Από την κρίση του κρατικού καπιταλισμού στην κρίση της παγκοσμιοποιημένης αγοράς. Γράφει ο Νίκος Λούντος.
Οι επαναστάσεις στον αραβικό κόσμο έχουν ανοίξει τη συζήτηση για τι είδους είναι τα καθεστώτα που καταρρέουν. Η τεράστια διαφθορά, ο μεγάλος ρόλος του στρατού, η έλλειψη δημοκρατίας, το πετρέλαιο και οι σχέσεις με τους ιμπεριαλιστές οδηγούν πολλές φορές σε εκτιμήσεις ότι τα καθεστώτα αυτά είναι ειδικές αραβικές εξαιρέσεις και κατά συνέπεια οι επαναστάσεις που εξελίσσονται μπροστά μας είναι και αυτές «εξαιρέσεις». Το γεγονός ότι μερικά από αυτά τα καθεστώτα έχουν την καταγωγή τους σε ριζοσπαστικά κινήματα παλιότερων δεκαετιών ανοίγουν επιπλέον συζήτηση για το αν η διαδικασία είναι ενιαία: το καθεστώς Άσαντ στη Συρία δεν είναι υποταγμένο στον ιμπεριαλισμό με τον ίδιο τρόπο που ήταν ο Μουμπάρακ. Πρέπει αυτό να μας κάνει να θεωρούμε ότι ο εξεγερμένος κόσμος στη Συρία αξίζει λιγότερο την υποστήριξή μας σε σχέση με τους διαδηλωτές της πλατείας Ταχρίρ; Χρειάζεται να γυρίσουμε στην καταγωγή αυτών των καθεστώτων για να ξεκαθαρίσουμε ότι σε καμιά περίπτωση η πορεία τους δεν ήταν εξαίρεση. Η σημερινή τους κρίση είναι κομμάτι της κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού, με τον ίδιο τρόπο που πριν από 50 χρόνια οι ελπίδες τους για ανάπτυξη έρχονταν ως κομμάτι της άνθησης του παγκόσμιου καπιταλισμού πάνω στα ερείπια του Β' Παγκόσμιου Πόλεμου.
Τα καθεστώτα στον αραβικό κόσμο έχουν δύο ειδών προελεύσεις. Από τη μια μεριά είναι αυτά που στήθηκαν με τη βοήθεια των ιμπεριαλιστών μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και από την άλλη είναι αυτά που προέκυψαν μετά απο σύγκρουση με τους ιμπεριαλιστές. Στις δεκαετίες του '50 και του '60 οι αντιαποικιακοί αγώνες με την ιδεολογική ηγεμονία του αραβικού εθνικισμού οδήγησαν στην εξουσία κυβερνήσεις που προχώρησαν σε ριζοσπαστικές αλλαγές και σε ρήξη με τους παλιούς αφέντες της περιοχής. Οι βασιλιάδες που είχαν στήσει οι Άγγλοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα παλάτια τους, στην Αίγυπτο το 1952, στο Ιράκ το 1958, στη Βόρεια Υεμένη το 1962 και οχτώ χρόνια αργότερα και τη Νότια. Στην Αλγερία οι Γάλλοι ηττήθηκαν από ένα τεράστιο αντάρτικο που έφερε το Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο (FLN) στην εξουσία το '63. Την ίδια χρονιά στη Συρία έπαιρναν την εξουσία αξιωματικοί μέλη του κόμματος Μπάαθ που είχαν σαν οδηγό τις αλλαγές που συνέβαιναν στην Αίγυπτο και στο Ιράκ. Στην Τυνησία την εξουσία είχε από το '56 ο Χαμπίμπ Μπουργκιμπά, ο οποίος μόλις δυο χρόνια πριν ήταν στις γαλλικές φυλακές ως «τρομοκράτης». Το 1969, στα πρότυπα του Νάσερ, μια ομάδα αξιωματικών στη Λιβύη με ηγέτη τον Καντάφι κατάργησαν το θρόνο του βασιλιά Ιντρίς και τον άφησαν να παραθερίζει στα Καμένα Βούρλα, ενώ την ίδια χρονιά ένα αντίστοιχο κίνημα πήρε την εξουσία στο Σουδάν με ηγέτη τον συνταγματάρχη Νουμέιρι.
Ριζοσπαστικές παραδόσεις
Για μια ολόκληρη γενιά – και στην Ελλάδα – η μύηση στον αντιιμπεριαλισμό έγινε μέσα από την υποστήριξη σε αυτές τις μεγάλες αλλαγές. Ας θυμηθούμε τους «Φίλους Νέων Χωρών» στους οποίους ανήκε και ο Σωτήρης Πέτρουλας τη δεκαετία του '60 και πώς η αλληλεγγύη στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα τροφοδότησε με ριζοσπαστικοποίηση και τα Ιουλιανά αλλά και τη Μεταπολίτευση.
Όμως η πορεία των χρόνων έφερε όλα αυτά τα καθεστώτα στον ένα ή τον άλλο βαθμό να συνεργάζονται με τον ιμπεριαλισμό. Παράλληλα τα έφερε να καταφεύγουν σε άγρια καταστολή πάνω στον πληθυσμό τους που δεν διάφερε και πολύ από τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τον κόσμο οι μοναρχίες της αραβικής χερσονήσου. Ο παραδοσιακός διαχωρισμός ανάμεσα σε «συντηρητικά» και «ριζοσπαστικά» καθεστώτα γινόταν όλο και πιο δύσκολος.
Ένας τρόπος να αποφύγει κανείς την ερμηνεία του προβλήματος είναι να ψάξει για συνωμοσίες και εξηγήσεις μέσα από τις αλλαγές των προσώπων. Προφανώς ο Μουμπάρακ δεν είναι το ίδιο με τον Νάσερ. Ούτε φυσικά ο Μπουτεφλικά που κυβερνάει την Αλγερία μπορεί να συγκριθεί με τον Μπεν Μπελά, τον ηγέτη του αντιαποικιακού αγώνα, που παραμένει αντιμπεριαλιστής μέχρι σήμερα.
Ομως όσο και αν υπάρχουν ασυνέχειες ανάμεσα στη ριζοσπαστική εποχή των καθεστώτων και στο σήμερα, υπάρχει και μεγάλη συνέχεια. Σε όλες τις περιπτώσεις ο συμβιβασμός με τον ιμπεριαλισμό προέκυψε εσωτερικά, μέσα από τμήματα των ίδιων των καθεστώτων. Ο Σαντάτ ήταν αντιπρόεδρος του Νάσερ και άνοιξε το δρόμο στον Μουμπάρακ. Ο Μπεν Αλί ήταν πρωθυπουργός του Μπουργκιμπά. Στο πρόσωπο του Καντάφι συνδυάζονται και οι δύο περίοδοι, από χρηματοδότης του Ιρλανδικού IRA, «αδελφός» του Μπερλουσκόνι. Εξάλλου, οι θεωρίες συνωμοσίας δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί αυτοί οι συμβιβασμοί έγινε σε όλα ανεξαιρέτως τα καθεστώτα, έστω και με διαφορετικούς ρυθμούς.
Χρειάζεται να δούμε τη μεταστροφή των καθεστώτων σαν κομμάτι των αδιεξόδων που βρήκαν μπροστά τους στον τρόπο με τον οποίο προσπάθησαν να βγουν από την καθυστέρηση και την εξάρτηση. Σε όλες τις περιπτώσεις η οικονομική πολιτική που ακολούθησαν στις δεκαετίες του '50 και του '60 ήταν μια μορφή κρατικού καπιταλισμού. Το κράτος έγινε η βασική κινητήρια δύναμη για το χτίσιμο βιομηχανίας και το δυνάμωμα της οικονομίας. Ο τρόπος με τον οποίο έγινε αυτό ήταν μέσα από τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας τον οποίο οργάνωνε ένα νέο στρώμα γραφειοκρατών που ανέλαβε τη διοίκηση. Μετά από κάποιες αρχικές επιτυχίες, ο κρατικοκαπιταλιστικός τρόπος ανάπτυξης βρήκε μπροστά του τεράστια εμπόδια. Τα πλάνα δεν έβγαιναν, η φτώχεια δεν ξεπερνιόταν, υπήρχε όλο και μεγαλύτερη ανάγκη για δάνεια και άνοιγε η προοπτική ενός νέου τύπου οικονομικής εξάρτησης από τους κάθε προέλευσης δανειστές. Ετσι άρχισαν οι πιέσεις ώστε να βρουν τη θέση τους στον νέο παγκόσμιο καταμερισμό και στην παγκόσμια αγορά, με όλο το κόστος που μια τέτοια επιλογή συνεπαγόταν. Συνολικότερα η κρίση του κρατικού καπιταλισμού στον αραβικό κόσμο ήταν κομμάτι της αργόσυρτης κρίσης στην οποία άρχισε να βυθίζεται ο κρατικός καπιταλισμός στο Ανατολικό Μπλοκ και κύρια στη Ρωσία από τα τέλη της δεκαετίας του '60.
Η επιλογή των καθεστώτων να προχωρήσουν σε εθνικοποιήσεις και σε κεντρικό σχεδιασμό δεν αποτελούσε κάποια πρωτοτυπία. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν και άλλες οικονομίες που βγήκαν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίς καμιά ριζοσπαστική πολιτική αναφορά. Το «αναπτυξιακό κράτος» ήταν η συνταγή που οδήγησε μια σειρά περιφερειακούς καπιταλισμούς να μετατραπούν από αγροτικές οικονομίες σε βιομηχανικούς γίγαντες. Εθνικοποιήσεις σημαντικών τομέων της οικονομίας έγιναν σε χώρες διαφορετικές μεταξύ τους όσο η Χιλή και η Σρι Λανκα. Η νοτιοκορεάτικη χούντα τη δεκαετία του '60 υποχρέωσε τους ιδιώτες καπιταλιστές να στραφούν στη βαριά βιομηχανία κάτω από τον έλεγχο του κράτους. Ηδη από τη δεκαετία του '30 τέτοιες συνταγές δοκιμάζονταν με επιτυχία στη Λατινική Αμερική, και η Βραζιλία συνέχιζε σε αυτόν το δρόμο για δεκαετίες μετά τον πόλεμο. Σε πιο μεγάλη κλίμακα το παράδειγμα είχαν δώσει τα πλάνα του Στάλιν στη Ρωσία του '30 που οδήγησαν σε ραγδαία εκβιομηχάνιση. Τέτοια πλάνα εφάρμοσαν πολλές χώρες του «Τρίτου Κόσμου» κάθε άλλο παρά προοδευτικές, μετά τον Πόλεμο, όπως το Ιράν και η Μαλαισία.
Υπήρχε μια επιπλέον πίεση για ενεργητική παρέμβαση του κράτους και κεντρικό σχεδιασμό στις αραβικές χώρες που είχαν απαλλαγεί από τους αποικιοκράτες. Ένα μεγάλο μέρος των καπιταλιστών και των κεφαλαίων τους είχαν εγκαταλείψει την περιοχή μετά τις ανατροπές. Στην περίπτωση της Αλγερίας και της Τυνησίας, οι Γάλλοι έποικοι που έφυγαν μαζικά άφησαν πίσω τους ένα μεγάλο κενό που μόνο το κράτος μπορούσε να καλύψει. Η κυβέρνηση των Ελεύθερων Αξιωματικών στην Αίγυπτο προσπάθησε αρχικά να ανακόψει αυτήν την πορεία, δίνοντας τη δυνατότητα στο ξένο κεφάλαιο να έχει πλειοψηφικό έλεγχο σε αιγυπτιακές επιχειρήσεις. Όμως οι καπιταλιστές στις περισσότερες περιπτώσεις αποδείχθηκαν αδύναμοι ή απρόθυμοι να προχωρήσουν σε επενδύσεις και έτσι χρειάστηκαν βαθύτερες τομές. Εγιναν μεγάλοι αναδασμοί, έτσι ώστε να διαλυθεί ο έλεγχος των γαιοκτημόνων στη γη και να απελευθερωθεί κεφάλαιο, οι τράπεζες μπήκαν υπό κεντρικό έλεγχο και έγιναν εθνικοποιήσεις στους στρατηγικούς τομείς όπως τα ορυχεία και οι μεταφορές.
Ο στόχος που έμπαινε ήταν να απεξαρτηθούν οι χώρες από τις εισαγωγές προϊόντων και να πάψει η εξαγωγή πρώτων υλών να αποτελεί το βασικό έσοδο. Αυτό σήμαινε ανάγκη να στραφούν οργανωμένα επενδύσεις προς την ανάπτυξη βιομηχανίας και προς έργα υποδομής και εκσυγχρονισμού. Οι περισσότερες χώρες είχαν επιτυχίες σ'αυτήν την κατεύθυνση. Η Αίγυπτος κατάφερε να διατηρήσει ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 6% τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '60.1
Τα αδιέξοδα του κρατικού καπιταλισμού
Όμως τα πλάνα δεν συνέχισαν να φέρνουν αποτελέσματα για πάντα. Ποτέ εξάλλου δεν λειτούργησαν σύμφωνα με τις προβλέψεις. Το να προσπαθεί μια μικρή μειοψηφία γραφειοκρατών να οργανώσει ολόκληρη την παραγωγή μιας χώρας είναι εξίσου παρανοϊκό όσο η αναρχία του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς. Οι διαρκείς ελλείψεις και η σπατάλη ήταν ο κανόνας στις γραφειοκρατικά σχεδιασμένες οικονομίες ακόμη και στις περιόδους μεγάλης επιτυχίας.
Πέρα από τον κακό σχεδιασμό, η ίδια η περιορισμένη εσωτερική αγορά χωρών που μόλις έβγαιναν από την καθυστέρηση έβαζε πιο αξεπέραστα όρια. Η προσπάθεια να αναπαραχθεί στα σύνορα μιας χώρας ολόκληρος ο παγκόσμιος καταμερισμός με βαριά και ελαφριά βιομηχανία, την ίδια στιγμή μάλιστα που η κύρια ανάγκη ήταν η συσσώρευση κεφαλαίου για μεγάλες επενδύσεις αποδείχθηκε αδύνατη. Σε ένα βαθμό η ανάγκη να ξεπεραστούν τα εθνικά σύνορα στην περιπτωση της Μέσης Ανατολής ήταν κατανοητή από τα καθεστώτα. Ο Νάσερ προώθησε την ιδέα της Ενωμένης Αραβικής Δημοκρατίας και για ένα μικρό διάστημα η Συρία και η Αίγυπτος μετατράπηκαν σε «ενιαίο κράτος» σε συνομοσπονδία με τη Βόρεια Υεμένη, ενώ αντίστοιχες προσπάθειες έγιναν αργότερα και με το Ιράκ. Όμως η προσπάθεια απέτυχε αφενός γιατί οι γραφειοκρατίες μέσα σε κάθε χώρα που είχαν μετατραπεί στην καινούργια άρχουσα τάξη είχαν η καθεμιά τα δικά της συμφέροντα, αφετέρου γιατί στην περίπτωση της Συρίας η τάξη των παλιών καπιταλιστών κάθε άλλο παρά είχε εξαφανιστεί και δεν ήθελε να ακολουθήσει τη μοίρα του αιγυπτιακού κεφαλαίου.2
Το σημαντικότερο ζήτημα που χρειαζόταν να αντιμετωπιστεί ήταν πού θα βρεθεί το κεφάλαιο για να γίνουν οι μεγάλες επενδύσεις, πολλές από τις οποίες δεν μπορούσαν να προχωρήσουν χωρίς τεχνολογία από το εξωτερικό. Το κενό που άφησε η Δύση σε ένα βαθμό επιχείρησε να καλύψει η Σοβιετική Ένωση. Ακόμη κι αυτό έγινε με εντυπωσιακούς δισταγμούς και μπρος-πίσω. Το '53 το ΚΚ της Αιγύπτου αποκαλούσε τον Νάσερ «Αμπτούλ Ντάλες» (δούλο του Αμερικάνου Υπουργού Εξωτερικών) και το '55 οι Ρώσοι κατηγορούσαν το καθεστώς ως αντιδραστικό. Την ίδια χρονιά όμως ο μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών της Μόσχας Σεπίλοφ φτάνει στο Κάιρο και υπογράφει μια τεράστια συμφωνία για όπλα. Την επόμενη χρονιά οι Ρώσοι θα αναλάβουν να χρηματοδοτήσουν το μεγαλύτερο έργο υποδομής της Αιγύπτου, το φράγμα του Ασουάν. Υπήρχε αντι-προσφορά από τις ΗΠΑ και την Παγκόσμια Τράπεζα η οποία όμως αποσύρθηκε.
Η εθνικοποίηση του Σουέζ και η αποτυχημένη επέμβαση Βρετανίας-Γαλλίας-Ισραήλ κατά της Αιγύπτου ξεκαθάρισαν πώς θα διαμορφώνονταν τα στρατόπεδα του Ψυχρού Πολέμου στη Μέση Ανατολή. Οι ΗΠΑ αναλάμβαναν την κηδεμονία του Ισραήλ και η Ρωσία θα έσφιγγε τους δεσμούς της με τα καινούργια αραβικά καθεστώτα. Αυτό δεν σημαίνει πως οι αραβικές ηγεσίες μετατράπηκαν σε πιόνια της Μόσχας. Δεν αποδέχθηκαν ανάπτυξη ρώσικων βάσεων ούτε έκλεισαν την πόρτα στη Δυτική βοήθεια. Το '61 η Αίγυπτος δανείστηκε από το ΔΝΤ και δέχτηκε 200 χιλιάδες τόνους αμερικανικό σιτάρι ενώ η αμερικάνικη βοήθεια συνεχίστηκε μέχρι και το 1965.3 Οι ρώσικες επενδύσεις εξάλλου ούτε απεριόριστες ήταν, ούτε δίνονταν χωρίς ανταλλάγματα.
Σε πολλά σημεία του αραβικού κόσμου υπήρξε ανάπτυξη και αστικοποίηση. Μπορεί οι νεοφιλελεύθερες ερμηνείες εκ των υστέρων να κατηγορούν το τεράστιο κράτος σαν αιτία της κακοδαιμονίας, φέρνοντας σαν παράδειγμα τη Συρία, όπου οι 34 χιλιάδες υπάλληλοι του στενού δημόσιου τομέα το 1960 είχαν γίνει 170 χιλιάδες το 1975. Όμως η διόγκωση του κρατικού τομέα δεν ήταν «γραφειοκρατική στενοκεφαλιά» αλλά έκφραση αυτής της καινούργιας ανάπτυξης. Για παράδειγμα, η Αίγυπτος κατάφερε να αυξήσει από 2 σε 6 εκατομμύρια τον αριθμό των νέων που φοιτούσαν σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης στα 20 χρόνια μετά την πτώση του βασιλιά Φαρούκ. Νέα εργοστάσια, νέες ευκαιρίες, μεγαλύτερο και πιο μορφωμένο εργατικό δυναμικό, ένα μαζικό στρώμα επιστημόνων που δεν υπήρχε ποτέ πριν στη Μέση Ανατολή. Ολα αυτά σήμαιναν ανάγκη για εκπαιδευτικό προσωπικό και για κάθε είδους υπηρεσίες.
Όμως κανένα από τα καθεστώτα δεν μπόρεσε να κάνει το μεγάλο άλμα και η ανάπτυξη να μπορεί να διατηρηθεί με απεξάρτηση από τα δάνεια και την εξαγωγή πρώτων υλών. Οι ελπίδες ότι το Ανατολικό Μπλοκ θα έδινε λύση διαψεύστηκαν. Την ώρα που οι σοβιετικοί διανοούμενοι είχαν αρχίσει να εκθειάζουν τον «μη-καπιταλιστικό» δρόμο προς την ανάπτυξη που ακολουθούσαν τα αραβικά καθεστώτα, από τα τέλη της δεκαετίας του '60 οι ρυθμοί ανάπτυξης της ίδιας της ΕΣΣΔ είχαν αρχίσει να παίρνουν την κάτω βόλτα. Σε στρατιωτικό επίπεδο τα ρώσικα όπλα και η ρώσικη στήριξη δεν έσωσαν τα καθεστώτα από την εξευτελιστική ήττα από το Ισραήλ το 1967. Πλέον η ασφάλεια των αραβικών καθεστώτων σήμαινε ανάγκη για πολλαπλασιασμό των στρατιωτικών δαπανών. Με την εξαίρεση της Τυνησίας, όλα τα άλλα καθεστώτα έχτισαν ένα τεράστιο στρατιωτικό τομέα δίπλα στο υπόλοιπο κράτος.
Η στροφή στην αγορά
Στη δεκαετία του '70 τα καθεστώτα βρίσκονταν μπροστά στην κατάσταση το παραγωγικό τους μοντέλο να γίνεται όλο και λιγότερο αποδοτικό και η μόνη ελπίδα θα ήταν ακόμη μεγαλύτερες επενδύσεις για να επαναπροσανατολιστούν προς τις εξαγωγές. Αυτό απαιτούσε όμως κεφάλαια σε ξένο νόμισμα που δεν τα διέθεταν. Μόνη λύση που έβλεπαν μπροστά τους ήταν το άνοιγμα στην παγκόσμια αγορά. Και πάλι, η στροφή αυτή δεν ήταν ειδική αραβική εξαίρεση. Είναι η ίδια περίοδος που χώρες του Ανατολικού Μπλοκ, όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία κάτω από τις ίδιες πιέσεις στρέφονται στο ΔΝΤ και φιλοδοξούν ότι με βάση την ξένη δανειοδότηση θα διατηρήσουν την ανάπτυξή τους και θα επιπλεύσουν στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.4
Σε κάθε χώρα αυτό έγινε με διαφορετικούς ρυθμούς. Το Ιράκ, η Αλγερία αλλά και η Λιβύη με τον μεγάλο πλούτο σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο είχαν μεγαλύτερα περιθώρια χρόνου. Η «απορρύθμιση» του προηγούμενου μοντέλου ξεκίνησε πρώτα στην Τυνησία ήδη από το 1969. Λίγο αργότερα ο Χάφεζ αλ-Άσαντ που είχε έρθει στην εξουσία με ένα εσωτερικό πραξικόπημα της δεξιάς πτέρυγας του κόμματος Μπάαθ στη Συρία το 1970 προχωράει σε μεταρρυθμίσεις με στόχο να επαναπατρίσει ένα μέρος του συριακού κεφαλαίου που είχε κινηθεί προς το Λίβανο, τη Σαουδική Αραβία και την Ιορδανία.5
Όμως το μεγάλο σήμα ήρθε από την Αίγυπτο το 1974 όταν ο Σαντάτ ανακοίνωσε την πολιτική της Ινφιτάχ (του «ανοίγματος»). Ήταν μια ανοιχτή πρόσκληση στις πολυεθνικές να μπουν και να επενδύσουν στην Αίγυπτο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι αντί για επενδύσεις, οι πολυεθνικές προτίμησαν να αξιοποιήσουν το άνοιγμα για να γεμίσουν την αιγυπτιακή αγορά με τα δικά τους προϊόντα. Οι περισσότερες «επενδύσεις» είτε κατέληξαν σε μισοτελειωμένα προγράμματα, είτε ήταν απλά ξεπούλημα κρατικής περιουσίας με μια σειρά εργοστάσια να περνάνε σε ξένη ιδιοκτησία. Οι επιθέσεις στα εργατικά δικαιώματα σήμαναν ότι ο προσανατολισμός αυτής της βιομηχανίας ήταν στην φτηνή παραγωγή. Στον επόμενο γύρο διεθνούς ανταγωνισμού η Αίγυπτος βρέθηκε σε δεύτερη μοίρα πίσω από τις βιομηχανίες της Ανατολικής Ασίας που κατάφερναν να παράγουν ακόμη φθηνότερα. Η Ινφιτάχ οδήγησε σε εκτόξευση της ανεργίας και της φτώχειας στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Καπιταλιστές που είχαν εγκαταλείψει τη χώρα έρχονταν να πάρουν για ψίχουλα κρατικές εταιρείες και οι παλιοί γαιοκτήμονες ξαναέδιωξαν τους χωρικούς από τη γη τους, εμφανιζόμενοι τώρα ως «επενδυτές».
Στις αρχές της δεκαετίας του '80 ο Μπεντζεντίντ που είχε διαδεχτεί τον Μπουμεντιέν στην Αλγερία ανακοινώνει πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, κάνει έκκληση για ξένο κεφάλαιο και προχωράει σε συνολική στροφή προς τη Δύση, όχι μόνο στο επίπεδο του εμπορίου αλλά και του εξοπλισμού. Η Αλγερία μέχρι τότε ήταν η χώρα που στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής ήταν στενά δεμένη με το Ανατολικό Μπλοκ. Η Σοβιετική Ένωση όμως έμπαινε ήδη σε μια κρίση μέσα από την οποία θα έφτανε μέχρι τη διάλυση το 1991.
Τα αραβικά καθεστώτα έκαναν την επιλογή να ανοίξουν στη διεθνή αγορά σε μια περίοδο που ξεκινούσε η παγκόσμια οικονομική κρίση και μετατράπηκαν σε βασικά θύματα του σπιράλ της κρίσης χρέους που κορυφώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του '80. Ο εξωτερικός δανεισμός αντί να λύσει προβλήματα έστρεφε όλο και μεγαλύτερο μέρος των εξόδων προς αποπληρωμή τόκων, με το ΔΝΤ να εγκαθίσταται στην Αίγυπτο το ΄76 πιέζοντας για συνολική κατάργηση των επιδοτήσεων προς τα είδη πρώτης ανάγκης. Οι πιέσεις αυτές οδήγησαν σε κοινωνικές εκρήξεις παντού. Στην Αίγυπτο κύματα απεργιών το '71, το '72 και το '76 με αποκορύφωμα την εξέγερση του Γενάρη του '77.6 Στην Τυνησία έγιναν γενικές απεργίες το '78 και το '81 και μεγάλες βίαιες συγκρούσεις σε όλη τη χώρα το 1984 μετά την αύξηση των τιμών στα τρόφιμα. Το 1985 οργανώνεται γενική απεργία στο Χαρτούμ που οδήγησε στην πτώση του συνταγματάρχη Νουμέιρι. Στην Αλγερία το 1988 ξέσπασε η «Ιντιφάντα του Οκτώβρη», το μεγαλύτερο κίνημα μετά τη γαλλική αποικιοκρατία.
Η πίεση που ερχόταν από τα κάτω ήταν ένας ακόμη παράγοντας που έστρεψε τα καθεστώτα στην αγκαλιά του Δυτικού ιμπεριαλισμού. Αν δεν ήθελαν η αποδυνάμωση του δημόσιου τομέα να σημάνει και αποδυνάμωση του ίδιου του κράτους και της εξουσίας τους χρειάζονταν στήριξη. Το καθεστώς του Μουμπάρακ ήταν η θλιβερή πρωτοπορία. Μετατράπηκε σε βασικό στήριγμα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού εισπράτοντας 1,5 – 2 δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο από τις ΗΠΑ, έχοντας κληρονομήσει από τον Σαντάτ την αναγνώριση του Ισραήλ. Όμως και τα άλλα καθεστώτα έκαναν τέτοιες κινήσεις με διαφορετικούς ρυθμούς. Ο Σαντάμ Χουσεΐν είχε στηριχτεί στην αμερικάνικη υποστήριξη στον πόλεμο κατά του Ιράν στη δεκαετία του '80.
Στην αγκαλιά των ιμπεριαλιστών
Το τελικό χτύπημα ήρθε με την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ που για τα καθεστώτα δεν σήμανε μόνο ότι έχαναν έναν πάτρωνα αλλά έχαναν και σημαντικές αγορές για τα προϊόντα τους. Για τη Δαμασκό που είχε καταφέρει να διατηρήσει υψηλή ανάπτυξη και στις αρχές της δεκαετίας του '80, έχοντας εξασφαλίσει ότι ένα μέρος από τα έσοδα των πετρελαίων του Κόλπου επενδυόταν στη Συρία, η απώλεια των αγορών του Ανατολικού Μπλοκ ήταν σημαντική. Στη Νότια Υεμένη οι εξελίξεις ήταν συντριπτικές. Το καθεστώς έμεινε εντελώς ξεκρέμαστο και προχώρησε σε επανένωση με τη Βόρεια Υεμένη το 1990. Ο Καντάφι που είχε να αντιμετωπίσει μεγαλύτερη απομόνωση, αν και δεν σταμάτησε ποτέ να εξάγει πετρέλαιο, μπήκε κάτω από τις φτερούγες του Μπλερ με καθυστέρηση, χρησιμοποιώντας σαν ευκαιρία τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» το 2001 και έτσι μπήκε στα σαλόνια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στο μεταξύ τα ανοίγματα στην αγορά και οι ιδιωτικοποιήσεις δεν είχαν αποδυναμώσει καθόλου τον έλεγχο των καθεστώτων πάνω στην οικονομία. Σε πείσμα των νεοφιλελεύθερων φαντασιώσεων, οι πρώτοι που πήραν τον έλεγχο πάνω στις ιδιωτικοποιημένες βιομηχανίες ήταν οι ίδιοι οι ηγέτες των καθεστώτων, οι συγγενείς τους και οι πιο στενοί τους υποστηρικτές. Η οικογενειοκρατία και η διαφθορά δεν υποχώρησε καθώς εξαφανιζόταν ο κρατικός καπιταλισμός, αλλά δυνάμωσε μαζί με την ελεύθερη αγορά. Η οικογένεια Τραμπέλσι (συζύγου του Μπεν Αλί) στην Τυνησία, η οικογένεια Μαχλούφ7 στη Συρία (η οικογένεια της μητέρας του προέδρου Άσαντ) ή ο άρχοντας της χαλυβουργίας, Άχμεντ Εζ,8 στην Αίγυπτο είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Πήραν στα χέρια τους τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις ως «επιχειρηματίες» με βασικό όπλο την πρόσβασή τους στον κρατικό μηχανισμό.
Η σημερινή κρίση των αραβικών καθεστώτων είναι το τέλος εκείνης της πορείας που ξεκίνησε στις δεκαετίες του '70 και του '80. Η κρίση του κρατικού καπιταλισμού τα οδήγησε στην αγορά και στην αποκατάσταση των σχέσεων με τη Δύση. Ελάχιστα όμως κέρδη είδαν από τη συμμετοχή τους στην κούρσα της παγκοσμιοποίησης. Ακόμη λιγότερα κέρδισαν από την κούρσα των ιμπεριαλιστικών πολέμων όλη την περασμένη δεκαετία. Βρέθηκαν απονομιμοποιημένα μπροστά στον κόσμο τους στον οποίο δεν είχαν να προσφέρουν ούτε ψωμί, ούτε ελευθερία, ούτε αξιοπρέπεια. Οι επαναστάσεις στη Μέση Ανατολή ανοίγουν για πρώτη φορά τη δυνατότητα για μια εντελώς διαφορετική προοπτική, διαφορετική από τον καπιταλισμό – του κράτους ή της αγοράς – την προοπτική του σοσιαλισμού και της εξουσίας των εργατών.
- Αναφέρεται από τον Κρις Χάρμαν στο Καπιταλισμός Ζόμπι, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2011, σ. 251.
- Anne Alexander, Nasser, Haus Publishing, 2005, σ. 124-130.
- Allain Roussillon, “Republican Egypt: revolution and beyond”, The Cambridge History of Egypt, τόμος 2, 1998, σ. 354-5.
- Chris Harman, “Poland-Crisis of State Capitalism”, International Socialism, Νοέμβρης 1976 και Γενάρης 1977
- Angela Joya, “Syria's transition 1970-2005: From Centralization of the State to Market Economy”, Research in Political Economy, τόμος 24 (2007), σ. 131-162.
- Για το ΔΝΤ στην Αίγυπτο και την εξέγερση του 1977, “Μια διδακτική ιστορία. Το ΔΝΤ στην Αίγυπτο”, Εργατική Αλληλεγγύη 930, 19 Αυγούστου 2010.
- Syrian Businessman Becomes Magnet for Anger and Dissent”, New York Times, 30 Απρίλη 2011.
- Egypt’s Ire Turns to Confidant of Mubarak’s Son”, New York Times, 6 Φλεβάρη 2011.