι υπουργοί του Παπανδρέου, τώρα εκτιμούν ότι το ελληνικό χρέος είναι λιγότερο βιώσιμο από πέρσι.

Η αποτυχία, όμως, δεν περιορίζεται στην ελληνική περίπτωση. Βασικός στόχος του περσινού Μνημόνιου-1 ήταν να ανακόψει τη μετάσταση της κρίσης στις άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Μέσα σε ένα χρόνο η «μετάσταση» χτύπησε αρχικά την Ιρλανδία και πιο πρόσφατα την Πορτογαλία. Σήμερα, οι ανησυχίες ότι οι μηχανισμοί της ΕΕ και του ΔΝΤ δεν είναι σε θέση να σταματήσουν αυτό το ντόμινο είναι μεγαλύτερες από πέρσι. Μέσα στους ίδιους τους κυρίαρχους κύκλους στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ακούγονται πιο δυνατά οι διαφωνίες ότι μια παράταση της «διάσωσης» δεν έχει νόημα, ότι απαιτείται μια «ελεγχόμενη χρεοκοπία» με κούρεμα των ελληνικών ομολόγων ή ακόμα και μια απαλλαγή του ευρώ από τις «προβληματικές» χώρες-μέλη της ευρωζώνης αφήνοντάς τες να οδηγηθούν στην ανοιχτή χρεοκοπία.

Βέβαια, αυτές οι διαφωνίες και οι σχετικές διαπραγματεύσεις έχουν έναν κρίσιμο περιορισμό: όλες οι πλευρές ομολογούν ότι η διάσωση δεν γίνεται για χάρη των υπερχρεωμένων χωρών της περιφέρειας, αλλά για την προστασία των ευρωπαϊκών τραπεζών που απειλούνται από τις συνέπειες μιας ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας είτε της Ελλάδας, είτε των υπόλοιπων PIGS, όπως μας είχαν ονομάσει αρχικά. Οι χειρισμοί είναι δύσκολοι, στην κόψη του ξυραφιού, γιατί κάθε στραβοτιμονιά μπορεί να φέρει μια Λίμαν Μπράδερς στο τετράγωνο μέσα στην καρδιά της Ευρώπης. Ωστόσο και οι ανταγωνισμοί σε αυτές τις συνθήκες είναι οξυμένοι, γιατί κάθε κυβέρνηση έχει σύνθημα «οι δικές μας τράπεζες ούμπερ άλες».

Την Κυριακή 15 Μάη ήταν προγραμματισμένη συνάντηση στο Βερολίνο ανάμεσα στην Άγκελα Μέρκελ και τον Ντομινίκ Στρος-Καν του ΔΝΤ, για να συντονίσουν τη στάση τους ενόψει της συνεδρίασης των υπουργών της Ευρωζώνης τη Δευτέρα με θέμα την διαμόρφωση του νέου ελληνικού «πακέτου». Η συνάντηση ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή όταν οι αμερικανικές αρχές συνέλαβαν τον Στρος-Καν στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης με κατηγορίες για απόπειρα βιασμού μιας καμαριέρας στο ξενοδοχείο όπου έμενε.

Είναι βέβαιο ότι οι κατά καιρούς επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι ένοχοι για βιασμούς εκατομμυρίων εργαζομένων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Και είναι εξίσου βέβαιο ότι η σύλληψη του σημερινού διευθυντή ήταν μια πολιτική απόφαση που μαρτυρά την ένταση που επικρατεί, εκεί που έχουν φτάσει τα πράγματα.

Η πολιτική διάσταση της κρίσης έγινε ιδιαίτερα ορατή στην Ιρλανδία και στην Πορτογαλία. Στις ιρλανδικές εκλογές, το κόμμα με τους στενότερους δεσμούς με την άρχουσα τάξη, το Φιάνα Φόιλ που κυβερνούσε σχεδόν σε όλα τα χρόνια από την εποχή της ιρλανδικής ανεξαρτησίας, καταποντίστηκε. Ο Μπράιαν Κάουεν, ο πρωθυπουργός που είχε τους τραπεζίτες κολλητούς πιο πολύ και από τα καθεστώτα του λεγόμενου «καπιταλισμού των κολλητών» τύπου Μουμπάρακ, ξεφούσκωσε σαν μπαλόνι μαζί με τη φούσκα της κερδοσκοπίας που έσκασε.

Στην Πορτογαλία, η κυβέρνηση των «Σοσιαλιστών» του Σόκρατες χειρίζεται τις διαπραγματεύσεις για τη «διάσωση» ως υπηρεσιακή μετά την κατάρρευση της συναίνεσης με τα κόμματα της δεξιάς. Είναι και αυτή μια προειδοποίηση για τους κυρίαρχους κύκλους μέσα κι έξω από την Ελλάδα που προβάλλουν τη διακομματική «συναίνεση» ως πανάκεια για την έξοδο από την κρίση.

Στην πραγματικότητα, η Τρόικα και οι κυβερνήσεις της ΕΕ έχουν αρχίσει να αμφιβάλλουν για τη δυνατότητα της κυβέρνησης Παπανδρέου να επιβάλλει τα μέτρα που θέλουν να ενσωματώσουν στο νέο Μνημόνιο. Όχι μόνο γιατί τα μέτρα είναι θηριώδη, με απαιτήσεις για νέο ασφαλιστικό που θα κόψει περισσότερο τις συντάξεις, για νέα μείωση της απασχόλησης στο δημόσιο με απολύσεις αντί για μετατάξεις προσωπικού και για ιδιωτικοποιήσεις-εξπρές που να παρακάμψουν τις αντιδράσεις των συνδικάτων. Αλλά και γιατί ακόμα και οι πιο φανατικοί χειροκροτητές του Παπανδρέου που τον αποκαλούσαν «ο άνθρωπός μας στην Αθήνα» τώρα διαπιστώνουν ότι η κυβέρνησή του πάσχει από «μεταρρυθμιστική κόπωση».

Σύμφωνα με δημοσκόπηση της GPO στις αρχές Μαίου για την εκπομπή του Πρετεντέρη στο Μέγκα, μόνο ένα 9,8% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι η λύση είναι «Να εφαρμοστεί αυστηρά το Μνημόνιο». Ένα 60,3% προτιμάει «Να ξαναδιαπραγματευτεί το Μνημόνιο» και ένα εντυπωσιακό 26,2% θεωρεί ότι η καλύτερη λύση θα ήταν «Να φύγει από το Μνημόνιο και το ευρώ»! Όταν ο Παπανδρέου δηλώνει, λοιπόν, ότι θα προχωρήσει με όσους είναι πρόθυμοι να ακολουθήσουν, διαθέτει μια βάση στήριξης που δεν ξεπερνάει το δέκα τοις εκατό. Πολύ στενή για να σηκώσει τα βάρη μιας νέας μετωπικής επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη. Αυτός είναι ο λόγος που ανθεί τόσο πολύ η φιλολογία της συναίνεσης και της αναγκαιότητας να ψηφιστεί το «μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα» με διευρυμένη πλειοψηφία 180 βουλευτών.

Αυτά τα στοιχεία πολιτικής κρίσης ξεκινούν από το γεγονός ότι ολόκληρη η χρονιά της αποτυχίας του Μνημόνιου σήμανε τρομερές απώλειες για τους εργαζόμενους. Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία, η ανεργία αυξήθηκε κατά 180.000 μέσα σ’ αυτούς τους 12 μήνες φτάνοντας τους 790.000, ενώ το ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ εκτιμά ότι βαδίζει προς το 22%, δηλαδή πάνω από ένα εκατομμύριο άνεργους! Επίσης σύμφωνα με επίσημη μελέτη του υπουργείου Εργασίας, η μείωση στις μέσες ακαθάριστες αποδοχές των εργαζόμενων στο σύνολο της οικονομίας φτάνει το 15%, νούμερο που σίγουρα δεν αποδίδει την πραγματική έκταση των περικοπών στο εργατικό εισόδημα.

Η οργή γι’ αυτές τις βίαιες θυσίες χωρίς αντίκρισμα είναι το υπόβαθρο, αλλά ο ενεργητικός παράγοντας είναι οι μάχες που έδωσαν οι εργαζόμενοι ενάντια σε όλες αυτές τις επιθέσεις. Από Μάη σε Μάη, ο ρυθμός των πανεργατικών απεργιών που επέβαλε ο κόσμος στις συνδικαλιστικές ηγεσίες παραμένει ασίγαστος. Κάποιες απόπειρες που έκαναν ορισμένα διεθνή ΜΜΕ να περιγράψουν την Πανεργατική της 11 Μάη σαν ένδειξη κάμψης των αγώνων στην Ελλάδα έπεσαν στο κενό. Η αγανάκτηση για τη βιαιότητα της επίθεσης των ΜΑΤ κατά των διαδηλωτών της Πανεργατικής έγινε πρόσθετος παράγοντας αποσυντονισμού της κυβέρνησης, με τον υπουργό «Προστασίας του Πολίτη» Χρήστο Παπουτσή να προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από τις «ακρότητες» των υφισταμένων του και να δέχεται πυρά από τους Ηρακλείς του νόμου και της τάξης μέσα και έξω από την κυβέρνηση.

Οι ελιγμοί του Παπουτσή δεν φτουράνε από τη στιγμή που στο κέντρο της Αθήνας ξετυλίγεται πογκρόμ ρατσιστικών επιθέσεων από νεοφασιστικές συμμορίες με την κάλυψη της αστυνομίας. Οι προσπάθειες της κυβέρνησης Παπανδρέου να αποπροσανατολίσει τη λαϊκή οργή (και να σφυρηλατήσει τη συνεργασία με το ΛΑΟΣ που ψήφισε το Μνημόνιο) παίζοντας το χαρτί του ρατσισμού, έδωσαν τα περιθώρια στους νεοναζί της Χρυσής Αυγής να εμφανιστούν ως «αγανακτισμένοι πολίτες» και να επιχειρούν παρελάσεις τρομοκράτησης των μεταναστών και της αριστεράς στο κέντρο της Αθήνας. Η αστυνομία χτύπησε με μανία τους απεργούς διαδηλωτές αλλά έδωσε κάλυψη στους χρυσαυγίτες να οργιάζουν το βράδυ της πανεργατικής. Ακόμη και όταν οι φασιστικές επιθέσεις οδήγησαν στη δολοφονία ενός μετανάστη από το Μπαγκλαντές, η αστυνομία συνόδεψε την παρέλαση των φασιστών στην οδό Αθηνάς και την αξιοποίησε για «σκούπες» κατά των μεταναστών στα μαγαζιά της Σοφοκλέους και της Ευρυπίδου, ενώ την ίδια ώρα χτυπούσε ξανά τη μαζική διαδήλωση κατά της καταστολής την Πέμπτη 12 Μάη.

Μπορεί η κρίση να μην έχει πάρει τις διαστάσεις της δεκαετίας του 1930, αλλά η ίδια δυναμική της πόλωσης είναι ξανά ορατή. Εκείνη η δεκαετία είχε από τη μια μεριά την άνοδο του Ναζισμού και από την άλλη τη Γαλλία και την Ισπανία του 1936. Η ελπίδα για μια νέα κοινωνία μέσα από την ανατροπή του καπιταλισμού σε κρίση απέναντι στην απελπισία του φασισμού. Η Αριστερά σαν συλλογική μνήμη της εργατικής τάξης πρέπει να θυμίζει την επαναστατική προοπτική σαν διέξοδο.

Παραμονές της κατάθεσης στη Βουλή του «μεσοπρόθεσμου προγράμματος» για το Μνημόνιο-2, τα καθήκοντα της Αριστεράς προβάλλουν ανάγλυφα. Είναι εφικτό να δυναμώσουμε την εργατική αντίσταση, να την συγκροτήσουμε σε δύναμη ανατροπής που θα σαρώσει και τα Μνημόνια της χρεοκοπίας και τα στηρίγματά τους. Αλλά αυτό απαιτεί τριπλή προσπάθεια.

Πρώτο, στήριξη και κλιμάκωση των απεργιών ενάντια στα μέτρα, με οργάνωση της βάσης και συντονισμό ώστε κανένα κομμάτι να μην παλεύει μόνο του ενάντια στις περικοπές, στις απολύσεις, στις ιδιωτικοποιήσεις.

Δεύτερο, κοινή δράση ενάντια στα ρατσιστικά πογκρόμ και τη φασιστική απειλή, για να ξανακλείσουμε τις νεοναζιστικές συμμορίες στους υπονόμους της ιστορίας όπου ανήκουν και να κάψουμε το χαρτί του ρατσισμού.

Και τρίτο, ανάδειξη του αντικαπιταλιστικού προγράμματος εξόδου από την κρίση. Αν οι μέχρι τώρα προσπάθειες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς βοήθησαν να διαμορφωθεί ένα ρεύμα μεγέθους 26% για ρήξη με το μνημόνιο και το ευρώ, παρά τον ευρωπαϊσμό της ηγεσίας του ΣΥΝ και τις συκοφαντίες της ηγεσίας του ΚΚΕ για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έχουμε κάθε λόγο να επιμείνουμε σε αυτή την κατεύθυνση. Στάση πληρωμών του χρέους, κρατικοποίηση των τραπεζών, αντικαπιταλιστική ρήξη με το ευρώ, ενίσχυση της επαναστατικής αριστεράς: αυτός είναι ο δρόμος για τη νίκη.