Άρθρο
Μετριοπαθής, Ριζοσπαστική ή Αντικαπιταλιστική πρόταση από την Αριστερά

ΔΕΘ, 6 Σεπτέμβρη 2014.

O Πάνος Γκαργκάνας εξετάζει τις επιλογές της Αριστεράς για να σταματήσει την κρίση, τη φτώχεια, τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή.

Όσο πλησιάζουμε προς την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας που μπορεί να ανοίξει το δρόμο προς τις κάλπες, τόσο φουντώνει η συζήτηση μέσα στην Αριστερά για την εναλλακτική που έχει να προσφέρει.


Με το προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις να διευρύνεται και τον Σαμαρά με τον Βενιζέλο να αγκομαχούν για να περισώσουν ό,τι απέμεινε από το σχέδιο «εξόδου στις αγορές», η συζήτηση αυτή είναι καθοριστική για το μέλλον της Αριστεράς. Η ώρα της δοκιμασίας των προτάσεων στην πράξη πλησιάζει μέσα σε ένα τοπίο όπου οι οικονομικές εξελίξεις διαψεύδουν τις διακηρύξεις για το «τέλος της κρίσης». Η μνημονιακή λιτότητα απέτυχε να δώσει διέξοδο, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά συνολικότερα στην Ευρωζώνη, ακόμη και στις πέρα όχθες του Ατλαντικού και του Ειρηνικού. Με ποιο σχέδιο μπορεί η Αριστερά να ανοίξει δρόμο;


Οι ηγεσίες της κοινοβουλευτικής αριστεράς ακολουθούν μια τακτική διολίσθησης προς «ρεαλιστικές θέσεις», μετατοπίζοντας το επίκεντρο της συζήτησης προς τα δεξιά. Πρωταγωνιστής αυτής της διαδικασίας είναι αναμφισβήτητα ο Αλέξης Τσίπρας.


Τα πιο πρόσφατα δείγματα αυτής της αντιμετώπισης είναι η συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ που καταψήφισε την πρόταση για δημόσιο έλεγχο των τραπεζών, αλλά και η επίσκεψη Τσίπρα στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας όπου διαβεβαίωσε τον Αβραμόπουλο για τη «συνέχεια του κράτους» και τη δυνατότητα συνεννόησης και συναινέσεων.

Ας σταθούμε λίγο σε αυτό το δεύτερο παράδειγμα. Η επίσκεψη έγινε τις μέρες που ισραηλινά μαχητικά αεροπλάνα πραγματοποιούσαν ασκήσεις στα ανοιχτά της Πάφου, δυτικά της Κύπρου, και η συνεργασία Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ προβαλλόταν ως αντίβαρο στην «τουρκική επιθετικότητα» στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος συνεχίζουν μια πολιτική που κληρονόμησαν από τον Μητσοτάκη, τον Σημίτη και τον ΓΑΠ, δηλαδή την καλλιέργεια ενός άξονα με το Ισραήλ μαζί με την Κύπρο. Τελευταία έχει προστεθεί και η Αίγυπτος του Σίσι σε αυτή την «ασπίδα προστασίας» για τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στη θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στην Κύπρο και το Ισραήλ. Τι σημαίνει «συνέχεια του κράτους» και δυνατότητα συνεννόησης συγκεκριμένα σε αυτή την περίπτωση; Ότι μια κυβέρνηση Τσίπρα θα συνεχίσει την ίδια πολιτική;

Η αποτυχία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού να σταθεροποιήσει την ηγεμονία του στην περιοχή με τους πολέμους του Μπους την περασμένη δεκαετία και η προσπάθεια του Ομπάμα να καλύψει το κενό με μια νέα εκστρατεία «προθύμων», έχει πυροδοτήσει μια έξαρση των ανταγωνισμών ανάμεσα στους τοπικούς υποϊμπεριαλισμούς.

Το Ιράν φιλοδοξεί να αναδειχθεί ως προστάτης των Σιιτικών πληθυσμών από την Τεχεράνη μέχρι τη Βαγδάτη, τη Δαμασκό και τη Βηρυτό. Η Σαουδική Αραβία, παραδοσιακός ανταγωνιστής του Ιράν στον Περσικό Κόλπο, διεκδικεί τον ίδιο ρόλο για τους Σουνιτικούς πληθυσμούς. Η Τουρκία και το Ισραήλ δεν μένουν με σταυρωμένα χέρια μπροστά στην προοπτική να μοιραστούν οι ζώνες επιρροής με πρωταγωνιστές τους ανταγωνιστές τους στην Τεχεράνη και στο Ριάντ. Η ελληνική εμπλοκή σε αυτή τη δίνη μόνο σε τραγωδίες μπορεί να οδηγήσει.

Μέχρι τώρα ξέραμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν βάζει θέμα ΝΑΤΟ. Τώρα ο Τσίπρας προχωράει πιο πέρα. Η λογική αυτής της αντιμετώπισης είναι ότι μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ανοίξει άλλα μέτωπα με τη Δύση, αφού θέλει να επικεντρωθεί στη διαπραγμάτευση για το χρέος και τα μνημόνια. Όμως στην ίδια τη ζωή, η κρίση του συστήματος δεν αφήνει περιθώρια για «παγωμένα» μέτωπα. Η αποδοχή του «ανήκομεν εις την Δύσιν» οδηγεί σε τυχοδιωκτισμούς και όχι σε «ήρεμες διαπραγματεύσεις» μέσα στο «ασφαλές λιμάνι» της ΕΕ.

Ακόμη και χωρίς τα μαύρα σύννεφα της Μέσης Ανατολής, όμως, το λιμάνι της ΕΕ κάθε άλλο παρά ασφαλές αποδεικνύεται. Ο πανικός στις αγορές την τρίτη βδομάδα του Οκτώβρη έδειξε ότι ούτε οι ίδιοι οι καπιταλιστές δεν πιστεύουν ότι η ευρωζώνη βρίσκεται σε μια ομαλή πορεία ανάκαμψης από την κρίση. Δισεκατομμύρια αποσύρθηκαν από τα Χρηματιστήρια και έτρεξαν να αναζητήσουν καταφύγιο σε τοποθετήσεις σε αμερικάνικα ή γερμανικά ομόλογα που θεωρούνται ως οι πιο ασφαλείς «επενδύσεις».

Προσέξτε αυτή την εικόνα. Οι πανικόβλητοι δεν είναι κάποιοι περιθωριακοί κερδοσκόποι που τζογάρησαν σε κάποια μακρυνή φούσκα. Είναι οι παίκτες των πιο σημαντικών χρηματιστήριων του κόσμου. Και δεν αποσύρονται από κάποια ειδική κατηγορία μετοχών που θεωρούν «επισφαλή», αλλά από τις ναυαρχίδες των αναπτυγμένων οικονομιών γιατί θεωρούν τις μετοχές τους υπερτιμημένες σε σχέση με τους ρυθμούς ανάπτυξης που παραμένουν προβληματικοί.

Η φυγή από τα ελληνικά ομόλογα που ανέβασε τα επιτόκια μέχρι το 9% δεν ήταν μια μεμονωμένη αποδοκιμασία της προοπτικής της ελληνικής οικονομίας, ήταν τμήμα ενός γενικευμένου ποδοβολητού. Οι ισχυρισμοί του Σαμαρά και του Βενιζέλου ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν πιο συναινετικός, τότε οι αγορές θα ανησυχούσαν λιγότερο, είναι απλά ανυπόστατοι. Τυχόν συναινέσεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν να καλμάρουν τις αγορές, μόνο να ξεφτιλίσουν την Αριστερά μαζί με τους Σαμαροβενιζέλους.

Πώς αντέδρασε, όμως, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ; Προσπαθώντας να συμβάλει στον κατευνασμό των αγορών. Δεν ήταν μόνο ο Σταθάκης που φρόντισε να προβάλει την άρνηση διαγραφής του χρέους και των μονομερών ενεργειών. Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν η πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής που αρνήθηκε το δημόσιο έλεγχο των τραπεζών. Σύμφωνα με την Αυγή, ο Θοδωρής Δρίτσας δικαιολόγησε αυτή τη στάση λέγοντας ότι υπάρχουν προηγούμενες αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για το θέμα αυτό και δεν υπήρχε λόγος να επαναληφθούν. Η επιλογή ήταν να μην επανέλθουν «ενοχλητικές» θέσεις την ώρα της αναταραχής στις αγορές.

Μετριοπάθεια

Η πορεία προς αυτή τη «μετριοπάθεια» είχε ξεκινήσει πιο νωρίς και είναι πολύ πιο συνολική. Ο Αλέξης Τσίπρας είχε παρευρεθεί στην παρουσίαση του βιβλίου «Μια μετριοπαθής πρόταση για την επίλυση της κρίσης του ευρώ» και είχε εκφράσει δημόσια τη συμφωνία του προς τις απόψεις των συγγραφέων του.

Οι συγγραφείς είναι ο Γιάνης Βαρουφάκης, ο James K. Galbraith και ο Stuart Holland, ενώ προλογίζει το βιβλίο ο Μισέλ Ροκάρ. Και μόνο αυτό το τελευταίο όνομα είναι αρκετό για να βάλει σε σκέψεις κάθε καλοπροαίρετο αριστερό. Ο Ροκάρ έγινε πρωθυπουργός της Γαλλίας όταν ο Μιτεράν στην πρώτη του θητεία ως Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας εγκατέλειψε τις υποσχέσεις του «Κοινού Προγράμματος» του Σοσιαλιστικού και του Κομμουνιστικού Κόμματος για να στρίψει προς αυτό που τότε λεγόταν θατσερική πολιτική και αργότερα ονομάστηκε νεοφιλελευθερισμός. Ο Σημίτης, που υλοποίησε την ίδια στροφή για λογαριασμό του ΠΑΣΟΚ ως υπουργός Οικονομικών στη δεύτερη τετραετία του Ανδρέα Παπανδρέου, είχε αποκτήσει τον χαρακτηρισμό ο «έλληνας Ροκάρ».

Όπως εξηγεί ο ίδιος ο Βαρουφάκης στα Προλεγόμενα του βιβλίου, οι ιδέες της πρότασής του ξεκινάνε από την εποχή που ο Stuart Holland ήταν σύμβουλος του Ζακ Ντελόρ, Προέδρου τότε της Κομισιόν της ΕΕ. Οι συγγραφείς έχουν αδιαμφισβήτητες ευρωπαϊκές περγαμηνές.
Το πρώτο μέτρο της «Μετριοπαθούς πρότασης» είναι αυτό που «επιτυγχάνει το εξής: Θέτει τέλος στον θανάσιμο εναγκαλισμό κρατών και τραπεζών» (σελ. 58). Συγκεκριμένα, αν μια τράπεζα χρειάζεται ανακεφαλαιοποίηση, τότε περνάει στον έλεγχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής τράπεζας η οποία την διασώζει και την ιδιωτικοποιεί μετά από έναν χρόνο. Ουσιαστικά, δημιουργείται ένας πανευρωπαϊκός μηχανισμός συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του τραπεζικού κεφάλαιου μακριά από κάθε δυνατότητα παρέμβασης των κρατών μελών. Οι «υγιείς» τράπεζες καταπίνουν τις προβληματικές πάνω από σύνορα με τη βοήθεια της ΕΚΤ και αυτό θεωρείται «μετριοπαθής» λύση.

Στο ίδιο πνεύμα κινείται και το δεύτερο μέτρο: το δημόσιο χρέος των χωρών-μελών χωρίζεται σε δυο μέρη – ένα «Κατά Μάαστριχτ Νόμιμο» (ΚΜΝ) δηλαδή ίσο με το 60% του ΑΕΠ της χώρας σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και ένα «υπερβάλλον». Το πρώτο αναχρηματοδοτείται από την ΕΚΤ με τα χαμηλά επιτόκιά της, ενώ το δεύτερο τιμωρείται με επιπλέον πανωτόκια (spread). Έτσι, σύμφωνα με τους συγγραφείς ενισχύεται η Συνθήκη του Μάαστριχτ που σήμερα καταστρατηγείται (σελ.62-3). Πρακτικά, για την Ελλάδα που το χρέος βρίσκεται στο 177% του ΑΕΠ, αυτό θα σήμαινε να ψάχνει στις αγορές την αναχρηματοδότηση «υπερβάλλοντος» χρέους ίσου με το 117% του ΑΕΠ – εκεί ακριβώς όπου βρισκόταν το 2009 όταν οδηγήθηκε στη «διάσωση» από την Τρόικα.

Η εμπιστοσύνη των Βαρουφάκη-Ροκάρ στις αγορές ότι θα εξυγιάνουν τις τράπεζες και το δημόσιο χρέος επεκτείνεται και σε άλλα θέματα. Το τρίτο και το τέταρτο μέτρο της «μετριοπαθούς πρότασης» προβλέπει τη χρηματοδότηση δημοσίων επενδύσεων και προγραμμάτων ανακούφισης της ανθρωπιστικής κρίσης μέσα από την έκδοση ομολόγων που θα είναι «αξιόπιστα» γιατί θα έχουν μερική κάλυψη από την ΕΚΤ.

Οι συγγραφείς θα ήθελαν ένα πρόγραμμα επενδύσεων ίσο με το 8% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, το οποίο να μοιραστεί στις περιφέρειες της Ευρώπης ανάλογα με τα ποσοστά ανεργίας που επικρατούν στην καθεμιά. Αλλά επειδή το ύψος των κεφαλαίων που πρέπει να αντληθούν είναι μεγάλο, προσπαθούν να το επιμερίσουν σε διαφορετικούς οργανισμούς της ΕΕ. Όσο πιο περίτεχνα, όμως, περιγράφονται οι σχέσεις ανάμεσα στην ΕΚΤ, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, το Ευρωπαϊκό Επενδυτικό Ταμείο, τις κυβερνήσεις των χωρών μελών και τους εργολάβους που θα αναλάβουν τα έργα, τόσο πιο ξεκάθαρα προβάλει το γεγονός ότι ένα «ευρωπαϊκό Νιου Ντιλ» επαφίεται στον πατριωτισμό των αγορών. Οι οποίες καλούνται να επενδύσουν με κριτήριο το ποσοστό ανεργίας στις περιοχές που θα πάνε τα κεφάλαιά τους!
Αυτό, λοιπόν, είναι το «μετριοπαθές» μίγμα πολιτικής: δυο μέτρα χειροπιαστά που ευνοούν τον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος και των δημόσιων οικονομικών από τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες και δυο μέτρα που υπόσχονται «ανάπτυξη» και «ανακούφιση» χωρίς να πατάνε πουθενά εκτός από την καλή θέληση των αγορών.

Η τραγωδία είναι ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ υιοθετεί όλο και πιο ανοιχτά τέτοιους προσανατολισμούς. Οι ομιλίες και τα κείμενα του οικονομικού επιτελείου, του Σταθάκη και του Δραγασάκη, αναπαράγουν διαρκώς ιδέες που ακολουθούν αυτή τη συλλογιστική. Ο Δραγασάκης, τις μέρες που ο Άδωνις Γεωργιάδης προκαλούσε με δηλώσεις ότι θα σηκώσει τα λεφτά του από τις τράπεζες αν γίνει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, προέτρεπε από το βήμα της Βουλής τους βουλευτές όλων των πλευρών να μην μιλάνε για τις καταθέσεις! Αν δεν πρέπει να μιλάνε οι βουλευτές της Αριστεράς για αυτά τα θέματα, ποιον πρέπει να ακούει ο κόσμος; Τον Μάριο Ντράγκι και τον Στουρνάρα; Οι δηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν θα αποδεχόταν τη μεταπήδηση Στουρνάρα από το υπουργείο Οικονομικών στην Τράπεζα της Ελλάδος πήγαν περίπατο.

Και βέβαια τα ταξίδια του Τσίπρα, όπως στο Κόμο και στον Πάπα, φροντίζουν να υπογραμμίζουν τη στροφή προς τη μετριοπάθεια. Όλα αυτά δεν μπορούν να αντισταθμιστούν με μια ομιλία στη Θεσσαλονίκη όπου η έμφαση είχε δοθεί στα μέτρα ανακούφισης. Υποσχέσεις για κατώτατο μισθό, συλλογικές συμβάσεις και επιδόματα ανεργίας κινδυνεύουν να μείνουν απλά υποσχέσεις όταν εντάσσονται σε μια διαρκή προσαρμογή προς τα δεξιά. Το μόνο στοιχείο που δεν υπάρχει στα μέτρα Βαρουφάκη αλλά υπήρχε στις εξαγγελίες Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη ήταν η έκκληση για συμμετοχή της Εκκλησίας στα μέτρα ανακούφισης από την ανθρωπιστική κρίση. Αλλά ακόμη και αυτή η συμμετοχή ζητείται εθελοντικά. Η προοπτική αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας από το δημόσιο αποκλείεται. Και εδώ, όπως και με τις αγορές, η συμμετοχή επαφίεται στη φιλανθρωπία των φορέων και αυτού του θεσμού.

Αντίλογος

Τι αντιπροτάσεις υπάρχουν από άλλα τμήματα της Αριστεράς;

Η ηγεσία του ΚΚΕ θέλει να αυτοπροβάλλεται ως αριστερό αντίβαρο στον οπορτουνισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο η κεντρική πρωτοβουλία του αυτό το φθινόπωρο περιορίζεται σε ένα συλλαλητήριο με σύνθημα «Να ακουστεί η δική μας φωνή». Είναι τέτοια η προτεραιότητα που δίνει σε αυτό το συλλαλητήριο, ώστε ο Ριζοσπάστης να κατηγορεί την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ότι πρότεινε στην ΑΔΕΔΥ να γίνει απεργία στα τέλη Οκτώβρη και αυτή η απεργία θα συνιστούσε «υπονόμευση του συλλαλητήριου»! Τελικά ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ καθυστέρησαν την κήρυξη απεργίας μέχρι τις 27 Νοέμβρη και αυτό ικανοποίησε το ΠΑΜΕ.

Μπορεί η Αλέκα Παπαρήγα στη Βουλή να αμφισβήτησε την ύπαρξη ανθρωπιστικής κρίσης, αλλά η αφίσα του ΠΑΜΕ μιλάει με νούμερα για 1.500.000 άνεργους, 850.000 απλήρωτους και 300.000 ανασφάλιστους και προβάλει αιτήματα άμεσης ανακούφισης, για τον κατώτατο μισθό, το επίδομα ανεργίας και την ασφάλιση για όλους. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτή είναι η απάντηση του ΚΚΕ στην ομιλία Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη: «πραγματική ανακούφιση», όπως πριν από τριάντα χρόνια το κόμμα μιλούσε για «πραγματική αλλαγή» απέναντι στις υποσχέσεις του Αντρέα για αλλαγή.

Η εξέλιξη αυτή υπογραμμίζει ότι το ΚΚΕ μετατρέπεται σε κόμμα του μίνιμουμ και του μάξιμουμ προγράμματος. Το μίνιμουμ είναι τα μέτρα ανακούφισης και μπορεί να διεκδικηθεί σήμερα με μετρημένες κινητοποιήσεις χωρίς «τυχοδιωκτισμούς» για απεργίες διαρκείας και άλλα παρόμοια. Το μάξιμουμ περιλαμβάνει ρήξεις με την ΕΕ και σοσιαλιστικούς μετασχηματισμούς όταν αλλάξουν οι συσχετισμοί, αλλά προς το παρόν χρησιμεύει μόνο σαν εργαλείο πολεμικής απέναντι στην υπόλοιπη αριστερά.

Πέρα από τα προφανή προβλήματα σεχταρισμού που προκαλεί αυτή η στάση, το μεγαλύτερο ζήτημα είναι ο αφοπλισμός μπροστά στις εξελίξεις. Όταν ο πανικός στις αγορές απογυμνώνει τις ρητορίες του Σαμαρά, δεν μπορεί η Αριστερά να αφήνει τα μεγάλα ζητήματα της διαγραφής του χρέους και των κρατικοποιήσεων με εργατικό έλεγχο έξω από το κάδρο. Όσες καταγγελίες κι αν κάνει ο Ριζοσπάστης, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα έχει το δίκιο με το μέρος της ακριβώς γιατί βάζει στην ημερήσια διάταξη του κινήματος την απάντηση στις μεγάλες προκλήσεις, στην αποτυχία του ίδιου του καπιταλισμού.

Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει στη συζήτηση ένα άλλο στοιχείο. Ο χώρος γύρω από την Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι η ανάγκη για συνολικές απαντήσεις οδηγεί μεν σε ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα, που δεν είναι όμως αντικαπιταλιστικό.

Παλιότερα, αυτή η διαφωνία εκφραζόταν με την επιχειρηματολογία ότι προτεραιότητα είναι η ρήξη με τον νεοφιλελευθερισμό και όχι οι αντικαπιταλιστικές ανατροπές που μπορεί να είναι πολύ προχωρημένες. Σήμερα, η διαφωνία παραμένει αλλά παίρνει διαφορετική μορφή: το ριζοσπαστικό πρόγραμμα είναι “αντικειμενικά αντικαπιταλιστικό”, τα υπόλοιπα είναι περιττός βερμπαλισμός.

Από τη σκοπιά της αντικαπιταλιστικής αριστεράς θα μπορούσαμε εύκολα να επισημάνουμε τις αντιφάσεις αυτού του χώρου που μιλάει ριζοσπαστικά αλλά υποτάσσεται στις επιλογές του Τσίπρα. Ωστόσο πριν πάμε στις συνέπειες είναι καλύτερα να σταθούμε στην ουσία των διαφορών.

Ένα βιβλίο που μιλάει ρητά για «Ένα Ριζοσπαστικό Πρόγραμμα για την Ελλάδα» κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον Κώστα Λαπαβίτσα. Ο συγγραφέας του είναι γνωστός μέσα στην Αριστερά για τις πρωτοβουλίες για τη δημιουργία Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου για το χρέος, για τη σύγκρουσή του με το ευρώ και για τη στήριξη που έχει προσφέρει και στον ΣΥΡΙΖΑ εδώ και στο ΑΚΕΛ στην Κύπρο.

Ο Λαπαβίτσας είναι καταιγιστικός για την αποτυχία διαχείρισης του χρέους και για τις ευθύνες των τραπεζών:
«Χωρίς την επίλυση του ζητήματος του χρέους κανένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα για την Ελλάδα δεν θα είναι εφικτό. Και αυτό όχι μόνο λόγω του μεγάλου ετήσιου κόστους που επιβάλει σήμερα το χρέος αλλά και εξαιτίας του πλαισίου της οικονομικής πολιτικής το οποίο ουσιαστικά διαμορφώνεται από την απαίτηση για την εξυπηρέτηση του χρέους. … υπό τις παρούσες συνθήκες, οι οποίες διαμορφώθηκαν από τις συμφωνίες «διάσωσης», θα χρειαστούν περισσότερα από είκοσι έξι χρόνια μέχρι η Ελλάδα να φτάσει στα επίπεδα χρέους που προβλέπονται στη Συνθήκη του Μάαστριχτ» (σελ. 52-53).

«Ο ιδιωτικός τραπεζικός τομέας στην Ελλάδα έχει αποτύχει και το κόστος για τη χώρα υπήρξε σημαντικό. Πριν από το 2008 ο ισολογισμός των ιδιωτικών τραπεζών διογκώθηκε ραγδαία, από 181 δις ευρώ το Δεκέμβριο του 1999 σε 544 δις ευρώ τον Ιούνιο του 2010. Ωστόσο η δανειοδότηση δεν κατευθύνθηκε σε κοινωνικά σημαντικές δραστηριότητες και σε πολλές περιπτώσεις ήταν κακής ποιότητας. … Το κόστος των διασώσεων υπήρξε ένας από τους βασικούς λόγους για την επιβολή άγριας λιτότητας στη χώρα. … Παρά τις ενισχύσεις που δέχθηκαν το 2014, η κατάσταση των τραπεζών παραμένει κάθε άλλο παρά υγιής. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων στον κόσμο, φτάνοντας το 31,3% των συνολικών μεικτών δανείων στο τέλος του 2013» (σελ. 62-4).

Με βάση αυτές τις διαπιστώσεις, προτείνει βαθιά διαγραφή του χρέους, κρατικοποίηση των τραπεζών και σύγκρουση με την ΟΝΕ και την ΕΕ. Προειδοποιεί μάλιστα: «χωρίς βαθιά διαγραφή του χρέους, μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα είναι αδύνατον να εφαρμόσει ακόμη και ένα βραχυπρόθεσμο ριζοσπαστικό πρόγραμμα. Θα υπάρξουν βέβαια κάποια περιθώρια ελιγμών κατά τις πρώτες εβδομάδες, ιδιαίτερα σε θέμα τα που σχετίζονται με την ανακούφιση όσων έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση, για παράδειγμα: η επανασύνδεση της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, η διευκόλυνση πρόσβασης σε τρόφιμα και ο μετριασμός του προβλήματος των αστέγων. Αλλά αυτά δεν μπορούν να προκαλέσουν μια διαρθρωτική και διατηρήσιμη αλλαγή πολιτικής χωρίς αντιμετώπιση του χρέους και επομένως χωρίς σύγκρουση κατά μήκος και πλάτος του πλαισίου πολιτικής που καθορίστηκε από την τρόικα» (σελ. 78).

Αντικαπιταλιστικό σχέδιο

Τι συμπεράσματα προκύπτουν από όλα αυτά;

Ένα πρώτο, είναι ότι οι προτάσεις της Αριστεράς δεν μπορούν να βρίσκονται πιο πίσω από το τρίπτυχο: διαγραφή του χρέους-κρατικοποίηση των τραπεζών-ρήξη με ευρώ, ΕΕ. Όσοι σκέφτονται με όρους εκπτώσεων, παραδείγματος χάρη «ας δούμε πόσο μεγάλο μέρος του χρέους χρειάζεται να διαγραφεί», «ίσως να αρκεί ένας ισχυρός δημόσιος τραπεζικός πυλώνας δίπλα στον ιδιωτικό», «έξω από το ευρώ αλλά μέσα στην ΕΕ», απλά αφήνουν παράθυρα για τις πιέσεις που έρχονται από τα δεξιά, από τους εκπροσώπους του αστισμού αλλά και από τους κήρυκες της «μετριοπάθειας».

Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα από «συμβιβαστικές» φόρμουλες διατηρήθηκε η συνοχή του ΣΥΡΙΖΑ με αποτέλεσμα να φτάνει σήμερα η ηγεσία Τσίπρα να ακυρώνει τους φραστικούς συμβιβασμούς και να κινείται ανοιχτά δεξιά. Από φλουταρίσματα του στιλ «το νόμισμα δεν είναι φετίχ» ή «καμιά θυσία για το ευρώ» φτάσαμε σήμερα στο Κόμο.


Κι όμως, ο χώρος της Αριστερης Πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ αντί να ξεπεράσει τα όρια των προτάσεων Λαπαβίτσα, αντί να αναζητήσει τις αντικαπιταλιστικές ρήξεις που απαιτούνται για να γίνει πράξη αυτό το τρίπτυχο, επιμένει στην προσπάθεια αναζήτησης μέσου όρου με τη γραμμή Τσίπρα. Αυτό το υπογράμισε ο ίδιος ο Παναγιώτης Λαφαζάνης με την παρουσία του στο πλευρό του Τσίπρα κατά τη συνάντηση με τον Στουρνάρα την Πέμπτη 30 Οκτώβρη.

Στην πραγματικότητα, για να μην πισωγυρίσουμε, είναι ανάγκη να συνδυαστεί το τρίπτυχο “διαγραφή του χρέους, κρατικοποίηση των τραπεζών, ρήξη με το Ευρώ και την ΕΕ” με μέτρα εργατικού ελέγχου που στερούν από τους καπιταλιστές τη δυνατότητα να σαμποτάρουν τις ριζικές αλλαγές.

Ο εργατικός έλεγχος στο κρατικοποιημένο τραπεζικό σύστημα είναι απαραίτητο βήμα για να κατευθύνεται η χρηματοδότηση στις πραγματικές ανάγκες και όχι στις πιέσεις των ισχυρών. Η ελληνική οικονομία δεν έπασχε μόνο από τις επιλογές των τραπεζιτών αλλά και από τη διαπλοκή τους με άλλες ισχυρές μερίδες του ελληνικού καπιταλισμού, όπως οι εφοπλιστές και οι βαρόνοι της τουριστικής βιομηχανίας.

Όταν ο Κ. Λαπαβίτσας γράφει ότι “η δανειοδότηση δεν κατευθύνθηκε σε κοινωνικά σημαντικές δραστηριότητες και σε πολλές περιπτώσεις ήταν κακή ποιότητας” περιγράφει με κομψή ορολογία μια άγρια πραγματικότητα, όπου οι Κοντομηνάδες και οι Λαυρεντιάδηδες μπορούν να αξιοποιούν τις τραπεζικές επιλογές. Αυτά δεν ανήκουν στο παρελθόν.

Η απειλή της υποτίμησης σε περίπτωση ρήξης με το ευρώ, με φυγάδευση κεφαλαίων και κερδοσκοπικά παιχνίδια, χρησιμοποιείται ήδη ως εκβιασμός. Χωρίς αντικαπιταλιστικά μέτρα όπως ο έλεγχος του εξωτερικού εμπορίου και της διακίνησης κεφαλαίων οι εκβιασμοί μπορεί να μένουν αναπάντητοι.

Οι απειλές για πληθωρισμό και ελλείψεις σε βασικά αγαθά όπως τα τρόφιμα και τα φάρμακα είναι επίσης προφανή σημεία αντιπαράθεσης με τα μεγάλα συμφέροντα των σουπερμάρκετ ή της φαρμακοβιομηχανίας. Αν πριν εβδομήντα χρόνια μέσα σε συνθήκες ναζιστικής κατοχής ήταν δυνατό το εργατικό ΕΑΜ να σώζει τον κόσμο από την πείνα, σήμερα η δύναμη της εργατικής τάξης δίνει πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες, αρκεί να οπλίζεται με αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό. Είναι απολύτως αναγκαίο να απορρίψουμε τη μετριοπάθεια και να συνδέσουμε τα ριζοσπαστικά βήματα με την αντικαπιταλιστική ανατροπή.