Τι ακριβώς “πέτυχε” ο Παπανδρέου στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ; Ο Πάνος Γκαργκάνας εξηγεί γιατί ούτε αυτό το “Σύμφωνο” δεν θα τερματίσει την κρίση.
Η άνοιξη του 2011 είναι η στιγμή της ομολογίας των αποτυχιών στην αντιμετώπιση της κρίσης τόσο από την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου όσο και από την Ε.Ε. συνολικά. Ένας τρόπος με τον οποίο εκφράζεται αυτή η ομολογία αποτυχίας είναι η αρθρογραφία που μιλάει για αντιμετώπιση της «λάθος κρίσης».
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η πιο χαρακτηριστική τοποθέτηση ήταν ίσως του κοινοβουλευτικού ηγέτη της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαγιερ, ο οποίος δήλωσε στην εφημερίδα Φαϊνάνσιαλ Τάιμς της Πέμπτης 3 Μάρτη:
«(Το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας που προωθούν η Άνγκελα Μέρκελ και ο Νικολά Σαρκοζί) μπορεί να είναι ένα πρόγραμμα αντιμετώπισης της κρίσης, αλλά αν είναι, αφορά κάποια άλλη κρίση και όχι αυτήν που έχουμε. … Κανένα από τα στοιχεία του δεν είναι κατάλληλο για να τερματίσει αυτή την Ευρωπαϊκή κρίση, η οποία δεν είναι τόσο πολύ κρίση του νομίσματος, αλλά μάλλον κρίση που προκαλείται από την οικονομική αστάθεια σε μεγάλα τμήματα της Ευρώπης».
Είχε προηγηθεί ένας από τους βασικούς αρθρογράφους της ίδιας εφημερίδας, ο Βόλφγκανγκ Μύνχαου, ο οποίος στις 28 Φλεβάρη έγραφε:
«Αυτή δεν είναι μια δημοσιονομική κρίση. Δεν είναι κρίση του Νότου. Είναι κρίση του ιδιωτικού τομέα και τραπεζών με χαμηλή κεφαλαιοποίηση. Είναι εξίσου Γερμανική κρίση όσο είναι και Ισπανική. Αυτή η παραδοχή πρέπει να είναι η αφετηρία για οποιοδήποτε αποτελεσματικό σύστημα υπέρβασής της».
Σε αντίστοιχο μήκος κύματος για την ελληνική περίπτωση, ο Παύλος Τσίμας εξιστορούσε σε άρθρο του με τίτλο «Λάθος κρίση» στα Νέα του Σαββάτου 26 Φλεβάρη πώς η κυβέρνηση Παπανδρέου χρέωνε την κρίση αρχικά στους «κακούς κερδοσκόπους», τους οποίους θα αντιμετώπιζε με «το πιστόλι πάνω στο τραπέζι», στη συνέχεια αναζήτησε ερμηνείες στο «όλοι μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου, για να καταλήξει περίπου ενάμιση χρόνο μετά την εκλογή της να έχει σηκώσει ψηλά τα χέρια και να περιμένει τη σωτηρία από την Ευρωπαϊκή Ένωση (που όπως είδαμε πιο πάνω, περίπου τις ίδιες μέρες βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση για το αν αντιμετωπίζει τη σωστή ή τη λάθος κρίση).
Γιατί όλες αυτές οι αποτυχίες, γιατί όλη αυτή η σύγχυση;
Η συνοπτική απάντηση είναι ότι η κρίση εξακολουθεί να επιδεινώνεται και οι υποτιθέμενες «λύσεις» καθημερινά εξαντλούνται. Ας δούμε την κατάσταση πιο αναλυτικά.
H αποτυχία του Μνημονίου
Κοντεύει να συμπληρωθεί η πρώτη χρονιά από την εφαρμογή του Μνημόνιου και η επιδείνωση της κατάστασης στην Ελλάδα δεν είναι πια πρόβλεψη, είναι πραγματικότητα. Το τελευταίο τρίμηνο του 2010 ήταν το χειρότερο από άποψη χειροτέρευσης της οικονομικής ύφεσης που έφτασε στο – 6,6%. Η προοπτική να μεγαλώσουν τα έσοδα του ελληνικού προϋπολογισμού μέσα σε συνθήκες συρρίκνωσης της οικονομίας είναι χλωμή. Και γίνεται ακόμη πιο χλωμή όσο το διεθνές περιβάλλον απομακρύνει τις όποιες προβλέψεις οικονομικής ανάκαμψης. Και μόνο η άνοδος της τιμής του πετρελαίου μετά τις εξεγέρσεις στη Μέση Ανατολή αρκεί για να γίνει κατανοητό αυτό.
Όλο το βάρος για να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα κονδύλια για την εξυπηρέτηση των τόκων του δημόσιου χρέους πέφτει στο σκέλος των δαπανών. Όμως ακόμη και η Κομισιόν της ΕΕ διαπιστώνει στην τελευταία έκθεσή της ότι το κονδύλι των τόκων αυξάνεται περισσότερο και από τις προβλέψεις του Μνημόνιου. Συγκεκριμένα στην τελευταία έκθεσή της για την Ελλάδα διαπιστώνει ότι «υψηλότερες από τις μέχρι τώρα προβλεπόμενες δαπάνες για τόκους συντελούν στο δημοσιονομικό χάσμα». Στην ίδια έκθεση, σε πίνακα για τους παράγοντες που δημιουργούν “snowball effect” (δηλαδή μορφή χιονοστιβάδας) στο χρέος, παρατίθενται τα εξής στοιχεία για την πορεία των δαπανών για τόκους ως ποσοστό επί του ΑΕΠ:
2009 5,3%
2010 6,5%
2011 6,6%
2012 7,4%
2013 8,0%
2014 8,2%
Τα νούμερα για το 2011 και μετά είναι προβλέψεις και πολύ πιθανά θα αναθεωρηθούν προς τα πάνω μετά την εμπειρία του άλματος που έγινε το 2010. Κανένας δεν πιστεύει ότι η αύξηση του μερίδιου των τόκων θα είναι μόνο 0,1% φέτος ενώ πέρσι ήταν 1,2%. Ακόμα και έτσι όμως, αυτά τα στοιχεία δείχνουν μια σταθερή πορεία ανόδου για τα βάρη που καλείται να σηκώσει ο ελληνικός προϋπολογισμός.
Ταυτόχρονα, η αναζήτηση νέων περικοπών στις δαπάνες από τον Παπακωνσταντίνου γίνεται όλο και πιο εξωπραγματική για λόγους τόσο οικονομικούς όσο και πολιτικούς.
Η εργατική αντίσταση στα κάθε λογής σχέδια περικοπών δεν δείχνει κανένα σημάδι κάμψης. Η πανεργατική απεργία στις 23 Φλεβάρη ήταν επιπέδου 5 Μάη, οι γιατροί έκαναν κατάληψη στο υπουργείο Υγείας, γονείς και εκπαιδευτικοί ξεσηκώνονται ενάντια στις συγχωνεύσεις σχολείων, η Καθημερινή διαπιστώνει πρωτοσέλιδα με θλίψη ότι οι μετατάξεις στον ΟΣΕ που είχαν ψηφιστεί τον περασμένο Σεπτέμβρη δεν έχουν γίνει ακόμη. Και οι εργαζόμενοι στις συγκοινωνίες συνεχίζουν απεργιακά παρά την ψήφιση του νομοσχέδιου που κλιμακώνει τις περικοπές στο δικό τους τομέα.
Όσο για τα σχέδια να προκύψουν 50 δις από ιδιωτικοποιήσεις της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου, ακόμη και οι χειροκροτητές αυτού του προσανατολισμού αναρωτιούνται πού θα βρεθούν οι επενδυτές που θα αγοράσουν αυτά τα φιλέτα μέσα στις σημερινές συνθήκες.
Όλα αυτά τα στοιχεία μαζί, αναγκάζουν τόσο την ελληνική κυβέρνηση όσο και τους ευρωπαίους τραπεζίτες και τις κυβερνήσεις της ΕΕ να αντιμετωπίσουν το ερώτημα: είναι δυνατόν να μειωθούν οι αβάστακτοι τόκοι που πληρώνει το ελληνικό δημόσιο πριν αναγκαστεί να δηλώσει αδυναμία πληρωμής; Και αν γίνει κάτι τέτοιο μπορεί να αφορά μόνο την Ελλάδα ή αναγκαστικά θα γενικευτεί και για την Ιρλανδία και την Πορτογαλία και όποια άλλη χώρα μέλος έχει σειρά;
Τα αδιέξοδα της ΕΕ
Στο σημείο αυτό εκδηλώνονται τα προβλήματα και τα αδιέξοδα της ίδιας της ΕΕ.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αυτή τη στιγμή έχει χαράξει πορεία όχι μείωσης αλλά αύξησης των επιτοκίων στην Ευρωζώνη. Ο ίδιος ο Τρισέ δήλωσε την Πέμπτη 4 Μάρτη ότι μια αύξηση των επιτοκίων τον επόμενο μήνα «δεν είναι βέβαιη αλλά είναι πιθανή». Ο λόγος για αυτόν τον προσανατολισμό είναι οι πληθωριστικές πιέσεις που εμφανίζονται. Πραγματικά ανεβαίνουν οι τιμές όχι μόνο του πετρέλαιου αλλά και άλλων πρώτων υλών, όπως τα μέταλλα αλλά και τα τρόφιμα. Αυτές οι ανοδικές τάσεις δεν είναι αποτέλεσμα της αναταραχής στη Μέση Ανατολή αλλά της κερδοσκοπίας που εκδηλώνεται, καθώς τεράστια κεφάλαια αντί να κατευθύνονται σε επενδύσεις προτιμούν τα παιχνίδια στα διεθνή χρηματιστήρια πρώτων υλών.
Η ΕΚΤ, λοιπόν, θα ήθελε να φρενάρει αυτή την τάση ανεβάζοντας τα επιτόκιά της. Ακόμη και το ρεπορτάζ των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, όμως, επισημαίνει ότι η προηγούμενη τέτοια απόπειρα είχε γίνει το 2008 λίγο πριν από τη χρεοκοπία της Λίμαν Μπράδερς. Με άλλα λόγια, μια πολιτική που εμφανίζεται ως προστασία από τον πληθωρισμό απειλεί να επιταχύνει την πορεία των υπερχρεωμένων χωρών και των προβληματικών τραπεζών προς την χρεοκοπία. Όχι μόνο ακριβαίνοντας τον δανεισμό τους αλλά και επιδεινώνοντας την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών τους, καθώς το Ευρώ ήδη ανατιμήθηκε και μόνο με τη δήλωση Τρισέ.
Όλες οι θυσίες που ήδη επιβάλει ο Παπακωνσταντίνου και οι ομόλογοί του στην Πορτογαλία και αλλού, αλλά και όλες οι θυσίες που θέλει να θεσμοθετήσει η Μέρκελ και ο Σαρκοζί με το «Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας» για να γίνουν οι οικονομίες των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας «συμβατές» με το ακριβό ευρώ, μετατρέπονται σε ματαιοπονία καθώς αρκεί μια δήλωση της ΕΚΤ για να αλλάξουν οι όροι του παιχνιδιού ανεβάζοντας το κοινό νόμισμα ακόμη πιο ψηλά.
Με απλά ελληνικά, μέσα στις σημερινές συνθήκες η προοπτική ότι η κρίση θα ξεπεραστεί βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα των χωρών της περιφέρειας μοιάζει από μακρινή μέχρι άπιαστη.
Ορισμένοι αναλυτές, κατά κύριο λόγο στη Γερμανία, απαντούν ότι τέτοιες χώρες θα έπρεπε να αφεθούν στην τύχη τους. Στα τέλη Φλεβάρη, 189 Γερμανοί οικονομολόγοι τάχθηκαν δημόσια κατά των σχεδίων δημιουργίας «μηχανισμών διάσωσης» της ΕΕ και υπέρ της άμεσης χρεοκοπίας των υπερχρεωμένων χωρών της Ευρωζώνης. Όμως ακόμη και μέσα στη Γερμανία, κανένας δεν είναι βέβαιος για την έκταση των προβλημάτων που θα προκαλούσε στις ευρωπαϊκές (και στις γερμανικές) τράπεζες μια τέτοια χρεοκοπία. Υπάρχουν εκτιμήσεις που ισχυρίζονται ότι οι γερμανικές ιδιαίτερα τράπεζες έχουν αξιοποιήσει τον χρόνο που έχει μεσολαβήσει από το περσινό ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης χρέους για να απαλλαγούν από τα ελληνικά ομόλογα και άρα έχουν ισχυροποιήσει τη θέση τους απέναντι στην προοπτική της χρεοκοπίας. Όμως, κανένας δεν μπορεί να είναι βέβαιος, ούτε καν η Μέρκελ η οποία αναγκάστηκε να αποδεχθεί την παραίτηση του σκληροπυρηνικού κεντρικού τραπεζίτη της Μπούντεσμπανκ Άξελ Βέμπερ που διαφωνούσε με τις οποιεσδήποτε «διευκολύνσεις» προς τις υπερχρεωμένες χώρες.
Έτσι μένει ανοιχτή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων η προοπτική να συμφωνηθούν μέτρα όπως η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των 110 δις του Μνημόνιου από την Ελλάδα, η μείωση του επιτόκιου για το αντίστοιχο δάνειο της Ιρλανδίας και η πρόταση για επαναγορά του χρέους (όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και του Βέλγιου και της Πορτογαλίας και άλλων) με τη βοήθεια «Ευρωομόλογου» ή άλλων διαδικασιών της ΕΚΤ ή του ευρωπαϊκού «μηχανισμού» χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Τέτοια μέτρα μπορεί να φτάσουν να μειώσουν βραχυπρόθεσμα το μέγεθος των τόκων που πληρώνει ο ελληνικός προϋπολογισμός (και ο ιρλανδικός και ο πορτογαλικός…) έτσι ώστε να απομακρυνθεί ο κίνδυνος αδυναμίας πληρωμής με όλες τις συνέπειες που θα είχε κάτι τέτοιο για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Ο στόχος παραμένει πάντοτε η σωτηρία των τραπεζών και όχι των λαών της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Το παζάρι της 25 Μάρτη
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να δούμε τα μέτρα στα οποία συμφώνησε η «ενδιάμεση» Σύνοδος Κορυφής της 11 Μάρτη και η διαπραγμάτευση για τα οποία θα συνεχιστεί στις 25 Μάρτη. Ο Παπανδρέου πανηγυρίζει ότι εξοικονόμησε 6 δις για την Ελλάδα εξασφαλίζοντας επιμήκυνση του δανείου και μείωση του επιτοκίου. Ακόμη και αν αποδεχθεί κάποιος αυτόν τον υπολογισμό (που είναι αυθαίρετος), το ποσό παραμένει πολύ μικρό για να δώσει λύση στην κρίση χρέους. Ούτε καν ότι η χρεοκοπία θα είναι «ελεγχόμενη» δεν εξασφαλίζει. Μόνο λίγο χρόνο εξασφαλίζει για όλες τις πλευρές ενώ τα ανοιχτά ερωτήματα παραμένουν πολλά.
Τα σχόλια των εφημερίδων συνήθως κεντράρουν στην αδιαλλαξία της Γερμανίας και τις φιλοδοξίες της να θέσει κάτω από τον έλεγχό της τις οικονομίες των άλλων χωρών της ΕΕ. Αυτή είναι μια πλευρά του ζητήματος και ασφαλώς οι όροι που θέτει το λεγόμενο «Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας» Μέρκελ-Σαρκοζί προωθούν τον έλεγχο του γαλλογερμανικού άξονα στα δημόσια οικονομικά των χωρών μελών που θα το αποδεχθούν ως αντάλλαγμα για τα όποια μέτρα «διάσωσης» από την κρίση χρέους. Υπάρχουν διαφωνίες και εθνικοί ανταγωνισμοί γύρω από αυτό το παζάρι. Ο Ζακ Ντελόρ, ο Ρομάνο Πρόντι και ο Γκι Φερχόφσταντ, πρώην πρόεδροι της Κομισιόν και της κυβέρνησης του Βελγίου αντίστοιχα, προτείνουν να προωθηθεί ένα παρόμοιο Σύμφωνο μέσα από την Κομισιόν για να μειωθούν οι εντάσεις απέναντι στην πρωτοβουλία Μέρκελ-Σαρκοζί. Η «ενδιάμεση» Σύνοδος Κορυφής της 11 Μάρτη ήδη μετονόμασε αυτό το πακέτο λιτότητας σε «Σύμφωνο για το Ευρώ». Η Ελλάδα έβαλε στο λαιμό της τη θηλιά των αποκρατικοποιήσεων ύψους 50 δις, η Ιρλανδία πιέζεται να προσαρμόσει τους φορολογικούς συντελεστές της στα επίπεδα που θέλει το Βερολίνο, η Πορτογαλία εκβιάζεται να μπει στο ίδιο καθεστώς με την Ελλάδα και την Ιρλανδία.
Όμως, έστω και αν προκύψουν, όπως έχει γίνει συχνά στο παρελθόν, συμβιβασμοί γύρω από την έκταση της παραχώρησης εθνικής κυριαρχίας προς την ΕΕ από τα κράτη μέλη, παραμένουν δυο βασικά προβλήματα που εμποδίζουν την αντιμετώπιση της κρίσης ακόμη και με τους όρους της ΕΕ.
Ένα πρώτο πρόβλημα αφορά την εκτίμηση του τι είναι βιώσιμο: πόσο πρέπει να κοπεί το ελληνικό χρέος ή το ιρλανδικό επιτόκιο για να γίνει διατηρήσιμη η αποπληρωμή του χρέους; Και ποιος θα το εκτιμήσει αυτό; Και δεμένο με αυτό, πώς θα κατανεμηθεί το κόστος της όποιας επιδότησης επιτοκίου ή του όποιου «κουρέματος» του χρέους;
Όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συμφωνούν ότι οι απαντήσεις πρέπει να δοθούν με τη συνεργασία των αγορών. Και μάλιστα ορισμένες προσπαθούν να ντύσουν αυτή την αντιμετώπιση με τον μανδύα της δήθεν «τιμωρίας» των τραπεζών που θα αναγκαστούν να πληρώσουν ένα κόστος για τα δάνεια που έδωσαν σε «αφερέγγυα» κράτη. Η Μέρκελ πρωτοστατεί σε αυτή την κατεύθυνση δημαγωγώντας ότι έτσι «θα προστατέψει τον γερμανό φορολογούμενο».
Στην πραγματικότητα αυτό που ανοίγει είναι ένας κύκλος ανταγωνισμών όχι τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο σε τραπεζικό, όσο είναι δυνατόν να διαχωριστούν αυτά τα δυο επίπεδα.
Οι τραπεζίτες ενδιαφέρονται να υπάρξουν ελεγχόμενοι μηχανισμοί «κουρέματος» ομολόγων πριν φτάσουν τα πράγματα να οδηγήσουν κάποια τράπεζα σε κατάρρευση. Η εμπειρία της κατάρρευσης της Λίμαν Μπράδερς στην Αμερική έδειξε ότι μέσα στον πανικό άρχισαν να ξηλώνονται «παράγωγα» τραπεζικά προϊόντα, απλώνοντας τα προβλήματα με ραγδαίους και ανεξέλεγκτους ρυθμούς σε διεθνή κλίμακα.
Σαν αποτέλεσμα εκείνης της εμπειρίας, μετά την πτώση της Λίμαν Μπράδερς ψηφίστηκε ο νόμος Ντοντ-Φρανκ που δίνει τη δυνατότητα παρέμβασης στις ελεγκτικές αρχές ώστε να επιβάλουν «κούρεμα» στους κατόχους ομολόγων με στόχο να διατηρηθούν σε λειτουργία καίρια τμήματα μιας πληγωμένης τράπεζας και να δοθεί χρόνος στο τραπεζικό σύστημα να αντιμετωπίσει τα προβλήματα. Η Κομισιόν της ΕΕ κινείται προς την κατεύθυνση να υπάρξει αντίστοιχη νομοθεσία και στην Ευρώπη.
Όπως γίνεται αμέσως κατανοητό, αυτές οι διαδικασίες δεν είναι εύκολες. Όλοι οι τραπεζίτες φοβούνται τους ανεξέλεγκτους πανικούς, αλλά ταυτόχρονα κανένας δεν εμπιστεύεται ότι η γραφειοκρατία των Βρυξελλών θα αποκτήσει τη δυνατότητα να επιβάλει «κούρεμα» στα ομόλογα που κατέχει. Ποιος τραπεζίτης θα δεχθεί να υποστεί απώλειες πριν η αγορά τον οδηγήσει σε αδιέξοδο; Και ποια εθνική κυβέρνηση θα συμφωνήσει να υπαχθεί μια μεγάλη τράπεζα της χώρας της σε τέτοιες διαδικασίες επειδή οι Βρυξέλλες μπορεί να εκτιμήσουν ότι αυτό θα γίνει για το καλό ολόκληρου του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος;
Ανοίγει ένα πεδίο ανταγωνισμών ανάμεσα στους τραπεζικούς κολοσσούς της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας, της Ισπανίας αλλά και των ΗΠΑ και της Ελβετίας που δεν είναι εύκολο να διαμεσολαβηθεί από τους θεσμούς της ΕΕ. Η δυστοκία στις φετινές εαρινές ευρωπαϊκές συνόδους κορυφής δεν είναι ένα απλό πρόβλημα «έλλειψης ηγετών με όραμα», όπως το περιγράφουν συχνά οι δημοσιογραφικές απλουστεύσεις. Οι κυβερνήσεις επιδιώκουν ελιγμούς και συμβιβασμούς που θα τους κερδίσουν χρόνο, ελπίζοντας η καθεμιά ότι οι δικοί της τραπεζίτες θα αξιοποιήσουν αυτά τα περιθώρια για να αποφύγουν τις συνέπειες από τις χρεοκοπίες των διπλανών τους. Παίζεται ένα παιχνίδι ανταγωνιστικά «ελεγχόμενης» χρεοκοπίας που κάνει το συνολικό τοπίο ανεξέλεγκτο.
Με αντίπαλο τον χρόνο
Όπως κι αν έχουν όλα αυτά, το πρόβλημα για τον ελληνικό καπιταλισμό είναι επείγον. Ο χρόνος που κέρδισε, ή μπορεί να κερδίσει αν οριστικοποιηθεί η συμφωνία της 11 Μάρτη στις 25 Μάρτη, είναι μικρός. Ίσως οι αγορές χειροκροτήσουν για ένα διάστημα αυτή τη συμφωνία και πάψουν προσωρινά να στοιχηματίζουν σε μια άμεση ελληνική χρεοκοπία. Η οποιαδήποτε τέτοια ανάπαυλα θα είναι σύντομης διάρκειας. Μια ματιά στην πορεία των spread την περασμένη χρονιά το επιβεβαιώνει: πανικός την περσινή άνοιξη, υπογραφή του Μνημόνιου, σχετική ηρεμία μέχρι το φθινόπωρο. Ύστερα νέος πανικός, υπαγωγή της Ιρλανδίας στον μηχανισμό, νέα προσωρινή ύφεση των κερδοσκοπικών επιθέσεων. Και ξανά πανικός αυτή την άνοιξη, με τα ελληνικά spread να ξεπερνούν κάθε προηγούμενο και τους οίκους αξιολόγησης να υποβαθμίζουν τα ελληνικά ομόλογα πιο κάτω από κάθε άλλη φορά. Καμιά συμφωνία της 25 Μάρτη δεν θα τερματίσει αυτό το παρανοϊκό «τρενάκι του τρόμου».
Οικονομικά, αυτό το χρονικό περιθώριο μπορεί να δώσει δυνατότητες στην κυβέρνηση να επιχειρήσει άλλον ένα γύρο επιθέσεων σε βάρος της εργατικής τάξης, κλαδεύοντας ακόμη περισσότερο τις συλλογικές συμβάσεις, διαλύοντας περισσότερα σχολεία και νοσοκομεία, επιβάλλοντας μεγαλύτερα χαράτσια σε κάθε λογής κοινωνικές υπηρεσίες, ξεπουλώντας ΔΕΚΟ και ακίνητα του δημοσίου.
Πολιτικά, ο Παπανδρέου μπορεί να κερδίσει τον χρόνο που του χρειάζεται για να μεθοδεύσει πρόωρες εκλογές, ελπίζοντας ότι έτσι θα εξασφαλίσει μεγαλύτερη πολιτική σταθερότητα. Τόση όση εξασφάλισε και ο Καραμανλής το 2007 και σίγουρα μικρότερη. Η πορεία προς την πολιτική χρεοκοπία είναι κι αυτή ένα «τρενάκι του τρόμου» όπως και η πορεία προς την οικονομική χρεοκοπία. Μόλις νομίσουν ότι κέρδισαν μια ανάπαυλα, έρχεται η επόμενη αναταραχή και τα διαστήματα που μεσολαβούν όλο και μικραίνουν.
Η Αριστερά πρέπει να έχει στο μυαλό της ξεκάθαρα αυτή τη διαδικασία για να αποφεύγει τις παγίδες. Πρέπει να αποφεύγει όχι μόνο τα ανοιχτά καλέσματα για «συναινέσεις» αλλά και τους ψεύτικους «ρεαλισμούς» που δίνουν ανάσες στον ταξικό αντίπαλο υπερτιμώντας τις δυνάμεις του. Οι αστάθειες του συστήματος μέσα στην κρίση του είναι τέτοιες ώστε η Αριστερά πρέπει να διεκδικεί διαρκώς περισσότερο πολιτικό χώρο για τις εργατικές αντιστάσεις. Οι επαναστάσεις στη Μέση Ανατολή ήρθαν να αποδείξουν ότι μέσα στη σημερινή περίοδο δεν υπάρχουν προκαθορισμένα όρια για αυτή την προσπάθεια της εργατικής τάξης και της Αριστεράς. Οι ουρανοί είναι το όριό μας.
Πριν από 80 χρόνια, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος έδωσε και έχασε τη «μάχη της δραχμής», η πολιτική χρεοκοπία του βενιζελισμού άνοιξε το χώρο για να στραφούν στην Αριστερά μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης. Οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής εκστρατείας που είχαν αυταπάτες για τον «εθνάρχη» μετατράπηκαν σε προλετάριους μαχητές που φούσκωσαν τα απεργιακά κύματα πηγαίνοντας προς τον Μάη του 36 και μαζικοποίησαν τις γραμμές του ΚΚΕ, μετατρέποντάς το στο κόμμα που έμελλε να ηγηθεί στις πιο κρίσιμες στιγμές της τάξης, το 36, το 44, το 46. Τα όρια εκείνης της διαδικασίας αποδείχθηκε ότι ήταν οι ρεφορμιστικές διολισθήσεις της ζαχαριαδικής ηγεσίας. Σήμερα, μια νέα αντικαπιταλιστική αριστερά μπορεί να αξιοποιήσει καλύτερα τις δυνατότητες και τις προκλήσεις που ανοίγονται μπροστά μας.