“Ήξερε κανένας στον κόσμο ότι ένας που πουλούσε φρούτα θα έβαζε φωτιά στον εαυτό του και έτσι θα ξέσπαγε μια επανάσταση; Όχι.”, σχολίασε ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ στους ανήσυχους γερουσιαστές που ζητούσαν απαντήσεις για την αποτυχία πρόβλεψης από τις μυστικές υπηρεσίες.
Ο Μοχάμεντ Μπουαζίζι, ο άνθρωπος που αυτοπυρπολήθηκε στο Σίντι Μπουζίντ της Τυνησίας, θα στοιχειώνει για πολλά ακόμα χρόνια τους καπιταλιστές και τις κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο. Έφερε ξανά στην επικαιρότητα μια παλιά αλήθεια. Όταν οι καταστάσεις έχουν φέρει την επανάσταση στην ημερήσια διάταξη, δεν χρειάζεται τίποτα άλλο παρά μια αφορμή για να ξεσπάσουν. Κι όπως συμβαίνει στις αλυσιδωτές αντιδράσεις, οι δυνάμεις που απελευθερώνονται μέσα στη διαδικασία μπορούν να αυξάνονται με εκθετικό ρυθμό σε σχέση με τα αρχικά γεγονότα. Από το τοπικό ξέσπασμα σε μια επαρχία 40 χιλιάδων ανθρώπων, όπως είναι το Σίντι Μπουζίντ, φτάσαμε μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα στην πτώση του Μπεν Αλί, ένα μήνα αργότερα στην πτώση του Χόσνι Μουμπάρακ και στη συνέχεια ο αραβικός κόσμος από άκρη σε άκρη μπήκε στη δίνη της εξέγερσης και της επανάστασης.
Μετά τον Μπεν Αλί ο Μουμπάρακ
Με αφορμή την Τυνησία, μικρές κινητοποιήσεις άρχισαν να οργανώνονται στην Αίγυπτο στα μέσα του Γενάρη. Η φυγή του Μπεν Αλί στη Σαουδική Αραβία σήμανε όμως το μεγάλο συναγερμό. Ένας συντονισμός κινημάτων πρότεινε την Τρίτη 25 Γενάρη ως “μέρα οργής” στην Αίγυπτο. Η αστυνομία έδρασε όπως συνήθως: δακρυγόνα, ξύλο, συλλήψεις και κυνηγητό στις γειτονιές. Όμως η συμμετοχή είχε ξεπέρασει το αναμενόμενο, με δεκάδες χιλιάδες να διαδηλώνουν στην πλατεία Ταχρίρ. Ο νέος σταθμός μπήκε για την Παρασκευή 28 του μήνα. Η Παρασκευή είναι μέρα αργίας στην Αίγυπτο και πολύς κόσμος πάει το πρωί στο τζαμί. Εκείνη τη μέρα, πολλά τζαμιά δεν ήταν παρά σημεία προσυγκέντρωσης.
Όταν, μετά το μεσημέρι, ο κόσμος βγήκε κατά δεκάδες χιλιάδες, κατευθύνθηκε στα κέντρα των πόλεων και σε λίγο είχε δείξει τη δύναμή του. Σε μεγάλες επαρχιακές πόλεις οι διαδηλωτές σπάνε τα αστυνομικά μπλόκα. Στο Πόρτ Σαΐντ κυβερνητικά κτίρια τυλίγονται στις φλόγες. Στο Σουέζ δίνονται μάχες σώμα με σώμα. Η αστυνομία δίνει όλες τις δυνάμεις στο Κάιρο, όμως μέσα σε λίγες ώρες φλέγεται ένα από τα πιο σημαντικά σύμβολα του καθεστώτος, τα κεντρικά γραφεία του NDP, του κόμματος του Μουμπάρακ. Εκείνες τις κρίσιμες ώρες συνέβησαν πράγματα που δεν φαίνονταν σε πρώτο πλάνο αλλά έπαιξαν τεράστιο ρόλο για την πορεία των γεγονότων. Έγιναν εξεγέρσεις μέσα στις φυλακές, κάποιες γκρεμίστηκαν και κρατούμενοι απελευθερώθηκαν. Έγιναν μαζικές εισβολές σε αστυνομικά τμήματα και ο κόσμος πήρε τον οπλισμό στα χέρια του. Σε περιοχές της χερσονήσου του Σινά δεν έμεινε ούτε ένα τμήμα όρθιο.
Η αστυνομία άρχισε να μην κάνει άλλη δουλειά από το να προστατεύει τα τμήματα. Στην Αλεξάνδρεια, αναφορές λένε ότι η πρώτη καταμέτρηση στη διάρκεια της επανάστασης βρήκε να λείπουν 20 χιλιάδες όπλα.1 Η κυβέρνηση κήρυξε απαγόρευση κυκλοφορίας αλλά κανείς δεν υπάκουσε. Την επόμενη μέρα δύσκολα μπορούσε να βρει κανείς αστυνομικό. Αν ο Μουμπάρακ άφηνε την αστυνομία στο δρόμο, με τόσο κόσμο οπλισμένο, είχε τον κίνδυνο να μην του μείνει ούτε ένας μπάτσος. Η πρωτοφανής κατάσταση γέμισε με αυτοπεποίθηση τον κόσμο. Αν μπορείς να σπάσεις την “απαγόρευση κυκλοφορίας” και να εξαφανίσεις την αστυνομία, μπορείς να διώξεις και τον Μουμπάρακ. Επιτροπές άρχισαν να φτιάχνονται στις γειτονιές, αφενός για αυτοπροστασία, αλλά και για να οργανωθεί η συνέχεια.
Δύο εκατομμύρια στην Ταχρίρ
Η Τρίτη 1η του Φλεβάρη έγινε η μέρα που το κίνημα βγήκε να πανηγυρίσει τις νίκες του. Η διαδήλωση του “ενός εκατομμυρίου” προς την πλατεία Ταχρίρ ήταν τουλάχιστον δύο εκατομμύρια και έμελλε να μετατραπεί στην κατάληψη διαρκείας πάνω στην πλατεία που έληξε μόνο αφού παραιτήθηκε ο Μουμπάρακ.
Η Ταχρίρ μετατράπηκε σε έναν απέραντο καταυλισμό, με μαγειρείο, κέντρο ενημέρωσης, οργανωτική επιτροπή. Την επόμενη μέρα όμως, χρειάστηκε να αποκτήσει και επιτροπή περιφρούρησης και ένα πρόχειρο κρατητήριο. Οργανωμένοι τραμπούκοι του καθεστώτος άρχισαν να κάνουν αντισυγκεντρώσεις και όταν έφταναν σε ένα κρίσιμο πλήθος επιτίθονταν με πέτρες και με μολότοφ στην Ταχρίρ. Ο στρατός απλώς κοιτάζει. Μετά από δύο τρεις μέρες οι συγκρούσεις λήγουν υπέρ της Ταχρίρ. Στο μεταξύ ο Μουμπάρακ έχει ανακοινώσει ότι δεν θα είναι υποψήφιος το 2013, έχει διορίσει καινούργια κυβέρνηση και έχει ορίσει – για πρώτη φορά – αντιπρόεδρο. Τα βήματα που έκανε το καθεστώς προς τα πίσω αντί να λειτουργήσουν εκτονωτικά, έδειχναν ότι καταρρέει. Οι υπουργοί του Μουμπάρακ ανακάλυψαν τη “δημοκρατία” και υποσχέθηκαν ότι οι διαδηλωτές δεν θα δεχθούν καμιά επίθεση ούτε από το στρατό ούτε από τραμπούκους.
Τα πράγματα όμως είχαν πάρει το δρόμο τους. Την Παρασκευή 4 του μήνα, μια μεγάλη μουσουλμανική προσευχή γίνεται με ανθρώπινη αλυσίδα που σχημάτισαν Χριστιανοί διαδηλωτές, δίνοντας απάντηση στα διεθνή ΜΜΕ που ακόμη ήθελαν να ζωγραφίσουν το κίνημα ως “ισλαμικό”. Την Κυριακή, γίνεται χριστιανική λειτουργία με αντίστοιχη αλυσίδα από μουσουλμάνους. Πιστοί και άθεοι, αριστεροί, νασερικοί και ισλαμιστές, άντρες, γυναίκες με μαντήλα ή χωρίς έσπασαν σε λίγες μέρες κλισέ δεκαετιών. Στο μεταξύ οι τριγμοί μέσα στο καθεστώς ήταν ολοφάνεροι. Η κυβέρνηση κάνει διάλογο με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, ενώ πρωτοπαλίκαρα του Μουμπάρακ πηγαίνουν στην Ταχρίρ για να δηλώσουν την “αλληλεγγύη” τους στην επανάσταση. Τα ποντίκια ήξεραν ότι το πλοίο βουλιάζει και ετοιμάζονταν για την “επόμενη μέρα”.
Το κίνημα είχε σπάσει την τρομοκρατία, είχε κερδίσει τη μάχη με την καταστολή, είχε βάλει στην άκρη τις προβοκάτσιες και πλέον είχε να δώσει τη μάχη της αντοχής. Ποιος θα κουραζόταν πρώτος, το καθεστώς ή ο κόσμος στην Ταχρίρ;
Απεργίες για ψωμί και ελευθερία
Όμως, όπως έχει δείξει η εμπειρία πολλών επαναστάσεων, τα καταπιεστικά καθεστώτα έχουν ένα επιπλέον πρόβλημα όταν δίνουν αγώνα αντοχής. Για εκατοντάδες χιλιάδες κόσμο δεν υπήρχε πλέον δρόμος επιστροφής. Αν γυρνούσαν σπίτια τους χωρίς να πέσει ο Μουμπάρακ ήταν σαν να υπέγραφαν όχι μόνο την ήττα αλλά και την προσωπική τους καταστροφή – τη δίωξη, τη σύλληψη, την απόλυση. Σε σχέση με την καθημερινότητα σε πολλά φτωχόσπιτα του Καΐρου, η αλληλεγγύη της πλατείας Ταχρίρ ήταν σίγουρα καλύτερη εμπειρία.
Όμως το αποτέλεσμα δεν κρίθηκε μόνο με αντίπαλο τον χρόνο. Συνέβη κάτι σημαντικότερο. Το καθεστώς θέλοντας να δώσει την εικόνα επιστροφής στην ομαλότητα, χαλάρωσε τα μέτρα απαγόρευσης τόσο της κυκλοφορίας όσο και της επικοινωνίας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι δόθηκε η ευκαιρία στους εργάτες να ξαναβρεθούν οργανωμένα στους μεγάλους εργατικούς χώρους. Στη διάρκεια των σκληρών απαγορεύσεων, οι εργάτες φυσικά έπαιρναν μέρος στις διαδηλώσεις και βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή. Όμως ήταν απλώς κομμάτι των διαδηλωτών και των επιτροπών γειτονιάς. Η πραγματική δύναμη όμως δεν βρίσκεται στους πολίτες αλλά στους εργάτες. Η επιστροφή στα εργοστάσια, στις υπηρεσίες, και τα γραφεία έδωσε τη δυνατότητα για συνελεύσεις, συζήτηση μέσα στους εργατικούς χώρους και αποφάσεις δράσης. Και το άμεσο βήμα ήταν οι απεργίες.
Στις 9 Φλεβάρη έμοιαζε με πανεργατική απεργία από τα κάτω. Χωρίς να υπάρχει κάποιος επίσημος συντονισμός, σιδηροδρομικοί, εργαζόμενοι στις συγκοινωνίες, στις τηλεπικοινωνίες, στις τράπεζες, στο πετρέλαιο, στα στρατιωτικά εργοστάσια, στη φαρμακοβιομηχανία, στην υφαντουργία, λιθογράφοι και μια σειρά άλλοι κλάδοι μπήκαν σε κίνηση. Στις συνελεύσεις τους πρώτα απ'όλα δήλωναν ότι τάσσονται με τους διαδηλωτές της Ταχρίρ. Ταυτόχρονα έβαζαν μπρος τον δικό τους κατάλογο των αιτημάτων, για αυξήσεις, περισσότερα δικαιώματα, καλύτερες συνθήκες δουλειάς, ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και τις απολύσεις.
Σε πολλές περιπτώσεις όμως έκαναν και κάτι ακόμα. Έπαιρναν απόφαση να φτιάξουν καινούργια ανεξάρτητα σωματεία που θα εκφράζουν τη βάση, σπάζοντας τους δεσμούς τους από τα επίσημα κρατικά συνδικάτα με τους “συνδικαλιστές” διορισμένους από τον Μουμπάρακ. Στην καθημερινή εφημερίδα Αχράμ, την πιο στενά ελεγχόμενη από το καθεστώς, οι δημοσιογράφοι αλλά και οι λιθογράφοι διεκδίκησαν αύξηση μισθών αλλά και να φύγει ο αρχισυντάκτης και να αλλάξει η πολιτική γραμμή. Ανάγκασαν τη διεύθυνση να αλλάξει τόνο και να καταγγείλει την καταστολή των διαδηλώσεων. «Αυτό που συμβαίνει τώρα είναι ότι θα καθαρίσει η Αχράμ», δήλωνε ένας δημοσιογράφος. «Η εφημερίδα θα είναι του λαού και όχι του καθεστώτος και της κυβέρνησης».
Οι διαδηλώσεις ενάντια στον Μουμπάρακ σε πολλές πόλεις, από την Αλεξάνδρεια ως το Σουέζ είχαν πλέον ορατή την σφραγίδα της εργατικής τάξης, με εργατικά πανό και οργανωμένα μπλοκ. Τα πλοκάμια του κράτους μέσα στο συνδικαλισμό έτρεχαν να κρυφτούν.
Η ανατροπή του δικτάτορα
Όταν η Αχράμ άλλαξε ρότα δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι το καθεστώς πέφτει. Ήταν φανερό ότι οι στρατηγοί, οι Αμερικάνοι και το μεγαλύτερο μέρος του καθεστώτος έκριναν ότι αν ο Μουμπάρακ παρέμενε στην εξουσία όλο αυτό το εργατικό ξέσπασμα θα φούντωνε ακόμη περισσότερο και αναγκάστηκαν να οδηγηθούν στη μεγαλύτερη υποχώρηση της ιστορίας τους. Στις 10 Φλεβάρη, όταν όλοι περίμεναν να παραιτηθεί ο Μουμπάρακ, τελικά αυτός δήλωσε ότι δεν παραιτείται. Το αποτέλεσμα ήταν μια φάρσα για το καθεστώς. Οι απεργίες δυνάμωσαν ακόμη περισσότερο και ο κόσμος στην Ταχρίρ πείσμωσε. Δεν πέρασαν ούτε 24 ώρες και ο αντιπρόεδρός του ανακοίνωσε πως ο Μουμπάρακ δεν ήταν πλέον πρόεδρος. Οι πληροφορίες που αποκαλύφθηκαν μετά λένε πως εγκατέλειψε το προεδρικό μέγαρο με ελικόπτερο με κατεύθυνση το θέρετρο Σαρμ ελ-Σέιχ στην άλλη άκρη της χώρας.
Το ερώτημα που προκύπτει σε όσους ασχολούνται με την Αίγυπτο για πρώτη φορά είναι πού βρισκόταν όλη αυτή η κρυμμένη δυναμική που έφερε εκατομμύρια κόσμο να νιώθουν την αυτοπεποίθηση να τα βάλουν με το καθεστώς. Η απάντηση είναι ότι η δυναμική δεν ήταν και τόσο κρυμμένη. Χτιζόταν βήμα το βήμα μέσα στην τελευταία δεκαετία.
Την πρώτη του δημόσια εμφάνιση το κίνημα στην Αίγυπτο την έκανε στα τέλη του 2000, σε αλληλεγγύη με την Παλαιστινιακή Ιντιφάντα. Κόντρα σε ένα καθεστώς που στεκόταν στην πλευρά του Ισραήλ, ο κόσμος βγήκε στους δρόμους και έκανε παράνομες συγκεντρώσεις για να δείξει ότι είναι με τους Παλαιστίνιους. Τις αντιπολεμικές κινητοποιήσεις του '90-'91 για τον πόλεμο στον Κόλπο, ο Μουμπάρακ τις είχε χτυπήσει αλύπητα. Το 2000 δεν τόλμησε να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο.
Για να ανοίξει ακόμη περισσότερο αυτή η μικρή χαραμάδα έπαιξε ρόλο το παγκόσμιο αντιπολεμικό κίνημα. Οι διαδηλώσεις για την Ιντιφάντα, αλλά και οι αντιπολεμικές κινητοποιήσεις μετά τις 11 Σεπτέμβρη του 2001 ήταν σε Ευρώπη και Αμερική ασύγκριτα μεγαλύτερες από το '90-'91. Ο συντονισμός μεταξύ κινήματος στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή οδήγησε στα αντιμπεριαλιστικά “συνέδρια του Καΐρου”, με το πρώτο να οργανώνεται το 2002. Σε δύσκολες συνθήκες, κλεισμένοι μέσα σε αίθουσες περικυκλωμένες από το στρατό, οι αιγύπτιοι αγωνιστές άρχισαν να ξανασυζητάνε. Σοσιαλιστές, Νασερικοί και Ισλαμιστές ανακάλυπταν τι τους χωρίζει και τι τους ενώνει.
Το Μάρτη του 2003, όταν ο αμερικάνικος στρατός άρχισε να βομβαρδίζει το Ιράκ, το καθεστώς Μουμπάρακ πιάστηκε στον ύπνο. 8 χρόνια αργότερα εκείνες οι μέρες μοιάζουν με πρόβα τζενεράλε. Κατα δεκάδες χιλιάδες ο κόσμος ξεχύθηκε στο δρόμο και έφτασε να διαδηλώνει στην “απαγορευμένη” πλατεία Ταχρίρ. Πρώτη φορά ακούστηκαν στο δρόμο συνθήματα, έστω και μειοψηφικά, “Κάτω ο Μουμπάρακ”.
Οι εστίες της αντίστασης
Ήταν λοιπόν ένα ζήτημα αντιμπεριαλισμού που έδωσε την ευκαιρία στο αιγυπτιακό κίνημα να συγκροτηθεί και να πατήσει στα πόδια του. Χρειαζόταν άμεσα συνέχεια. Με πρωτοβουλία των δυνάμεων που είχαν πρωτοστατήσει στα “συνέδρια του Καΐρου” μπήκε μπρος ένα πολιτικό μέτωπο κατά του Μουμπάρακ που ονομάστηκε “Κιφάγια” (Αρκετά). Το Κιφάγια έκφρασε τη νέα ριζοσπαστικοποίηση στην Αίγυπτο, ενώ την ίδια στιγμή, παρότι βαθιά αντιμπεριαλιστικό, μπορούσε να εκμεταλλεύεται τις αντιφάσεις που είχε δημιουργήσει η ρητορική της κυβέρνησης Μπους περί “δημοκρατίας” στη Μέση Ανατολή.
Το Κιφάγια έδωσε ηρωικές μάχες με πολλά μέλη του να φυλακίζονται και να βασανίζονται. Στις ανοιχτές διαδηλώσεις του δεν μπορούσαν να συγκεντρωθούν παρά μερικές εκατοντάδες, αλλά τα μέλη του ήξεραν ότι εκφράζουν την πλειοψηφία. Στο μεταξύ όμως, στην αιγυπτιακή κοινωνία ερχόταν να επενεργήσει μια ακόμη διαδικασία: τα νεοφιλελεύθερα μέτρα που είχαν αρχίσει από τη δεκαετία του '90, στη δεκαετία του 2000 επιταχύνθηκαν με ένα κύμα ιδιωτικοποιήσεων και επιθέσεων στα εργατικά δικαιώματα.
Στο πολιτικό τοπίο που έδειχνε ήδη να τραντάζεται, ήρθε να φέρει τα πάνω κάτω η εξέγερση των εργατών και των εργατριών της Μαχάλα αλ-Κούμπρα το Δεκέμβρη του 2006. Στις κλωστοϋφαντουργίες της Μαχάλα δουλεύουν πάνω από 20 χιλιάδες άνθρωποι. Με τις γυναίκες να μπαίνουν στην πρώτη γραμμή, όλοι οι εργάτες εξεγέρθηκαν, σταμάτησαν τη δουλειά και κατάφεραν να κερδίσουν πολλά από τα αιτήματά τους αλλά και να απελευθερώσουν για μέρες την περιοχή τους από την αστυνομία.
Τις ίδιες μέρες, εκτός από τα τείχη του φόβου, έπεφτε και ένα πραγματικό τείχος. Στην Ράφαχ, στα σύνορα με τη Λωρίδα της Γάζας, οι Παλαιστίνιοι έσπαγαν το φράχτη και έμπαιναν κατά εκατοντάδες στην Αίγυπτο για να προμηθευτούν τρόφιμα και να επικοινωνήσουν με τους αιγύπτιους αδερφούς και αδερφές τους. Από την αρχή της ίδιας χρονιάς, οι Παλαιστίνιοι της Γάζας βρίσκονταν παγιδευμένοι, επειδή έκαναν το “λάθος” να βγάλουν τη Χαμάς νικήτρια στις εκλογές. Το καθεστώς Μουμπάρακ εκείνες τις μέρες έβλεπε την ανάγκη να πρέπει να στείλει το στρατό ταυτόχρονα στη Μαχάλα και στη Ράφαχ.
Το παράδειγμα της Μαχάλα γενικεύτηκε. Ακολούθησαν απεργίες και σε άλλες κλωστοϋφαντουργίες, ενώ για πρώτη φορά άρχισαν να φτιάχονται ελεύθερα συνδικάτα από τα κάτω. Το συνδικάτο των φοροεισπρακτόρων ήταν μια καινούργια τομή, γιατί όχι μόνο φτιάχτηκε από τα κάτω και οργάνωσε απεργία διαρκείας, αλλά και γιατί κατάφερε να δημιουργήσει μια άτυπη ομοσπονδία με τα παραρτήματα που ίδρυσε σε όλη τη χώρα.
Το Κιφάγια πέρασε τα επόμενα χρόνια εσωτερικές διασπάσεις και κλυδωνισμούς. Τα διεθνή ΜΜΕ μετέδωσαν αρκετές φορές το θάνατο του κινήματος. Δεν καταλάβαιναν τι συνέβαινε. Το εργατικό κίνημα άρχισε να απλώνεται παντού. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια η Αίγυπτος βίωσε το απεργιακό κίνημα των τελευταίων μετά τη δεκαετία του '40. Αυτή η αλλαγή προς το καλύτερο ήταν που προκαλούσε αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό των πολιτικών κινημάτων, σχετικά με το κατά πόσο ο προσανατολισμός πρέπει να είναι στην εργατική τάξη ή στις προσωπικότητες που θα έδιναν “δημοκρατική λύση”.
Τον Απρίλη του 2008 οι εργάτες της Μαχάλα έβαλαν ξανα στόχο να οργανώσουν απεργία. Μια σειρά δίκτυα ανέλαβαν το καθήκον να απλώσουν αυτήν την απεργία. Το φαινομενικά παράδοξο αποτέλεσμα ήταν ότι οι εργάτες στη Μαχάλα δεν μπόρεσαν να απεργήσουν και να διαδηλώσουν αφού η αστυνομία τους διέλυσε μέσα στα εργοστάσια. Όμως στο Κάιρο η μέρα έμοιαζε με αργία. Η εργατική τάξη συμπαραστάθηκε στους εργάτες της Μαχάλα.
Ο Μουμπάρακ δεν το γνώριζε, αλλά ήδη μετρούσε μέρες. Χρειάστηκε να αντιμετωπίσει την κρίση των τροφίμων που έφερε εκατομμύρια Αιγύπτιους να δυσκολεύονται να έχουν αρκετό φαγητό στο καθημερινό τραπέζι. Χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τα καραβάνια αλληλεγγύης προς την Παλαιστίνη που περνούσαν από την Αίγυπτο και το μόνο που έδωσε ήταν καταστολή. Χρειάστηκε να αντιμετωπίσει την κρίση στη Γάζα και κράτησε ασφυκτικά κλειστό το σύνορο της Ράφαχ, ακόμα και όταν οι Ισραηλινοί βομβάρδιζαν αμάχους. Έπαιξε το χαρτί του “διαίρει και βασίλευε” με οργανωμένες επιθέσεις στους Χριστιανούς Κόπτες. Στη διάρκεια της “γρίπης των χοίρων” διέταξε τη σφαγή όλων των γουρουνιών της χώρας από τα οποία εξαρτάται μεγάλο μέρος της οικονομίας των φτωχών Χριστιανών. Το κόλπο δεν έπιασε. Η οργή συσσωρευόταν και ο κόσμος περίμενε μια αφορμή. Μέχρι που ήρθε.
“An end or a beginning?”, Economist, 3 Φλεβάρη 2011.