O Σωτήρης Κοντογιάννης εξηγεί γιατί τα προγράμματα λιτότητας έχουν βαθύνει την οικονομική κρίση παγκόσμια.
"Τα τεστ αντοχής των Ελληνικών τραπεζών ξεπέρασαν κάθε προσδοκία".
Αντώνης Σαμαράς, 26 Οκτώβρη 2014
Πράγματι ξεπέρασαν κάθε προσδοκία τα αποτελέσματα του τελευταίου στρες τεστ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ): από τις τέσσερις μεγάλες "συστημικές" ελληνικές τράπεζες απέτυχαν οι τρεις. Μια, η Alpha Bank κατάφερε να περάσει με την πρώτη την δοκιμασία.
Συνολικά από τις 130 τράπεζες της Ευρωζώνης που ελέγχθηκαν, οι 25 έπεσαν κάτω από τη βάση. Από αυτές οι 13 έχουν ήδη προχωρήσει σε αυξήσεις κεφαλαίου μέσα στο 2014 (το τεστ βασίστηκε στην κατάστασή τους στο κλείσιμο του 2013) και θεωρούνται πλέον βιώσιμες. Ανάμεσα σε αυτές είναι και η Πειραιώς. Οι υπόλοιπες 12 πρέπει να καταθέσουν άμεσα στην ΕΚΤ σχέδια "εξυγίανσης" ή να κλείσουν.
Η Eurobank και η Εθνική είχαν καταθέσει προκαταβολικά σχέδια εξυγίανσης και είχαν ενταχθεί σε "ειδικό καθεστώς" ελέγχου στο στρες τεστ. Για αυτό στην έκθεση η αποτυχία τους συνοδεύεται από έναν αστερίσκο και μια υποσημείωση που κάνει λόγο για το "δυναμικό μοντέλο". Αυτός ο αστερίσκος είναι η επιτυχία "πέρα από κάθε προσδοκία" του Σαμαρά. Για αυτόν τον αστερίσκο, που είχε μπει στην έκθεση προκαταβολικά, "εξέφρασε την ικανοποίησή του" ο Γκίκας Χαρδούβελης. Για αυτήν την υποσημείωση έβγαλε έναν ακόμα "δεκάρικο" για το έργο της κυβέρνησης ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Αυτό ήταν το τρίτο "τεστ αντοχής" που έχει κάνει η ΕΚΤ μέσα στα τελευταία χρόνια. Και τα δυο προηγούμενα έβγαλαν, με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις, όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές τράπεζες πρακτικά λάδι. Αλλά το μόνο που κατάφεραν με αυτόν τον τρόπο ήταν να θέσουν την ίδια την αξιοπιστία των στρες τεστ σε αμφισβήτηση. Το πόσο στημένα ήταν φάνηκε τον Οκτώβρη του 2011 όταν η κυβέρνηση του Βελγίου αναγκάστηκε να διασώσει, μέσα από την κρατικοποίηση την Dexia, μια από τις μεγάλες τράπεζες της χώρας που είχε μόλις τρεις μήνες πριν περάσει με άνεση το τεστ της ΕΚΤ.
Αυτή τη φορά το στρες τεστ ήταν πιο αυστηρό: περιλάμβανε ανάμεσα στα άλλα και έναν έλεγχο ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών. Ο έλεγχος αυτός ανέβασε το σύνολο των "κόκκινων δανείων" (των δανείων που έχουν πάψει να εξυπηρετούνται) στην Ευρωζώνη από τα 750 στα 880 δισεκατομμύρια Ευρώ -ένα νούμερο σχετικά μικρό αν συγκριθεί με τα 10 περίπου τρις του ΑΕΠ των χωρών της Ευρωζώνης. Η Ελλάδα αποτελεί εξαίρεση: το 2013 ένα στα τρία σχεδόν δάνεια ήταν στο "κόκκινο". Συνολικά τα μη εξυπηρετούμενα χρέη ξεπερνούν τα 77 δις στη χώρα μας, ένα εφιαλτικό νούμερο που αντιστοιχεί στο 43% του ΑΕΠ. Κανένας αστερίσκος και καμιά υποσημείωση για "δυναμικά μοντέλα" δεν μπορεί να κρύψει μια μαύρη τρύπα τόσο κολοσσιαίων διαστάσεων.
Και αυτή τη φορά πολλοί οικονομολόγοι αμφισβήτησαν άμεσα την αξιοπιστία του τεστ. Ο Χανς Βέρνερ Ζιν, ο διευθυντής του γερμανικού ινστιτούτου IFO κατηγόρησε την ΕΚΤ ανοιχτά για "δημιουργική λογιστική". "Με τις υποθέσεις της", είπε, "η ΕΚΤ έθεσε ένα σενάριο μέσου πληθωρισμού για την Ευρωζώνη τέτοιο ώστε να μην πέσουν πάρα πολλές τράπεζες κάτω από την κόκκινη γραμμή". Η ΕΚΤ είπε δεν πήρε υπ' όψιν της τον σοβαρό κίνδυνο να βυθιστεί η Ευρωζώνη στον αποπληθωρισμό. Αντί για αυτό στηρίχτηκε σε ένα σενάριο πληθωρισμού υπολογισμένο με τέτοιο τρόπο ώστε, για μια ακόμα φορά, οι περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες να βγούνε και πάλι "λάδι".
Μπούμερανγκ
Παρά το "στήσιμο" του τεστ θα ήταν λάθος να βγάλει κανείς το συμπέρασμα από αυτό ότι η παγκόσμια οικονομία έχει επιστρέψει σήμερα στην εποχή των "τοξικών" χρεών των ΗΠΑ και της χρεοκοπίας της Λήμαν Μπράδερς.
Οι αγορές δεν ανησυχούν σήμερα για τη φερεγγυότητα κάποιου κράτους, ούτε για το ενδεχόμενο να χρεοκοπήσει μια μεγάλη τράπεζα. "Αυτό συνέβαινε πριν από δυο χρόνια", έγραφε στα μέσα Οκτώβρη στην εφημερίδα Financial Times ο Wolfgang Munchau. Οι κεντρικές τράπεζες, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οι μεγάλες ισχυρές οικονομίες δεν άφησαν κανένα κράτος να έχει την τύχη της Αργεντινής του 2001 και καμιά μεγάλη τράπεζα την τύχη της Λήμαν Μπράδερς μετά τον Σεπτέμβρη του 2008. Αλλά αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι η παγκόσμια οικονομία έχει ξεπεράσει πλέον την κρίση. Κάθε άλλο: σήμερα βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με ένα νέο μεγάλο κίνδυνο - τον κίνδυνο μιας νέας "μακράς ύφεσης". Η λιτότητα, η πάγια συνταγή με την οποία όλες οι κυβερνήσεις του πλανήτη προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν την "κρίση χρέους" γυρίζει τώρα μπούμερανγκ και έρχεται να τις καταδιώξει.
"Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο", παρατηρούσε στις αρχές του Οκτώβρη ο Λόρενς Σάμερς, υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον και καθηγητής σήμερα στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, "ήταν για μεγάλο διάστημα ο πιστός υπερασπιστής της λιτότητας... κάθε χρόνο καυτηρίαζε δεκάδες χώρες για τη δημοσιονομική τους απειθαρχία. Η δημοσιονομική εξυγίανση - ένας ευφημισμός για τις περικοπές των δαπανών της κυβέρνησης - είναι η καρδιά των προγραμμάτων διάσωσης του Ταμείου. Πριν από ένα χρόνο το ΔΝΤ είχε επιτεθεί στις ΗΠΑ, κατηγορώντας τες για δημοσιονομικό έλλειμμα 10% του ΑΕΠ".
Όχι πλέον. "Στη ναυαρχίδα του (το World Economic Outlook, την τετραμηνιαία έκθεσή του για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας) το ΔΝΤ προτείνει μια σημαντική αύξηση στις δημόσιες επενδύσεις σε έργα υποδομής, όχι μόνο για τις ΗΠΑ αλλά και για το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Σημειώνει ότι... η θετική τους επίδραση πάνω στην οικονομία θα είναι μεγαλύτερη αν αυτές οι επενδύσεις χρηματοδοτηθούν από δανεισμό από ό,τι θα ήταν αν στηριχτούν σε περικοπές σε άλλες δαπάνες ή στην αύξηση των φόρων. Το πιο σημαντικό, το ΔΝΤ σημειώνει ότι σωστά σχεδιασμένες επενδύσεις σε έργα υποδομής θα μειώσουν αντί να αυξήσουν το βάρος του δημόσιου χρέους".
Έξι χρόνια μετά την κατάρρευση της Λήμαν Μπράδρες η παγκόσμια οικονομία δεν έχει καταφέρει να ξαναπιάσει το νήμα της προ κρίσης εποχής. Για την Αμερική, γράφει ο Σάμερς, αυτή η αποτυχία μεταφράζεται συσσωρευτικά σε μια υστέρηση του ΑΕΠ της τάξης του 1,5 τρισεκατομμυρίου δολαρίων. Πρόκειται για ένα τεράστιο ποσό που αντιστοιχεί σε 20.000 δολάρια λιγότερα κάθε χρόνο για μια μέση τετραμελή οικογένεια. Και με τους ρυθμούς ανάπτυξης κολλημένους στο 2% το χάσμα γίνεται ολοένα και μεγαλύτερο.
Το πρόβλημα δεν βρίσκεται, σύμφωνα με τον Σάμερς απλά στην έλλειψη ζήτησης καταναλωτικών προϊόντων που δημιουργεί η μόνιμη λιτότητα. Το πρόβλημα έχει μεταφερθεί και στην πλευρά της προσφοράς - στην ίδια την παραγωγική μηχανή.
"Κατ' αρχήν", γράφει, "ενώ όπως έχω τονίσει τα επίπεδα του ΑΕΠ υπολείπονται κατά πολύ από το σημείο που προβλεπόταν από τις προ κρίσης τάσεις, τα ποσοστά της ανεργίας (που έχουν πέσει από το 10% περίπου στο 6.1% στις ΗΠΑ)... έχουν επιστρέψει στα συνήθη τους επίπεδα".
Αυτό που δείχνει η διαφορά αυτή ανάμεσα στα δυο νούμερα είναι μια υποχώρηση της παραγωγικότητας της εργασίας: χρειάζονται πολλοί περισσότεροι εργάτες από ό,τι θα έπρεπε, αν η οικονομία δεν είχε χτυπηθεί από την κρίση τα προηγούμενα χρόνια, για να παραχθούν τα ίδια προϊόντα. Και η καθήλωση της παραγωγικότητας μπορεί να εξηγηθεί μόνο από ένα πράγμα: από την έλλειψη επενδύσεων, τόσο σε επίπεδο τεχνολογίας, μηχανών, αυτοματισμών κλπ όσο και στο επίπεδο των υποδομών και της εκπαίδευσης του προσωπικού.
Το γερμανικό "θαύμα"
Τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα στην Ευρώπη. Τον Αύγουστο η βιομηχανική παραγωγή στη Γερμανία έπεσε 4% κάτω, οι εξαγωγές σημείωσαν τη μεγαλύτερη κάμψη εδώ και μια πενταετία και τα βιβλία των παραγγελιών άδειασαν επικίνδυνα. Οι οικονομολόγοι υπολογίζουν τώρα ότι το 2014 θα κλείσει στη Γερμανία με ένα ρυθμό ανάπτυξης όλο και όλο 1,3% - που θα πέσει στο 1,2% του χρόνου. Πολλοί οικονομολόγοι προβλέπουν ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης θα μείνουν κολλημένοι κοντά στο 1% για όλη την ερχόμενη δεκαετία.
"Μια από τις μεγαλύτερες παρανοήσεις γύρω από την Ευρωζώνη", γράφει ο Munchau, "είναι η πεποίθηση γύρω από την έμφυτη ευρωστία της Γερμανίας - η ιδέα ότι οι μεταρρυθμίσεις για την ανταγωνιστικότητα την έχουν μετατρέψει από ουραγό σε ηγέτη. Αυτά είναι βλακείες. Το Γερμανικό μοντέλο στηρίζεται στην παρουσία μιας μη διατηρήσιμης έκρηξης των επενδύσεων σε άλλα τμήματα του κόσμου. Η έκρηξη αυτή έχει τώρα τελειώσει στην Κίνα, στις περισσότερες από τις αναπτυσσόμενες χώρες και στη Ρωσία ασφαλώς".
Τώρα ζούμε τα αποτελέσματα αυτού του τέλους: η Γερμανία μπαίνει, από ό,τι όλα δείχνουν, σε μια περίοδο χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης. Αν επιβεβαιωθούν αυτά τα σενάρια, η κατάσταση στην υπόλοιπη Ευρώπη θα είναι δραματική. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι πιθανότητες να βυθιστεί η Ευρωζώνη σε μια νέα ύφεση είναι πάρα πολύ μεγάλες: 40%. Και ο κίνδυνος να βυθιστεί σε ένα καταστροφικό αποπληθωρισμό είναι ελάχιστα μόνο μικρότερος.
Στην συνάντηση των τραπεζιτών στο Τζάκσον Χολ των ΗΠΑ στο τέλος του καλοκαιριού ο Μάριο Ντράγκι, ο διοικητής της ΕΚΤ, παραδέχτηκε σχεδόν ανοιχτά ότι η κεντρική τράπεζα κινδυνεύει να χάσει τη μάχη για τον έλεγχο πάνω στον πληθωρισμό. Η ΕΚΤ έχει σαν βασική αποστολή να εξασφαλίζει ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα βρίσκεται "κάτω από, αλλά κοντά, στο 2%". Το καλοκαίρι, όμως, οι δείκτες που παρακολουθούν τον αναμενόμενο μακροπρόθεσμο πληθωρισμό έκαναν μια ξαφνική βουτιά. Τον Οκτώβρη έπεσαν στο χαμηλότερο σημείο στην ιστορία.
Ο αποπληθωρισμός έχει καταστροφικές συνέπειες για την οικονομία: η ραγδαία πτώση των τιμών ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες που έκαναν την ύφεση της δεκαετίας του 1930 "μεγάλη". Οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν, πρακτικά, εργαλεία για να τον αντιμετωπίσουν. Το καλοκαίρι ο Ντράγκι ανακοίνωσε δυο νέα πρόγραμμα (ΤLTRO-3 και ΤLTRO-4), διοχέτευσης φρεσκοτυπωμένου χρήματος στις τράπεζες δηλαδή, με τη δέσμευση να τα χρησιμοποιήσουν αποκλειστικά για την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας. Ο Ντράγκι είχε μοιράσει ξανά ένα τρισεκατομμύριο στις εμπορικές τράπεζες με δυο αντίστοιχα προγράμματα το 2012 (LTRO-1 και LTRO-2) αλλά οι τράπεζες προτίμησαν τότε να "επενδύσουν" τα χρήματα που άντλησαν από την ΕΚΤ στην αγορά των - υψηλού ρίσκου και υψηλής απόδοσης - κρατικών ομολόγων. Από το ένα τρις σχεδόν ούτε ένα σεντ δεν έφτασε στην πραγματική οικονομία.
Με τα νέα προγράμματα η ΕΚΤ θα μπορεί να "αγοράσει" από τις εμπορικές τράπεζες τιτλοποιημένα ιδιωτικά χρέη - αλλά όχι κρατικά ομόλογα. Ο Ντράγκι ελπίζει να "σπρώξει" με αυτό τον τρόπο ένα τουλάχιστον τρισεκατομμύριο στην πραγματική οικονομία, με την ελπίδα ότι θα αυξήσει με αυτόν τον τρόπο και την ζήτηση και τις επενδύσεις - και κατά συνέπεια και τον πληθωρισμό.
Οι επενδύσεις, όμως, δεν έχουν σταματήσει επειδή το χρήμα είναι δυσεύρετο ή ακριβό: η ΕΚΤ χρεώνει τις εμπορικές τράπεζες για τα δάνεια που τους παρέχει επιτόκιο 0.15%. Και πολλές επιχειρήσεις κάθονται ήδη πάνω σε ένα βουνό από μετρητά - παλιά κέρδη που λιμνάζουν γιατί δεν υπάρχουν κερδοφόρες επενδυτικές ευκαιρίες. Οι οικονομολόγοι υπολογίζουν ότι η ΕΚΤ θα καταφέρει να διοχετεύσει 250 έως 350 δις μέσα στα επόμενα δυο χρόνια στην αγορά - ένα νούμερο πολύ μικρό για να καταφέρει να δαμάσει τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού.
Success story
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες το success story του Σαμαρά και του Βενιζέλου ακούγεται σαν κακόγουστο ανέκδοτο. Αυτό που έχουμε μπροστά μας δεν είναι την έξοδο από την κρίση και το μνημόνιο αλλά την διαιώνισή τους.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι τράπεζες και η πλασματική τους επιτυχία στο στρες τεστ: τίποτα δεν λειτουργεί. Το ΤΑΙΠΕΔ, το Ταμείο που συνέστησε η Τρόικα για να ξεπουλήσει τη δημόσια περιουσία παραπαίει: τον Οκτώβρη ένα ακόμα από τα στελέχη του παραιτήθηκε, για προσωπικούς λόγους υποτίθεται. Στην πραγματικότητα όμως αυτό που τον εξανάγκασε να φύγει, όπως και τόσους άλλους πριν από αυτόν, ήταν η αδυναμία του Ταμείου να βρει αγοραστές - όσο εξευτελιστικές και αν ήταν οι τιμές που διεκδικούσε.
Οι διαπιστώσεις του Σάμερς είναι σωστές: η ρίζα της σημερινής κρίσης, όπως και των δυο προηγούμενων "Μεγάλων Υφέσεων" που έχει δει ο καπιταλισμός, οφείλεται στις αδυναμίες της ίδιας της πραγματικής οικονομίας - και όχι απλά στις τράπεζες, τους κερδοσκόπους και τις "αλόγιστες" δημόσιες δαπάνες. Είναι το ίδιο το σύστημα της παραγωγής αυτό που είναι άρρωστο.
Αυτή ήταν μια εξέλιξη που ο Καρλ Μαρξ είχε προβλέψει εδώ και 150 χρόνια. Ο καπιταλισμός, έλεγε, είναι ένα αντιφατικό σύστημα: ολόκληρη η παραγωγή στηρίζεται στο κυνήγι του κέρδους. Αλλά οι ίδιες οι επενδύσεις υπονομεύουν τη δυνατότητα του συστήματος να παράγει κέρδη. Η κερδοφορία του κεφαλαίου πέφτει και πέφτει - και φτάνει αργά ή γρήγορα σε ένα σημείο όπου οι καπιταλιστές δεν έχουν πλέον κανένα κίνητρο να επενδύσουν. Τότε η οικονομία σταματάει, η ανεργία τινάζεται στα ουράνια και η φτώχεια απλώνεται στον πληθυσμό.
Αυτό έγινε τη δεκαετία του 1930. Και χρειάστηκε η καταστροφή που ακολούθησε - ο ναζισμός, το Ολοκαύτωμα, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι - για να βγει από αυτό το τέλμα.
Αν τους αφήσουμε δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι θα μας οδηγήσουν και πάλι στις ίδιες "λύσεις". Αλλά δεν είναι μονόδρομος. Τη δεκαετία του 1930 η Μεγάλη Ύφεση γέννησε ένα από τα μεγαλύτερα κινήματα στην ιστορία. Οι εργάτες από την Ισπανία και τη Γαλλία μέχρι την Αμερική ξεσηκώθηκαν - απεργήσαν, κατέλαβαν τα εργοστάσιά τους, κατέβηκαν στους δρόμους. Δυστυχώς εκείνο το κίνημα είχε στην ηγεσία του μια αριστερά ανάξια των περιστάσεων. Το αποτέλεσμα ήταν η ήττα και η καταστροφή.
Αυτή τη φορά δεν θα τους αφήσουμε να μας νικήσουν.