Άρθρο
Οι αγώνες της Αριστεράς

Εξώφυλλο του τευχους 85

Η εργατική τάξη ήταν στην εμπροσθοφυλακή του αντιμπεριαλιστικού αγώνα στην Αίγυπτο. Αυτό ίσχυε ήδη από την εποχή της πρώτης εξέγερσης ενάντια στη βρετανική κατοχή, το Μάρτη του 1919. Οι εργάτες και τα συνδικάτα έπαιξαν ενεργητικό ρόλο στο ξεσηκωμό.

Ανάμεσα στον Αύγουστο και τον Οκτώβρη εκείνης της χρονιάς ξέσπασαν 24 μεγάλες απεργίες και ακόμα 84 ανάμεσα στο 1920 και το 1921.

Στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τη δεκαετία του ’40, το εργατικό κίνημα πέρασε μια περίοδο ύφεσης. Συνομοσπονδίες ιδρύονταν με πρωτοβουλία κομμάτων ή προσωπικοτήτων της άρχουσας τάξης που έβλεπαν τους εργάτες είτε ως απλά θύματα που έχρηζαν προστασίας ή σαν «πελατεία». Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος αναζωογόνησε την κινητικότητα στις γραμμές του εργατικού κινήματος. Η Αίγυπτος έγινε μια κεντρική αρτηρία εφοδιασμού της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, και το αποτέλεσμα ήταν να ιδρυθούν εκατοντάδες βιομηχανικές επιχειρήσεις, κυρίως υφαντουργικές. Ταυτόχρονα, το μίσος για την αποικιοκρατία δυνάμωνε σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού και οι εργάτες αποκτούσαν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση να παλέψουν. Η περίοδος από το τέλος του πολέμου μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50 ήταν η εποχή δυνατών απεργιακών κινητοποιήσεων.

Τον ρόλο της εμπροσθοφυλακής η εργατική τάξη δεν τον χρωστούσε στο μέγεθός της: ήταν μικρή σε σχέση με τη θάλασσα των αγροτών και των άλλων φτωχών στρωμάτων της χώρας. Αλλά ήταν συγκεντρωμένη σε νευραλγικά σημεία: η Αλεξάνδρεια ήταν ένα μεγάλο λιμάνι, το Κάιρο σιδηροδρομικός κόμβος, η Διώρυγα του Σουέζ στρατηγικής σημασίας. Οι 26 χιλιάδες που δούλευαν στην υφαντουργία Μισρ στη Μαχάλα αλ Κάμπρα ήταν μια εντυπωσιακή δύναμη όταν έμπαιναν σε κίνηση. Την άνοιξη του 1944 υπήρχαν 350 συνδικάτα με 120.000 μέλη.

Αίγυπτος: οι κομμουνιστές

Σ’ αυτό το κίνημα προσπάθησε να παρέμβει και να συνδεθεί μαζί του η αιγυπτιακή αριστερά. Το αιγυπτιακό κομμουνιστικό κόμμα ιδρύθηκε το 1922, αλλά συντρίφτηκε από την καταστολή μετά από ένα κύμα απεργιών και καταλήψεων εργοστασίων τον Φλεβάρη-Μάρτη του 1924. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’40, όταν το εργατικό κίνημα φούντωνε μαζί με το συνολικότερο κίνημα ενάντια στη βρετανική αποικιοκρατία, δεν υπήρχε ενιαίο κομμουνιστικό κόμμα. Υπήρχε μια πληθώρα οργανώσεων, όλες με αναφορά στη Ρωσία του Στάλιν, αλλά με βαθιές διαφωνίες μεταξύ τους. Η μεγαλύτερη ήταν το Δημοκρατικό Κίνημα Εθνικής Απελευθέρωσης, το Χαντίτου (από τα αρχικά του στα αραβικά) που ιδρύθηκε το 1947 (προϊόν ενοποίησης δυο από τις μεγαλύτερες οργανώσεις). Στην ακμή του, τις παραμονές του κινήματος των Ελεύθερων Αξιωματικών το 1952, είχε περίπου 2000 μέλη. Μια άλλη οργάνωση ήταν η «Εργατική Πρωτοπορία», μικρότερη, αλλά με περισσότερες σχέσεις με τα εργοστάσια.

Παρά τις διαφορές τους, όλες αυτές οι οργανώσεις μοιράζονταν μια κατά βάση ίδια στρατηγική που καθόριζε την πολιτική τους. Η επανάσταση στην Αίγυπτο υποστήριζαν, θα ήταν εθνικοαπελευθερωτική, θα απάλλασε τη χώρα από την αποικιοκρατία, τον ιμπεριαλισμό, τα φεουδαρχικά δεσμά. Όλες οι «πατριωτικές» τάξεις είχαν συμφέρον σε αυτή, και η εργατική τάξη θα έπρεπε να είναι η βασική δύναμη, η ραχοκοκαλιά αυτής της συμμαχίας. Όμως, «ραχοκοκαλιά» δεν σημαίνει ηγεσία. Οι εργάτες έπρεπε να υποτάσσουν τα ταξικά τους συμφέροντα στο γενικότερο εθνικό. Καμιά κουβέντα για σοσιαλισμό.

Η κατάληψη της εξουσίας από τους «Ελεύθερους Αξιωματικούς» τον Ιούλη του 1952 προκάλεσε ένα κύμα ενθουσιασμού στους εργάτες και έθεσε μερικά σκληρά διλήμματα στους κομμουνιστές. Τι ήταν το νέο καθεστώς; Ποια στάση έπρεπε να κρατήσουν απέναντί του; Το Χαντίτου αρχικά το υποδέχτηκε ως μια προοδευτική εξέλιξη. Ακόμα και όταν ο στρατός κατέστειλε την απεργία των εργατών στο Καφρ ελ Νταβάρ τον Αύγουστο, η εφημερίδα του κυκλοφόρησε λίγες μετά με τίτλο: «Ο Δρόμος του Στρατού και του Λαού: Εθνικό Μέτωπο Ενάντια στον Ιμπεριαλισμό και τους Προδότες». Και όλες οι οργανώσεις αρνήθηκαν να οργανώσουν αλληλεγγύη στους εργάτες-θύματα της καταστολής.

Οι κομμουνιστικές οργανώσεις, επίσης, είχαν απόλυτη πίστη στη Ρωσία του Στάλιν. Αυτό τους είχε δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα όταν το 1948 η Ρωσία ήταν από τα πρώτα κράτη που έσπευσαν να αναγνωρίσουν το Ισραήλ (το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπισαν όλα τα ΚΚ του αραβικού κόσμου). Όταν η ρώσικη εξωτερική πολιτική διακήρυσσε ότι το καθεστώς των Ελεύθερων Αξιωματικών ήταν μια «φασιστική δικτατορία», έπρεπε να αλλάξουν γραμμή. Κι όταν το ίδιο καθεστώς έκανε βήματα προσέγγισης στην Ρωσία, από το 1955 και μετά, πάλι έπρεπε να διακηρύξουν ότι είναι ένα προοδευτικό καθεστώς.

Η ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Σουέζ ριζοσπαστικοποίησε το καθεστώς του Νάσερ. Και οι κομμουνιστές έπαιξαν πρωταγωνιστικό, και δυσανάλογο με το μέγεθος των οργανώσεών τους ρόλο στην πάλη ενάντια στους ιμπεριαλιστές. Ο Νάσερ και οι αξιωματικοί του δήλωναν ότι «αγωνίζονται για λογαριασμό του αιγυπτιακού λαού» αλλά δεν είχαν πραγματικές ρίζες στους εργάτες και τους φτωχούς για να τους ξεσηκώσουν.

Ένας νεαρός τότε κομμουνιστής εργάτης στην Αλεξάνδρεια, ο Φατχάλα Μαχρούς, μέλος της «Εργατικής Πρωτοπορίας» έχει περιγράψει πως αυτός και οι σύντροφοί του οργάνωσαν τη στρατιωτική εκπαίδευση των συναδέλφων τους στο εργοστάσιο που δούλευαν: «Οι εργάτες πήγαιναν [σε ένα διπλανό οικόπεδο] για εκπαίδευση στα όπλα μόλις τέλειωναν τη βάρδια τους. Μετά ερχόταν η επόμενη βάρδια». Όμως, δεν κρατούσαν τα όπλα. Έπρεπε να τα επιστρέφουν κάθε βράδυ στη αρμόδια στρατιωτική μονάδα.

Η Λειλά αλ Σαλ ήταν φοιτήτρια και μέλος του Χαντίτου στο Κάιρο και μαζί με τις συντρόφισσές της πρωταγωνίστησε στη Γυναικεία Επιτροπή Λαϊκής Αντίστασης: «Μαζί μας ήρθαν πολλές διανοούμενες, φοιτήτριες, νοικοκυρές. Οργανώσαμε επιτροπές αντίστασης σε όλη την πρωτεύουσα. Λάβαμε στρατιωτική εκπαίδευση, πώς να αφοπλίζουμε μια βόμβα, πώς να ρίχνουμε με το τουφέκι. Εκείνες τις μέρες η κυβέρνηση συνεργαζόταν με τους κομμουνιστές. Σε μια περιοχή δίπλα στη Διώρυγα λειτουργούσε ένα στρατόπεδο όπου πήγαιναν να εκπαιδευθούν κομμουνιστές εθελοντές».

Όταν τέλειωσε η κρίση, ο Νάσερ επέτρεψε τη κυκλοφορία μιας νόμιμης αριστερής εφημερίδας. Αλλά αρνήθηκε να νομιμοποιήσει τις κομμουνιστικές οργανώσεις – και σύντομα οι κομμουνιστές έπαιρναν ξανά το δρόμο για τη φυλακή.

Ένας παλαίμαχος κομμουνιστής, ο Γιουσέφ Νταρβίς, συμπύκνωνε μερικές δεκαετίες αργότερα την εμπειρία εκείνης της εποχής:

«Ο Νάσερ χρησιμοποίησε τους κομμουνιστές σα σκυλιά-φύλακες: τη μια μέρα τους έβγαζε από τη φυλακή, την άλλη τους έριχνε ξανά στο κελί. Εκείνη την περίοδο μας ήθελε γιατί ήμασταν έξυπνοι: μπορούσαμε να γράψουμε παμφλέτες, να ξεσηκώσουμε τον κόσμο, να κρατήσουμε όπλα... Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, η επέμβαση σταμάτησε και τα πράγματα άρχισαν να ηρεμούν...άρχισαν να συλλαμβάνουν τους κομμουνιστές».

Κρίση και διάλυση

Το 1958, οι οργανώσεις ενώθηκαν σε ένα ενιαίο κομμουνιστικό κόμμα. Όμως, η καταστολή το αποδεκάτισε. Η αντίθεση των κομμουνιστών της Αιγύπτου, της Συρίας και του Ιράκ στην «Ενωμένη Αραβική Δημοκρατία» του Νάσερ ήταν ο λόγος που πρόβαλε το καθεστώς. Όμως, οι αιτίες ήταν βαθύτερες. Το καθεστώς του Νάσερ διακήρυσσε ότι είναι επαναστατικό, ότι οικοδομεί τον «επιστημονικό σοσιαλισμό» (ιδιαίτερα από το 1962 και μετά) αλλά διακατεχόταν από μια εγγενή δυσπιστία σε οποιαδήποτε ανεξάρτητη δράση των από «κάτω», των εργατών ιδιαίτερα. Οι εργάτες έπρεπε να δουλεύουν και να εμπιστεύονται την κυβέρνηση. Οι μαζικές οργανώσεις ήταν επέκταση του κράτους.

Και η κρίση του κομμουνιστικού κόμματος, επίσης, δεν οφειλόταν αποκλειστικά στην καταστολή. Οφειλόταν στην ίδια του τη στρατηγική. Η στρατηγική των σταδίων, που απέκλειε κάθε σκέψη για εργατική εξουσία, είχε κυριαρχήσει από τη δεκαετία του ’30. Το καθεστώς ήταν καταπιεστικό μεν, αλλά εφάρμοζε πεντάχρονα πλάνα, συμμαχούσε με την ΕΣΣΔ και μιλούσε για σοσιαλισμό. Για τα σταλινικά κόμματα, σοσιαλισμός σήμαινε κρατική ιδιοκτησία και συμμαχία με το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο». Άρα, τι απέμενε σε ένα κομμουνιστικό κόμμα από το να συμπαραταχτεί με ένα τέτοιο καθεστώς και να κλείσει τα μάτια σε μια κατάσταση όπου ακόμα και η λέξη απεργία απαγορευόταν να τυπωθεί στο νόμιμο τύπο;

Το 1965 η ηγεσία του ΚΚ, στη φυλακή οι περισσότεροι, έφτασε αυτό το σκεπτικό στη λογική του κατάληξη: αποφάσισε την αυτοδιάλυση του κόμματος στην «Αραβική Σοσιαλιστική Ένωση» του Νάσερ, του μοναδικού νόμιμου κόμματος. Όσοι αγωνιστές διαφώνησαν με αυτή την απόφαση βρέθηκαν απόλυτα απομονωμένοι στην πιο βαθιά παρανομία.

Το 1975 με τον Σαντάτ στην εξουσία πλέον, εμφανίστηκε ξανά το ΚΚ Αιγύπτου. Όμως, πλέον ήταν αργά. Αυτό το κόμμα ποτέ δεν μπόρεσε να αποκτήσει την επιρροή που είχαν οι κομμουνιστές στη δεκαετία του ’40.

Όχι μόνο στην Αίγυπτο

Σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής υπήρχαν κομμουνιστικά κόμματα πολύ ισχυρότερα από το αιγυπτιακό. Όμως, είχαν ανάλογη κατάληξη.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα του Ιράκ είχε πρωταγωνιστήσει στη πάλη ενάντια στους Βρετανούς, και το 1949 ο γραμματέας του, ο Φαχντ, απαγχονίστηκε δημόσια από το καθεστώς των υποτακτικών στο βρετανικό ιμπεριαλισμό. Όταν το 1958 μια ομάδα αξιωματικών με επικεφαλής τον στρατηγό Κάσεμ ανέτρεψε το καθεστώς, το κόμμα είχε δεκάδες χιλιάδες μέλη, και μπορούσε να κινητοποιήσει εκατοντάδες χιλιάδες στους δρόμους. Όμως, όπως οι Αιγύπτιοι κομμουνιστές, το ιρακινό κόμμα έδεσε τις τύχες του με το καθεστώς του Κάσεμ και κήρυσσε την αυτοσυγκράτηση στα μέλη του, ακόμα και όταν ο Κάσεμ εξαπέλυσε ένα κύμα καταστολής εναντίον του το 1959. Το 1963, το Μπάαθ, το κόμμα που αργότερα θα γινόταν αρχηγός ο Σαντάμ Χουσέιν, ανέτρεψε τον Κάσεμ. Και χιλιάδες κομμουνιστές σφαγιάστηκαν με βάση καταλόγους που είχε προμηθεύσει η αμερικάνικη πρεσβεία στο Μπάαθ. Όμως, η πραγματική διάλυση του κόμματος ήρθε στη δεκαετία του ’70. Εκείνη την περίοδο ο Σαντάμ είχε καλές σχέσεις με την ΕΣΣΔ που τον εξόπλιζε ενάντια στο φιλοαμερικάνικο καταπιεστικό καθεστώς του Σάχη στο Ιράν. Το 1972, το ΚΚ μπήκε στο «Εθνικό Μέτωπο» του Μπάαθ και έχασε κάθε αξιοπιστία.

Το κομμουνιστικό κόμμα της Συρίας ήταν κι αυτό ισχυρό. Ο γραμματέας του, ο Χαλίντ Μπακτάς ήταν ο πρώτος κομμουνιστής βουλευτής στον αραβικό κόσμο. Όμως, η πολιτική του ήταν όσο πιο μετριοπαθής μπορούσε να γίνει. Το κόμμα συνεργάστηκε με μια σειρά στρατιωτικά καθεστώτα, με τελευταίο του Χαφέζ Άσαντ (ο γιός του κυβερνάει ακόμα τη Συρία). Και συνέχισε να είναι τμήμα του «Εθνικού Μετώπου» ακόμα και όταν η Συρία έστειλε το 1976 το στρατό της να σφάξει τους Παλαιστίνιους και την αριστερά στο Λίβανο.

Όποιος αναζητά τις αιτίες για την αδυναμία της αριστεράς σε αυτές τις χώρες, δεν πρέπει να τις ψάχνει στην πτώση της ΕΣΣΔ το 1989-91, αλλά στην στρατηγική του σταλινισμού απέναντι στα αντιιμπεριαλιστικά και εργατικά κινήματα της περιοχής. Την πολιτική που τα μετέτρεψε σε ουρά ντόπιων, «πατριωτικών» αρχουσών τάξεων και των κάθε λογής «προοδευτικών» καθεστώτων.

Το πρόβλημα ήταν ότι η αραβική αριστερά πορεύτηκε με την πυξίδα που της είχε δώσει ο σταλινισμός και όχι με την πυξίδα του Τρότσκι με την στρατηγική της διαρκούς επανάστασης.

Η μόνη τάξη που έχει και τη δύναμη και το συμφέρον να οδηγήσει μέχρι τέλους την ρήξη με τον ιμπεριαλισμό στη Μέση Ανατολή ήταν και παραμένει η εργατική τάξη. Μόνο η εργατική τάξη έχει τη δύναμη να κλείσει τις κάνουλες του πετρελαίου, να παραλύσει τη Διώρυγα του Σουέζ, να δράσει στα κέντρα της πολιτικής και οικονομικής ισχύος στην περιοχή. Και μόνο αυτή δεν έχει κανένα συμφέρον από συμβιβασμούς, παζάρια και συνενοχές με τον ιμπεριαλισμό, γιατί μόνο αυτή έχει κοινά συμφέροντα από το Μαγκρέμπ μέχρι τη Μοσούλη ενώ τα καθεστώτα και οι αρχουσες τάξεις βάζουν πάνω από όλα τα δικά τους ξεχωριστά συμφέροντα όσο και να μιλάνε για τους «άραβες» ή «μουσουλμάνους αδελφούς». Γι’ αυτό τον λόγο, μπορεί να συσπειρώσει υπό την ηγεσία της τη λαοθάλασσα των καταπιεζόμενων και εκμεταλλευόμενων στρωμάτων.

Όμως, για να το κατορθώσει αυτό, χρειάζεται μια αριστερά που δεν θα λειτουργεί ως φρένο στη δράση των εργατών για τα δικά τους ταξικά συμφέροντα, αλλά αντίθετα, θα είναι το γκάζι σε αυτό τον προσανατολισμό. Όσο περισσότερο η εργατική τάξη δυναμώνει τους αγώνες, την οργάνωσή της – πολιτική και συνδικαλιστική – όσο αποκτά συνείδηση της ξεχωριστής της θέσης στην κοινωνία και της ιστορικής προοπτικής της, τόσο περισσότερο μπορεί να παίξει το ρόλο της ηγέτιδας δύναμης στην αντιμπεριαλιστική πάλη. Αντίθετα, αν στο εργατικό κίνημα ηγεμονεύουν οι απόψεις που λένε ότι οι εργάτες πρέπει να «αυτοσυγκρατηθούν» για να μην «τρομάξουν οι σύμμαχοι», «να μην απομονωθούν από το λαό», τότε η ηγεσία των αγώνων περνάει στα χέρια δυνάμεων που θα συμμαχήσουν με τον ιμπεριαλισμό και θα στραφούν ενάντια στο κίνημα. Αυτή είναι η εμπειρία επαναστάσεων και αντιμπεριαλιστικών κινημάτων στη Μέση Ανατολή και σε ολόκληρο τον λεγόμενο «Τρίτο Κόσμο».