Άρθρο
Όχι επέμβαση στη Λιβύη. Νίκη στις αραβικές επαναστάσεις

Εξώφυλλο του τευχους 86

Η «πολεμική επέμβαση που ξεκίνησε στις 19 Μάρτη 2011 κατά της Λιβύης, με τη μορφή της «ζώνης απαγόρευσης πτήσεων», είχε ως διακηρυγμένο στόχο της την διάσωση των αμάχων της χώρας από την δολοφονική καταδίωξη των στρατιωτικών δυνάμεων του Καντάφι.

Η χρήση βίας είχε την νομιμοποίηση του ψηφίσματος 1973 του ΟΗΕ και συνεπώς τον μανδύα της «ανθρωπιστικής» επέμβασης. Θα επρόκειτο για μια επέμβαση περιορισμένη τόσο χρονικά όσο και επιχειρησιακά: οι βομβαρδισμοί θα είχαν ως άμεσο και μοναδικό στόχο τους την προστασία των κατοίκων, πρώτα και κύρια της Βεγγάζης, από τις αεροπορικές δυνάμεις και το βαρύ πυροβολικό του Καντάφι, ενώ η χρήση επίγειων δυνάμεων αποκλειόταν εξ αρχής κατηγορηματικά. Οκτώ βδομάδες μετά το ξεκίνημα των βομβαρδισμών, κάθε ένας από τους παραπάνω ισχυρισμούς έχει αποδειχτεί ένα τεράστιο ψέμα.

Η επέμβαση της Δύσης στη Λιβύη έχει πλέον σαν στόχο της όχι την προστασία των αμάχων, αλλά την γνωστή μας από το Ιράκ «αλλαγή καθεστώτος», την ανατροπή δηλαδή του Καντάφι, έστω και διά της δολοφονίας του με κινηματογραφικό τρόπο ανάλογο αυτού της εκτέλεσης του Οσάμα Μπιν Λάντεν. Οι ΝΑΤΟϊκοί βομβαρδισμοί είναι δηλαδή πλέον παράνομοι, ακόμα και με τα μέτρα της απόφασης 1973 του ΟΗΕ, που χρησιμοποιήθηκε ως φύλλο συκής για να τους νομιμοποιήσει. Οι βομβαρδισμοί ήταν εξαρχής τυφλοί, με αποτέλεσμα την δολοφονία εκατοντάδων Λίβυων πολιτών, είτε αμάχων (το Βατικανό αποκάλυψε την δολοφονία 40 αμάχων σε ένα μόνο χτύπημα από βομβαρδισμό πολυκατοικίας στην Τρίπολη), είτε στρατιωτών του Λιβυκού στρατού, είτε ανταρτών που σκοτώθηκαν από υποτιθέμενα «φίλια πυρά». Τα εγκλήματα αυτά θα γίνουν ακόμα μεγαλύτερα μετά την ανακοίνωση της χρήσης μη επανδρωμένων αεροπλάνων για την συνέχιση των βομβαρδισμών. Τέλος, λόγω της παραμονής στην εξουσία του Καντάφι, κανείς δεν ξέρει πόσο και με τι τρόπο θα συνεχιστεί ο πόλεμος, ούτε ποιά θα είναι η κατάληξή του.

Γιατί ο πόλεμος;

Η έναρξη των βομβαρδισμών προκάλεσε μια πλημμυρίδα αναλύσεων τόσο στα διεθνή ΜΜΕ όσο και στην Αριστερά και το αντιπολεμικό κίνημα σχετικά με τους λόγους για τους οποίους αυτοί πραγματοποιούνται.

Μια κοινότυπη απάντηση είναι η παλιά αντιπαράθεση της Δύσης με το καθεστώς Καντάφι, αντιπαράθεση που στη μυθολογία ενός τμήματος της Αριστεράς λαμβάνει και αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα. Όμως, αυτή η απάντηση μικρή σχέση έχει με την πραγματικότητα. Το καθεστώς Καντάφι, που ήρθε στην εξουσία πάνω στο κύμα των αντιιμπεριαλιστικών και αντιαποικιακών εξεγέρσεων των δεκαετιών του ’50 και του ’60, είχε ήδη κάνει θεαματική στροφή στις σχέσεις του με τη Δύση. Είχε ήδη ανοίξει την οικονομία του στις δυτικές πολυεθνικές και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και είχε ομαλοποιήσει τις διπλωματικές και πολιτικές σχέσεις του με τις ΗΠΑ και τις χώρες της ΕΕ. Η ομιλία του Καντάφι στον ΟΗΕ το 2009 (που προβλήθηκε μάλιστα από κάποιους ως «απόδειξη» του αμετανόητου αντιιμπεριαλισμού του) ήταν η επισφράγιση της επιστροφής της Λιβύης στην «διεθνή κοινότητα» και στις μπίζνες με τη Δύση. Οι αντιπαραθέσεις του καθεστώτος με τις ΗΠΑ, την Γαλλία, την Ιταλία είχαν πλέον ως περιεχόμενο το μοίρασμα της λείας: ποιές πολυεθνικές θα έπαιρναν τη μερίδα του λέοντος των πετρελαίων, ποιός θα ήταν ο πολιτικός πάτρωνας της Λιβύης στη Δύση και ούτω καθεξής.

Μια δεύτερη απάντηση αναζητά την αιτία των βομβαρδισμών στην πίεση της κοινής γνώμης της Δύσης προς τις κυβερνήσεις να ενεργήσουν μπροστά σε μια «ανθρωπιστική τραγωδία»: την επικείμενη μαζική δολοφονία των κατοίκων της Βεγγάζης από τον στρατό του καθεστώτος. Πρόκειται για μια θεαματική επιστροφή του ιδεολογήματος των «ανθρωπιστικών» επεμβάσεων, που είχαμε να ακούσουμε σε τέτοια έκταση από τον πόλεμο του Κοσόβου το 1999. Δυστυχώς, ένα μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς αποδέχτηκε αυτό το επιχείρημα, όχι βέβαια δίνοντας πίστη στα ευγενή κίνητρα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αλλά πάντως βασιζόμενη στο κάλεσμα για βοήθεια από πλευράς των εξεγερμένων. Το κομμάτι αυτό της Αριστεράς ουσιαστικά δέχτηκε (ρητά ή υπόρρητα) ότι οι βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ θα μπορούσαν να έχουν (συγκυριακά ή έστω συμπτωματικά) θετικό αντίκτυπο στη σωτηρία της επανάστασης και το ξεδίπλωμα της επαναστατικής διαδικασίας.

Πρόκειται για τραγική αυταπάτη. Η εισβολή του ΝΑΤΟ στη Λιβύη ήταν μια πράξη διεθνούς πειρατίας, πρώτα και κύρια κατά της ίδιας της Λιβυκής επανάστασης. Η επέμβαση έδιωξε από το τιμόνι της επανάστασης τους μαχητές της και το κλείδωσε στα χέρια μιας φιλοδυτικής κλίκας πρώην στελεχών του καθεστώτος Καντάφι, σε μια σταθερή τροχιά υποταγής στα συμφέροντα του δυτικού ιμπεριαλισμού. Η εξέλιξη αυτή ακύρωσε κάθε πιθανότητα μαζικής διαμαρτυρίας κατά του Καντάφι στην Τρίπολη, αφού τώρα η χώρα βρέθηκε υπό εξωτερική απειλή και επίθεση. Και βέβαια, η βούληση των Μεγάλων Δυνάμεων είναι αυτή που θα καθορίσει και την τελική έκβαση της αναμέτρησης αφού στο μεταξύ στραγγαλίστηκε κάθε ανεξάρτητο πολιτικό κέντρο των επαναστατών. Είτε ηγεμονεύσει η σκληρή γραμμή (πχ του Μακέην και των Ρεπουμπλικάνων που θέλουν μέχρι και χερσαία στρατεύματα στη Λιβύη) είτε η πιο μαλακή γραμμή του Ομπάμα και των συμμάχων του, η κατάληξη θα είναι ένα φιλοδυτικό προτεκτοράτο στη Λιβύη, σε ολόκληρη ή σε ένα μέρος της, σε πιθανή συνύπαρξη με τον μηχανισμό του καθεστώτος Καντάφι και με μεγάλο ερωτηματικό την τύχη του ίδιου του Καντάφι στην νέα κατάσταση.

Οι αραβικές επαναστάσεις και ο ιμπεριαλισμός

Έτσι, ερχόμαστε και στον πραγματικό λόγο της δυτικής επέμβασης στη Λιβύη, που δεν είναι άλλος από το κύμα των επαναστάσεων που σαρώνει την Βόρεια Αφρική και την Μέση Ανατολή. Οι επαναστάσεις αυτές είναι γνήσιες λαϊκές εξεγέρσεις που αμφισβητούν τα δικτατορικά καθεστώτα που εξουσιάζουν την περιοχή για δεκαετίες, στρεφόμενες ταυτόχρονα ενάντια στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που τα στηρίζουν. Οι ΗΠΑ είχαν επιχειρήσει να αλλάξουν τον χάρτη της Μέσης Ανατολής με ένα κύμα ελεγχόμενων «επαναστάσεων» («πορτοκαλί» κατά το παράδειγμα της Ουκρανίας) στα μέσα της δεκαετίας του 2000, στοχοποιώντας την Χεζμπολά στο Λίβανο και την Χαμάς στην Παλαιστίνη. Αντ' αυτού, η ανατροπή ήρθε στα πιο φιλικά προς αυτές καθεστώτα, του Μπεν Αλί στην Τυνησία και του Μουμπάρακ στην Αίγυπτο. Και πλέον, το ντόμινο των επαναστάσεων απλώνεται σε όλη την περιοχή, από την Υεμένη, το Μπαχρέην, τη Σαουδική Αραβία μέχρι το κατεχόμενο Ιράκ και την Συρία του Άσαντ. Η απώλεια κάθε είδους ελέγχου από τους ιμπεριαλιστές και τα ντόπια καθεστώτα έμοιαζε απόλυτη τους πρώτους μήνες των επαναστάσεων.

Ωστόσο, είναι πια φανερό ότι βρισκόμαστε σε μια νέα φάση. Η επέμβαση στη Λιβύη σηματοδοτεί την ολική επαναφορά των ιμπεριαλιστών στην περιοχή και την πρώτη συγκροτημένη απόπειρά τους να επανεγκαθιδρύσουν την κλονισμένη ηγεμονία τους: καταρχάς στρατιωτικά, στέλνοντας μήνυμα ότι διαθέτουν την ισχύ να αστυνομεύουν την περιοχή, να κρίνουν το αποτέλεσμα βίαιων αναμετρήσεων, να ελέγχουν την κάνουλα του πετρελαίου και ούτω καθεξής. Αλλά, το σημαντικότερο, πολιτικά και ιδεολογικά, προβάλλοντας ως ο ισχυρός και προφανής σύμμαχος κάθε δημοκρατικού κινήματος στην περιοχή που επιδιώκει να ανατρέψει ένα δικτατορικό καθεστώς, υποτάσσοντάς το έτσι στις στρατηγικές επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων.

Αυτό δεν σημαίνει ότι τα προβλήματα των ιμπεριαλιστών λύθηκαν. Κάθε άλλο. Οι ΗΠΑ, που είναι η ηγέτιδα δύναμη των ιδιοκτητριών τάξεων στον κόσμο και γι' αυτό επωμισμένη με την τήρηση της ιμπεριαλιστικής ιεραρχίας, μπαίνουν σε αυτή τη μάχη ηττημένες στρατιωτικά σε όλες τις αναμετρήσεις της προηγούμενης δεκαετίας (Ιράκ, Αφγανιστάν, περιορισμός ενίσχυσης Ιράν) και αποδυναμωμένες οικονομικά. Η υποχώρηση της αμερικανικής ηγεμονίας σημαίνει την ανάδυση των υπόλοιπων περιφερειακών παικτών στην περιοχή (Τουρκία, Ιράν, Σαουδική Αραβία) με στρατηγικά σχέδια αντιφατικά – ή και ανοιχτά ανταγωνιστικά – με αυτά των ΗΠΑ. Το Ισραήλ, που ιστορικά έπαιζε τον ρόλο του μαντρόσκυλου των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην περιοχή, κινδυνεύει να εξελιχθεί σε στρατηγικό βαρίδι: η χρήση κτηνώδους στρατιωτικής δύναμης – χαρακτηριστικό του Ισραήλ, πόσο μάλλον με μια κυβέρνηση Νετανιάχου-Λήμπερμαν – δεν μπορεί να φανεί χρήσιμη σε μια στιγμή που απαιτεί τους πιο λεπτούς διπλωματικούς χειρισμούς. Όλα αυτά συνθέτουν τις δυσκολίες των ΗΠΑ να διατηρήσουν την ηγεμονία τους στην Μέση Ανατολή και τον έλεγχο του σημαντικότερου φυσικού πόρου για το διεθνές σύστημα και για τους στρατηγικούς ανταγωνιστές τους, ιδίως την ανερχόμενη Κίνα και την Ρωσία, που φρόντισαν να εκφράσουν την αντίθεσή τους στην επέμβαση στη Λιβύη.

Αλλά το σημαντικότερο και πρωτοφανές στοιχείο που δυσκολεύει τους ιμπεριαλιστές είναι άλλο: είναι η εμφάνιση ενός νέου μαχητικού κινήματος από τα κάτω σε όλη τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, με πρωταγωνιστές την νεολαία και – εντυπωσιακά στην περίπτωση της Αιγύπτου – την εργατική τάξη, που για πρώτη φορά συνιστούν έναν ανεξάρτητο και ανεξέλεγκτο κοινωνικό και πολιτικό παίκτη. Μπορεί η Δύση να κατόρθωσε να υποτάξει το Συμβούλιο της Βεγγάζης στη στρατηγική της, αλλά δεν συνέβη το ίδιο στην Αίγυπτο όπου η επανάσταση πολιτικοποιείται και απλώνεται στα Πανεπιστήμια και τους εργατικούς χώρους, στην Τυνησία, την Υεμένη και αλλού. Το άπλωμα και το βάθεμα της επαναστατικής διαδικασίας ενάντια στα καθεστώτα και σε κόντρα με τους ιμπεριαλιστές μπορεί να αντιμετωπίσει με επιτυχία όλες τις παλιές διαιρέσεις και τις γεωπολιτικές πραγματικότητες της περιοχής.

Η Αριστερά στη Δύση έχει βαριά καθήκοντα: να βοηθήσει την επαναστατική διαδικασία προσφέροντας κρίσιμα ιδεολογικά και πολιτικά αγκωνάρια στην νέα Αριστερά της Μέσης Ανατολής. Να σταματήσει τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις που απειλούν να πνίξουν τις επαναστάσεις. Να τους προσφέρει ως πραγματικό σύμμαχο ένα μαζικό αντιπολεμικό κίνημα-αντίβαρο στις βόμβες των ιμπεριαλιστών. Να κοντράρει τον ρατσισμό και την ισλαμοφοβία. Η επιτυχία μας σε αυτά τα καθήκοντα θα είναι κρίσιμη για την νίκη των αραβικών επαναστάσεων.