Από την “Άνοιξη των Λαών της Ευρώπης” το 1848 μέχρι την “Αραβική Άνοιξη” του 2011 έχουν μεσολαβήσει πολλές εργατικές επαναστάσεις. Ο Πάνος Γκαργκάνας προσπαθεί να αντλήσει χρήσιμα συμπεράσματα.
Η «Αραβική άνοιξη», όπως καθιερώθηκε να λέγεται, έφερε την επικαιρότητα των επαναστάσεων στο προσκήνιο ξανά. Αυτό είναι ένα μήνυμα που χρειάζεται να το αντιμετωπίσουμε στα σοβαρά, μελετώντας την ιστορία.
Έχουν περάσει πάνω από 160 χρόνια από την «Άνοιξη των λαών της Ευρώπης» με τις επαναστάσεις του 1848. Από τότε η ιστορία έχει δει πλήθος από εργατικές επαναστάσεις: την Παρισινή Κομμούνα, το κύμα που σημάδεψε το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου, την κρίση της δεκαετίας του 1930, τα κινήματα της Αντίστασης στη ναζιστική κατοχή, τις αντιαποικιακές επαναστάσεις, το κύμα του ευρύτερου «1968». Υπάρχει άφθονο υλικό για να αντλήσουμε συμπεράσματα.
Αφετηρία μας πρέπει να είναι η διαπίστωση ότι οι εργατικές επαναστάσεις ανοίγουν για πρώτη φορά τη δυνατότητα για την απελευθέρωση της μεγάλης πλειοψηφίας. Οι προηγούμενες επαναστατικές αλλαγές είχαν το χαρακτηριστικό ότι το πλήθος των από κάτω ήταν οι πρωταγωνιστές αλλά δεν ήταν οι τελικοί νικητές. Στις αστικές επαναστάσεις μια μειοψηφία αναδείχθηκε σε νέα κυρίαρχη τάξη, έστω και αν οι μαχητές των οδοφραγμάτων ήταν οι «αβράκωτοι».
Αυτό δεν είναι σχήμα λόγου, είναι η πραγματικότητα. Ο ιστορικός Τζορτζ Ρουντέ που έχει μελετήσει το ρόλο του πλήθους στην ιστορία και ιδιαίτερα στη μεγάλη Γαλλική επανάσταση του 1789, δίνει με συγκλονιστικές εικόνες αυτή τη διαδικασία. Το περιβόητο Φομπούρ Σεντ Αντουάν αναδείχθηκε σε επαναστατικό προπύργιο του Παρισιού όταν οι εργάτες του ξεσηκώθηκαν γιατί δυο βιομήχανοι της περιοχής, οι Ρεβεγιόν και Ανριό, απείλησαν με περικοπές μισθών στις 23 Απρίλη 1789 την ώρα που η τιμή του ψωμιού ανέβαινε κατακόρυφα. Γράφει ο Ρουντέ:
«Πεντακόσιοι με εξακόσιοι εργάτες συγκεντρώθηκαν κοντά στη Βαστίλη και αφού κρέμασαν το ομοίωμα του Ρεβεγιόν παρέλασαν μέσα στις γειτονιές του Παρισιού. Αφού συγκέντρωσαν ενισχύσεις από τις λιμενικές προβλήτες, τα εργοστάσια και τα εργαστήρια κατέφθασαν στο Δημαρχείο στην Πλας ντε Γρεβ, ένα πλήθος 2.000 περίπου. Επειδή βρήκαν την κατοικία του Ρεβεγιόν να φρουρείται από το σύνταγμα της Κραβάτ Ρουαγιάλ, κατευθύνθηκαν στην κατοικία του Ανριό όπου, όπως και οι Άγγλοι συνάδελφοι τους στις «Ταραχές Γκόρντον», κατέστρεψαν τα έπιπλα και προσωπικά αντικείμενα. Μετά τη διάλυση τους από το στρατό, ανασυγκροτήθηκαν την επόμενη μέρα το πρωί και, αντιμέτωποι με περισσότερα στρατεύματα, ομάδες εργατών τριγύρισαν στις γειτονιές και συγκέντρωσαν νέους οπαδούς είτε με την πειθώ είτε με τον εκφοβισμό. Η κορύφωση ήρθε ανάμεσα στις 6 και στις 8 το βράδυ με την έφοδο στην κατοικία του Ρεβεγιόν, τον παραμερισμό της φρουράς των Κραβάτ Ρουαγιάλ και την καταστροφή σε μεγαλύτερη κλίμακα από την προηγούμενη μέρα. Ο Δούκας του Σατελέ, διοικητής των Γκάρντ Φρανσέζ έδωσε εντολή για πυρ και ακολούθησε σφαγή στους στενούς γεμάτους κόσμο δρόμους, όπου χιλιάδες βρίσκονταν στις στέγες και το πλήθος αντιστεκόταν φωνάζοντας «Ελευθερία, δεν υποχωρούμε». Άλλοι φώναζαν «Ζήτω η Τρίτη Τάξη!» και «Ζήτω ο Βασιλιάς, ζήτω ο κ. Νεκέρ». Έτσι τα νέα «πατριωτικά» συνθήματα της ημέρας, τόσο παραδόξως αντιθετικά με τη συμπεριφορά των ταραχοποιών, άρχιζαν ήδη να αφομοιώνονται από τον παρισινό “menu peuple” και να χρησιμοποιούνται σε ώρα ανάγκης για λογαριασμό του». (George Rude, The Crowd in History, σελίδα 98 στην έκδοση Serif του 1995, πρώτη έκδοση 1964 John Wiley and sons).
Ο Ρουντέ δίνει ανάγλυφα και στις επόμενες σελίδες το ρόλο των από κάτω στη κατάληψη της Βαστίλης, στην πορεία προς τις Βερσαλίες (με πρωτοπορία τις γυναίκες), στην ανατροπή της Μοναρχίας, στην κυριαρχία των Ιακωβίνων, στην σύγκρουσή τους με τον Ροβεσπιέρο που άνοιξε το δρόμο για τον Θερμιδόρ και τέλος στη σφαγή στο Φομπούρ Σεντ Αντουάν τον Μάη του 1795 που σηματοδότησε και το τέλος της παρουσίας του επαναστατημένου πλήθους στους δρόμους του Παρισιού για τα επόμενα 35 χρόνια.
Συλλογικότητα
Το πέρασμα από τις αστικές στις εργατικές επαναστάσεις από το 1848 και μετά σηματοδότησε τη δυνατότητα του πλήθους να πρωταγωνιστεί όχι μόνο στις συγκρούσεις στους δρόμους αλλά και στον έλεγχο της έκβασής τους χάρη στη συλλογικότητα της εργατικής τάξης στους χώρους δουλειάς. Όπως το διατύπωσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, «εκεί που σφυρηλατούνται οι αλυσίδες της εκμετάλλευσης, εκεί μπορούν να σπάσουν». Η εργατική τάξη σαν υποκείμενο των σύγχρονων επαναστάσεων έχει τη δυνατότητα να ασκήσει συλλογικό έλεγχο στην οικονομία, στην πολιτική, σε κάθε κοινωνική δραστηριότητα, να αντικαταστήσει τον τυφλό ανταγωνισμό των καπιταλιστών με τη συνειδητή συλλογική δημοκρατική και δημιουργική δράση της πλειοψηφίας υπέρ της πλειοψηφίας. Η υπόσχεση για μια νέα κοινωνία ισότητας και ελευθερίας δεν στηρίζεται πια στις διακηρύξεις μιας «φωτισμένης μειοψηφίας» αλλά στην κίνηση των ίδιων των απλών ανθρώπων. Ή όπως το διατύπωσε ο Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, «ο όρος για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι η κατάργηση όλων των τάξεων».
Πριν προχωρήσουμε να δούμε τους όρους για μια τέτοια επιτυχή έκβαση των εργατικών επαναστάσεων, είναι απαραίτητο να σταθούμε σε δυο βασικές ιστορικές διαπιστώσεις. Πρώτο, ότι οι επαναστατικές καταστάσεις είναι δημιούργημα της κρίσης της ίδιας της παλιάς κοινωνίας και δεύτερο ότι οι επαναστάσεις είναι κοινωνικές διαδικασίες και όχι στιγμιαία «γεγονότα».
Η πρώτη διαπίστωση είναι, βέβαια, θεμελιωμένη στον ιστορικό υλισμό του Μαρξ που έγραφε στον περίφημο πρόλογο στη Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας:
«Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει την ύπαρξη τους, αλλά αντίθετα, η κοινωνική τους ύπαρξη καθορίζει τη συνείδησή τους. Σε κάποιο στάδιο της ανάπτυξής τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε σύγκρουση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις, ή – κάτι που είναι απλά η νομική έκφραση για το ίδιο πράγμα – με τις σχέσεις ιδιοκτησίας μέσα στις οποίες λειτουργούσαν μέχρι τότε. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, οι σχέσεις αυτές μετατρέπονται σε δεσμά τους. Τότε αρχίζει μια περίοδος κοινωνικής επανάστασης…».
Σε τέτοιες περιόδους φτάνουμε σε επαναστατικές καταστάσεις όπου σύμφωνα με τον ορισμό του Λένιν «οι από πάνω δεν μπορούν να συνεχίσουν να κυβερνούν όπως παλιά και οι από κάτω δεν θέλουν να συνεχίσουν να κυβερνιούνται όπως παλιά».
Τέτοιες καταστάσεις έρχονται και ξανάρχονται τα τελευταία 160 χρόνια, μέσα από πολλαπλές αντιφάσεις στις σύγχρονες κοινωνίες όπως τις διαμόρφωσε ο παγκόσμιος καπιταλισμός. Οικονομικές κρίσεις και πολιτικοστρατιωτικοί ανταγωνισμοί φθείρουν τους θεσμούς των κυρίαρχων τάξεων και οξύνουν την ταξική πόλωση. Αυτές τις διαδικασίες είδαμε να λειτουργούν μέσα από το Γαλλοπρωσικό πόλεμο πριν από την Παρισινή Κομμούνα του 1871, αλλά και στους δυο παγκόσμιους πόλεμους του 20ού αιώνα. Το Κραχ του 1929 ήταν η αφετηρία για τις τεράστιες αναταράξεις που συγκλόνισαν όλο τον πλανήτη, έστω κι αν πέρασαν εφτά χρόνια για να φτάσουμε στις εκρήξεις του 1936 στη Γαλλία, στην Ισπανία, στην Ελλάδα. Οι μεταπολεμικές εκρήξεις με τον Μάη του 1968 στη Γαλλία, την Επανάσταση με τα Γαρύφαλλα στην Πορτογαλία ή την εξέγερση του Πολυτεχνείου και την κατάρρευση της Χούντας στην Ελλάδα μετά την ήττα του Ιωαννίδη στον ελληνοτουρκικό πόλεμο στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974, ωρίμασαν μέσα από αντίστοιχες διαδικασίες: αντιαποικιακά κινήματα από την Αλγερία μέχρι τη Μοζαμβίκη, πόλεμος στο Βιετνάμ, επιστροφή των οικονομικών κρίσεων το 1973.
Όταν έχουμε τον πλούτο όλης αυτής της ιστορικής εμπειρίας, θα ήταν εθελοτυφλία να μην βλέπουμε πώς οι σημερινές συνθήκες ευνοούν το ξέσπασμα εξεγέρσεων σαν αυτές που συγκλονίζουν τον αραβικό κόσμο και που δεν θα είναι οι τελευταίες. Δεν είναι μόνο η επιστροφή της οικονομικής κρίσης με πρωτοφανή σφοδρότητα. Είναι και η κρίση που προκαλεί η ατέλειωτη σειρά των ιμπεριαλιστικών πολέμων καθώς οι ΗΠΑ προσπαθούν να υπερασπίσουν την φθίνουσα παγκόσμια πρωτοκαθεδρία τους, όπως αναλύεται σε άλλες σελίδες αυτού του τεύχους.
Ωστόσο, οι κρίσεις και οι συγκρούσεις των από πάνω είναι μόνο η μία πλευρά της κοινωνικής διαδικασίας που οδηγεί σε επαναστάσεις. Η κίνηση των από κάτω έχει επίσης τους δικούς της ρυθμούς και διαδικασίες που δεν μπορούν να συνοψιστούν σε ένα «αυθόρμητο ξέσπασμα».
Ήδη για την εποχή της αστικής γαλλικής επανάστασης του 1789, ο Ρουντέ γράφει:
«Μέσα από στάδια πολιτικής διδασκαλίας και εμπειρίας, μέσα από συμμετοχή σε συγκεντρώσεις επιτροπών, ενώσεων και συνοικιακών συνελεύσεων, μέσα από τη θητεία στην Εθνοφρουρά και στον επαναστατικό στρατό που είχε σχηματιστεί για να εξασφαλίσει την προμήθεια τροφίμων της πόλης, άρχισαν να αναδεικνύονται στελέχη και ηγέτες μέσα από τους ίδιους τους αβράκωτους. Δεν ήταν με κανένα τρόπο πειθήνια όργανα των Ιακωβίνων ή οποιουδήποτε άλλου κυρίαρχου κόμματος. Είχαν τις δικές τους κοινωνικές φιλοδοξίες, προοπτική, λέσχες και συνθήματα, τις δικές τους ιδέες για το πώς έπρεπε να κυβερνηθεί η χώρα». (στο ίδιο, σελ 105)
Ο Τρότσκι στον πρόλογο της «Ιστορίας της Ρώσικης Επανάστασης» δίνει πολύ πιο δυνατά την εικόνα των μαζών όταν μπαίνουν σε κίνηση στα πλαίσια της εργατικής επανάστασης ως κοινωνικής διαδικασίας:
«Οι μάζες δεν μπαίνουν στην επανάσταση με ένα προετοιμασμένο σχέδιο αναδόμησης της κοινωνίας, αλλά με ένα έντονο συναίσθημα ότι δεν μπορούν να υπομείνουν το παλιό καθεστώς. Μόνο τα ηγετικά στρώματα μιας τάξης έχουν ένα πολιτικό πρόγραμμα και ακόμη και αυτό εξακολουθεί να χρειάζεται τη δοκιμασία των γεγονότων και την έγκριση των μαζών. Η βασική πολιτική διαδικασία της επανάστασης συνεπώς βρίσκεται στη σταδιακή κατανόηση από τη μεριά μιας τάξης των προβλημάτων που αναδεικνύονται από την κοινωνική κρίση – στον ενεργητικό προσανατολισμό των μαζών με τη μέθοδο των διαδοχικών προσεγγίσεων». (Trotsky, History of the Russian Revolution, σελ. 16 στην τρίτομη αγγλική έκδοση paperback, Sphere Books 1967).
Αυτή η εικόνα της επανάστασης ως διαδικασίας όπου οι μάζες ανακαλύπτουν, διδάσκουν και διδάσκονται σε ενεργητική σύγκρουση με τις άλλες τάξεις και τα κόμματά τους αλλά και σε διάλογο με τα πρωτοπόρα κομμάτια τους μάς είναι απαραίτητη για να μην τεμαχίζουμε την επαναστατική διαδικασία και σκοντάφτουμε στα πρώτα στάδιά της.
Δυναμική
Η επανάσταση μπορεί να ξεκινάει σαν σύγκρουση με την πολιτική έκφραση του παλιού καθεστώτος, αλλά δεν περιορίζεται εκεί. Η εισβολή των μαζών στο προσκήνιο και η νέα αυτοπεποίθησή τους οξύνει την αντίθεση με όλες τις μορφές εκμετάλλευσης και καταπίεσης της παλιάς κοινωνίας, από όπου κι αν προέρχονται. Τα συμπεράσματα του Τρότσκυ στη «Διαρκή Επανάσταση» μετά το 1905 συνοδεύουν όλες τις επαναστάσεις από τότε. Όπως οι εργάτες της Πετρούπολης γυρνώντας στα εργοστάσιά τους μετά από τις οδομαχίες με το Τσαρικό καθεστώς δεν υπήρχε περίπτωση να μείνουν γονατισμένοι απέναντι στα αφεντικά τους και προχώρησαν να χαρίσουν στην ιστορία το θεσμό των σοβιέτ μετατρέποντας την επανάσταση από δημοκρατική σε σοσιαλιστική, η ίδια δυναμική εκδηλώνεται πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις.
Έτσι μετατρέπονται οι εργατικές επαναστάσεις σε «πανηγύρι όλων των καταπιεσμένων». Οι εθνότητες που ζούσαν στην τσαρική «φυλακή των λαών», οι αγρότες που έβλεπαν τη γη που καλλιεργούσαν να ανήκει στους «ευγενείς» γαιοκτήμονες, οι γυναίκες, οι θρησκευτικές μειονότητες, οι πάντες είδαν τα εργατικά σοβιέτ να στέκονται σαν απελευθερωτές στο πλάι τους στην επαναστατημένη Ρωσία του 1917.
Υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι πίσω από αυτή τη δυναμική. Η συλλογικότητα της εργατικής τάξης έχει κάθε συμφέρον να καταργήσει τους ανταγωνισμούς που καλλιεργεί ο καπιταλισμός. Η τυφλή ανταγωνιστική συσσώρευση που είναι «ο Μωυσής και οι προφήτες» για τους καπιταλιστές είναι η δύναμη που ωθεί αυτό το σύστημα να υιοθετεί και να αναπαράγει σε πιο έντονο βαθμό τις μορφές διακρίσεων λόγω φύλου, φυλής, εθνότητας, θρησκείας, γλώσσας, σεξουαλικής προτίμησης ή ηλικίας που βρίσκει κληρονομημένες από προηγούμενες μορφές της ταξικής κοινωνίας. Οι εργάτες στην πάλη τους ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση ξεριζώνουν τη βασική αιτία των διακρίσεων και στέκουν σαν απελευθερωτές μπροστά σε όλους τους καταπιεσμένους. Όχι «μόνο» απέναντι στις καταπιεσμένες μειονότητες αλλά και απέναντι στα τμήματα εκείνα της τάξης τους που μπορεί να μπήκαν αρχικά στον αγώνα «μόνο» για τη σύγκρουση με τον Τσάρο, με τη Χούντα, με τον Μουμπάρακ…
Τα ίδια αυτά απελευθερωτικά γνωρίσματα τα συναντάμε σε όλες τις επαναστάσεις, από την Παρισινή Κομμούνα, όπου η αποχώρηση της αστυνομίας από την πόλη έμοιαζε να είχε πάρει μαζί της και την εγκληματικότητα όπως παρατηρούσε ο Μαρξ, μέχρι το ρόλο των γυναικών στην πλατεία Ταχρίρ και στις απεργίες της Μαχάλα στην Αίγυπτο στις μέρες μας.
Οι δεσμοί ανάμεσα στις εξεγέρσεις των καταπιεσμένων και στην αντικαπιταλιστική πάλη της εργατικής τάξης μπορεί να έχουν αντικειμενικές ρίζες, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι αυτόματα ορατοί και αποδεκτοί από τους επαναστάτες. Το πιο συνηθισμένο λάθος στην ιστορία των εργατικών επαναστάσεων είναι να ορθώνονται σινικά τείχη ανάμεσα στα στάδια αυτής της πορείας.
Στη Ρωσία, τον Απρίλη του 1917, ο Λένιν χρειάστηκε να δώσει μάχη μέσα στο ίδιο το επαναστατικό κόμμα των Μπολσεβίκων ενάντια στις απόψεις που έβαζαν τελεία ανάμεσα στην ανατροπή του Τσάρου και τη σοσιαλιστική επανάσταση. Όμως αυτή η μάχη δεν κερδήθηκε στην Ισπανία του 1936 απέναντι στις δυνάμεις που έβαζαν τελεία ανάμεσα στον αντιφασιστικό αγώνα και τη σοσιαλιστική επανάσταση. Το ίδιο έγινε στην Ελλάδα της αντιναζιστικής αντίστασης με αποτέλεσμα να χαθεί μια νικηφόρα επανάσταση.
Μοιάζει λογικοφανές όταν τα συνθήματα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου ήταν «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», να υπάρχει άρνηση του αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα της. Το καλοκαίρι της Μεταπολίτευσης του 1974 οι αντικαπιταλιστές επαναστάτες ήμασταν απελπιστικά μόνοι, καθώς ο μεγάλος όγκος της Αριστεράς πίστευε ότι τώρα χτίζουμε δημοκρατία, οι σοσιαλιστικές διεκδικήσεις θα έρθουν αργότερα. Όμως και στη Ρώσικη Επανάσταση τα άμεσα αιτήματα ήταν η ανατροπή του Τσάρου, ο τερματισμός του πολέμου, η γη στους αγρότες. Αλλά κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει σοβαρά τους δεσμούς ανάμεσα στους αγώνες για εκείνα τα αιτήματα και την πάλη για να περάσει όλη η εξουσία στα σοβιέτ. Και σήμερα δεν πρέπει να περιμένουμε να αναδειχθούν «καθαρά» αντικαπιταλιστικά αιτήματα για να κάνουμε τη σύνδεση ανάμεσα στις άμεσες διεκδικήσεις και τη δικαίωσή τους με το πέρασμα της εξουσίας στα χέρια των εργατών όταν ξεσπάσει επαναστατική κατάσταση.
Συνδέσεις
Η οικοδόμηση αυτών των συνδέσεων είναι μια διαρκής πολιτική μάχη όχι μόνο πριν αλλά και μέσα στις επαναστάσεις. Με μια διπλή έννοια. Αφενός οι εργάτες μπαίνουν στις κάθε λογής μάχες σαν τάξη, σαν εργάτες και δεν αυτοδιαλύονται μέσα στο κίνημα που ξεκινάει π.χ. με αίτημα την ανατροπή ενός δικτατορικού καθεστώτος. Και αφετέρου, όσο κι αν τα μέτωπα της επανάστασης μπορεί να απλώνονται κοινωνικά ενάντια στην εκμετάλλευση και κάθε λογής καταπίεση, η τύχη της επανάστασης κρίνεται στο πολιτικό επίπεδο, στην κατάληψη της εξουσίας από τους ίδιους τους εργάτες.
Ο λόγος για αυτή την αντιμετώπιση έχει να κάνει με τον χαρακτήρα του κράτους. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς τονίζουν ότι όλες οι προηγούμενες επαναστάσεις στην ιστορία οδήγησαν στην ενίσχυση του κράτους, μόνο οι εργατικές επαναστάσεις θα φέρουν την καταστροφή του αστικού κράτους και τον μαρασμό του κράτους συνολικά. Γράφει σχετικά ο Ένγκελς ότι κάθε κράτος διαθέτει μια «δημόσια δύναμη» που δεν αποτελείται μόνο από ένοπλους άνδρες αλλά και από υλικές παραφυάδες, φυλακές και θεσμούς εξαναγκασμού κάθε είδους… (αυτή η δημόσια δύναμη) «ενισχύεται στο βαθμό που οι ταξικοί ανταγωνισμοί γίνονται πιο οξυμένοι και καθώς τα γειτονικά κράτη γίνονται πιο μεγάλα και με μεγαλύτερους πληθυσμούς».
Και συμπληρώνει ο Μαρξ:
«Ο συγκεντροποιημένος κρατικός μηχανισμός που με τα πολύπλοκα στρατιωτικά, γραφειοκρατικά, εκκλησιαστικά και δικαστικά όργανά του περισφίγγει τη ζωντανή κοινωνία σαν βόας, σχηματίστηκε για πρώτη φορά στις μέρες της Απολυταρχίας σαν όπλο της αναδυόμενης σύγχρονης κοινωνίας στον αγώνα της κατά της φεουδαρχίας. …Η πρώτη γαλλική επανάσταση με το καθήκον της να εγκαθιδρύσει την εθνική ενότητα (να ιδρύσει ένα έθνος) χρειάστηκε να γκρεμίσει κάθε τοπική, εδαφική, περιφερειακή ανεξαρτησία στις πόλεις και στην επαρχία. Αναγκάστηκε, επομένως, να αναπτύξει αυτό που είχε ξεκινήσει η Απολυταρχία, την συγκέντρωση και οργάνωση της κρατικής εξουσίας και να επεκτείνει το πεδίο και τις δικαιοδοσίες της κρατικής εξουσίας, το πλήθος των εργαλείων της, την ανεξαρτησία της και την υπερφυσική επιρροή της πάνω στην πραγματική κοινωνία» (βλέπε σχετικά στο βιβλίο του Άλεξ Καλλίνικος, Οι επαναστατικές ιδέες του Καρλ Μαρξ, ελληνική έκδοση από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο).
Αυτό σημαίνει ότι η εργατική τάξη μπαίνει στις πολιτικές μάχες που μπορεί να οδηγούν άλλες τάξεις ή τμήματα τάξεων σε σύγκρουση με τη μορφή της πολιτικής εξουσίας από διαφορετική αφετηρία και με διαφορετική προοπτική από όλες τις άλλες τάξεις. Για να το πούμε διαφορετικά, άλλες τάξεις μπορούν να έχουν σαν στόχο των πολιτικών τους κινητοποιήσεων να μεταρρυθμίσουν το κράτος και να διαχειριστούν την επόμενη μορφή του είτε συνολικά είτε σαν κομμάτι μιας κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας. Η εργατική τάξη δεν μπορεί να υποτάξει το δικό της κίνημα σε τέτοιες στρατηγικές παρά μόνο με τίμημα την δική της ήττα.
Αυτό το έχει δείξει η ιστορική εμπειρία πολλές φορές π.χ. με την τύχη που είχαν τα κινήματα Αντίστασης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις χώρες όπου συνεργάστηκαν στην «ομαλή μετάβαση στη δημοκρατία», όπως στην Ιταλία και στη Γαλλία. Το βλέπουμε, όμως, και θετικά σήμερα π.χ. στην Αίγυπτο, όπου η εμφάνιση των εργατών σαν απεργών και όχι απλά σαν δημοκρατικών διαδηλωτών έκανε τη διαφορά για την πτώση του Μουμπάρακ.
Η διατήρηση της πολιτικής αυτονομίας της εργατικής τάξης μέσα στην επαναστατική διαδικασία δεν σημαίνει ταμπούρωμα της τάξης στα εργοστάσια και αποχή από τις πολιτικές μάχες για να μην λερώσει τα χέρια της σε συγκρούσεις που δεν γίνονται πρόσωπο με πρόσωπο με τα αφεντικά. Όπου επικράτησαν τέτοιου είδους αναρχικές αντιλήψεις κόστισαν ακριβά. Είτε γιατί αφήνουν ολόκληρα τμήματα της τάξης έκθετα στην επιρροή πολιτικών πρωτοβουλιών άλλων δυνάμεων, είτε γιατί όταν φτάνει η κρίσιμη στιγμή του «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ», οι δυνάμεις της τάξης βρίσκονται κατακερματισμένες σε απομονωμένα μετερίζια, κάθε χώρος δουλειάς στην «αυτονομία» του.
Η ενοποίηση και συγκέντρωση όλων των δυνάμεων της τάξης μέσα στην πορεία της επαναστατικής διαδικασίας είναι μια τέχνη που απαιτεί τα κατάλληλα εργαλεία. Αυτός είναι ο ρόλος της επαναστατικής ηγεσίας. Όπως έγραφε ο Τρότσκι στον ίδιο πρόλογο που αναφέραμε πιο πάνω:
«(τα κόμματα και οι ηγέτες) αποτελούν ένα στοιχείο που δεν είναι ανεξάρτητο αλλά παρόλα αυτά είναι πολύ σημαντικό στοιχείο της διαδικασίας. Χωρίς μια κατευθυντήρια οργάνωση, η ενέργεια των μαζών θα εξατμιζόταν όπως ο ατμός χωρίς το έμβολο. Παρόλα αυτά, αυτό που κινεί τα πράγματα δεν είναι το έμβολο ή το κουτί που το περιβάλει αλλά ο ατμός».
Το κλειδί για να υπάρχει η συνέργια ανάμεσα στον «ατμό και στο έμβολο» είναι η έννοια της εργατικής πρωτοπορίας. Μια έννοια πολύ συκοφαντημένη από τους αστούς αλλά και από όλους όσους επιμένουν να ταυτίζουν τον Λένιν με τον Στάλιν.
Λένιν
Η εργατική τάξη δεν κινείται ενιαία. Αυτό ισχύει για την καθημερινότητα μέσα στον καπιταλισμό, όπου οι εργάτες που είναι διατεθειμένοι να παλέψουν για τα συμφέροντα της τάξης τους και κατανοούν με ποιους τρόπους μπορεί να γίνει αυτό αποτελούν μια μειοψηφία. Οι πιο πολλοί έχουν στερηθεί είτε τον χρόνο είτε την αυτοπεποίθηση για να βάλουν τον εαυτό τους σε αυτή την προσπάθεια. Αλλά ακόμη και όταν φτάνουμε σε επαναστατικές συνθήκες, η ανομοιομορφία της τάξης δεν εξαφανίζεται. Τόσο οι εμπειρίες των αγώνων που έχουν προηγηθεί όσο και τα διδάγματα από τις μάχες, τις στροφές και τα γυρίσματα της επαναστατικής διαδικασίας δεν αφομοιώνονται ομοιόμορφα από όλα τα τμήματα της τάξης. Η ύπαρξη εργατικής πρωτοπορίας δεν είναι εγκεφαλικό δημιούργημα του Λένιν, είναι αποτέλεσμα αυτού που ο Μαρξ έλεγε, ότι οι άνθρωποι γράφουν ιστορία αλλά όχι μέσα σε συνθήκες της δικής τους επιλογής.
Υπάρχουν αντιλήψεις που επιλέγουν να αγνοούν την ύπαρξη της εργατικής πρωτοπορίας. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα προτιμούν να είναι «πολυσυλλεκτικά», δηλαδή να στεγάζουν και εργάτες που πρωτοστατούν στις απεργίες αλλά και εργάτες που μπορεί να τσιμπάνε στις ρατσιστικές ιδέες. Αντιμετωπίζουν την τάξη σαν εκλογική πελατεία και προσαρμόζονται στη διαστρωμάτωση της τάξης που προκαλεί η ιδεολογική ηγεμονία των καπιταλιστών. Το αποτέλεσμα είναι ότι σε αυτά τα κόμματα κυριαρχούν οι αστικές ηγεσίες που μπορούν πάντα να επικαλούνται τη «σιωπηλή πλειοψηφία» της βάσης απέναντι σε κάθε αμφισβήτησή τους από τα αριστερά.
Τα ρεφορμιστικά κόμματα που προέρχονται από τον εκφυλισμό των κομμουνιστικών κομμάτων μετά την επικράτηση του σταλινισμού, είτε έχουν αφομοιωθεί στο ρεύμα της σοσιαλδημοκρατίας, είτε όπου διατηρούνται, όπως το ΚΚΕ, πάσχουν από αθεράπευτη διγλωσσία. Απευθύνονται στην εργατική πρωτοπορία, αλλά με στόχο να την συγκρατήσουν στα όρια του «εφικτού» της ρεφορμιστικής στρατηγικής. Πίσω από τη ρητορική για τις επαναστατικές παραδόσεις κρύβουν την διαρκή ηττοπάθεια που σε όλες τις κρίσιμες στιγμές κυριαρχεί.
Τέλος, το αναρχικό ρεύμα ταυτίζει την πρωτοπορία με τον εαυτό του. Η τάξη κοιμάται και αυτές οι αντιλήψεις βλέπουν το ρόλο τους σαν ξυπνητήρι. Αυτό οδηγεί είτε σε ενέργειες υποκατάστασης, είτε σε αντιπαλότητα με τις οργανωμένες πρωτοπορίες.
Σε κάθε περίπτωση, χωρίς τη σύνδεση με την εργατική πρωτοπορία ή ακόμη χειρότερα σε αντιπαράθεση με αυτήν, είναι αδύνατο να υπάρχει θετική συμβολή στο ξεδίπλωμα της επαναστατικής διαδικασίας. Οι «διαδοχικές προσεγγίσεις» που επιχειρούν οι μάζες όταν βγαίνουν στο προσκήνιο απαιτούν ένα οργανωμένο διάλογο με το πιο προχωρημένο τμήμα της τάξης συγκροτημένο σε επαναστατικό κόμμα.
Αυτός ο διάλογος δεν ξεκινάει από μηδενική βάση ούτε χτίζεται ξαφνικά την ώρα της επανάστασης. Απαιτεί μια ολόκληρη προσπάθεια κατάκτησης των παραδόσεων και της επαναστατικής θεωρίας και μια συστηματική οικοδόμηση δεσμών με μεγάλα τμήματα της εργατικής πρωτοπορίας έστω κι αν είναι πολύ μειοψηφικά μέχρι το ξέσπασμα της επανάστασης. Αν είμαστε ειλικρινείς στη διαπίστωση ότι η επικαιρότητα των εργατικών επαναστάσεων επιστρέφει, πρέπει να βιαστούμε σε όλη αυτή τη δουλειά.