Μέσα στους τελευταίους πέντε μήνες τα σχέδια του Σαμαρά έχουν διαλυθεί ενώ εργάτες, φοιτητές και μαθητές κλιμακώνουν τους αγώνες τους.
Αυτή την εικόνα δίνει η Μαρία Στύλλου.
Για την κυβέρνηση αυτή είναι η χειρότερη προεκλογική περίοδος που είχε φανταστεί. Μετά τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών, όπου η Ν.Δ. πήρε 4 μονάδες κάτω από τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ πήρε 8%, ο Σαμαράς έκανε τη δήλωση ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να πάει για εκλογές. Υποστήριξε ότι η συμμαχία των δύο κομμάτων είχε την πλειοψηφία όχι απλά για να κυβερνήσει, αλλά για να βγάλει από μόνη της και Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Από τότε μέχρι σήμερα, μόνο μέσα σε πέντε μήνες, αυτή η εικόνα έχει αλλάξει. Οι 180 βουλευτές που είναι απαραίτητοι για την εκλογή Προέδρου στην τρίτη ψηφοφορία δεν υπάρχουν. Η δυνατότητα ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ. να συσπειρώσουν από γύρω τους όλα τα κομμάτια της σοσιαλδημοκρατίας και της δεξιάς έχει χαθεί. Η τελευταία καταμέτρηση ήταν όταν η κυβέρνηση έβαλε θέμα εμπιστοσύνης στη Βουλή και έφτασε τους 155 βουλευτές. Η πρόταση του Καρατζαφέρη για τον σχηματισμό ενός Μετώπου όλων των κομμάτων της δεξιάς γύρω από τη Ν.Δ. έπεσε στο κενό. Το κόμμα του Σαμαρά έχει δυσκολίες να κρατήσει την κοινοβουλευτική του ομάδα και το κόμμα του Βενιζέλου δεν ξέρει σε ποιους και πόσους θα στηριχτεί σε κάθε ψηφοφορία στη Βουλή.
Φέτος, στις 18 Οκτώβρη συμπληρώθηκαν 33 χρόνια από το 1981, τότε που το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές με ποσοστό 48%, και έκανε κυβέρνηση με σύνθημα την «Αλλαγή». Μέσα σε 33 χρόνια αυτό το κόμμα έχει καταρρεύσει, στις δημοσκοπήσεις με το ζόρι φτάνει το 6%.
Γιατί τα δύο κόμματα της κυρίαρχης τάξης έχουν τόσο μεγάλες δυσκολίες να συνεχίσουν – γιατί ακόμα και μέσα σε πέντε μήνες, από τις Ευρωεκλογές μέχρι σήμερα, τα σχέδια τους διαλύονται;
Κυρίαρχη άποψη μέσα σ’ αυτά τα κόμματα είναι ότι πρόκειται για θέμα ηγεσίας. Γι’ αυτό έχουν βγει τα μαχαίρια, πολύ πιο ανοιχτά μέσα στο ΠΑΣΟΚ, λίγο πιο καλυμμένα στη Ν.Δ. Αλλά κι αυτό δεν γίνεται πιστευτό τον τελευταίο καιρό. Όσο κι αν το κυρίαρχο μοτίβο της κυβερνητικής προπαγάνδας είναι η επιστροφή στην «κανονικότητα», η παράταση της κρίσης σε όλα τα επίπεδα δεν κρύβεται.
Όταν η κυβέρνηση έκανε δηλώσεις στις αρχές του καλοκαιριού ότι δεν υπάρχει περίπτωση εκλογών και ότι η κυβέρνηση θα εξαντλήσει την τετραετία, πίστευε ότι οι οικονομικές εξελίξεις και διεθνώς και στην Ελλάδα θα ήταν διαφορετικές. Η εκτίμηση του ΔΝΤ τον Ιούνη, ήταν για ανάκαμψη και ανεβασμένους ρυθμούς ανάπτυξης σε όλον τον κόσμο, από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. μέχρι την Ιαπωνία.
Μέσα σε ένα τέτοιο διεθνές περιβάλλον, η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να βγει από το Μνημόνιο και την επιτήρηση της Τρόϊκας και να συνδεθεί με τις διεθνείς αγορές. Στην πρώτη απόπειρα που έκανε ο Σαμαράς να πάρει δάνειο από τις διεθνείς αγορές, το επιτόκιο ήταν γύρω στο 5%. Στη δεύτερη, έπεσε πάνω στη χρεοκοπία της πορτογαλικής τράπεζας Εσπίριτο Σάντο, το επιτόκιο ήταν απαγορευτικό και γι’ αυτό τη σταμάτησαν στη μέση. Η τρίτη αποδείχθηκε φαρμακερή με τις «αγορές» να στέλνουν το επιτόκιο στα ύψη.
Πριν ο κόκορας λαλήσει τρεις φορές, διαψεύστηκε και πάλι. Η διεθνής οικονομία δεν ανακάμπτει όσο προέβλεπαν, η ύφεση στην Ε.Ε. αρχίζει να επηρεάζει όχι μόνο τον Νότο, αλλά ολόκληρη την Ευρωζώνη, και η Γερμανία βλέπει την παραγωγή της να μειώνεται. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες η γενική γραμμή της ΕΕ συνεχίζει να είναι: σφικτή δημοσιονομική πολιτική και τσεκούρι στις εργατικές κατακτήσεις.
Για την Ελλάδα αυτό σημαίνει: μην περιμένετε ότι δεν θα έχετε Τρόικα και Μνημόνια. Η τελευταία αξιολόγηση που θα γίνει για να πάρει η κυβέρνηση την τελευταία δόση του δανείου (γύρω στα 7 δις), θα είναι πολύ σκληρή και θα κρατήσει τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2014. Στη συνέχεια, η επιτήρηση θα σημάνει ένα νέο Μνημόνιο με κέντρο την αλλαγή του ασφαλιστικού, και τις απολύσεις. Η Τρόικα θεωρεί ότι το πλαφόν των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα πρέπει να καταργηθεί.
Αυτό σημαίνει ότι μέσα σε πέντε μήνες τα σενάρια που θεωρούσε η κυβέρνηση πιθανά, έχουν διαλυθεί, και μπροστά της ξέρει ότι πηγαίνει για εκλογές που αυτό που μετράει είναι πόσο μπορεί να περιορίσει το μέγεθος της ήττας της.
Η πιο βαθιά ήττα
Η ήττα της κυρίαρχης τάξης και των δύο κομμάτων της, δεν μετριέται μόνο στις εκλογές. Καθορίζεται από το πώς φτάνει στις εκλογές και τι συνέχεια έχει. Χρειάζεται να θυμηθούμε, ότι το εργατικό κίνημα τα τελευταία πέντε χρόνια, κατάφερε τρεις μεγάλους άθλους.
Ο πρώτος, να οργανώσει τις περισσότερες και μεγαλύτερες πανεργατικές απεργίες, ο δεύτερος, να ρίξει μέσα σε πέντε χρόνια τρεις κυβερνήσεις και ο τρίτος, να ανεβάσει τη δύναμη της Αριστεράς από μονοψήφια ποσοστά στα επίπεδα πάνω από 30%. Και οι τρεις αυτές εξελίξεις έγιναν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, συγκρίνονται με αλλαγές που συμβαίνουν σε έκτακτες συνθήκες, και βέβαια, βαραίνουν σ’ αυτά που συμβαίνουν σήμερα.
Η προεκλογική περίοδος συνήθως δύσκολα ευνοεί την ανάπτυξη των εργατικών αγώνων. Μοιάζει ότι αυτό που κυριαρχεί είναι η προσδοκία για την πολιτική αλλαγή, ότι μπορεί να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ και να φτιάξει κυβέρνηση, και λιγότερο η προοπτική των κοινωνικών αγώνων.
Αυτό τουλάχιστον δείχνουν προηγούμενες αντίστοιχες περίοδοι, και ιδιαίτερα η περίοδος από το 1977 έως το 1981, τότε που η προοπτική ήταν ότι το ΠΑΣΟΚ θα κέρδιζε τις εκλογές.
Ιδιαίτερα από το φθινόπωρο του 1979 μέχρι τον Οκτώβρη του 1981, οι απεργίες μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Και αυτές που γίνονταν σταμάτησαν γρήγορα κάτω από την πίεση να μην χαλάσει το κλίμα της ομαλότητας, γιατί αυτό θα δυναμώσει τη δεξιά και όχι το ΠΑΣΟΚ. Η πραγματικότητα ήταν ότι η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν ήθελε να κληρονομήσει σαν κυβέρνηση ένα απεργιακό κίνημα που δεν θα ήξερε τι να το κάνει.
Ακόμα κι αν αυτό είναι που θα ήθελε σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχουν δυσκολίες να το πετύχει. Από τις Ευρωεκλογές μέχρι σήμερα, δεν έχει υπάρξει μέρα χωρίς εργατικές κινητοποιήσεις, απεργίες, στάσεις, καταλήψεις, συλλαλητήρια έξω από τα υπουργεία Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Οικονομικών, Εργασίας, Υγείας και Παιδείας. Δεν είναι μόνο οι καθαρίστριες στην Καραγιώργη Σερβίας που δίνουν τον τόνο, είναι μια ολόκληρη τάξη. Η κυβέρνηση που είχε στην ατζέντα της την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων στη ΔΕΗ, στο νερό, στα λιμάνια, έχει υποχρεωθεί να κάνει βήμα σημειωτόν σε αυτόν τον τομέα για να επικεντρωθεί στις απολύσεις στο δημόσιο. Αλλά και εκεί σκοντάφτει. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσπαθεί να ρίξει την ευθύνη στους δημάρχους για την αντίσταση που συναντάει στις απολύσεις στους Δήμους.
Όλες αυτές οι μάχες προκάλεσαν μίνι κυβερνητικές κρίσεις που πήγαν να κλείσουν με ανασχηματισμούς αλλά δεν απέδωσαν. Οι απεργίες στα νοσοκομεία και στον ΕΟΠΠΥ, έριξαν τον Γεωργιάδη και μείωσαν τη δύναμη της ΝΔ στον χώρο της Υγείας. Στις πρόσφατες εκλογές στον ΙΣΑ το ψηφοδέλτιο της ΔΑΚΕ έχασε την αυτοδυναμία και η δύναμή του μειώθηκε κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες και 3 έδρες. Στο χώρο της Παιδείας, η μάχη ενάντια στην αξιολόγηση ανάγκασε τον Σαμαρά να αντικαταστήσει τον Αρβανιτόπουλο με τον Λοβέρδο, αλλά ούτε και αυτός μπορεί να ελέγξει τις αντιδράσεις. Τουναντίον η κατάσταση, έτσι όπως εξελίσσεται στο χώρο της Παιδείας, περισσότερο θυμίζει τις παραμονές των μεγάλων καταλήψεων του 2006 καθώς ο «τσαμπουκάς» των νέων πρυτάνεων γυρίζει μπούμερανγκ.
Φέτος το φθινόπωρο άνοιξε με τους μαθητές να προσπαθούν καταλήψεις, με μαζικές φοιτητικές συνελεύσεις, και με δασκάλους και καθηγητές να πολεμάνε ενάντια στην αξιολόγηση και τις ελλείψεις μέσα στα σχολεία. Η προσπάθεια για συντονισμό όλων αυτών των κομματιών με κοινό συλλαλητήριο στις 6 Νοέμβρη μπορεί να εξελιχθεί σε νέο Βατερλό αυτής της κυβέρνησης. Αντίστοιχα λειτουργεί ο Συντονισμός ενάντια στα κλεισίματα με κέντρο την ΕΡΤ και το συλλαλητήριο στο Ραδιομέγαρο στις 7 Νοέμβρη, στην επέτειο της εισβολής των ΜΑΤ.
Η Γενική Απεργία στις 27 Νοέμβρη που έχουν κηρύξει ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ έχει βγει μέσα από τις μάχες και τις πιέσεις από το εργατικό κίνημα. Και οι δυο τριτοβάθμιες ηγεσίες έδωσαν μάχες οπισθοφυλακής για να αποφύγουν την κλιμάκωση των αντιστάσεων, αλλά τελικά υποχρεώθηκαν να ευθυγραμμιστούν. Η επιτυχία της απεργίας θα καθορίσει και τις συνολικότερες εξελίξεις. Η κυβέρνηση του 30%, των 155 βουλευτών, μπορεί να μην πέσει μέσα από μια 24ωρη γενική απεργία, αλλά είναι δύσκολο την επόμενη μέρα να συμπεριφέρεται σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Θα έχει ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία να περάσει από την Ολομέλεια μέτρα λιτότητας, πολύ περισσότερο να προσπαθήσει να τα εφαρμόσει.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, αυτό που δεν πρέπει να συμβεί είναι η «ομαλοποίηση» με τη βοήθεια του ΣΥΡΙΖΑ.
Και τώρα;
Η άρχουσα τάξη δεν θα ανατραπεί μέσα από τις εκλογές, ακόμα και εάν τις χάσει ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι μια κρίση για την κυρίαρχη τάξη, δεν θα σημάνει όμως το τέλος της. Αυτό που μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο και πριν και μετά, είναι η δύναμη και η δυναμική του εργατικού κινήματος.
Φέτος τιμήσαμε τα εβδομήντα χρόνια από την Απελευθέρωση από τους Ναζί. Τον Οκτώβρη του ’44, το εργατικό κίνημα πλημμύρισε την απελευθερωμένη Αθήνα, κατέβαινε στα συλλαλητήρια με πανό «Να ανοίξουν τα κλειστά εργοστάσια» και «Να διαλυθούν όλες οι φασιστικές οργανώσεις», αλλά δεν είχε την εικόνα της δύναμής του, για να σπάσει τους περιορισμούς που του έβαζαν οι Άγγλοι και η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Οι προσπάθειες της ηγεσίας του ΕΑΜ για μια «ομαλή» μετάβαση λειτούργησαν αφοπλιστικά για το κίνημα.
Το 1958, όταν η ΕΔΑ βγήκε δεύτερο κόμμα στις εκλογές και έγινε αξιωματική αντιπολίτευση, ο προσανατολισμός τής ηγεσίας της ήταν να ελέγξει τις αντιδράσεις του εργατικού κινήματος. Το επιχείρημα, πίσω στην ομαλότητα, άνοιξε το δρόμο στην Ένωση Κέντρου και η γραμμή «θα τους ταράξουμε στη νομιμότητα» δεν προετοίμαζε τον κόσμο για αυτά που ακολούθησαν. Αυτή η εξέλιξη δεν βοήθησε την Αριστερά να γίνει ηγεμονική δύναμη, έτσι όπως φάνηκε ότι μπορούσε να συμβεί μετά το 1958.
Δεν είναι η πρώτη φορά που εκφράζεται με τόσο δραματικό τρόπο μια αριστερή στροφή που βλέπουμε και σήμερα. Σε κάθε περίοδο που το εργατικό κίνημα βγαίνει ορμητικά στο προσκήνιο, συγκρούεται με τις επιλογές της κυρίαρχης τάξης και δημιουργεί πολιτική κρίση, η ριζοσπαστικοποίηση οδηγεί σε άνοδο της δύναμης των αριστερών κομμάτων. Η δυναμική αυτής της εξέλιξης είναι τεράστια, ιδιαίτερα στη σημερινή περίοδο, όπου μια πενταετία αγώνων έχει κάψει βασικές πολιτικές δυνάμεις του συστήματος. Οι επιλογές της Αριστεράς σε τέτοιες στιγμές είναι κρίσιμες.
Στην ιστορία της Αριστεράς, μια γνώριμη δικαιολογία για υποχωρήσεις, συμβιβασμούς και συνεργασίες με τους αστούς είναι η αντίληψη περί αρνητικών συσχετισμών, δηλαδή ότι ο αντίπαλος είναι πιο δυνατός και η δική μας πλευρά πιο αδύνατη. Μια αντίληψη με βαθιές ρίζες. Γράφει σχετικά ο Τρότσκι στο κλασικό του κείμενο «Τα διδάγματα του Οκτώβρη»:
«Η εργατική τάξη παλεύει και ωριμάζει έχοντας πάντα συνείδηση του γεγονότος ότι οι μεγαλύτερες δυνάμεις βρίσκονται με το μέρος του εχθρού. Αυτό φαίνεται σε κάθε βήμα της καθημερινής ζωής: ο εχθρός διαθέτει πλούτο και κρατική εξουσία, όλα τα μέσα ιδεολογικής πίεσης και όλους τους μηχανισμούς καταπίεσης. Συνηθίζουμε στην ιδέα ότι ο εχθρός υπερτερεί σε δυνάμεις. Κι αυτή η συνήθεια αποτελεί βασικό μέρος της ζωής και της δραστηριότητας του επαναστατικού κόμματος στην εποχή της προετοιμασίας. Οι συνέπειες της μιας ή της άλλης απρόσεχτης ή ανώριμης πράξης υπενθυμίζουν σκληρά τη δύναμη του εχθρού. Αλλά έρχεται η στιγμή που η συνήθεια να θεωρούμε τον εχθρό σαν δυνατότερο γίνεται το κύριο εμπόδιο στο δρόμο για τη νίκη. Η σημερινή αδυναμία της αστικής τάξης φαίνεται ντυμένη με τη σκιά της χτεσινής της δύναμης» (σελ. 52 στην ελληνική έκδοση από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο).
Η απόρριψη της θεωρίας των “αρνητικών συσχετισμών” δεν οδηγεί σε βολονταριστική αντιμετώπιση. Αντίθετα, σημαίνει προσανατολισμό στο να εκτιμήσουμε καθαρά τις αδυναμίες στο αντίπαλο στρατόπεδο και να προσανατολιστούμε στρατηγικά και οργανωτικά για να αξιοποιήσουμε κάθε ρήγμα.
Η εργατική τάξη δεν ξεκίνησε το ορμητικό κύμα των πανεργατικών απεργιών το 2010 επειδή ήξερε από τα πριν το αποτέλεσμα, αλλά γιατί είχε συναίσθηση ότι οι απέναντι δεν μπορούσαν να συνεχίσουν όπως πριν. Μέσα σε αυτό το κύμα κινήθηκε συλλογικά, κέρδισε εμπειρίες και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις δικές της δυνάμεις. Άρχισε να ανατρέπει συνδικαλιστικές ηγεσίες, να κάνει βήματα οργάνωσης από τα κάτω και να ριζοσπαστικοποιείται. Και βέβαια έφτασε να δώσει γερά χτυπήματα στον αντίπαλο – έτσι εξηγούνται οι διαδοχικές κυβερνητικές κρίσεις και οι διαλυτικές συνθήκες και στα δυο παραδοσιακά κυβερνητικά κόμματα.
Ένας τέτοιος προσανατολισμός απαιτεί από την Αριστερά όχι μόνο να είναι τολμηρή, αλλά και οργανωμένη. Οι ρεφορμιστικές πτέρυγες τείνουν πάντα να αναζητούν δύναμη στους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς, στο κέρδισμα της ψήφου των τμημάτων εκείνων της τάξης που δεν συμμετέχουν ενεργά στους αγώνες και γι’ αυτό μένουν πιο πίσω. Η επαναστατική Αριστερά, αντίθετα, απευθύνεται στα πιο πρωτοπόρα κομμάτια και αλλάζει τους συσχετισμούς οργανώνοντας τη δική τους δράση που μπορεί και τραβάει τους υπόλοιπους.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από τις πρόσφατες εμπειρίες είναι η ανάπτυξη του αντιφασιστικού κινήματος. Το καλοκαίρι του 2012 μια στατική περιγραφή των συσχετισμών έβλεπε εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρους να στηρίζουν τα τάγματα εφόδου των νεοναζί, ενώ στη δική μας πλευρά στεκόταν μια μικρή μειοψηφία πρωτοπόρων αντιφασιστών. Μια αποδοχή αυτών των συσχετισμών μπορούσε να οδηγήσει σε παράλυση. Ευτυχώς η ΚΕΕΡΦΑ δεν υιοθέτησε αυτή τη λογική και οι πρωτοβουλίες της βοήθησαν στο να αλλάξει η εικόνα.
Η συντηρητική εκτίμηση των συσχετισμών μπορεί να γίνει αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Άμα κοιτάς με δέος το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που στέκεται πίσω από τους Σαμαράδες και τους Βενιζέλους, ψάχνεις τρόπους να αποφύγεις την αναμέτρηση. Η επιλογή, όμως, να εμφανιστεί η Αριστερά ως δύναμη σταθερότητας έχει παίξει πάντα ανασταλτικό ρόλο. Το ζητούμενο είναι η αξιοποίηση της δυναμικής της τάξης. Αυτό σημαίνει στήριξη των εργατικών αγώνων, σημαίνει ξεκαθάρισμα για τους αντικαπιταλιστικούς ορίζοντες της προοπτικής, σημαίνει πολιτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις με τα όρια που βάζει η κυρίαρχη τάξη και με τα εμπόδια που προσπαθεί να δημιουργήσει. Η αριστερή στροφή χρειάζεται Αριστερά επαναστατική για να συνεχίσει, να βαθαίνει και να κατακτήσει τον καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις, και πριν αλλά και την επόμενη μέρα από τις εκλογές.