Άρθρο
Οι τυφλοί “νόμοι της αγοράς”

Εξώφυλλο του τευχους 86

Πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός και γιατί μπαίνει σε κρίσεις; Αυτό είναι το ερώτημα που αναλύει ο Κρις Χάρμαν στο βιβλίο “Καπιταλισμός Ζόμπι”και παρουσιάζει εδώ ο Σωτήρης Κοντογιάννης.

Το 2007 ένας νέος όρος προστέθηκε στο λεξιλόγιο των οικονομικών σχολιαστών: οι τράπεζες “ζόμπι”. Ηταν η εποχή όπου έσκαγε η φούσκα των ακινήτων στις ΗΠΑ που θα άφηνε πίσω της ένα τραπεζικό σύστημα γεμάτο από τα “τοξικά χρέη”. Αφρονες τραπεζίτες, έλεγαν οι διηγήσεις της εποχής, είχαν μοιράσει απλόχερα στεγαστικά δάνεια χωρίς να πάρουν καν τις πρέπουσες προφυλάξεις – να ελέγξουν αν αυτοί που έπαιρναν τα δάνεια αυτά θα είχαν τα εισοδήματα για να τα εξοφλήσουν. Οι εφημερίδες γέμισαν εκείνη την εποχή από ιστορίες για τα golden boys που εισέπρατταν αμοιβές και μπόνους εκατομυρίων για να οδηγήσουν το τραπεζικό σύστημα στον γκρεμό. Πολύ γρήγορα, όμως, φάνηκε ότι το πρόβλημα δεν περιοριζόταν στα τοξικά στεγαστικά χρέη. Ούτε περιορίζεται μόνο στις τράπεζες και τον χρηματοπιστωτικό τομέα: ολόκληρο το σύστημα, λέει ο Κρις Χάρμαν, έχει μετατραπεί σε “ζόμπι” – σε έναν ζωντανό-νεκρό που τρέφει την ακόρεστη δίψα του για αίμα από τις σάρκες της κοινωνίας.

Κρίση

Πως φτάσαμε εδώ; Λίγα μόνο χρόνια πίσω οι ηγέτες του πλανήτη μας διαβεβαίωναν σε όλους τους τόνους ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός, ο καπιταλισμός των απελευθέρωμένων αγορών και της παγκοσμιοποίησης, είχε κάνει τις κρίσεις οριστικά παρελθόν. “Ενα από τα πλέον αξιοσημείωτα γνωρίσματα του οικονομικού τοπίου των είκοσι και πλέον τελευταίων χρόνων”, έλεγε το 2004 ο Μπεν Μπερνάνκι, ο πρόεδρος της FED (της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ), “ήταν μια ουσιαστική μείωση της μακροοικονομικής αστάθειας”. Την ίδια άποψη έκφραζε και ο προκάτοχός του, ο Αλαν Γκρισνπαν, ο “μάγος των αγορών” σύμφωνα με τις εφημερίδες: οι πρόσφατες οικονομικές επιδόσεις, έλεγε, δεν είναι εφήμερες. Ο Γκόρντον Μπράουν, ο υπουργός Οικονομικών (και λίγο αργότερα πρωθυπουργός) της Βρετανίας τέλειωνε σχεδόν κάθε ομιλία του με την στερεότυπη φράση: “Οχι επιστροφή στον κύκλο άνθησης-κρίσης”.

Είχαν υπάρξει, βέβαια κάποια σύννεφα σε αυτόν τον καταγάλανο ουρανό της σταθερής οικονομικής ανάπτυξης. Το 1997 κατάρρευσε η Νοτιοανατολική Ασία. Λίγους μήνες αργότερα ήρθε η σειρά της Ρωσίας ενώ μέσα στις ίδιες της ΗΠΑ έσκασε το κανόνι της LCTM – η χρεωκοπία ενός τεράστιου, κερδοσκοπικού κεφαλαίου που απείλησε για λίγο να τινάξει ολόκληρο το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα στον αέρα. Ο πανικός, όμως, δεν κράτησε πολύ. Το ίδιο έγινε και με την ύφεση του 2001: η απαισιοδοξία που κατέλαβε στην αρχή τους βιομήχανους και τους τραπεζίτες εξαφανίστηκε πολύ γρήγορα και οι εφημερίδες έκαναν λόγο για την “ύφεση που τέλειωσε πριν ακόμα ξεκινήσει”. Το μόνο που είχε χρειαστεί ήταν μια μικρή διορθωτική παρέμβαση της FED για να επιστρέψει το σύστημα στην τροχειά της άνθησης. “Το γενικό μήνυμα”, γράφει ο Χάρμαν, “ήταν ότι ο καπιταλισμός βάδιζε από επιτυχία σε επιτυχία και δυνάμωνε συνεχώς, με παγκόσμιους ρυθμούς ανάπτυξης που υποτίθεται έσπαγαν όλα τα ρεκόρ”.

Υστερα ήρθε ο “μαύρος” Αυγουστος του 2007: μια σειρά από τράπεζες ανακάλυψαν ξαφνικά ότι “δεν ήταν δυνατόν να συμφωνήσουν τους λογαριασμούς μεταξύ τους και σταμάτησαν να δανείζουν η μία την άλλη”. Υπήρχαν, με άλλα λόγια, τρύπες στους λογαριασμούς τους – οι τρύπες που είχαν αρχίσει να αφήνουν πίσω τους τα τοξικά, μη εξυπηρετούμενα χρέη από τα στεγαστικά δάνεια. Η πιστωτική ασφυξία άρχισε σιγά-σιγά να πνίγει τράπεζες, νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Τον Σεπέμβρη του 2008 έγινε το αδιανόητο: η Λήμαν Μπράδερς, μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου χρεωκόπησε και ο τρόμος της οικονομικής κατάρρευσης απλώθηκε σε όλο τον πλανήτη. “Η αυτοϊκανοποίηση των καπιταλιστών”, γράφει ο Χάρμαν, “μετατράπηκε σε πανικό, η ευφορία τους σε απελπισία. Οι χτεσινοί ήρωες έγιναν οι σημερινοί απατεώνες. Ο Αλαν Γκρίσπαν... παραδέχτηκε στο Κογκρέσο ότι ακόμα δεν είχε πλήρως κατανοήσει τι πήγε στραβά...”.

Η ένδεια των οικονομικών

Στην πραγματικότητα, όμως, η κρίση που χτύπησε τον πλανήτη το 2007 δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. “Για τους σχολιαστές που ήταν πρόθυμοι να εξετάσουν έντιμα την κατάσταση και να σκαλίσουν κάτω από την επιφάνεια, υπήρχαν πολλά ανησυχητικά σημάδια... Οι ρυθμοί της παγκόσμιας ανάπτυξης βρίσκονταν πιο κάτω από τα επίπεδα, όχι απλά της μεγάλης άνθησης (των δεκαετιών του 1950 και του 1960) αλλά και των δεκαπέντε χρόνων που είχαν ακολουθήσει το τέλος της”. Επρεπε να είναι κανείς τυφλός ή απατεώνας για να υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός πήγαινε συνεχώς από το καλό στο καλύτερο. Ή για την ακρίβεια και τυφλός και απατεώνας: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, για παράδειγμα, στην έκθεσή του του 2007 “εξαφάνισε” κάθε στοιχείο σύγκρισης με τις “χρυσές δεκαετίες”. Τα διαγράμματά του άρχιζαν από το 1970, την χρονιά που θεωρείται σαν η αρχή του τέλους της μεγάλης οικονομικής άνθησης (το 1971 οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την συμφωνία του Μπρέτον-Γουντς που έκανε το δολάριο το κέντρο του δυτικού νομισματικού συστήματος και να υποτιμήσουν το νόμισμά τους).

Αλλά αυτή η ροζ εικόνα δεν ήταν μόνο προϊόν συγκάλυψης: ήταν ταυτόχρονα μια ακόμα ένδειξη της “ένδειας των οικονομικών”. “Η κυρίαρχη τρέχουσα εκδοχή των οικονομικών που διδάσκεται σήμερα στα πανεπιστήμια”, γράφει ο Χάρμαν στην εισαγωγή του βιβλίου, “αποδεικνύεται ότι βρίσκεται σε πλήρη αδυναμία να κατανοήσει φαινόμενα όπως αυτά..”. Η ίδια η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (η Τράπεζα των Τραπεζών) παραδέχεται ότι “κανείς δεν διέκρινε τη Μεγάλη Υφεση της δεκαετίας του '30 ή τις κρίσεις που επηρέασαν την Ιαπωνία και τη Νοτιοανατολική Ασία στις αρχές και στα τέλη της δεκαετίας του '90... Πριν από κάθε ύφεση είχε προηγηθεί μια περίοδος μη πληθωριστικής ανάπτυξης, τόσο πλουσιοπάροχης ώστε να οδηγήσει αρκετούς σχολιαστές να υποθέσουν ότι μια 'νέα εποχή' έχει εμφανιστεί”.

Αυτή η αδυναμία δεν είναι συμπτωματική. “Είναι αδυναμία συνυφασμένη με τις θεμελιώδεις παραδοχές της 'νεοκλασσικής' και της 'οριακής' σχολής οι οποίες έχουν κυριαρχήσει ως κυρίαρχο ρεύμα της οικονομικής επιστήμης εδώ και εκατον εικοσι πέντε χρόνια. Οι θεμελιωτές αυτών των σχολών έθεσαν στον εαυτό τους το καθήκον να δείξουν το πως 'καθαρίζουν' οι αγορές: δηλαδή το πως όλα τα αγαθά που φθάνουν σε αυτές θα βρούν αγοραστές. Αυτό, όμως, προϋποθέτει προκαταβολικά ότι δεν είναι δυνατόν να συμβούν κρίσεις...”.

Μόνο μια παράδοση αποδείχτηκε ότι ήταν σε θέση να κατανοήσει τα αίτια που οδηγούσαν το σύστημα σε κρίση. Και αυτή είναι η παράδοση που έχει σαν αφετηρία της τα κείμενα του Καρλ Μαρξ και του μακροχρόνιου συνεργάτη του, του Φρίντριχ Εγκελς.

Ο Μαρξ έζησε στα μέσα του 19ου αιώνα, σε μια εποχή όπου ο καπιταλισμός ήταν ελάχιστα αναπτυγμένος, αν συγκριθεί με την σημερινή εποχή. Παρόλα αυτά τα κείμενά του – όπου περιγράφει γλαφυρά όχι μόνο την εκμετάλλευση, την καταπίεση και την εξαθλίωση που φέρνει στους εργάτες και τους φτωχούς ο καπιταλισμός αλλά και την δυναμική του που “επαναστατικοποιεί διαρκώς τα όργανα της παραγωγής και ως εκ τούτου τις σχέσεις παραγωγής και μαζί με αυτές όλες τις σχέσεις στην κοινωνία” – μοιάζουν, μέσα στις σημερινές συνθηκες της κρίσης, κυριολεκτικά προφητικά. Ο Χάρμαν αφιερώνει το πρώτο μέρος του βιβλίου του στην παρουσίασή της θεωρίας του Μαρξ. Αλλά δεν είναι μια απλή παρουσίαση: ο Χάρμαν απαντάει στις σελίδες αυτές σε όλες τις σοβαρές αντιρρήσεις που έχουν κατά καιρούς εκτοξεύσει ενάντια στον Μαρξ, όχι μόνο οι αστοί αλλά και διάφοροι αριστεροί – ακόμα και μαρξιστές – οικονομολόγοι. Οπως γράφει και ο Πάνος Γκαργκάνας στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης “κατά τη γνώμη μας, τα πέντε πρώτα κεφάλαια αυτού του βιβλίου αποτελούν την καλύτερη παρουσίαση μιας τέτοιας μαρξιστικής θεωρίας από τότε που ο Πολ Σουίζι έγραψε τη Θεωρία της Καπιταλιστικής Ανάπτυξης το 1942”.

Πτώση της κερδοφορίας

Ο Μαρξ στηρίχτηκε για τις οικονομικές του μελέτες στους“πατέρες” της αστικής πολιτικής οικονομίας – τον Ανταμ Σμιθ και τον Ντέιβιντ Ρικάρντο. Οι θιασώτες της ελεύθερης αγοράς ορκίζονται στο όνομα τους – το 1989, όταν κατάρρευσε το τείχος του Βερολίνου στα “καλά καταστήματα” κυκλοφορούσαν γραβάτες διακοσμημένες με το προφίλ του Ανταμ Σμιθ. Στην πραγματικότητα, όμως, έχουν πάρει διαζύγιο με τις βασικές τους απόψεις. Ο Σμιθ και ο Ρικάρντο προσπάθησαν να λύσουν το πρόβλημα των τιμών – να βρούν έναν αντικειμενικό τρόπο για να ερμηνεύσουν γιατί ένα κιλό βούτυρο ανταλλάσεται στην αγορά με πχ πενήντα κιλά ψωμί. Η απάντησή τους ήταν αυτό που σήμερα ονομάζεται ο “νόμος της αξίας”. Αυτό που καθορίζει τις ποσότητες με τις οποίες ανταλλάσονται μεταξύ τους τα εμπορεύματα στην αγορά, έλεγαν, δεν είναι η χρησιμότητά τους (ένα υποκειμενικό χαρακτηριστικό) αλλά η εργασία που χρειάζεται για να παραχθούν. Οι αστοί οικονομολόγοι που τους διαδέχτηκαν, όμως, εγκατέλειψαν τον νόμο της αξίας και υιοθέτησαν τις απόψεις της “προσφοράς και της ζήτησης” που στηρίζονται σε υποκειμενικά και άρα αυθαίρετα κριτήρια. Το αποτέλεσμα ήταν μια σύγχυση που βολεύει τις άρχουσες τάξεις μια και αυτή η θολούρα κρύβει την εκμετάλλευση, τον πυρήνα της οικονομικής τους κυριαρχίας, αλλά τους αφήνει ταυτόχρονα τυφλούς απέναντι στις καταστροφικές δυνάμεις του συστήματος.

Σε αντίθεση με τους αστούς οικονομολόγους ο Μαρξ είχε από την αρχή προβλέψει ότι το σύστημα ήταν καταδικασμένο να πέφτει ξανά και ξανά σε κρίσεις. Η ερμηνεία του ήταν αυτό που ονομάζεται “ο νόμος της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους”. Το σύστημα, έλεγε συνοπτικά ο Μαρξ, έχει την τάση να υπονομεύει συνεχώς την κερδοφορία του κεφάλαιου – και μαζί με αυτήν και τους ρυθμούς των επενδύσεων και της ανάπτυξης. Το αποτέλεσμα είναι να φτάνει πάντα, αργά ή γρήγορα, σε ένα σημείο όπου η λειτουργία του ολόκληρη διακόπτεται: οι επενδύσεις σταματάνε, οι επιχειρήσεις κλείνουν, τα μηχανήματα γίνονται παλιοσίδερα και τα δάνεια – που είχαν χρηματοδοτήσει αυτές τις κατεστραμμένες πλέον επενδύσεις – μετατρέπονται σε “τοξικά”.

Αυτή η πτώση της μέσης κερδοφορίας του συστήματος κρύβεται πίσω από την σημερινή κατάρρευση. Ο Χάρμαν αφιερώνει στο βιβλίο του ένα ολόκληρο κεφάλαιο γεμάτο από εμπειρικά στοιχεία, αναλύσεις και συγκριτικές εκτιμήσεις (οι επιχειρήσεις συστηματικά μαγειρεύουν τα στοιχεία της κερδοφορίας τους, άλλοτε προς τα κάτω για να αποφύγουν την φορολογία και άλλοτε προς τα πάνω για να δελεάσουν τους επενδυτές στα χρηματιστήρια) για τα ποσοστά κέρδους και την πορεία τους μέσα στις τέσσερις δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει από την έκρηξη της “πετρελαϊκής κρίσης” της δεκαετίας του 1970 μέχρι σήμερα. “Το γενικό μοτίβο στη δεκαετία του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000”, γράφει, “ήταν... μια κάποια ανάκαμψη των ποσοστών κέρδους, αλλά ανεπαρκής για να δώσει ξανά στο σύστημα τον μακροπρόθεσμο δυναμισμό των χρόνων της μακράς οικονομικής άνθισης”. Ακόμα χειρότερα, ακόμα και αυτή η αναιμική ανάκαμψη στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο στην αύξηση της εκμετάλλευσης:

“Ο πιο σημαντικός παράγοντας για την αναζωογόνηση των ποσοστών κέρδους δεν ήταν ούτε η μηχανοργάνωση ούτε εν γένει οι αναδιαρθρώσεις του κεφάλαιου, αλλά η αυξημένη πίεση που μπόρεσε να ασκήσει το κεφάλαιο σε όσους εργάζονταν, καθώς τα αλλεπάλληλα κύματα των αναδιαρθρώσεων υπονόμευαν τους δρόμους που ακολουθούσε παλαιότερα η εργατική αντίσταση.”

Παράσιτο στην πλάτη ενός παράσιτου

Η συμπίεση των μισθών και των ημερομισθίων μπορεί να ανεβάζει την κερδοφορία του συστήματος αλλά ταυτόχρονα, κατά κανόνα, βυθίσει την οικονομία ακόμα περισσότερο στην ύφεση, αφού συρρικνώνει την αγορά των καταναλωτικών προϊόντων. Αυτό όμως δεν έγινε τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 και η αιτία ήταν η επέκταση του χρέους. Οι εργαζόμενοι μπορούσαν να συμπληρώνουν το εισόδημα που τους στερούσαν οι περικοπές από τις πιστωτικές τους κάρτες ή τα καταναλωτικά δάνεια, με εγγύηση κατά κανόνα το σπίτι τους ή το διαμέρισμά τους που – χάρη στη φούσκα των ακινήτων – έμοιαζε ότι θα άξιζε όλο και περισσότερα.

Η έκρηξη του χρέους δεν αφορούσε μόνο τα νοικοκυριά. “Τα γενικά επίπεδα του χρέους”, γράφει ο Χάρμαν, “έτειναν να μεγαλώνουν για τις κυβερνήσεις, τις μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες και για τους καταναλωτές, καθώς, στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, τα τραπεζικά δάνεια αυξάνονταν πολύ ταχύτερα από την παραγωγή”. Αλλά δεν ήταν μόνο τα δάνεια: ο χρηματοπιστωτικός τομέας διογκώθηκε σε τέτοιο βαθμό που οδήγησε πολλούς οικονομολόγους, ακόμα και διακεκριμένους αριστερούς οικονομολόγους, να μιλάνε για ένα νέο, τελείως διαφορετικό οικονομικό στάδιο, την “χρηματιστικοποίηση” της οικονομίας. “Το χαρακτηριστικό τους επιχείρημα”, γράφει ο Χάρμαν, “είναι ότι στη διάρκεια των δεκαετιών του '80 και του '90, αυτό που εμπόδισε την ανάκαμψη των ποσοστών κέδρους να μετατραπεί σε παραγωγικές επενδύσεις ήταν τα χρηματοπιστωτικά συμφέροντα”. Αν τα πράγματα ήταν έτσι τότε αυτό που χρειαζόταν θα ήταν μια “νέα αντινεοφιλελεύθερη κοινωνική συμμαχία” που θα μπορούσε να εφαρμόσει μια εναλλακτική πολιτική διαχείρισης της κρίσης. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, γράφει ο Χάρμαν, διαγράφουν μια ιστορία 180 χρόνων καπιταλισμού, γεμάτων από καταστροφικές κρίσεις.

Η διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι πραγματική. Και η κερδοσκοπία είναι πραγματική. Ο ίδιος ο Μαρξ περιέγραφε με τα παρακάτω λόγια τα διαφόρων ειδών χρεόγραφα:

“Ολα αυτά τα χαρτιά δεν είναι παρά συσσωρευμένες απαιτήσεις, νομικοί τίτλοι σε μελλοντική παραγωγή που η χρηματική ή κεφαλαιακή αξία τους είτε δεν αντιπροσωπεύει απολύτως κανένα κεφάλαιο... είτε αποτιμάται ανεξάρτητα από την αξία του πραγματικού κεφάλαιου που αντιπροσωπεύει”.

Η υπόθεση, όμως, ότι η οικονομία έχει χωριστεί σε δυο διακριτούς τομείς, έναν παρασιτικό-χρηματοπιστωτικό και έναν παραγωγικό – με ανταγωνιστικά συμφέροντα – είναι προβληματική. Ενα μεγάλο κομμάτι των κερδών όλων των μεγάλων εταιρειών προερχόταν, τα προηγούμενα χρόνια, από χρηματοπιστωτικές πράξεις: ο χρηματοπιστωτικός βραχίονας της General Electric, της μεγαλύτερης εταιρείας στον τομέα της μεταποίησης των ΗΠΑ (κατασκευάζει από ασύρματα τηλέφωνα μέχρι κινητήρες αεροπλάνων) ήταν, σύμφωνα με το περιοδικό Economist, υπεύθυνος για το 40% των κερδών της εταιρείας. Η διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα και οι φούσκες έπαιξαν, αναμφίβολα, ρόλο στην εξέλιξη της κρίσης. Αλλά, όπως γράφει ο Χάρμαν, “τελικά ο παράγοντας που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον ερχομό της κρίσης ήταν τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι παραγωγικοί τομείς του κεφάλαιου. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι ένα παράσιτο στις πλάτες ενός παράσιτου κι όχι ένα πρόβλημα που μπορεί να αντιμετωπιστεί απομονωμένα από τον υπόλοιπο καπιταλισμό.”

Συνειδητός έλεγχος της παραγωγής

Ο Μαρξ περιέγραφε τον καπιταλισμό σαν το τέρας του Φράνκενσταϊν, ένα ανθρώπινο δημιούργημα που έχει ξεφύγει από τον έλεγχο των δημιουργών του, έχει μετατραπεί σε βαμπίρ που τους ρουφάει το αίμα και απειλεί να τους αφανίσει. Καλύτερη περιγραφή για τον καπιταλισμό της εποχής της Φουκουσίμα δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί. “Το αφηνιασμένο σύστημα μας απειλεί με κάτι περισσότερο από περιοδικές κρίσεις και φριχτούς πολέμους”, γράφει ο Χάρμαν. “Θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια την συνέχιση της ανθρώπινης ζωής. Το σύστημα της αλλοτριωμένης εργασίας πλησιάζει στο ανώτατο σημείο της καταστροφικότητας. Το ζήτημα είναι, αν αυτοί που παράγουν αυτή την εργασία μπορούν να πάρουν τον έλεγχο του πλούτου της και να τον υποβάλουν σε συνειδητό έλεγχο”.

Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο σε αυτούς τους ανθρώπους – στην εργατική τάξη. Ο Μαρξ ονόμαζε την εργατική τάξη τον “ιστορικό νεκροθάφτη του καπιταλισμού”. Στα χρόνια που ακολούθησαν πολύ προσπάθησαν να αμφισβητήσουν όχι μόνο τη δύναμη της εργατική τάξης, την ικανότητά της να ανατρέψει το σημερινό σύστημα των τυφλών δυνάμεων της αγοράς και να το αντικαταστήσει με “τον συνειδητό έλεγχο”, αλλά ακόμα και την ίδια της την ύπαρξη. Η πραγματικότητα, όμως, διαψεύδει ριζικά αυτές τις απόψεις: η εργατική τάξη είναι σήμερα πιο πολυπληθής από ό,τι ήταν ποτέ στην ιστορία. Και τη δύναμή της την δείχνει καθημερινά – από την πλατεία Ταχρίρ της Αιγύπτου μέχρι την κατάληψη του Καπιτώλιου στο Ουισκόνσιν και τις συγκρούσεις με τους απεργοσπάστες στο λιμάνι της Σαγκάης.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η νίκη είναι εξασφαλισμένη – όπως δεν σημαίνει και η κρίση το αυτόματο τέλος του καπιταλισμού. “Εκείνο που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα”, λέει ο Χάρμαν στο τέλος του βιβλίου του, “είναι πως δίχως ένα τέτοιο κίνημα (που θα ανατρέψει τον καπιταλισμό), ο κόσμος στα τέλη του αιώνα θα είναι ανυπόφορος για την μεγάλη πλειοψηφία. Οπως το είχε θέσει ο Μαρξ: Οι φιλόσοφοι μέχρι τώρα εξηγούσαν τον κόσμο... Το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε”.