Ο Λέανδρος Μπόλαρης επιχειρεί μια αναδρομή στις εμπειρίες κυβερνήσεων της Αριστεράς και εντοπίζει κριτικά τα όρια αυτής της παράδοσης.
Η οικονομική κρίση φέρνει ιδεολογική και πολιτική κρίση για τις κυρίαρχες τάξεις. Ο ισχυρισμός των απολογητών του καπιταλισμού ότι ζούμε στον «καλύτερο δυνατό κόσμο» έχει δεχτεί απανωτά χαστούκια στο νου εκατομμυρίων εργατών σε όλο τον κόσμο και στην Ελλάδα. Όμως αυτό που τρίζει δεν είναι μόνο η «κοινή λογική» του συστήματος, είναι και οι μηχανισμοί που την αναπαράγουν και την στηρίζουν: κυβερνήσεις, κόμματα, και άλλοι «θεσμοί». Οι εκλογές στην Ιρλανδία δίνουν ένα ηχηρότατο παράδειγμα: το κόμμα που κυβερνούσε με σύντομα διαλείμματα εδώ και 60 χρόνια, που θεωρούταν κληρονόμος του αγώνα της ανεξαρτησίας από τη Βρετανία, κατάφερε με το ζόρι να εκλέξει ένα βουλευτή στην πρωτεύουσα, το Δουβλίνο. Και η Ιρλανδία δεν αποτελεί μια εξωτική περίπτωση. Πρόσφατα, δυο πανεπιστημιακοί εξέφρασαν τις εξής ανησυχίες για την αντοχή του πολιτικού συστήματος στην βρετανική εφημερίδα Guardian:
«Είναι η Ευρώπη έτοιμη να επιτρέψει κάποια από τα κράτη-μέλη της να περιπέσουν σε μια παρατεταμένη οικονομική ύφεση, η οποία θα παραγάγει κοινωνική αναταραχή ενόσω θα δυναμώνει περιθωριακά κόμματα τα οποία τρέφονται από τη δυσαρέσκεια και υπονομεύουν τις δημοκρατικές διαδικασίες; Εν συντομία, θέλουμε να δούμε τα προβλήματα που οδήγησαν στην πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στη Γερμανία, να απλώνονται στην περιφέρεια της Ευρώπης;».1
Μπορεί να μην βρισκόμαστε σε συνθήκες όπως της Γερμανίας των αρχών της δεκαετίας του ’30, αλλά οι προειδοποιήσεις είναι χαρακτηριστικές για τους φόβους των αρχουσών τάξεων και για τις διεργασίες στους «από κάτω». Μ’ αυτό το υπόβαθρο εμφανίζονται ξανά, προοπτικές και αντιπαραθέσεις που έμοιαζαν να απασχολούν περιορισμένους κύκλους ή τέλος πάντων χώρες πολύ μακριά από την Ευρώπη των ακλόνητων κοινοβουλευτικών θεσμών.
Πριν μια δεκαετία για παράδειγμα, η Λατινική Αμερική έμοιαζε πολύ πιο μακρινή από ότι μοιάζει σήμερα στα μάτια και των αρχουσών τάξεων και της αριστεράς. Όλο και περισσότερο η κρίση χρέους της Ευρωζώνης συγκρίνεται σε εφημερίδες όπως οι Φαινάνσιαλ Ταιμς με τη κρίση χρέους των λατινοαμερικάνικων χωρών στη δεκαετία του 80 με παρόμοιες συνταγές να προτείνονται για την εκτόνωσή της.2
Δεν έχουν περάσει και πάρα πολλά χρόνια από τότε που οι ευρωπαϊκές και αμερικάνικες άρχουσες τάξεις εξαπέλυαν εκστρατείες – ιδεολογικές, αλλά όχι μόνο τέτοιες – απέναντι στις «λαϊκίστικες» κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής που τολμούσαν να αμφισβητήσουν το «υπόδειγμα της Ουάσινγκτον». Το μεγαλύτερο τμήμα της ριζοσπαστικής αριστεράς στην Ευρώπη χειροκροτούσε αυτές τις κυβερνήσεις (μερικές φορές άκριτα) αλλά θεωρούσε ότι τέτοιες καταστάσεις απλά δεν ήταν στην ατζέντα λόγω ενός, υποτίθεται, καταθλιπτικά αρνητικού «συσχετισμού δύναμης». Σήμερα, όλο και περισσότερο συχνά ακούγονται φωνές που εύχονται να υπάρξει μια κυβέρνηση που θα τολμήσει να μιμηθεί το παράδειγμα της κυβέρνησης του Ισημερινού κηρύσσοντας στάση πληρωμών του χρέους.
Μήπως, λοιπόν, αυτή πρέπει να είναι η προοπτική που πρέπει να χαράξει η αριστερά; H Πορτογαλία τροφοδοτεί αυτή τη συζήτηση. Η ένταξή της στο μηχανισμό στήριξης της ΕΕ ήταν μια ακόμα θεαματική επιβεβαίωση για το μέγεθος και το βάθος της κρίσης που συγκλονίζει τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό.
Οι εξελίξεις στην αριστερά της χώρας είναι κι αυτές από μια άποψη εντυπωσιακές. Για δεκαετίες στο πολιτικό χάρτη της κυριαρχούσε το Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας, ένα κόμμα πολύ κοντινό στο ΚΚΕ. Κι όπως το ΚΚΕ, το ΚΚΠ αρνιόταν επιδεικτικά να έχει οποιαδήποτε σχέση με τους «οπορτουνιστές», στη συγκεκριμένη περίπτωση το Μπλόκο της Αριστεράς που σχηματίστηκε με πρωτοβουλία οργανώσεων και αγωνιστών της επαναστατικής αριστεράς.
Όμως, στα μέσα Απρίλη πραγματοποιήθηκε συνάντηση ανάμεσα στις ηγεσίες αυτών των κομμάτων. Θα κατέβουν χωριστά στις εκλογές, αλλά θα απέχουν από επιθέσεις και κριτικές μεταξύ τους. Όσο για την προοπτική, το ΚΚΠ προβάλει την ανάγκη μιας «πατριωτικής αριστερής κυβέρνησης» και το Μπλόκο μοιράζεται σε γενικές γραμμές μια τέτοια προοπτική. Όπως δήλωσε ο ευρωβουλευτής του Μιγκέλ Πόρτας: «πιστεύω ότι οι πολιτικές προτάσεις θα είναι παρεμφερείς. Τώρα το τί θα σημάνει μια αριστερή κυβέρνηση, αυτό θα εξαρτηθεί. Τα δύο κόμματα θέλουν μια αριστερή πολιτική, με μια αριστερή κυβέρνηση. Με αυτή τη σημαία θα κατέβουν στις εκλογές».3
Εμπειρίες
Οι κυβερνήσεις της αριστεράς δεν είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο. Η άρχουσα τάξη πάντα προτιμάει στο τιμόνι της κυβερνητικής εξουσίας να βρίσκονται κόμματα που είναι βγαλμένα από τη σάρκα της ή τέλος πάντων έχουν αποδείξει επανειλημμένα και με συνέπεια ότι εξυπηρετούν τα συμφέροντά της. Το πρόβλημά της με τις αριστερές κυβερνήσεις είχε και έχει να κάνει με το γεγονός ότι προκύπτουν μετά από μεγάλες περιόδους όπου το εργατικό κίνημα όχι απλά διεκδικεί το ένα ή το άλλο, αλλά αποκτάει την αυτοπεποίθηση να θέλει να βάλει τη δική του σφραγίδα στις εξελίξεις συνολικά, οι προσδοκίες του, οι ορίζοντές του, μεγαλώνουν, σχεδόν γεωμετρικά. Αυτό το αποδεικνύει η ιστορική εμπειρία.
Οι κυβερνήσεις του Λαϊκού Μέτωπου του 1936 στην Γαλλία και την Ισπανία δεν ήταν ακριβώς κυβερνήσεις της αριστεράς (τα Κομμουνιστικά Κόμματα τις στήριζαν, χωρίς να συμμετέχουν για να μην «τρομάξουν» τα αστικά κόμματα) αλλά δεν θα μπορούσαν να σχηματιστούν αν δεν είχε προηγηθεί μια περίοδος έντονων ταξικών συγκρούσεων, ανόδου του εργατικού κινήματος και πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης. Η κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» – με πρόεδρο τον Σ. Αλιέντε – δεν έπεσε από τον ουρανό στη Χιλή το 1970. Είχε προηγηθεί μια αντίστοιχη διαδικασία από τα μέσα της δεκαετίας του '60.
Αν έρθουμε σε πιο πρόσφατες εποχές, διαπιστώνουμε το ίδιο. Οι κυβερνήσεις του «κοινού προγράμματος της αριστεράς» στη Γαλλία, είτε με επικεφαλής τον Μιτεράν το 1981 είτε με τον Ζοσπέν το 1996 ήταν προϊόν των ανεβασμένων προσδοκιών που είχαν γεννήσει οι αγώνες. Στην Λατινική Αμερική αυτή η διαδρομή είναι ακόμα πιο έντονη. Η κυβέρνηση του MAS με πρόεδρο τον Μοράλες στην Βολιβία μπόρεσε να υπάρξει μοναχά ύστερα από χρόνια αγώνων, εξεγέρσεων, που οδήγησαν δυο προέδρους να εξαφανίζονται με ελικόπτερα από τη στέγη του προεδρικού μεγάρου. Χωρίς το εκρηκτικό κλίμα που δημιούργησε η εξέγερση του 1992 στο Καράκας (το «καρακάσο») ο Τσάβες δεν θα γινόταν ποτέ πρόεδρος της Βενεζουέλας.
Έχει σημασία αυτή η επισήμανση. Δεν είναι τα «κοινά προγράμματα» και οι αριστερές κυβερνήσεις που πυροδοτούν τα κινήματα, είναι τα κινήματα που δημιουργούν τις συνθήκες για την εμφάνιση κυβερνήσεων της αριστεράς.
Αν σήμερα λοιπόν η συζήτηση για αυτές τις κυβερνήσεις μπαίνει ξανά επί τάπητος, είτε στην Πορτογαλία είτε στην Γαλλία, ακόμα και στην Ελλάδα (με όλες τις διαφοροποιήσεις που συνεπάγεται η διαφορετική πολιτική κατάσταση σε κάθε χώρα) έχει τα πάντα να κάνει με τα προχωρήματα που έχει κάνει το εργατικό κίνημα, τους αγώνες, τις εμπειρίες που έχει συσσωρεύσει και τις ιδέες που γεννάνε. Όμως, δεν είναι αυτό το τέλος της συζήτησης. Πάλι η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι οι αριστερές κυβερνήσεις είχαν δυο, ας πούμε, καταλήξεις.
Σε κάποιες περιπτώσεις, η απάντηση της άρχουσας τάξης ήταν η ανατροπή τους. Ο Αλιέντε μπορεί να έπαιρνε πολύ στα σοβαρά τον «ειρηνικό δρόμο στο σοσιαλισμό», δηλαδή τον κοινοβουλευτικό, όμως, η άρχουσα τάξη δεν είχε παρόμοιες αγκυλώσεις. Το 1973, στην πιο δημοκρατική μέχρι τότε χώρα της Λατινικής Αμερικής, όπου ο στρατός «ήταν στους στρατώνες» του, έγινε ένα από τα πιο αιματοβαμμένα πραξικοπήματα. Η άρχουσα τάξη ξεπλήρωσε με ποταμούς αίματος την τρομάρα που της είχε προκαλέσει το εργατικό κίνημα. Η εργατική τάξη μέσα στους αγώνες της είχε φτάσει να συγκροτεί τα δικά της όργανα αγώνα που έμοιαζαν πολύ με τα σοβιέτ της Ρωσίας το 1917, είχε αποκρούσει το γενικευμένο λοκ-αουτ των καπιταλιστών, είχε διαλύσει προηγούμενες απόπειρες πραξικοπήματος. Αυτό το κίνημα έπνιξε στο αίμα η χούντα του Πινοτσέτ.4
Υπάρχει κι η άλλη κατάληξη. Κυβερνήσεις που έσπευσαν να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της κυρίαρχης τάξης, διαψεύδοντας τις ελπίδες του κινήματος που τις ανέδειξε. Στα μέσα της δεκαετίας του '70 για παράδειγμα το «κοινό πρόγραμμα της αριστεράς» στη Γαλλία ασκούσε τόσο μεγάλη έλξη που ακόμα και τμήματα της επαναστατικής αριστεράς στήριζαν τις ελπίδες τους για όξυνση της ταξικής πάλης στην ανάδειξη μιας κυβέρνησης των «εργατικών κομμάτων» (ΚΚ-ΣΚ).5 Η συνέχεια ήταν η κυβέρνηση Μιτεράν το 1981 με τη συμμετοχή του ΓΚΚ. Το 1983, η κυβέρνηση έκανε την περίφημη «στροφή» 180 μοιρών στον νεοφιλελευθερισμό, τσαλαπατώντας τις ελπίδες του κόσμου που τη στήριξε.
Κράτος και κυβέρνηση
Το πρόβλημα με τη λογική που βλέπει την όποια κυβέρνηση ως «πυροκροτητή» ή «επίκεντρο» μιας αντικαπιταλιστικής ανατροπής, είναι ότι στην ουσία της μπερδεύει την κυβέρνηση με το κράτος.
Η κυβέρνηση είναι μόνο ένα εξωτερικό ανάχωμα, μια σημαία, στις βαθιές οχυρώσεις του καπιταλιστικού κράτους. Οι κορυφές των γραφειοκρατικών δομών που αποτελούν το σύγχρονο αστικό κράτος δεν εκλέγονται και δεν ελέγχονται από κανέναν, είναι τμήμα της καπιταλιστικής τάξης. Οι μηχανισμοί καταστολής, η καρδιά του αστικού κράτους, επίσης είναι ανέγγιχτοι και τάχα ανεξάρτητοι: ο στρατός, η αστυνομία, η λεγόμενη δικαιοσύνη διατηρούν το μονοπώλιο της ένοπλης βίας αποτελώντας το ύστατο «επιχείρημα» της κυρίαρχης τάξης. Οι πολίτες μπορεί να ψηφίζουν εξατομικοποιημένα, αλλά οι εργάτες δεν ασκούν κανένα έλεγχο στη παραγωγή, στην οικονομία.
Ο Λένιν με το βιβλίο του «Κράτος και Επανάσταση» που ολοκλήρωσε το 1917, «ξέθαψε» τα βασικά σημεία της μαρξιστικής θεωρίας για το κράτος. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς υποστήριζαν ότι το κράτος ήταν προϊόν του διαχωρισμού της κοινωνίας σε αντιμαχόμενες τάξεις. «Η δύναμη αυτή που βγήκε από την κοινωνία μα που τοποθετήθηκε πάνω από αυτή, που όλο και περισσότερο αποξενώνεται απ' αυτή είναι το κράτος». Ο Λένιν εξηγεί ότι το κράτος δεν είναι ένα σύνολο μηχανισμών που απλά εξασφαλίζουν κάποιες κοινωνικές λειτουργίες, αλλά «όργανο καταπίεσης μιας τάξης από μια άλλη, είναι η δημιουργία του “κατεστημένου” εκείνου που νομιμοποιεί και στερεώνει αυτή την καταπίεση, μετριάζοντας τη σύγκρουση των τάξεων».6
Τα σύγχρονα αστικά κράτη γεννήθηκαν μαζί με τον καπιταλισμό και βρίσκονται σε μια διαρκή αλληλεπίδραση με τα διαφορετικά κεφάλαια. Αυτό δεν σημαίνει ότι εκείνοι που καθορίζουν την πορεία και τις επιλογές τους είναι απλοί «εντολοδόχοι» ή «εκπρόσωποι» της αστικής τάξης. Μπορούν να πάρουν αποφάσεις που έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα του ενός ή του άλλου καπιταλιστή (ή ομάδας καπιταλιστών), μπορούν ακόμα και να επιβάλλουν την θέλησή τους συνολικά στην άρχουσα τάξη επιστρατεύοντας τον έλεγχο που ασκούν στο «μονοπώλιο της βίας». Ο Μαρξ ήδη από το 1871, θεωρούσε ότι το κράτος είναι ικανό «να θέσει ταπεινωτικά υπό την κυριαρχία του ακόμα και τα συμφέροντα των αρχουσών τάξεων».7 Κι από τότε έχουν εμφανιστεί κάμποσες τέτοιες περιπτώσεις.
Όμως, αυτή η «αυτονομία» έχει όρια που η ύπαρξή τους καταρρίπτει τις ψευδαισθήσεις για χρησιμοποίηση ενός μηχανισμού του, όπως της κυβέρνησης, ως βατήρα για την πυροδότηση ενός μετασχηματισμού του σε όργανο της εργατικής τάξης. Οπως έχει επισημάνει ο Κρις Χάρμαν: «Το κράτος μπορεί να παρακάμψει τα συμφέροντα συγκεκριμένων καπιταλιστών· δεν μπορεί όμως να ξεχάσει ότι τα έσοδά του και η ικανότητά του να αμύνεται απέναντι σε άλλα κράτη εξαρτώνται από τη συνέχιση της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αντιστρόφως, ο επί μέρους καπιταλιστής μπορεί, με μεγάλη δυσκολία είναι αλήθεια, να ξεριζωθεί από το ένα εθνικό έδαφος και να ριζώσει σε ένα άλλο, ωστόσο δεν μπορεί να λειτουργήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια κατάσταση «Άγριας Δύσης», χωρίς ένα αποτελεσματικό κράτος που θα τον προστατεύει από τις κοινωνικές δυνάμεις, των «από κάτω», που μπορεί να διαταράξουν τους ρυθμούς της καπιταλιστικής συσσώρευσης και εκμετάλλευσης και από άλλους καπιταλιστές και τα κράτη τους».8
Ο Λένιν τόνιζε, ακολουθώντας πάλι τον Μαρξ και τον Ένγκελς, ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να πάρει στα χέρια της αυτόν τον μηχανισμό και να τον χρησιμοποιήσει για τα δικά της συμφέροντα, αλλά αντίθετα πρέπει να τον τσακίσει, ώστε να «μην μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα». Έχει σημασία να τονίσουμε ότι ο Λένιν δεν αναφερόταν μόνο σε απολυταρχικά, «δικτατορικά» καθεστώτα όπως της τσαρικής Ρωσίας, όταν έγραφε αυτές τις γραμμές, αλλά και στις πιο ανεπτυγμένες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες: «Ν' αποφασίζεις μια φορά σε κάμποσα χρόνια ποιο μέλος της κυρίαρχης τάξης θα τσαλαπατά, θα καταπνίγει το λαό στη βουλή – να ποια είναι η αληθινή ουσία του αστικού κοινοβουλευτισμού όχι μόνο στις κοινοβουλευτικές – συνταγματικές μοναρχίες, αλλά και στα πιο δημοκρατικά πολιτεύματα».9
Διαδοχικές ρήξεις;
Η δυνατότητα για αυτό το «τσάκισμα» δεν εμφανίζεται βέβαια ως κεραυνός εν αιθρία. Είναι προϊόν περιόδων πολιτικής και κοινωνικής κρίσης στις οποίες «οι από πάνω δεν μπορούν να κυβερνήσουν όπως παλιά» αλλά και «οι από κάτω δεν δέχονται να κυβερνιούνται όπως παλιά» όπως έγραφε πάλι ο Λένιν.
Εχουν υπάρξει απόψεις μέσα στην ριζοσπαστική αριστερά που υποστηρίζουν ότι σε τέτοιες περιόδους το κίνημα μπορεί παράλληλα με τη δημιουργία των δικών του οργάνων πάλης, να αξιοποιήσει θεσμούς της αστικής δημοκρατίας, όπως το κοινοβούλιο ή ακόμα και την κυβερνητική εξουσία για να επιβάλει τις θελήσεις του.
Στη δεκαετία του 1970 θεωρητική έκφραση σε αυτή την ιδέα έδωσε ίσως με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο ο Νίκος Πουλαντζάς. Το κράτος, υποστήριζε, δεν είναι «πράγμα» αλλά «σχέση» που συμπυκνώνει τους ταξικούς συσχετισμούς. Ομως, μια τέτοια εκτίμηση στην ουσία αντιπαράθετε το κράτος ως κάτι «εξωτερικό» στον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκε και αναπτύσσεται ο καπιταλισμός ως σύστημα οικονομικής εκμετάλευσης.
Στις αρχές του 1975, όταν ο Πουλαντζάς έγραφε για την «Κρίση των Δικτατοριών (Πορτογαλία-Ελλάδα-Ισπανία)» δήλωνε ότι το κίνημα θα μπορούσε να αποφύγει την «αμυντική θέση» των «ιστορικών συμβιβασμών» (του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος), και να ξεπεράσει την «θεωρία των “αέναων σταδίων” που ορθώνει σινικά τείχη ανάμεσα στον “εκδημοκρατισμό” και τον “σοσιαλισμό”» γιατί «ο ριζικός εκδημοκρατισμός δεν μπορεί να προκύψει παρά στο βαθμό που προχωράει αληθινά μια '
“αδιάκοπη και κατά φάσεις διαδικασία προς τον σοσιαλισμό”».10
Το 1975 ο Πουλαντζάς μιλούσε ακόμα για την ανάγκη «τσακίσματος» των κρατικών μηχανισμών. Όμως σύντομα η θεωρία του για το κράτος τον οδήγησε, μαζί με ένα ολόκληρο ρεύμα, σε άλλα συμπεράσματα. Αυτό που χρειάζεται είναι η πάλη για την όξυνση των εσωτερικών αντιθέσεων του κράτους, για την υλοποίηση ενός βαθιού μετασχηματισμού του κράτους. Σε μια τέτοια προοπτική η κρίση του κράτους πρόσφερε σύμφωνα με τον Πουλαντζά τη δυνατότητα για μια «δημοκρατική μετάβαση στο σοσιαλισμό», η οποία συνίσταται στο:
«Πώς να συλλάβουμε ένα ριζικό μετασχηματισμό του Κράτους συναρθρώνοντας τη διεύρυνση και το βάθεμα των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των ελευθεριών (που ήταν και μια κατάκτηση των λαϊκών μαζών), με την ανάπτυξη των μορφών άμεσης δημοκρατίας στη βάση και τη διασπορά αυτοδιαχειριστικών εστιών».11 Για τον Πουλαντζά: «Δεν μπαίνει ζήτημα εισχώρησης μόνο στους κρατικούς θεσμούς», όπως το κοινοβούλιο «αλλά χρησιμοποίησης απλώς των ιδιαίτερων δυνατοτήτων τους για την επίτευξη των στόχων».12 Στο τέλος της διαδρομής, ήταν πολύ δύσκολο να διακρίνει κανείς που διέφερε αυτή η στρατηγική από την κλασσική ρεφορμιστική στρατηγική του «κοινοβουλευτικού δρόμου για το σοσιαλισμό».
Όμως, τέτοιες απόψεις είχαν εκφραστεί και στο παρελθόν αν και με λιγότερο «κομψό» τρόπο απ' ό,τι του Πουλαντζά ή άλλων εκπροσώπων του «αριστερού ευρωκομμουνισμού». Λίγο-πολύ αυτό υποστήριζε για παράδειγμα μια ολόκληρη πτέρυγα του μπολσεβίκικου κόμματος το 1917, με επικεφαλής τον Κάμενεφ και τον Ζινόβιεφ (και τον Στάλιν αρχικά). Στην διάρκεια της Γερμανικής Επανάστασης, το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (το USPD) είχε λανσάρει την φόρμουλα «εργατικά συμβούλια αγκυροβολημένα στο Σύνταγμα». Στην περίπτωση της Γερμανίας, αυτό σήμαινε τον εκφυλισμό και εν τέλει τη διάλυση των εργατικών συμβουλίων, την ήττα της επανάστασης. Κάτι που μπορούμε να δούμε και σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην Ισπανική Επανάσταση του 1936.
Το 1917, οι επαναστάτες στη Ρωσία βρέθηκαν μπροστά στο ζήτημα τι στάση να κρατήσουν απέναντι σε μια «αριστερή κυβέρνηση» που απειλείται από την αντεπαναστατική δεξιά. Τέτοια ήταν η κυβέρνηση των μενσεβίκων-εσέρων με πρωθυπουργό τον Κερένσκι τον Αύγουστο του 1917, όταν ξέσπασε το πραξικόπημα του στρατηγού Κορνίλοφ. Οι μπολσεβίκοι κινητοποίησαν τα σοβιέτ, και όλες τις εργατικές οργανώσεις για να παλέψουν ενάντια στο πραξικόπημα. Συνεργάστηκαν με τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού στην «τεχνική» οργάνωση της κινητοποίησης χωρίς όμως να δώσουν πολιτική υποστήριξη στην κυβέρνηση. Αμέσως μετά κέρδισαν την πλειοψηφία στα σοβιέτ και τα οδήγησαν στην κατάληψη της εξουσίας. Η υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της εργατικής τάξης και του κινήματός της απέναντι στο αστικό κράτος, ακόμα κι αν έχει την πιο «ριζοσπαστική κυβέρνηση» είναι ακόμα ένα δίδαγμα που χρειάζεται να αξιοποιήσουμε από την μπολσεβίκικη κληρονομιά στην αυγή του 21ου αιώνα.
Συμπεράσματα
Τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε για τα καθήκοντα της αριστεράς στις σημερινές συνθήκες; Το πρώτο είναι η ανάγκη της παρέμβασής της σε κάθε μάχη που δίνει η τάξη μας, με προσανατολισμό τη κλιμάκωσή της, τον συντονισμό της με άλλες μάχες και την γενίκευση των αιτημάτων και της προοπτικής της. Η πάλη για την παύση πληρωμών-διαγραφή του χρέους, για την κρατικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος υπό εργατικό έλεγχο, αποκτάει ακόμα πιο κεντρική θέση σήμερα στη πάλη για να αποκρούσουμε τη διαιώνιση των επιθέσεων του «Συμφώνου για το Ευρώ» και για να πάρουμε πίσω όλα όσα έχει πάρει το «Μνημόνιο». Είμαστε στη στιγμή που το «Μνημόνιο» αποτυγχάνει θεαματικά και η κυβέρνηση το μόνο που έχει να πει είναι ότι θα πρέπει να θυσιάσουμε τις ζωές μας για δεκαετίες για την εξυπηρέτηση του χρέους. «Αναδιάρθρωση» του χρέους σημαίνει νέες θυσίες για τη διάσωση των τραπεζών και όλων των καπιταλιστών, συγχωνευμένα σχολεία, κλειστά νοσοκομεία, διαλυμένες δημοτικές υπηρεσίες, περισσότερες απολύσεις. Η διαγραφή του χρέους είναι η εργατική απάντηση σ' αυτό το σφαγείο, που συμπυκνώνει την αντίσταση που φουντώνει σε όλες αυτές τις επιθέσεις και της δίνει πολιτική αιχμή. Δεμένη με αυτά, είναι η πάλη ενάντια στο ρατσισμό, ενάντια στην προσπάθεια της κυρίαρχης τάξης να διαιρέσει την εργατική τάξη και να αποπροσανατολίσει την αγανάκτησή της σε «αποδιοπομπαίους τράγους», η πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο.
Αυτός ο προσανατολισμός δεν είναι απλά «κινηματισμός». Η πάλη γι' αυτά τα αιτήματα, αυτό που έχει κωδικοποιηθεί ως «αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα», απαντάει καταρχήν στις άμεσες ανάγκες των εργατών και της νεολαίας. Οπως τόνιζε αυτό το περιοδικό σε ένα προηγούμενο τεύχος του:
«Είναι αιτήματα που μπορεί και πρέπει να επιβάλλει το εργατικό κίνημα σήμερα, όχι στο αόριστο μέλλον. Θα σημάνουν βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργατών. Είναι ηττοπαθής, όσο ριζοσπαστική κι αν μοιάζει, η άποψη ότι σε συνθήκες κρίσης οι εργάτες δεν μπορούν να έχουν νίκες.
Αλλά σημαίνουν και άλλα πράγματα. Είναι γέφυρα προς το αύριο. Πρώτον, γιατί εκεί που το σύστημα και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία προωθούν τον κατακερματισμό των αντιστάσεων, η οργάνωση και η πάλη για τέτοια αιτήματα προωθεί την γενίκευση, την σύνδεση και την κλιμάκωση των εμπειριών και των αγώνων. Δίνουν την αυτοπεποίθηση στα πιο μαχητικά τμήματα της τάξης να διευρύνουν ακόμα περισσότερο τους ορίζοντές τους: Αν μπορούν να κρατικοποιηθούν οι τράπεζες, γιατί όχι και όλοι οι βασικοί κλάδοι της οικονομίας, γιατί να μην είναι δημόσια και δωρεάν όλα όσα εξυπηρετούν τις κοινωνικές ανάγκες; Αν μπορούμε να επιβάλλουμε την επαναφορά των ναυπηγείων Σκαραμαγκά στο δημόσιο και τον έλεγχό μας στην όποια διοίκηση για να μην γίνονται ρεμούλες και «δωράκια» στα αρπακτικά της αγοράς, γιατί να μην τα βάλουμε αυτά κι όλη την οικονομία να δουλεύει υπό τον συλλογικό έλεγχο της τάξης μας;
Τέτοια προχωρήματα στην ταξική συνείδηση πραγματοποιούνται με άλματα, μοιάζουν με εκρήξεις. Όμως, στηρίζονται σε «πραγματικούς ανθρώπους» σε πραγματικά δίκτυα μέσα στους χώρους, σε μορφές οργάνωσης που ανακαλύπτει ή επινοεί η τάξη μέσα στους αγώνες της: απεργιακές συνελεύσεις, επιτροπές, καταλήψεις των εργοστασίων, εργοστασιακά και εργατικά συμβούλια. Σε αγώνες, βεβαίως, που δεν περιορίζονται σε εκδηλώσεις της δυσαρέσκειας αλλά που αξιοποιούν όλη τη δύναμη των εργατών – όπως οι καταλήψεις και οι απεργίες διαρκείας».13
Το ρητό του Μαρξ «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας της τάξης» δεν αφορά «μόνο» τη σοσιαλιστική κοινωνία. Αφορά και την τωρινή συγκυρία. Η συλλογική δράση των εργατών διαμορφώνει τους συσχετισμούς. Ένα τέτοιο κίνημα θα έχει τη δύναμη και την αυτοπεποίθηση να επιβάλει τις δικές του επιλογές απέναντι στην κρίση, και να σφυρηλατήσει τα όπλα για την τελική του έφοδο. Κι αυτός ο δρόμος δεν σταματάει σε «αριστερές κυβερνήσεις».
- Nuno Monteiro and Eduardo Sousa, “The likes of Portugal should default on the their debt”, Guardian, 15 April 2011, http://www.guardian.co.uk/commentisfree/2011/apr/15/portugal-debt-default/ print
- Όπως η έκδοση από την ΕΚΤ ομολόγων αντίστοιχων των «ομολόγων Μπρέιντι» που είχε εκδώσει το αμερικάνικο δημόσιο το 1989. Ο Νίκολας Μπρέιντι ήταν ο τότε υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ.
- Αυγή, Κυριακή 17 Απρίλη, «Σε τροχιά σύγκλισης Αριστερό Μπλόκο και Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας».
- Για μια σύντομη παρουσίαση των γεγονότων, βλέπε Λέανδρος Μπόλαρης, «11 Σεπτέμβρη 1973 – Η τραγωδία της Χιλής», Εργατική Αλληλεγγύη 635 http://www.sek-ist.gr/EA/Papers/635/11.htm
- Η LCR στην Γαλλία, αλλά και οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς στην Ιταλία όπως η Avanguardia Operaia και το Il Manifesto που κατέβηκαν στις εκλογές του '76 με το σύνθημα της “αριστερής κυβέρνησης”.
- Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή 1987, σελ. 7.
- Στο πρώτο σχέδιό του για τον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία. Στα αγγλικά στην ιστοσελίδα: http://www.marxists.org/ archive/marx/works/1871/civil-war-france/ drafts/ch01.htm
- Chris Harman, Καπιταλισμός Ζόμπι, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σελ. 150.
- Λένιν, ο.π, σελ. 46.
- Ν. Πουλαντζάς, Η Κρίση των Δικτατοριών, εκδ. Παπαζήσης 1975, σελ. 142-143.
- Ν. Πουλαντζάς, Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός, εκδ. Θεμέλιο, σελ. 364.
- ο.π, σελ. 370.
- Λ. Μπόλαρης, “Αντικαπιταλιστικό Πρόγραμμα και μεταβατικά αιτήματα: Τίνος υπόθεση;”, Σοσιαλισμός από τα Κάτω, Νο 84, Γενάρης-Φλεβάρης 2011.