Άρθρο
Με ποιά στρατηγική στο εργατικό κίνημα;

Εξώφυλλο του τευχους 85

Η Μαρία Στύλλου παρουσιάζει τις αλλαγές στο εργατικό κίνημα και επιχειρηματολογεί για τις επιλογές που πρέπει να έχει η Αριστερά.

«Το πιο πολύτιμο πράγμα, γιατί είναι αυτό που κρατάει πιο πολύ σε μια περίοδο έντονων διακυμάνσεων του επαναστατικού κινήματος, είναι η πνευματική ανάπτυξη του προλεταριάτου. Το προχώρημα με άλματα του πνευματικού επιπέδου του προλεταριάτου εξασφαλίζει μια απαραβίαστη εγγύηση για την παραπέρα πρόοδο των οικονομικών και πολιτικών αγώνων που αναπόφευκτα ανοίγονται μπροστά».

Αυτή είναι η περιγραφή της Ρόζας Λούξεμπουργκ για το πώς η μαζική απεργία επηρεάζει τη συνείδηση της εργατικής τάξης, στο βιβλίο «Μαζική Απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα». Ήταν μια μάχη της Ρόζας απέναντι στην ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στη Γερμανία και τον συντηρητισμό της που πάντα θεωρούσε την τάξη «ανέτοιμη» για τους αγώνες που έρχονταν.

Όσοι θεωρούν ότι η αντιμετώπιση της Ρόζας δεν χωράει στη σημερινή περίοδο, θα χρειαστεί να εξηγήσουν τι συμβαίνει σε τρία διαφορετικά σημεία του ορίζοντα σήμερα: στη Μέση Ανατολή, στο Ουισκόνσιν των ΗΠΑ, στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ελλάδα.

Στην Αίγυπτο, μετά την ανατροπή του Μουμπάρακ, υπάρχει μια τεράστια προσπάθεια από την κυρίαρχη τάξη σε συνεργασία με στηρίγματα του παλιού καθεστώτος και με τον στρατό, να γυρίσουν το κίνημα πίσω. Κομμάτι της ταχτικής του «διαίρει και βασίλευε» είναι η χρησιμοποίηση των θρησκευτικών διαφορών. Η σύγκρουση ανάμεσα σε Κόπτες και Μουσουλμάνους σε μια συνοικία του Καΐρου είχε σαν αποτέλεσμα το θάνατο 13 ατόμων. Η απάντηση του κόσμου που πρωταγωνίστησε στο κίνημα που ανέτρεψε τον Μουμπάρακ ήταν η οργάνωση ενός συλλαλητήριου με συγκέντρωση στην Πλατεία Ταχρίρ όπου κυριαρχούσαν τα θρησκευτικά σύμβολα χριστιανών και μουσουλμάνων που αγωνίζονται μαζί. Αυτό είναι ένα συγκεκριμένο δείγμα για το πώς δεν περνάνε πια τα παραδοσιακά κόλπα για τη διάσπαση της δύναμης των εργατών.

Στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, ο βασικός αρθρογράφος τους Μάρτιν Γουλφ επιχειρηματολογούσε πρόσφατα ότι «αυτά που συμβαίνουν στον αραβικό κόσμο δεν είναι εξαίρεση. Παντού μπορεί να υπάρχει μια τέτοια έκρηξη».

Στο Ουισκόνσιν, στην πόλη Μάντισον, ένας ακτιβιστής δήλωνε ότι «Μέχρι τώρα στις ΗΠΑ ο ταξικός πόλεμος ήταν μόνο από τη μια μεριά. Τώρα η δική μας μεριά ανταποδίδει τα χτυπήματα». Αυτή είναι μια πολύ καλή περιγραφή για το τι αρχίζει να συμβαίνει όχι μόνο στο Ουισκόνσιν αλλά σε όλες τις Πολιτείες. Η μάχη του Μάντισον έχει κάνει εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες στις ΗΠΑ να ανακαλύπτουν ξανά τη δύναμή τους.

Οι εργάτες του δημόσιου τομέα ξεκίνησαν μια από τις πιο σημαντικές κινητοποιήσεις των τελευταίων χρόνων ενάντια στις περικοπές και την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων. Η κινητοποίηση ξεκίνησε από μια διαμαρτυρία στο Καπιτώλιο όπου συζητιόταν το σχετικό νομοσχέδιο, προχώρησε σε κατάληψη του πολιτειακού κοινοβούλιου και συνέχισε με ένα τεράστιο κύμα συμπαράστασης και άπλωμα της μάχης ενάντια στις περικοπές και σε άλλες Πολιτείες. Για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια έγινε συλλαλητήριο με 100.000 κόσμο, όπου συμμετείχαν εργάτες, φοιτητές, βετεράνοι του πολέμου και ακτιβιστές από τοπικές καμπάνιες. Ανάμεσα στα συνθήματα ήταν πολλά που παρομοίαζαν τον κυβερνήτη του Ουισκόνσιν με τον Χόσνι Μουμπάρακ.

Μπορεί ο Ουόκερ, ο Ρεπουμπλικάνος κυβερνήτης του Ουισκόνσιν, να πέρασε από την τοπική Γερουσία ένα νομοσχέδιο που χτυπάει τις συλλογικές συμβάσεις χάρη στις μανούβρες των Δημοκρατικών, όμως η μάχη δεν τελείωσε. Ο Ομπάμα είναι ο αρχιτέκτονας του προγράμματος των περικοπών και οι Ρεπουμπλικανοί υπερθεματίζουν. Αλλά και οι δυο έχουν μπροστά τους ένα εργατικό κίνημα που ξαναζωντανεύει παλεύοντας ενάντια στις περικοπές.

Σοκ;

Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης τροφοδότησε ορισμένες θεωρίες ότι ο κίνδυνος κατάρρευσης της παγκόσμιας οικονομίας είναι τόσο μεγάλος ώστε είναι δύσκολο για τον κόσμο να αντιδράσει. Η «θεωρία του σοκ» έλεγε ότι σε αυτές τις συνθήκες αυτό που κυριαρχεί είναι ο φόβος που παραλύει τον κόσμο και διαλύει τις αντιστάσεις. Ας θυμηθούμε πόσο διαδεδομένες ήταν οι αναλύσεις ότι η κοινωνία συντηρητικοποιείται μετά τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών του 2009, όχι μόνο εδώ στην Ελλάδα αλλά πανευρωπαϊκά.

«Τα τραυματικά γεγονότα που εξυπηρετούν αυτή την “εξασθένιση των αντιστάσεων” της κοινωνίας δεν βασίζονται μόνο στην απροκάλυπτη βία. Στη Λατινική Αμερική και στην Αφρική κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, ήταν η κρίση χρέους αυτή που υποχρέωσε τις χώρες να “προβούν σε ιδιωτικοποιήσεις ή να πεθάνουν”, όπως το έθεσε ένας αξιωματούχος του ΔΝΤ». Αυτή η περιγραφή της Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο της «Το δόγμα του Σοκ» (εκδόσεις Λιβάνη) είναι πολύ επιφανειακή και διαψεύδεται από τα γεγονότα.

Οι κυρίαρχες τάξεις και το ’80 και το ’90 και σήμερα όντως προσπαθούν να δημιουργήσουν συνθήκες «σοκ και δέους» σε βάρος των πληθυσμών στις χώρες τους. Όμως είναι υποχρεωμένες να λειτουργούν μέσα σε συνθήκες όπου η κρίση βάζει πιέσεις πάνω τους. Βρίσκονται οι ίδιες σε συνθήκες πανικού από τις πιέσεις να σώσουν τους δικούς τους καπιταλιστές και τραπεζίτες από την απειλή της κατάρρευσης. Τρέχουν να εξασφαλίσουν την κερδοφορία για το δικό τους κεφάλαιο, έστω κι αν αυτό σημαίνει τις χειρότερες οικονομικές και πολιτικές επιθέσεις που αποσταθεροποιούν το δικό τους έλεγχο μέσα στην ίδια τους τη χώρα. Η δυνατότητά τους να εφαρμόζουν «θεραπείες σοκ» δεν είναι μόνιμη και δεδομένη, οι επιπτώσεις της κρίσης πάνω τους ανοίγει δυνατότητες για την εργατική τάξη να αντιστέκεται.

Αυτό ισχύει ακόμη και για τους πιο ισχυρούς καπιταλισμούς. Μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ, το ξέσπασμα της κρίσης συνδυάστηκε με εργατικές διαδηλώσεις στη Γουόλ Στριτ όταν χρεοκοπούσε η Λίμαν Μπράδερς και τώρα έχουμε φτάσει σε πρωτοφανείς απεργίες και καταλήψεις στο Ουισκόνσιν.

Αλλά ακόμη και όταν οι αντιστάσεις δεν παίρνουν τη μορφή των απεργιών, δεν σημαίνει ότι εξαφανίζονται. Διαφορετικά, είναι δύσκολο να εξηγήσουμε τις εξελίξεις στην Ιρλανδία, την εκλογική κατάρρευση του κυβερνώντος κόμματος και την εντυπωσιακή άνοδο της αριστεράς, ακόμη και της πιο ριζοσπαστικής. Το Φιάνα Φόιλ δεν ήταν μόνο το κόμμα με τα πιο πολλά χρόνια στην εξουσία στην ιστορία της Ιρλανδίας. Ήταν και το κόμμα που έφτασε την Ιρλανδία στο απόγειο του «οικονομικού θαύματος» που τόσο πολύ ζήλευαν οι Σημίτηδες και οι Αλογοσκούφηδες. Στη δεκαετία του 1990 οι ιδιωτικοποιήσεις του Φιάνα Φόιλ περνούσαν, στη σημερινή κρίση το ίδιο κόμμα κατέρρευσε.

Το ελληνικό 2010

Στην Ελλάδα της κρίσης και του Μνημόνιου, το εργατικό κίνημα δημιούργησε το δικό του σοκ στην κυβέρνηση και τους διεθνείς συμμάχους της. Την ημέρα που οι αντάρτες της Λιβύης συγκλόνιζαν τον κόσμο με την εξέγερσή τους ενάντια στο καθεστώς του Καντάφι, το Ρόιτερς και όλα τα διεθνή πρακτορεία ήταν αναγκασμένα να έχουν σαν δεύτερη είδηση στις 23 Φλεβάρη τη δέκατη πανεργατική απεργία στην Ελλάδα μέσα σε ένα χρόνο.

Δεν είναι μόνο το πλήθος των πανεργατικών που προκαλεί φόβο στους από πάνω, αλλά και ο τρόπος που το εργατικό κίνημα έχει προχωρήσει σε αυτές. Κάθε μια ήταν και μια μεγάλη μάχη όπου οι εργάτες είχαν να αντιμετωπίσουν τους εκβιασμούς από τα αφεντικά, τα ΜΜΕ, τους υπουργούς και τους διοικητές των ΔΕΚΟ που προσπαθούσαν να πείσουν ότι τα μέτρα είναι μονόδρομος και δεν μπορούν να κάνουν πίσω. Την ίδια στιγμή έμπαιναν τα διλήμματα από τις ηγεσίες των συνδικάτων που έλεγαν και λένε σε όλους τους τόνους ότι «ο κόσμος δεν αντέχει τόσες απεργίες» και άρα δεν υπάρχει προοπτική κλιμάκωσης σε απεργίες με διάρκεια και νικηφόρο αποτέλεσμα.

Και όμως, ξανά και ξανά η εργατική τάξη συνολικά με την επιμονή της στις πανεργατικές και πολλά τμήματά της όπως οι εργαζόμενοι στις συγκοινωνίες με τις αλλεπάλληλες απεργίες επιβεβαίωσαν τα λόγια της Ρόζας: «Όταν μια πραγματική περίοδος μαζικών απεργιών ξεκινάει, όλες οι δικαιολογίες περί “μεγάλου κόστους” μοιάζουν σαν να μετράς έναν ωκεανό με έναν κουβά».

Γι’ αυτό είναι τόσο ξεχωριστή η τελευταία χρονιά για το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα. Όχι μόνο για το πόσες φορές έκανε απεργία πανεργατικά και πανελλαδικά, από την Αλεξανδρούπολη στη Θράκη μέχρι το Ηράκλειο στην Κρήτη, αλλά και για το πόσο οι εμπειρίες από όλες αυτές τις μάχες άρχισαν να αναδεικνύουν εναλλακτικές ηγεσίες από τα κάτω σε μια σειρά συνδικάτα.

Καμιά επίθεση δεν προχώρησε χωρίς να βρει μπροστά της απεργίες. Η πλειοψηφία της εργατικής τάξης έχει κατέβει τουλάχιστο δέκα φορές σε απεργία μέσα σε ένα χρόνο και πολύ μεγάλα κομμάτια έχουν φτάσει στο διπλάσιο, δηλαδή είκοσι μέρες απεργίας μέσα στους περασμένους δώδεκα μήνες. Για την πλειοψηφία υπήρχε μια απεργιακή εμπειρία κάθε μήνα και για τα πιο προχωρημένα κομμάτια μια κάθε δεκαπέντε μέρες. Αυτός είναι ρυθμός που σημαίνει φρένο στα χτυπήματα της κυβέρνησης αλλά και πολύτιμα διδάγματα για τους εργαζόμενους που μαθαίνουν ή θυμούνται τι θα πει συνέλευση, απεργιακή φρουρά, αλληλεγγύη και συντονισμός ανάμεσα στα κομμάτια που παλεύουν.

«Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω»

Η διάθεση για αντίσταση δεν βρίσκει έκφραση μόνο στις απεργίες. Μέσα σε συνθήκες ύφεσης, ανεργίας, απολύσεων και πληθωρισμού, δημιουργήθηκαν πρωτοβουλίες με σύνθημα «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω». Στην αρχή ξεκίνησαν από τα διόδια, αλλά στη συνέχεια απλώθηκαν και στα εισιτήρια των συγκοινωνιών μετά την αύξηση από 1 Φλεβάρη 2011 κατά 20-50%.

Δεν είναι η πρώτη φορά που δημιουργούνται τέτοιες πρωτοβουλίες. Οι ιστορικές εμπειρίες δείχνουν ότι τις περισσότερες φορές είναι βραχύβιες και δεν καταλήγουν πάντοτε με επιτυχία.

Στην Ιταλία, όταν ξέσπασε η κρίση του 1974 και άρχισε να καλπάζει ο πληθωρισμός μέσα σε περίοδο που έμεινε γνωστή στην ιστορία του καπιταλισμού σαν «στασιμοπληθωρισμός», δημιουργήθηκε το κίνημα που ονομάστηκε “autoriduzione” (μειώνουμε τις τιμές από μόνοι μας).

Τον Αύγουστο του 1974 ομάδες εργατών στο εργοστάσιο της ΦΙΑΤ στο Τορίνο αρνήθηκαν να πληρώσουν μια αύξηση 25-50% στην εταιρία λεωφορείων που τους μετέφερε στη δουλειά τους. Πρότειναν να πληρώνουν το εισιτήριο στην παλιά τιμή. Το παράδειγμά τους απλώθηκε στους εργαζόμενους στην επιχείρηση ηλεκτρισμού. Τα τοπικά συνδικάτα των εργαζόμενων στην ηλεκτρική ενέργεια οργάνωσαν την πληρωμή των λογαριασμών στην παλιά τιμή και υποσχέθηκαν ότι κανένας δεν θα αντιμετώπιζε τη διακοπή της σύνδεσής του. Υπολογίζεται ότι περίπου 150.000 λογαριασμοί στην περιοχή του Πεδεμόντιου πληρώθηκαν στην παλιά τιμή.

Το χειμώνα του 1974-75 το κίνημα αυτό απλώθηκε σε μια σειρά πόλεις του ιταλικού βορρά. Ο κόσμος αρνιόταν να πληρώσει και τους ανεβασμένους λογαριασμούς του τηλέφωνου. Όμως αυτό δεν κράτησε για πολύ. Ένας λόγος ήταν η αντεπίθεση των εταιριών που άρχισαν να παίρνουν μέτρα σε βάρος αυτών που δεν πλήρωναν. Αλλά ο κυριότερος λόγος ήταν άλλος. Την ίδια περίοδο είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν και οι τιμές άλλων βασικών αγαθών όπως τα τρόφιμα που ήταν πιο δύσκολο να τις σταματήσεις με τον ίδιο τρόπο. Τα πιο οργανωμένα κομμάτια της εργατικής τάξης άρχισαν να στρέφονται σε άλλες μορφές συλλογικής δράσης, με απεργίες που διεκδικούσαν από τους εργοδότες όχι μόνο να μην ανεβάζουν τις τιμές αλλά να δίνουν αυξήσεις στους μισθούς πάνω από τον πληθωρισμό.

Πιο πρόσφατη και προχωρημένη εμπειρία υπάρχει από την Αργεντινή πριν από δέκα χρόνια. Οι επιτροπές γειτονιάς και οι τοπικές λαϊκές συνελεύσεις έκφραζαν την ανάγκη των απλών ανθρώπων που είχαν ανατρέψει Προέδρους με τις μαχητικές διαδηλώσεις τους να αυτοοργανωθούν για να αντιμετωπίσουν προβλήματα επιβίωσης μέσα σε συνθήκες εξάπλωσης της φτώχειας και της ανεργίας. Σε πολλές συνοικίες έδωσαν μάχες ενάντια στην καταστολή για να προστατέψουν κόσμο που είχε καταλάβει σπίτια ή απλά αρνιόταν να πληρώσει νοίκι ή τους λογαριασμούς.

Όμως αυτές οι μορφές οργάνωσης αντιμετώπισαν δυσκολίες. Στις πιο πολλές περιπτώσεις ο καθένας συμμετείχε σαν άτομο, δηλαδή έλειπαν οι δεσμοί με τους χώρους δουλειάς και τη συλλογική δύναμη της εργατικής τάξης, εκεί όπου χιλιάδες άνθρωποι βρίσκονται μαζί καθημερινά και έχουν τη δύναμη να σταματήσουν την παραγωγή. Οι επιτροπές και οι συνελεύσεις δεν είχαν το χαρακτήρα που είχαν τα σοβιέτ του 1917 ή τα εργατικά συμβούλια άλλων εργατικών επαναστάσεων, όπου συμμετείχαν εκλεγμένοι αντιπρόσωποι από τους χώρους δουλειάς.

Αυτή η αδυναμία άφηνε περιθώρια στην κυβέρνηση του Κίρχνερ να δημιουργεί ρήγματα ανάμεσα στις κινήσεις ανέργων και στα συνδικάτα των εργαζόμενων, ανάμεσα σε φτωχά κομμάτια μικροαστών που είχαν καταστραφεί και σε εργάτες που έδιναν μάχες σε εργοστάσια και υπηρεσίες. Τα κινήματα των “piqueteros” συσπείρωναν άνεργους που η δύναμή τους ήταν ο ηρωισμός τους στις οδομαχίες, αλλά οι ηγεσίες τους ήταν ευάλωτες σε κυβερνητικές προτάσεις για «προγράμματα απασχόλησης» τις οποίες θεωρούσαν πιο «ρεαλιστικές» από την προοπτική της εργατικής επανάστασης. Στην πράξη, ο Κίρχνερ περιόριζε αυτά τα προγράμματα σε συμβολικό επίπεδο ή τα ξεχνούσε τελείως όταν σταματούσαν οι κινητοποιήσεις. Οι αντιλήψεις, όμως, ότι τα κινήματα των ανέργων και της «αυτοοργάνωσης των κατοίκων» είναι πιο επαναστατικά από το εργατικό κίνημα διευκόλυναν τον κατακερματισμό των αντιστάσεων.

«Αυτονομία» των κινημάτων;

Μαζί με τους αγώνες των εργατών, ιδιαίτερα σε περιόδους σαν τη σημερινή, έρχονται στην επιφάνεια και άλλα κινήματα που οι επαναστάτες δεν μπορούν να αγνοούν. Άλλο όμως αυτό και άλλο μια αντίληψη που θεωρητικοποιεί την αυτονομία των κινημάτων. Μια τέτοια αντίληψη οδηγεί τους επαναστάτες να παραιτούνται από το να δίνουν πολιτικές μάχες μέσα σε αυτά τα κινήματα και να τα σπρώχνουν προς τη σύνδεση με το εργατικό κίνημα. Το αποτέλεσμα είναι πως αντί να βοηθάνε τα κινήματα, τα περιορίζουν στο περιθώριο των εξελίξεων.

Αυτός ο προσανατολισμός επηρεάζει και τις ίδιες τις επαναστατικές οργανώσεις που αν πέσουν σε αυτό το λάθος κατακερματίζονται σε αυτόνομα τμήματα και μετατρέπονται σε ομοσπονδίες διαφορετικών κομματιών: οργάνωση νεολαίας, οργάνωση γυναικών, οργάνωση συνδικαλιστών, οικολόγων και πάει λέγοντας.

Η επαναστατική αριστερά που είχε αναδειχθεί στην Ευρώπη μετά τον Μάη του ’68 υποκλίθηκε σε τέτοιες απόψεις στη δεκαετία του 1980 και σε πολλές περιπτώσεις αποδέχθηκε την ευελιξία των «αυτόνομων» κινημάτων απέναντι στην «ακαμψία» της ενότητας της εργατικής τάξης. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσει ολόκληρα κομμάτια της προς το ρεφορμισμό, προς τη σοσιαλδημοκρατία και τον «ευρωκομμουνισμό».

Όπως παρατηρούσε πολύ εύστοχα ο Κρις Χάρμαν στο βιβλίο του “The fire last time”:

«Η κατάρρευση των κινημάτων στον ρεφορμισμό δεν ήταν τυχαία. Ήταν αναπόφευκτη από τη στιγμή που έπαψαν να βλέπουν την αλλαγή να έρχεται μέσα από την εργατική πάλη. Τα κινήματα από μόνα τους δεν είχαν τη δύναμη να επιφέρουν αποφασιστικές επιδράσεις στην κοινωνία, ήταν κοινωνικές διαμαρτυρίες και όχι κοινωνικές δυνάμεις. Μπορούσαν να μεγαλώνουν γρήγορα, αλλά και να συρρικνώνονται γρήγορα όταν οι υποστηρικτές τους διαπίστωναν την έλλειψη δύναμης. Όταν γινόταν αυτό, εκείνο που απέμενε ήταν είτε μικρές ομάδες που απομονώνονταν και προσπαθούσαν να αλλάξουν στιλ ζωής, είτε ο προσανατολισμός σε καθιερωμένους πολιτικούς θεσμούς που «μπορούσαν» να φέρουν τις αλλαγές για λογαριασμό τους. Το «επαναστατικό» σχέδιο για ένα «κίνημα των κινημάτων» κατέληξε στην πράξη σε άθροισμα ομάδων πίεσης που αποζητούσαν μεταρρυθμίσεις».

Ποια στρατηγική;

Το 2011 η εργατική τάξη κουβαλάει τις εμπειρίες από τις μάχες της περασμένης χρονιάς. Αυτό το είδαμε και στην Πανεργατική της 23 Φλεβάρη και στο μέγεθός της και στο τι προηγήθηκε σε κάθε χώρο. Η τάξη κουβαλάει εμπειρίες που αν τις αξιοποιήσει, τα πλάνα για νέα μνημόνια εικοσαετίας δεν θα περάσουν. Οι συμφωνίες του Παπανδρέου με την ΕΕ για νομική κατοχύρωση της λιτότητας με απαγόρευση των ελλειμμάτων του δημοσίου μπορούν να τιναχτούν στον αέρα.

Για μια τέτοια προοπτική, ο ρόλος της αριστεράς είναι καθοριστικός. Το 2010 ούτε ο ΣΥΝ ούτε το ΚΚΕ δεν στάθηκαν στο ύψος των αναγκών της τάξης. Και οι δυο ηγεσίες ήταν λαύρες στα λόγια κατά των κυβερνητικών επιθέσεων, αλλά συντηρητικές στην πράξη όταν βρίσκονταν μπροστά σε προτάσεις για απεργία με διάρκεια σε συγκεκριμένους κλάδους.

Υπάρχουν πλήθος παραδείγματα και από το δημόσιο (σχολεία, δήμοι, νοσοκομεία) και από τις συγκοινωνίες όπου ξεδιπλώθηκαν οι πιο μεγάλες συγκρούσεις ανάμεσα στη βάση και στις συνδικαλιστικές ηγεσίες, και από τον ιδιωτικό τομέα όπως στα ΜΜΕ, στην Ιντρακόμ και στην ΠΝΟ.

Σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις εμφανίστηκε ένα δυνατό κομμάτι της βάσης να διεκδικεί την απεργιακή κλιμάκωση και αντιμετώπισε συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες γύρω από την ΠΑΣΚΕ που εμπόδιζαν ακόμη και με πραξικοπήματα την υλοποίηση αυτής της προοπτικής. Η στάση των συνδικαλιστών τόσο του ΣΥΝ όσο και του ΚΚΕ ήταν άλλοτε να ευθυγραμμίζονται με ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ στο κλείσιμο του αγώνα και άλλοτε να τορπιλίζουν την πρόταση για απεργιακή κλιμάκωση με διαδικαστικά τερτίπια.

Η αριστερά και μάλιστα η επαναστατική, χρειάζεται να είναι ξεκάθαρη ότι η στρατηγική για τη νίκη της αντίστασης στη σημερινή κρίση δεν μπορεί να έχει άλλο κέντρο από την εργατική τάξη. Αυτό δεν σημαίνει σεχταριστική αντιμετώπιση απέναντι στα διάφορα κινήματα, δεν σημαίνει όμως ούτε υπόκλιση στις θεωρίες της «πολυσυλλεκτικότητας». Αυτή μπορεί να είναι η στρατηγική του ΣΥΝ, που προσπαθεί να τσιμπήσει από όλα για να ανέβει εκλογικά. Η επαναστατική αριστερά, όμως, δεν πρέπει να γλιστράει προς τα εκεί μπροστά στις δυσκολίες που βάζει ο έλεγχος της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας πάνω στο εργατικό κίνημα. Ο γραφειοκρατικός έλεγχος δεν αντιμετωπίζεται ούτε με υποκατάστατα, ούτε με μηχανιστικούς τρόπους.

Το 1977 το πανεπιστήμιο της Ρώμης βρισκόταν σε κατάληψη από τους φοιτητές του και η κατάληψη πέρασε στα χέρια της «Εργατικής Αυτονομίας». Όταν στις 19 Φλεβάρη πήγε εκεί ο Λουτσιάνο Λάμα, γραμματέας της CGIL, της Συνομοσπονδίας των συνδικάτων που ελεγχόταν από το ΚΚ, οι αυτόνομοι αποφάσισαν να του επιτεθούν. Το αποτέλεσμα ήταν συγκρούσεις ανάμεσα στους αυτόνομους και την περιφρούρηση του Λάμα που ήταν μέλη του ΚΚ. Τέτοια επεισόδια απλώθηκαν και σε άλλες πόλεις και έπαιξαν ρόλο στην απομόνωση του φοιτητικού κινήματος από το εργατικό.

Ο γραφειοκρατικός έλεγχος δεν θα σπάσει, αντίθετα μπορεί να δυναμώσει, δέρνοντας τον Παναγόπουλο, όπως έχει ήδη επιχειρηθεί. Μηχανιστικός τρόπος αντιμετώπισης είναι η αυτοαπομόνωση ορισμένων συνδικάτων από τα υπόλοιπα στο όνομα της «ταξικής καθαρότητας». Η ταχτική του ΠΑΜΕ να οργανώνει χωριστές συγκεντρώσεις διευκολύνει αντί να δυσκολεύει τη γραφειοκρατία που απαλλάσσεται από τις πιέσεις των αριστερών κομματιών με αυτόν τον τρόπο.

Υπάρχει διαφορετικός δρόμος και αυτός είναι η οργάνωση της βάσης ώστε να έχει τη δυνατότητα να επιβάλει αποφάσεις στην συνδικαλιστική ηγεσία και να τις υλοποιεί ακόμη και όταν η γραφειοκρατία αρνείται. Αυτή η αντιμετώπιση είναι δύσκολη, αλλά η προηγούμενη χρονιά έδειξε ότι μπορεί να δουλέψει. Και οι απεργίες στις συγκοινωνίες και οι απεργίες στα ΜΜΕ, ιδιαίτερα στον ΔΟΛ, είχαν τέτοια χαρακτηριστικά. Διαμορφώνεται ένα ολόκληρο κομμάτι που όχι μόνο θέλει να συγκρουστεί αποφασιστικά με την εργοδοσία και με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αλλά και μαθαίνει πώς να αντιμετωπίζει τις συνδικαλιστικές ηγεσίες με τρόπο που να επιβάλει τη θέληση της βάσης απέναντι στους συμβιβασμούς και τους ελιγμούς τους.

Η στήριξη σε αυτά τα κομμάτια απαιτεί από την αριστερά τρία στοιχεία. Αποφασιστικότητα στις ίδιες τις άμεσες μάχες, πολιτική κάλυψη και καθαρή προοπτική.

Οι άμεσες μάχες

Η νέα χρονιά άνοιξε με καινούργιους αγώνες. Παράλληλα με τις πανεργατικές ξεπηδούν κινητοποιήσεις ενάντια στις συγχωνεύσεις σχολείων, μάχες ενάντια στα χαράτσια και τις περικοπές στα δημόσια νοσοκομεία, διεκδικήσεις των συμβασιούχων αλλά και των μόνιμων εργαζόμενων στους Δήμους ενάντια στις απολύσεις και τη διάλυση κοινωνικών υπηρεσιών που φέρνει ο Καλλικράτης.

Θα παίξει τεράστιο ρόλο την επόμενη περίοδο η στήριξη και η σύνδεση αυτών των αγώνων. Αν η αριστερά χάσει αυτό το στοιχείο από τα μάτια της, τα καλύτερα προγράμματα και προτάσεις μπορεί να γίνουν λόγια του αέρα. Αντίθετα, αν μπει μπροστά, μπορεί να συγκροτήσει σε κάθε γειτονιά ένα σημείο αναφοράς, την πιο λειτουργική «λαϊκή συνέλευση» με συνδικαλιστές από τα σχολεία, τους δήμους, τα αμαξοστάσια και τα νοσοκομεία μαζί με μαθητές, σπουδαστές, συνταξιούχους, γονείς και όποιον άλλον θέλει να δώσει τη μάχη ενάντια στις περικοπές και τις ιδιωτικοποιήσεις.

Το δεύτερο στοιχείο είναι οι πολιτικές μάχες με πρώτη και πιο πιεστική τη σύγκρουση με τις ρατσιστικές εξορμήσεις της κυβέρνησης και της ακροδεξιάς. Οι επαναστάσεις στον αραβικό κόσμο λειτουργούν για το ΠΑΣΟΚ σαν μια ακόμη αφορμή για να δυναμώσει τη FRONTEX και να προωθήσει την ατζέντα των στρατόπεδων συγκέντρωσης και των περιορισμών για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Στα τελευταία γκάλοπ ο Καρατζαφέρης εμφανίζεται με ανεβασμένα ποσοστά γιατί του ανοίγει το δρόμο το ίδιο το ΠΑΣΟΚ με την υστερία που ξεσήκωσε κατά των απεργών πείνας. Χρειάζεται τριπλή μάχη ενάντια στο ρατσισμό: ενάντια στην κυβερνητική πολιτική, ενάντια στο ΛΑΟΣ και ενάντια στις νεοναζιστικές συμμορίες. Και είναι μια μάχη που η αριστερά πρέπει να την ανοίγει όχι μόνο στη νεολαία με τις αντιρατσιστικές ευαισθησίες της αλλά και μέσα στα οργανωμένα κομμάτια της εργατικής τάξης που πρέπει να κερδιθούν στην γραμμή ότι η νίκη κατά του μνημόνιου απαιτεί νίκες κατά του ρατσισμού.

Τρίτο, τελευταίο και πιο κρίσιμο στοιχείο είναι αυτό που μας δίδαξε ο Λένιν. Το εργατικό κίνημα για να νικήσει χρειάζεται την αριστερά που προβάλει την προοπτική της επανάστασης και του Σοσιαλισμού. Χωρίς τη συνολική προοπτική, οι άμεσοι αγώνες βάζουν απέναντι τους ένα αξεπέραστο όριο, έναν τοίχο που λέει ότι οι διεκδικήσεις σας έχουν σαν όριο τις αντοχές της οικονομίας έτσι όπως είναι οργανωμένη σήμερα. Για να σπάσουμε αυτό τον φραγμό είναι αναγκαίο να μιλήσουμε για το αύριο πέρα από τον καπιταλισμό. Ή για να το πούμε διαφορετικά, είναι απαραίτητο να ακολουθήσουμε τον Λένιν που τον Απρίλη του 1917 συνδύαζε και τα δυο: μάθαινε τους μπολσεβίκους πώς να οργανώνουν ανυποχώρητα τις μάχες για Ψωμί, Γη και Ειρήνη, ενώ ταυτόχρονα εξηγούσε υπομονετικά ότι η λύση είναι να περάσει «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ».