Άρθρο
Η κρίση του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού

Εξώφυλλο του τευχους 86

Το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα συγκλονίζεται από διπλή κρίση γιατί δίπλα στην οικονομική ξετυλίγεται και η κρίση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, όπως εξηγεί η Μαρία Στύλλου

Ο Ομπάμα στην προεδρία των ΗΠΑ δεν έχει σημάνει την αλλαγή των στόχων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σε σχέση με τον Μπους τον γιο. Η δολοφονία του Μπιν Λάντεν δείχνει ότι ο πόλεμος στο Αφγανιστάν και «ενάντια στην τρομοκρατία» συνεχίζεται. Στο Γκουαντάναμο συνεχίζουν να υπάρχουν κρατούμενοι και οι δηλώσεις του Λίον Πανέτα, του αρχηγού της ΣΙΑ και μέλλοντος υπουργού Εθνικής Άμυνας, θυμίζουν τον Ράμσφελντ. «Η εκτέλεση του Μπιν Λάντεν δείχνει την τύχη που περιμένει οποιονδήποτε αποφασίζει να τα βάλει με τις ΗΠΑ». Συνέχεια αυτής της στρατηγικής είναι και η στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη, και οι βομβαρδισμοί των αμάχων από την Ανατολή μέχρι τη Δύση.

Οι ΗΠΑ συνεχίζουν την εξόρμησή τους για να δείχνουν ότι είναι η μια και μοναδική υπερδύναμη στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Ότι είναι αυτή που μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ μπορεί να επεμβαίνει στρατιωτικά για να σταματήσει οποιονδήποτε αντιδράσει απέναντι στην κυριαρχία της και τις επιλογές της.

Κανένας δεν μπορεί να παραβλέπει αυτή την ανάγνωση των εξελίξεων. Οι θεωρίες που υποστηρίζουν ότι στον παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό κυριαρχεί η συνεργασία ανάμεσα στις πλούσιες χώρες και στα κέντρα του παγκόσμιου καπιταλισμού, και ότι η αλληλεξάρτηση τους αναγκάζει να τα βρίσκουν μεταξύ τους, είναι πολύ αδύναμες. Άλλωστε ο καπιταλισμός βρίσκεται σήμερα στην πιο μεγάλη οικονομική κρίση και ταυτόχρονα με τις οικονομικές συνεργασίες εμφανίζονται και οι πιο σκληροί ανταγωνισμοί, οικονομικοί και γεωστρατηγικοί. Εμπορικός πόλεμος, διεθνείς πιέσεις στην Κίνα για ανατίμηση του νομίσματός της, συνέχιση του πολέμου στο Αφγανιστάν, επέμβαση στη Μέση Ανατολή με κόντρες ακόμα και μέσα στο ΝΑΤΟ.

Οι θεωρίες για το τέλος του ιμπεριαλισμού, είτε από τα δεξιά (νεοφιλελεύθερη πλευρά), είτε από τα αριστερά («το τέλος των ανταγωνισμών», «ολοκληρωτικός καπιταλισμός»), δεν μπορούν να δουν και να καταλάβουν πώς η αμερικάνικη ηγεμονία περνάει κρίση. Η εκτέλεση του Μπιν Λάντεν όχι μόνο δεν έφερε πιο κοντά το τέλος του πολέμου στο Αφγανιστάν, αλλά δημιούργησε τεράστιο πρόβλημα στο Πακιστάν, τον απαραίτητο σύμμαχο των ΗΠΑ για την ήττα των Ταλιμπάν – αλλά και σε όλη την περιοχή.

Και βέβαια στο σκηνικό της κρίσης παρεμβαίνει και το κίνημα των από κάτω. Δεν είναι πια μόνο η αντίσταση των Παλαιστίνιων και οι αντιστάσεις στις κατοχές στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Σομαλία. Οι επαναστάσεις στην Μέση Ανατολή, η ανατροπή του Μουμπάρακ στην Αίγυπτο, έχουν ανοίξει το δρόμο για αλλαγές σε όλη την περιοχή. Η προοπτική να ανοίξουν τα σύνορα της Γάζας με την Αίγυπτο και ο κίνδυνος περιθωριοποίησης του Ισραήλ, δείχνουν ότι η κρίση είναι όχι απλά υπαρκτή, αλλά πολύπλευρη και δεν περιορίζεται μόνο από πάνω, αλλά έρχεται και από τα κάτω.

Το τέλος του ψυχρού πολέμου

Το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου άλλαξε τον γεωστρατηγικό χάρτη παγκόσμια, με την εμφάνιση του ανατολικού μπλοκ και της ΕΣΣΔ σαν νέας υπερδύναμης, που στρατιωτικά και οικονομικά μπορούσε να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ για την παγκόσμια ηγεμονία. Ο κόσμος μοιράστηκε σε δυο σφαίρες επιρροής, από τη μια το Δυτικό μπλοκ με επικεφαλής τις ΗΠΑ και από την άλλη το ανατολικό μπλοκ με επικεφαλής την ΕΣΣΔ (τη Ρωσία μαζί με μια σειρά από κράτη και εθνότητες που είχε προσαρτήσει βιαία από την εποχή των τσάρων και στον καιρό του Στάλιν). Για 45 χρόνια οι εξοπλισμοί, οι πόλεμοι και οι στρατιωτικές συγκρούσεις γίνονταν στο όνομα των δυο υπερδυνάμεων και της ιεραρχίας που ήθελαν να επιβάλουν οι ηγεμονικές δυνάμεις μέσα στο κάθε μπλοκ.

Η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και της ΕΣΣΔ μετά το 1989, άνοιξε τη δυνατότητα στις ΗΠΑ να είναι η μεγάλη νικήτρια του τέλους του ψυχρού πολέμου. Όμως αυτή η δυνατότητα χρειαζόταν και μια νέα στρατηγική για να την υλοποιήσει. Κι αυτή συγκροτείται με ένα και βασικό στόχο: ότι οι ΗΠΑ δεν θα άφηναν να διαμορφωθεί ξανά μια νέα υπερδύναμη που να μπορεί να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία τους. Για να το πετύχουν αυτό χρειάζονται τρία πράγματα:

Το πρώτο στοιχείο ήταν και είναι να συνεχίσουν να κρατάνε την στρατιωτική τους υπεροχή απέναντι σε όλους τους άλλους. Κι αυτό σημαίνει ότι το κονδύλι των στρατιωτικών δαπανών στον προϋπολογισμό των ΗΠΑ είναι από τα πιο ψηλά, ακόμα και μέσα σε περίοδο οικονομικής κρίσης. Στους Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς δημοσιεύτηκε πρόσφατα (5 Μάη 2011) ένα άρθρο που έλεγε ότι το κόστος μέχρι τώρα του «πόλεμου ενάντια στους τρομοκράτες» έχει φτάσει τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια: απ’ αυτά τα 806 δις στο Ιράκ, τα 443 δις στο Αφγανιστάν και τα 690 δις για εσωτερική ασφάλεια στις ΗΠΑ. Ο Στίγκλιτς σε πρόσφατο άρθρο του εκτιμάει ότι ο πόλεμος στο Ιράκ έχει κοστίσει τουλάχιστον 3 τρις δολάρια σε βάρος της αμερικάνικης οικονομίας. Στο ίδιο άρθρο κάνει την παρατήρηση ότι οι δημόσιες δαπάνες που πήγαν στον πόλεμο, κόπηκαν από τους τομείς της έρευνας και των παραγωγικών επενδύσεων.

Το δεύτερο στοιχείο της αμερικάνικης στρατηγικής ήταν η επέκταση σε περιοχές που μέχρι τότε οι ΗΠΑ δεν είχαν προσβάσεις. Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ στην ανατολική Ευρώπη αλλά και ακόμη πιο πέρα, ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία αλλά και στον Καύκασο αργότερα ανήκουν σε αυτή την ενότητα. Κι αυτό σημαίνει περικύκλωση της Ρωσίας και έλεγχο στην κεντρική Ασία.

Και το τρίτο και εξίσου σημαντικό, είναι ο έλεγχος των πετρελαίων της Μέσης Ανατολής.

Αυτή η στρατηγική δεν κόστισε μόνο τεράστιες πολεμικές δαπάνες για τους εργαζόμενους μέσα στις ΗΠΑ, αλλά εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς στο Ιράκ, στη Σερβία, στο Αφγανιστάν, στη Σομαλία και σε κάθε πόλεμο, απόβαση και στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ τα τελευταία 20 χρόνια.

Το 1991 οι ΗΠΑ κάνουν επίθεση στο Ιράκ και στην προσπάθεια του Σαντάμ Χουσεΐν να επέμβει στο Κουβέιτ. Η πραγματικότητα δεν ήταν ο πόνος τους για το Κουβέιτ, αλλά η επιβεβαίωση ότι ο έλεγχος των πετρελαίων της περιοχής δεν ανήκει στο Ιράκ, ούτε στο Ιράν ούτε σε κανένα από τα κράτη του Κόλπου, αλλά στις ΗΠΑ.

Η στρατηγική ελέγχου του πετρελαίου, δεν είχε αναφορά την οικονομία των ΗΠΑ, αλλά πάνω απ’ όλα μια σειρά από άλλες οικονομικές δυνάμεις που είχαν ανάγκη το πετρέλαιο. Η Ιαπωνία, η Κίνα, η Ινδία στην Ασία, η Γερμανία στην Ευρώπη ήταν και είναι εξαρτημένες από το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής. Ο έλεγχος του πετρελαίου σήμαινε και δυνατότητα ελέγχου πάνω στην οικονομία αυτών των χώρων, και με την τιμή και με τη διάθεση και με τους όρους.

Οι ΗΠΑ είχαν χάσει τη δυνατότητα αυτού του ελέγχου στο Ιράν μετά την επανάσταση του ’79 και τώρα κινδύνευαν να τη χάσουν και στο Ιράκ με τις «ανεξάρτητες» κινήσεις του Σαντάμ. Επειδή οι βομβαρδισμοί του 1991 είχαν περιορισμένα αποτελέσματα, γι’ αυτό οι ΗΠΑ προχώρησαν το 2003 σε χερσαία απόβαση με 200 χιλιάδες στρατό, που από τότε μέχρι σήμερα συνεχίζει με αυξομειώσεις να βρίσκεται εκεί. Αυτός ο πόλεμος κόστισε ένα εκατομμύριο νεκρούς και τραυματίες, μια χώρα καταστραμμένη οικονομικά και διαιρεμένη πολιτικά.

Ο βομβαρδισμός της Σερβίας το 1999, ήταν η προσπάθεια των ΗΠΑ να ξαναθυμίσουν στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γερμανία, αλλά και στη Ρωσία, το ποια είναι η ιεραρχία παγκόσμια και ποιος είναι επικεφαλής.

Η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, άνοιξε την όρεξη σε μια σειρά από ευρωπαϊκά κράτη να κερδίσουν απ’ αυτές τις εξελίξεις. Η Γερμανία προχώρησε στην ενοποίηση της με την Ανατολική, δημιουργώντας ξαφνικά μια μεγάλη οικονομική και πολιτική δύναμη στο Κέντρο της Ευρώπης και με δυνατότητες ανοιγμάτων σε μια σειρά από χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ στην ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Κομμάτι αυτής της εξόρμησης ήταν ο ρόλος της Γερμανίας στην διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τη στήριξη των αποσχιστικών τάσεων μιας σειράς κρατιδίων (Κροατία αρχικά, που ανήκε μέχρι τότε στην ενιαία Γιουγκοσλαβία). Οι ΗΠΑ έτρεξαν να προλάβουν και να καθορίσουν αυτές τις εξελίξεις αρχικά συμμαχώντας με τον Μιλόσεβιτς ενάντια στην ανεξαρτησία της Κροατίας και στη συνέχεια μοιράζοντας τη Βοσνία, αλλά κατέληξαν βομβαρδίζοντας τον Μιλόσεβιτς και τη Σερβία στο όνομα δήθεν της ανεξαρτησίας του Κοσσόβου.

Η στρατιωτική επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία έδειξε καθαρότερα τη στρατηγική που ήθελαν να ακολουθήσουν οι ΗΠΑ απέναντι στη Ρωσία. Μπορεί το 1991 να σηματοδότησε το τέλος του ψυχρού πολέμου, όμως η Ρωσία δεν έπαψε να είναι οικονομικά αλλά και στρατιωτικά μια μεγάλη παγκόσμια δύναμη. Γι’ αυτό οι ΗΠΑ, έβαλαν σαν στόχο την περικύκλωση της. Δεν αρκέστηκαν στο πέρασμα των πρώην μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στο ΝΑΤΟ. Προσπάθησαν να επεκτείνουν τις «πορτοκαλί επαναστάσεις» στην Ουκρανία και ακόμα πιο πέρα. Κλιμάκωσαν την επιθετικότητα με σχέδια για «αντιπυραυλική ασπίδα» γύρω από τη Ρωσία. Η Σύνοδος του ΝΑΤΟ το φθινόπωρο του 2008 ετοιμαζόταν να προχωρήσει μέχρι τη Γεωργία, μετά από αίτηση της να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ. Η προσπάθεια πάγωσε μετά από την επέμβαση της Ρωσίας.

Δέκα χρόνια στο Αφγανιστάν 2001 – 2011

Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν είχε στόχο πολύ μεγαλύτερο από την «αναζήτηση και τιμωρία του Μπιν Λάντεν». Πολλοί αναρωτιούνται ακόμα για τις αιτίες, αφού το Αφγανιστάν δεν έχει πετρέλαιο ούτε άλλες σημαντικές πρώτες ύλες. Η αλήθεια είναι ότι η επέμβαση των ΗΠΑ εκεί είχε σκοπό να τερματίσει μια μεταβατική κατάσταση όπου μια σειρά από κράτη που ανήκαν στο Δυτικό μπλοκ όπως π.χ. η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιαπωνία, ή νέες αφίξεις όπως η Κίνα, άρχιζαν να διεκδικούν μια «πολυπολική συνεργασία» στην διεθνή πολιτική.

Ήταν η περίοδος της παγκοσμιοποίησης, όπου τα κράτη απ’ όπου εξορμούσαν οι πολυεθνικές είχαν την απαίτηση να συμμετέχουν όχι μόνο στα κέρδη αλλά και στις γεωπολιτικές μοιρασιές. Η Ρωσία αποχώρησε από το Αφγανιστάν το 1987 και από τότε άνοιξε η διαμάχη για το ποια θα ήταν η συνέχεια. Ανάμεσα στο 1991 και το 2001 υπήρξε μια μεταβατική περίοδος που υπήρχαν πιέσεις και έξω και μέσα στις ΗΠΑ για το πώς θα αντιμετωπίσουν τους «συνεταίρους-αντιπάλους» τους στην Ασία.

Η κατάρρευση των διδύμων πύργων και ο πόλεμος στο Αφγανιστάν διέλυσαν όλες τις αμφιβολίες και ανέτρεψαν τους προηγούμενους δισταγμούς. Η Κοντολίζα Ράϊς περιγράφει αυτή τη στροφή ως εξής: «Ο σεισμός έγινε στις 11 Σεπτέμβρη με την επίθεση στους δίδυμους πύργους. Ήταν το γεγονός που μετατόπισε τις τεκτονικές πλάκες της διεθνούς πολιτικής. Το διεθνές σύστημα ήταν ρευστό μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής εξουσίας. Τώρα μπορεί και πρέπει να κλείσει η μεταβατική κατάσταση. Η Αμερική μπορεί να ηγηθεί και να διαμορφώσει τους συσχετισμούς δύναμης διεθνώς υπέρ της ελευθερίας».

Το σχέδιο για το «νέο Αμερικάνικο αιώνα» έμπαινε σε εφαρμογή με μαζική αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, με το ξεκίνημα των βομβαρδισμών στο Αφγανιστάν και με συζήτηση ανάμεσα στα γεράκια μέσα στην κυβέρνηση του Μπούς εάν θα έπρεπε να επιτεθούν ταυτόχρονα και ενάντια στο Ιράκ.

Αυτά τα γεγονότα σήμαναν μια μεγάλη στροφή στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, ένα πέρασμα στην ανοιχτή στρατηγική των μονομερών επεμβάσεων και μια κλιμάκωση των αντιπαραθέσεων ακόμα και με συμμάχους που έλπιζαν σε «πολυμερείς» συνεργασίες. Αυτή η στρατηγική των μονομερών επεμβάσεων των ΗΠΑ δεν ήταν το αποτέλεσμα ενός μανιακού προέδρου, του Μπους του νεότερου, αλλά η προσπάθεια να αξιοποιήσουν τη στρατιωτική υπεροχή μέσα στις νέες συνθήκες.

Λένιν και Μπουχάριν

Η περίοδος την τελευταία εικοσαετία έχει πολλές ομοιότητες με τις αναλύσεις του Λένιν και του Μπουχάριν για τον ιμπεριαλισμό στις παραμονές του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου.

Ο Λένιν στο βιβλίο του «Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» έκανε τρεις βασικές παρατηρήσεις. Η πρώτη, ότι ο καπιταλισμός έχει αλλάξει, και αντί για τον ελεύθερο ανταγωνισμό των μικρών επιχειρήσεων, αυτό που κυριαρχεί είναι ο ανταγωνισμός των μονοπωλίων και των καρτέλ. Η δεύτερη, ότι σ’ αυτό το στάδιο του καπιταλισμού το κεφάλαιο και οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να περιοριστούν μόνο μέσα στη χώρα τους αλλά προχωράνε σε επεκτάσεις είτε με την αρπαγή νέων χωρών σαν αποικίες, είτε με την κατάκτηση νέων αγορών και εξαγωγών κεφαλαίων για επενδύσεις. Αυτό είναι το νόημα ότι ο καπιταλισμός μπαίνει στο στάδιο του ιμπεριαλισμού. Και αυτή η εξέλιξη, είναι η τρίτη παρατήρηση, δεν σημαίνει μόνο εκμετάλλευση των αποικιών αλλά και ανταγωνισμούς ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη.

Ο Μπουχάριν στο βιβλίο του με τίτλο «Ιμπεριαλισμός και Παγκόσμια Οικονομία» (με πρόλογο του Λένιν) εξηγεί πώς στην περίοδο αυτή λειτουργούν μέσα στον καπιταλισμό δυο φαινομενικά αντίρροπες τάσεις: από τη μια η διεθνοποίηση του κεφαλαίου μέσα από τις εξαγωγές εμπορευμάτων και κεφαλαίου για νέες επενδύσεις σε παγκόσμια κλίμακα και από την άλλη η σύνδεση του κεφαλαίου με το κράτος-ορμητήριο απ’ όπου ξεκινάει και από το οποίο διεκδικεί μέτρα προστασίας του και νόμους που εξασφαλίζουν την κερδοφορία του. Ακόμα και στην περίοδο της μεγαλύτερης διεθνοποίησης του κεφαλαίου, το κράτος παίζει στρατηγικό ρόλο για τις επιχειρήσεις της «εθνικής οικονομίας» του. Η προστασία του κράτους για τις δικές του επιχειρήσεις φτάνει μέχρι την κήρυξη πολέμου ενάντια στους ανταγωνιστές του.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν η επιβεβαίωση της κλασσικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό. Απαντώντας στον Κάουτσκι που υποστήριζε ότι σε περίοδο διεθνοποίησης του κεφαλαίου τα κράτη προχωράνε στην συνεργασία και όχι στον πόλεμο, ο Λένιν και ο Μπουχάριν εξηγούσαν γιατί οι μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις θα περνούσαν από την ειρήνη στον πόλεμο καθώς θα προσπαθούσαν να μοιράσουν και να ξαναμοιράσουν τον κόσμο.

Στην δεκαετία του ’30, η οικονομική κρίση δημιούργησε ακόμα πιο ισχυρούς δεσμούς ανάμεσα στα εθνικά κράτη και τα «εθνικά κεφάλαια» με τη μορφή «προστατευτικών» μέτρων ενάντια στους ανταγωνιστές τους. Ο τρόπος που μπήκαν οι διάφορες καπιταλιστικές χώρες σ’ αυτούς τους ανταγωνισμούς εξαρτιόταν από τις σφαίρες επιρροής τους, τις αποικίες τους, και τη δυνατότητα που είχαν να ελέγξουν αγορές και πρώτες ύλες. Μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία ξέσπασε ο Β’ Π.Π., συνέχεια αλλά και κλιμάκωση από τον προηγούμενο.

Το ζήτημα δεν είναι εάν μπροστά μας ανοίγεται η προοπτική για έναν Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο το να είμαστε καθαροί ότι στην περίοδο της «μιας και μόνης υπερδύναμης» ξανά υπάρχουν οικονομικοί και γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί οι οποίοι εξηγούν τους πόλεμους για τον έλεγχο του πετρελαίου της Μέσης Ανατολής και των γεωστρατηγικών κέντρων της Ασίας.

Κρίση και αστάθεια

Η φωτογραφία του Ομπάμα, της Χίλαρι Κλίντον και των στρατηγών τους να παρακολουθούν την επιχείρηση εκτέλεσης του Μπιν Λάντεν στο Αφγανιστάν και να αγωνιούν για την εξέλιξη, δείχνει από μόνη της τα προβλήματα και τα αδιέξοδα της στρατηγικής τους. Έλπιζαν σε ένα θεαματικό γεγονός για να δηλώσει ο Ομπάμα ότι «αυτή είναι η μοίρα του κάθε εχθρού μας», ενώ στην πραγματικότητα δέκα χρόνια από τη επέμβαση στο Αφγανιστάν ο πόλεμος συνεχίζεται.

Η στρατηγική του «Νέου Αμερικάνικου Αιώνα» έφαγε πολλά χαστούκια μέσα στη δεκαετία, τόσο από πάνω όσο και από τα κάτω. Ο πόλεμος στο Ιράκ δεν κατάληξε με τη νίκη των Αμερικάνων τους πρώτους τρεις μήνες όπως υποστήριζε ο Μπους, αλλά σε ένα παρατεταμένο πόλεμο που κράτησε επτά χρόνια και που ακόμα το ποιος έχει τον έλεγχο του Ιράκ είναι ανοιχτό. Η ίδια εικόνα ισχύει και για όλη τη Μέση Ανατολή, ακόμα και πριν τις επαναστάσεις. Οι τρεις πιο δυνατοί σύμμαχοι των ΗΠΑ στην περιοχή, η τρόικα Ισραήλ, Αίγυπτος και Σαουδική Αραβία, έχουν χάσει τη δύναμη να καθορίζουν τις εξελίξεις και να ελέγχουν τα κινήματα της περιοχής. Το Ισραήλ ηττήθηκε το 2006 στο Λίβανο, η Χαμάς συνεχίζει να ελέγχει τη Γάζα παρά τους βομβαρδισμούς το 2008 από το Ισραήλ, και το Ιράν έχει αναδειχτεί σε τοπική δύναμη που επηρεάζει τις εξελίξεις και έχει καλές σχέσεις και με του Σιίτες του Λιβάνου και με τη Χαμάς στη Γάζα, αλλά και με τον Ασσάντ στη Συρία.

Η δεύτερη αποτυχία ήταν το σχέδιο για την περικύκλωση της Ρωσίας, που σκόνταψε όταν η Ρωσία επιτέθηκε στη Γεωργία. Επιφανειακά ήταν μια σύγκρουση της Ρωσίας με τη Γεωργία για την τύχη δυο «ανεξάρτητων» περιοχών στα σύνορα τους, της Οσσετίας και της Αμπχαζίας. Ο Σαακασβίλι, ο πρόεδρος της Γεωργίας, είχε ζητήσει η χώρα του να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ. Αυτό σήμαινε ότι το ΝΑΤΟ θα έφτανε μέχρι τον Καύκασο. Ο πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γεωργία το καλοκαίρι του 2008 ήταν περισσότερο από μια τοπική διένεξη. Ήταν η επίδειξη δύναμης από τη Ρωσία και επιβεβαίωση ότι συνεχίζει να διεκδικεί καίριο ρόλο στις διεθνείς οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις.

Η τρίτη αποτυχία είναι το Αφγανιστάν. Οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν μέσα στο 2010 να στείλουν επιπλέον δυνάμεις – είναι ανοιχτός ο αριθμός από 30 έως 50 χιλιάδες – για να μπορέσουν να κρατήσουν την Καμπούλ και την Κανταχάρ. Οι επιχειρήσεις δεν μοιάζει να έχουν μεγάλη επιτυχία γιατί η απόσυρση των δυνάμεων τους έχει γίνει συνάρτηση του πώς θα προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις με τους Ταλιμπάν.

Οι δυσκολίες των ΗΠΑ σήμερα

Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ δεν είναι μόνο στρατιωτικές αλλά και οικονομικές. Η οικονομική κρίση τους έχει δημιουργήσει τρία προβλήματα. Το πρώτο η ανάγκη να περικόψουν τα κονδύλια των στρατιωτικών δαπανών, περιλαμβάνοντας και στρατιωτικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν και σε άλλα σημεία. Ήδη μετά την εκτέλεση του Μπιν Λάντεν υπάρχει κομμάτι μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα που υποστηρίζει την επιστροφή του αμερικάνικου στρατού από το Αφγανιστάν.

Το δεύτερο είναι οι ανταγωνισμοί που οξύνονται ανάμεσα στις κεντρικές καπιταλιστικές χώρες σε περίοδο κρίσης. Ο συνδυασμός της ύφεσης μέσα στα βασικά κέντρα της καπιταλιστικής συσσώρευσης μαζί με την ανάδειξη νέων κέντρων, δεν σημαίνει μόνο μετατόπιση της οικονομικής δύναμης προς νέα κέντρα, αλλά και μεγαλύτερους ανταγωνισμούς.

Αυτό μπορούμε να το δούμε να συμβαίνει σήμερα με την Κίνα. Η Κίνα εξάγει στις ΗΠΑ, αλλά και ταυτόχρονα επειδή έχει πλεόνασμα, δανείζει τις ΗΠΑ με δολάρια που πληρώθηκε για τις εξαγωγές της.

Αυτή η συναλλαγή μέσα στην περίοδο τη κρίσης γίνεται πιο δύσκολη και έχει δημιουργήσει καυγάδες ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Οι ΗΠΑ πιέζουν την Κίνα να ανατιμήσει το νόμισμα της γιατί έτσι θα σταματήσει η αμερικάνικη αγορά να γεμίζει με κινέζικα προϊόντα, ενώ η Κίνα κατηγορεί τις ΗΠΑ ότι αφήνουν το δολάριο να πέφτει, βάζοντας έτσι σε κίνδυνο τα αποθεματικά της. Ένας καυγάς που έχει ξεκινήσει για τα νομίσματα, τι κίνδυνο έχει μέσα σε συνθήκες κρίσης να μετατραπεί σε στρατιωτικό ανταγωνισμό; Και οι δυο πλευρές αντιμετωπίζουν σοβαρά αυτό το ενδεχόμενο. Οι ΗΠΑ ενθαρρύνουν ανοιχτά τις χώρες που έχουν διαφορές με την Κίνα για τα θαλάσσια σύνορά τους και η Κίνα προβάλει το γεγονός ότι για πρώτη φορά απέκτησε στο στόλο της αεροπλανοφόρο.

Όλες αυτές οι αντιπαραθέσεις δεν ξετυλίγονται στο κενό. Ούτε στην εποχή του Λένιν και του Μπουχάριν δεν συνέβαινε αυτό. Οι κλασικοί του Μαρξισμού είχαν συμπληρώσει τις αναλύσεις τους με την εκτίμηση για τον ανατρεπτικό ρόλο της παγκόσμιας εργατικής τάξης. Και δικαιώθηκαν από το ρόλο των επαναστάσεων και των κινημάτων τόσο στον πρώτο όσο και στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Αυτός ο παράγοντας είναι ενεργός και σήμερα.

Το αντιπολεμικό κίνημα, που στις 15 Φλεβάρη του 2003 ανάγκασε όλους να μιλάνε για τη νέα υπερδύναμη, δεν ήταν ένα στιγμιαίο ξέσπασμα. Έπαιξε και παίζει ρόλο όχι μόνο στην αντίσταση κατά των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων αλλά και στη ριζοσπαστικοποίηση των εργατών και της νεολαίας σε όλα τα μήκη και τα πλάτη.

Μέσα στην ίδια την Αμερική, κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η αναγέννηση των εργατικών αντιστάσεων που εκδηλώθηκε εντυπωσιακά με την κατάληψη του Καπιτόλιου στο Γουινσκόνσιν συνδέεται με το κίνημα ενάντια στους πόλεμους του Μπους. Οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές αυτής της κατάληψης, οι εκπαιδευτικοί του American Federation of Teachers Unions έχουν μια περήφανη συμμετοχή στο αντιπολεμικό κίνημα όχι μόνο του 2003 αλλά πολλοί και από τον καιρό του Βιετνάμ.

Στη Μέση Ανατολή, το κίνημα ενάντια στην επέμβαση στο Ιράκ και για την υπεράσπιση της Γάζας από τις Ισραηλινές επιθέσεις ήταν συστατικό στοιχείο της πολιτικοποίησης που ξεκίνησε την ανατροπή του Μουμπάρακ. Οι διεθνείς αντιπολεμικές διασκέψεις του Κάιρου στέγασαν τη μαγιά των ακτιβιστών που συνδέθηκε με τις απεργίες της Μαχάλα και πρωτοστάτησε για να βγει το ποτάμι που πλημμύρισε την Ταχρίρ.

Στην ίδια την Ευρώπη, η Βρετανία είναι ίσως η χώρα που μας δίνει τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα. Ήταν η χώρα που δέθηκε πιο σφιχτά στο άρμα των προθύμων του Μπους με τον Μπλερ να τον ακολουθεί σαν πιστό σκυλί. Αλλά ήταν και η χώρα με τη μεγαλύτερη έκρηξη του αντιπολεμικού κινήματος το 2003. Η ριζοσπαστικοποίηση εκείνης της έκρηξης είναι ορατή και στο ξέσπασμα των φοιτητών που έκαναν το κεντρικό Λονδίνο να μοιάζει με τα Εξάρχεια τον περασμένο Δεκέμβρη, αλλά και στο μισό εκατομμύριο που κατέβασαν τα συνδικάτα στους δρόμους ενάντια στις περικοπές τον Μάρτη.

«Νέα υπερδύναμη» είναι ο πιο πετυχημένος χαρακτηρισμός για το κίνημα απέναντι σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης, ανταγωνισμών και αστάθειας. Αυτό που χρειάζεται δεν είναι ένα νέο κράτος-υπερδύναμη που να σταματήσει τα ξέφρενα σχέδια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, αλλά ένα κίνημα για την ανατροπή αυτού του συστήματος.

Οι ΗΠΑ συνεχίζουν να είναι η ηγεμονική δύναμη χάρη στη στρατιωτική τους υπεροχή και τον οικονομικό όγκο τους. Αλλά σε περίοδο διεθνών ανακατατάξεων λόγω κρίσης και ανάδειξης νέων κέντρων συσσώρευσης που θέλουν να αμφισβητήσουν τον ρόλο των ΗΠΑ, το παγκόσμιο σύστημα είναι πιο ασταθές και ο κόσμος πιο επικίνδυνος. Οι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ και τώρα στη Λιβύη με εκατομμύρια νεκρούς και τραυματίες και εκατομμύρια πρόσφυγες για να γλiτώσουν από τις σφαγές και τις καταστροφές είναι αρκετός λόγος για να ξεσηκωθούμε και να χτίσουμε αυτό το κίνημα, για να μην αφήσουμε να γίνουν τα χειρότερα.

Οι επαναστάσεις στη Μέση Ανατολή και η αντίσταση των εργατών στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να σταματήσει έναν νέο πόλεμο, ένα νέο ολοκαύτωμα.

Είναι σημαντικό να καταλάβουμε τον ιμπεριαλισμό για να δούμε ξεκάθαρα τον κόσμο που ζούμε, αλλά είναι πολύ πιο σημαντικό να παλέψουμε για να τον αλλάξουμε.