Ήταν η σύγκρουση αναπόφευκτη; Μπορούσε η Αριστερά να νικήσει; Ο Λέανδρος Μπόλαρης
δίνει απαντήσεις για την πιο κρίσιμη αναμέτρηση του κινήματος της Απελευθέρωσης.
Το πρωί της 3 Δεκέμβρη, μέρα Κυριακή, τεράστιες φάλαγγες διαδηλωτών συνέρρεαν στην πλατεία Συντάγματος. Ξαφνικά, η φρουρά του αρχηγείου της αστυνομίας (στη συμβολή της Πανεπιστημίου με τη Β. Σοφίας) άρχισε να πυροβολεί στο ψαχνό. Είκοσι ένας νεκροί, πάνω από εκατόν σαράντα τραυματίες ήταν ο απολογισμός. Ήταν μια σφαγή αόπλων. Την επόμενη μέρα έγινε η κηδεία των θυμάτων ενώ η Αθήνα και ο Πειραιάς είχαν παραλύσει από την γενική απεργία που είχε κηρύξει το ΕΑΜ. Πάλι η αστυνομία και οι παρακρατικοί των «εθνικών οργανώσεων» άνοιξαν πυρ. Τις ίδιες ώρες ο ΕΛΑΣ της Αθήνας ξεκινούσε τις επιχειρήσεις του: αφοπλισμό των αστυνομικών τμημάτων και ξεκαθάρισμα της «Χ» του Γρίβα από το Θησείο που ήταν οχυρωμένος.
Αυτό ήταν η αρχή των «Δεκεμβριανών», της σύγκρουσης που έφερε τον ΕΛΑΣ και το κίνημα συνολικότερα αντιμέτωπο με τις δυνάμεις της κυβέρνησης Παπανδρέου. Μόνο με την στρατιωτική επέμβαση του βρετανικού ιμπεριαλισμού έγινε κατορθωτή η στρατιωτική ήττα της Αριστεράς τον Δεκέμβρη. Στις 5 Γενάρη ο ΕΛΑΣ υποχώρησε έξω από την Αθήνα. Και η συνέχεια (μετά την συμφωνία ανακωχής στις 14 Γενάρη) ήταν η Συμφωνία της Βάρκιζας και ο αφοπλισμός του.
Από τον Οκτώβρη στον Δεκέμβρη
Η είσοδος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στην κυβέρνηση της «Εθνικής Ενώσεως» με πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου (Σεπτέμβρης 1944) έμοιαζε με ένα «γάμο συμφέροντος», ανάμεσα στο κίνημα της Αντίστασης και την παλιά τάξη πραγμάτων, που έγινε για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες της μετάβασης από τις συνθήκες του πολέμου στη μεταπολεμική ομαλότητα και ανοικοδόμηση. Από τον Οκτώβρη, όταν απελευθερώθηκε η Αθήνα, μέχρι τον Δεκέμβρη, μια σειρά πιέσεις και εντάσεις τίναξαν τελικά το γάμο στον αέρα.
Ο Θανάσης Χατζής στο μνημειώδες έργο του Η Νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε, ξεκινάει την περιγραφή των γεγονότων του 1944, επισημαίνοντας ότι στην Ελλάδα είχε διαμορφωθεί ένα καθεστώς «δυαδικής εξουσίας». Η ΕΑΜική Αντίσταση από τη μια, με τους κρατικούς θεσμούς της στην «Ελεύθερη Ελλάδα» και το δίκτυο των μαζικών οργανώσεών της και η κυβέρνηση της «Εθνικής Ενότητας», που ο Χατζής αποκαλεί «πυρήνα της αντεπανάστασης». Στη συνέχεια:
«Μαζί με τον πυρήνα της αντεπανάστασης, που καλυπτόταν κάτω από το μανδύα της ‘συνταγματικής’ και ‘νόμιμης’ εξουσίας, αναγνωρισμένης απ’ όλους τους κατά τεκμήριο εκφραστές της λαϊκής θέλησης στο εσωτερικό και από τους συμμάχους, μεταφέρθηκε από το εξωτερικό στην Αθήνα και το κέντρο των πολιτικών ζυμώσεων...».1
Σ’ αυτόν τον «πυρήνα της αντεπανάστασης» έδινε την στήριξή της η ηγεσία του κινήματος. Στις 19 Νοέμβρη το ΚΚΕ γιόρτασε τα 26 χρόνια από την ίδρυσή του με μια τεράστια συγκέντρωση στο Σύνταγμα. Ο Γιώργος Σιάντος, γραμματέας του κόμματος, είπε στην ομιλία του: «Μετέχουμε και υποστηρίζουμε την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας γιατί βασικά συμφωνούμε με τους προγραμματικούς της σκοπούς». Ελεύθερο δημοψήφισμα για το πολιτειακό και προετοιμασία για εκλογές για Συνταχτική Εθνοσυνέλευση, αυτοί ήταν οι άμεσοι στόχοι της ηγεσίας του ΚΚΕ γιατί «μόνο έτσι μπαίνουμε πραγματικά στον ομαλό πολιτικό βίο και την πραγματική ανοικοδόμηση της Ελλάδας».2
Τη λύση θα δώσουν οι κάλπες, αυτή ήταν η γραμμή της ηγεσίας. Εντωμεταξύ, οι υπουργοί του ΕΑΜ και του ΚΚΕ εφάρμοζαν μια πολιτική που έριχνε κουβάδες κρύου νερού στη βάση του κινήματος, που θεωρούσε ότι η απελευθέρωση από τους ναζί ήταν η πρώτη πράξη της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης ήταν ο Αλ. Σβώλος, που πριν λίγους μήνες ήταν πρόεδρος της ΠΕΕΑ, της Κυβέρνησης του Βουνού. Υφυπουργός ο Αγγ. Αγγελόπουλος της γνωστής οικογένειας και μέλος του ΕΑΜ κι αυτός. Στις 9 Νοέμβρη ο Σβώλος ανακοίνωσε το νόμο «περί νομισματικής διαρρυθμίσεως». Η νέα δραχμή (ίση με 50 δις πληθωριστικές) θα ήταν δεμένη με τη χάρτινη βρετανική λίρα. Και βέβαια, όπως συμφωνούσαν βρετανοί «ειδικοί», έλληνες «εμπειρογνώμονες» και οι υπουργοί της Αριστεράς, για να πετύχει η σταθεροποίηση, χρειαζόταν «ισοσκελισμένος προϋπολογισμός», περιορισμός των δημοσίων δαπανών και λιτότητα. Όπως έγραψε ο Σβώλος λίγους μήνες μετά:
«Αυτή ή συμφωνία μάς επέτρεψε να κάνουμε τη σταθεροποίηση με τη συμμαχική υποστήριξη και να εμφανίσουμε ένα προσχέδιο Ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, με το κονδύλιο για τούς μισθούς κατά το δυνατό μικρό. Αυτή ήταν ή αιτιολογία του χαμηλού Επιπέδου των μισθών, αυτή και μόνο».
«Είναι απόλυτα τιμητικό για τις οργανώσεις των υπαλλήλων, Ιδιωτικών και δημοσίων, ότι αντιλήφθησαν το θέμα σαν ανάγκη μιας θυσίας προσωρινής, και στάθηκαν με πρωτοφανή γενναιότητα στο πλευρό του υπουργού των οικονομικών, όσο κι αν ήταν δικαιολογημένα τα παράπονά τους για τη ζωή των στερήσεων πού θα συνέχιζαν».3
Η «ισοσκέλιση» του προϋπολογισμού θα γινόταν με τις θυσίες της εργατικής τάξης. Οι βιομήχανοι, οι έμποροι, οι τραπεζίτες δεν θα πλήρωναν τίποτα και αφέθηκαν ελεύθεροι να κερδοσκοπούν με το χρυσό, με συνέπεια ο πληθωρισμός να ξαναπάρει την πάνω βόλτα. Όπως σημειώνει ο Χατζής: «Ξεχάστηκε και αυτό το δικαιότατο αγωνιστικό μέτρο πού πρόβαλε ό λαός: Κατάσχεση των περιουσιών εκείνων πού πλούτισαν στην κατοχή! Τώρα θα υποχρεωθούν να πληρώσουν κάποιο φόρο, όταν βάλουν σε κίνηση τα πλούτη τους».4
Το άλλο καυτό μέτωπο ήταν η ανεργία. Οι εργάτες απαιτούσαν την κρατικοποίηση και την επαναλειτουργία των κλειστών εργοστασίων. Σε κάποιες περιπτώσεις το πέτυχαν, όπως στα λιγνιτωρυχεία της Καλογρέζας, την «Εριουργική». Όμως, στις 11 Νοέμβρη δημοσιεύτηκε ο νόμος που άφηνε τους καπιταλιστές ελεύθερους να θέτουν σε διαθεσιμότητα το «πλεονάζον» προσωπικό:
«Βιομηχανικαί Επιχειρήσεις το προσωπικόν των οποίων υπάγεται εις την ασφάλισιν του παρόντος Νόμου, δύνανται να θέσουν το πλεονάζον τμήμα τούτου εις κατάστασιν διαθεσιμότητος, συνεπαγόμενην αναστολήν της μισθοδοσίας, °άνευ λύσεως της εργασιακής σχέσεως».5
Αυτός ο νόμος έφερε την υπογραφή του Μ. Πορφυρογέννη, υπουργού Εργασίας, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ.
Η δυσαρέσκεια από αυτή την πολιτική ήταν μεγάλη. Όπως αναφέρει ο ιστορικός Α. Αυγουστίδης:
«Το σίγουρο είναι ότι η βάση του συνδικαλιστικού κινήματος και οι απλοί εργάτες που είχαν συνηθίσει να απεργούν και να διαδηλώνουν κατά των Γερμανών, δεν ήταν πια διατεθειμένοι να κλείσουν το στόμα τους και να περιμένουν μοιρολατρικά να βελτιωθεί η κατάσταση. Διαμαρτυρίες, πορείες, επισκέψεις σε διάφορους αρμόδιους ήταν –ιδίως για τους ανέργους – καθημερινή απασχόληση».
Όμως, η δυσαρέσκεια δεν βρήκε έκφραση σε απεργίες. Η ηγεσία της ΓΣΕΕ που είχε περάσει στα χέρια του ΕΑΜ, έκφραζε τη δυσαρέσκειά της και ετοιμαζόταν στα τέλη Νοέμβρη να …στείλει υπόμνημα στην κυβέρνηση.
«Αν και δεν υπάρχουν πληροφορίες, δεν αποκλείεται να έγινε κάπου μια αυθόρμητη στάση εργασίας, αλλά δεν υπάρχει καμιά απολύτως ένδειξη ότι σημειώθηκαν άξιες λόγου απεργίες. Το κύρος του ΕΑΜ, του ΚΚΕ και της ΓΣΕΕ που στήριζαν τους υπουργούς του ΕΑΜ ήταν ακόμα μεγάλο. Προς το παρόν, στήριζαν απόλυτα τη μάχη της παραγωγής και απέφευγαν κάθε πρόκληση».6
Ο Σιάντος σε μια αυτοκριτική κατόπιν εορτής παραδεχόταν ότι: «Αντί να χαράξουν οι υπουργοί μας κατευθύνσεις επίλυσης των μεταπολεμικών ζητημάτων, και γύρω απ’ αυτό να κινητοποιήσουμε τις δυνάμεις μας, είχε επικρατήσει η γνώμη ότι είχαμε λαϊκό κράτος από το οποίο δεν πρέπει να ζητάμε τίποτα. Αντί της πάλης, φρενάραμε τη διάθεση για πάλη».7
Μπορεί η ηγεσία να κατόρθωνε να φρενάρει την πάλη, αυτό, όμως καθόλου δεν σήμαινε ότι καθησύχαζε τη δυσαρέσκεια του κόσμου της, που έβλεπε τους βρικόλακες της Κατοχής να συνεχίζουν να πλουτίζουν από την πείνα και τη δυστυχία των φτωχών. Ταυτόχρονα, η ανασύνταξη, γύρω από τον «πυρήνα της αντεπανάστασης», των ταγματασφαλιτών, των δωσιλόγων και των φασιστών της κατοχής, προξενούσε ακόμα μεγαλύτερες ανησυχίες.
Ο αντίκτυπος έφτανε μέχρι την ηγεσία. Η πιο γνωστή περίπτωση είναι του Άρη Βελουχιώτη. Στις 17/18 Νοέμβρη κάλεσε μια σύσκεψη καπετάνιων των μεγάλων μονάδων του ΕΛΑΣ στη Λαμία, όλοι τους μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, στην οποία πρότεινε μέτρα προετοιμασίας του ΕΛΑΣ για μια πιθανή σύγκρουση με τους Άγγλους ιμπεριαλιστές. Ο φόβος που γινόταν και μεγαλύτερος κάθε μέρα που περνούσε, ήταν ότι η «αντίδραση» με την στήριξη και παραίνεση των Άγγλων θα προχωρούσε σε πραξικόπημα για να εμποδίσει την επικράτηση της Αριστεράς σε εκλογές.
Τεντωμένο σχοινί
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες εκτυλίσσονταν οι διαπραγματεύσεις για την αποστράτευση του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ και τη δημιουργία του «εθνικού στρατού». Όταν έγινε γνωστό ότι ο υφυπουργός Στρατιωτικών Λαμπριανίδης είχε φτιάξει ένα κατάλογο με αξιωματικούς από τον οποίο θα στελεχωνόταν ο νέος στρατός, γεμάτο από υποστηρικτές της μεταξικής δικτατορίας και του βασιλιά, η κατακραυγή ήταν τόσο μεγάλη ώστε ο Παπανδρέου αναγκάστηκε στις 23 Νοέμβρη να τον αντικαταστήσει με τον Π. Σαρήγιαννη, που είχε προσχωρήσει στο ΕΑΜ.
Κεντρικό σημείο διαφωνίας ήταν και η σύνθεση του τμήματος που θα αποτελούσε τη βάση του νέου στρατού. Οι υπουργοί της Αριστεράς επέμεναν ότι ο ΕΛΑΣ θα έπρεπε να αντιπροσωπεύεται στο 50% της δύναμης, το άλλο μισό θα το αποτελούσε η Ορεινή Ταξιαρχία και τμήμα του ΕΔΕΣ. Η Ορεινή Ταξιαρχία είχε δύναμη 3.000 περίπου ανδρών και είχε φτάσει στην Αθήνα στις 9 Νοέμβρη. Είχε συγκροτηθεί μετά την καταστολή του κινήματος των φαντάρων στη Μ. Ανατολή τον Απρίλη, και την αποτελούσαν αποκλειστικά βασιλόφρονες και δεξιοί αξιωματικοί και οπλίτες. Η έλευσή της είχε αναπτερώσει το ηθικό της δεξιάς και όλου του αστικού πολιτικού κόσμου κι είχε προκαλέσει τις έντονες διαμαρτυρίες του ΕΑΜ.
Στις 17 Νοέμβρη ο Παπανδρέου υποδέχτηκε προσωπικά και με τυμπανοκρουσίες δυο σμήνη βρετανικών καταδιωκτικών Spitfire και ένα σμήνος ελαφρών βομβαρδιστικών Baltimore, συνολικά 36 αεροπλάνα. Τα βομβαρδιστικά ήταν επανδρωμένα από έλληνες αεροπόρους «κατ’ εξοχήν δεξιούς εις τα φρονήματα» σύμφωνα με τον Αμερικάνο πρέσβη στην Αθήνα.8
Την επόμενη μέρα ακόμα μια πρόκληση. Ο Παπανδρέου διόρισε αρχιστράτηγο τον στρατηγό Κ. Βεντήρη. Ήταν ένας από τους αρχηγούς της οργάνωσης ΡΑΝ, της αδελφής οργάνωσης της Χ του Γρίβα.9 «Έτσι το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο βρισκόταν τώρα στα χέρια γνωστών βασιλοφρόνων και οι οργανώσεις των ανταρτών βρέθηκαν ξαφνικά, και χωρίς πολλές διατυπώσεις, μακριά από κάθε λήψη αποφάσεως σε στρατιωτικά θέματα».10
Οι υπουργοί του ΕΑΜ-ΚΚΕ αντί να ελέγξουν την κυβέρνηση έγιναν αιχμάλωτοί της. Όπως έχει επισημάνει ο ιστορικός Θανάσης Σφήκας, οι ηγεσίες της Αριστεράς: «είχαν εκχωρήσει στη νομιμοφάνεια της κυβέρνησης ‘εθνικής ενότητας’ ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής και κοινωνικής ισχύος που διέθεταν».11
Ο «πυρήνας της αντεπανάστασης» άρχισε να συσσωρεύει δυνάμεις στην Αθήνα. Κάθε βήμα σε αυτή την κατεύθυνση ήταν και ένα τεστ για το μέχρι που μπορούσε να πιεστεί το ΕΑΜ και το ΚΚΕ χωρίς να απαντήσει με την ισχύ που διέθετε. Και κάθε υποχώρηση από την πλευρά της Αριστεράς, αύξανε την αυτοπεποίθηση της απέναντι πλευράς, αλλά δεν καθησύχαζε τις ανησυχίες της.
Αυτές τις ανησυχίες προσπαθούσε να καθησυχάσει η ηγεσία της Αριστεράς. Στο σχέδιο «γενικής αποστρατεύσεως» που κατέθεσε το ΕΑΜ στις 29 Νοέμβρη, σε μορφή νομοσχεδίου προβλεπόταν για παράδειγμα, ότι ο υπουργός Εσωτερικών: «Επιτρέπει διαδηλώσεις μόνον κατόπιν αδείας του. Αι συγκεντρώσεις εις κλειστούς χώρους θα ανακοινούνται απλώς, απαγορεύεται, όμως, όπως μετατρέπονται εις διαδηλώσεις…». Η εξουσιοδότηση στον υπουργό Εσωτερικών περιλάμβανε και την απαγόρευση για «αναγραφήν συνθημάτων εις τους τοίχους. Θα οριστούν χώροι όπου θα επιτρέπεται η τοιχοκόλλησις εντύπων καθώς και η τοποθέτησις πινακίδων».12
Ταυτόχρονα, η ηγεσία της Αριστεράς, διεκδικούσε μια αξιοπρεπή εκπροσώπηση στους νέους στρατιωτικούς σχηματισμούς και κατ’ επέκταση στον κρατικό μηχανισμό, μέχρι την πολυπόθητη ώρα των εκλογών.
Ήταν μια πορεία σε τεντωμένο σχοινί. Στις 2 Δεκέμβρη οι υπουργοί του ΕΑΜ παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση μετά το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων. Η ΚΕ του ΕΑΜ αποφάσισε να καλέσει σε συλλαλητήριο στην Αθήνα την επόμενη μέρα και Γενική Απεργία τη Δευτέρα 4 Δεκέμβρη. Τις ίδιες ώρες, το υπουργικό συμβούλιο αποφάσιζε την απαγόρευση της διαδήλωσης και να δώσει εντολή στην αστυνομία να εφαρμόσει την απαγόρευση χρησιμοποιώντας ακόμα και τα όπλα.
Η συνέχεια ήταν η σφαγή της 3 Δεκέμβρη. Την επόμενη μέρα, με τον ΕΛΑΣ της Αθήνας να πολιορκεί αστυνομικά τμήματα και το Θησείο, ο Παπανδρέου υπέβαλε την παραίτησή του. Αυτό αποδεικνύει πόσο φουσκωμένοι ήταν οι μετέπειτα ισχυρισμοί του ότι είχε ενορχηστρώσει την παγίδευση του ΕΑΜ σε αλλεπάλληλες υποχωρήσεις μέχρι του σημείου να βρεθεί στο δίλημμα είτε να αφοπλιστεί οικειοθελώς είτε να συντριβεί σε μια σύγκρουση με τις υπέρτερες δυνάμεις των Άγγλων και των συμμάχων τους.
Το ΕΑΜ-ΚΚΕ πρότεινε την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Θ. Σοφούλη, τον παλιό ηγέτη των Φιλελευθέρων. Όμως, εκείνη την στιγμή, οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές έσπευσαν να ανακόψουν τον πανικό που άρχισε να καταλαμβάνει τους πολιτικούς της άρχουσας τάξης. Στις 5 Δεκέμβρη ο Τσώρτσιλ έστειλε στον πρεσβευτή Λήπερ το τηλεγράφημα στο οποίο τον διέτασσε «αν χρειαστεί να κλειδώσετε τον Παπανδρέου σε ένα δωμάτιο μέχρι να έρθει στα συγκαλά του», ενώ σε ένα άλλο παραινούσε τον Σκόμπι: «Μπορείτε να εφαρμόσετε ότι μέτρα θέλετε… μη διστάσετε πάντως να ενεργείτε σαν να βρίσκεστε σε κατεχόμενη πόλη που έχει ξεσπάσει εξέγερση».
Η σύγκρουση
Ο «κόκκινος Δεκέμβρης» απέκτησε χαρακτηριστικά ένοπλης ταξικής σύγκρουσης. Ο W. Byford-Jones, αξιωματικός του βρετανικού στρατού έχει αφήσει αυτή τη μαρτυρία για την Γενική Απεργία της 4 Δεκέμβρη.
«[Η απεργία] είχε τεράστια επιτυχία… Οι υποστηρικτές του ΕΑΜ ήταν πολύ περισσότεροι από ό,τι ήθελαν να πιστέψουμε οι αντίπαλοί τους. Η Αθήνα παρέλυσε. Δεν υπήρχε νερό, γκάζι ή ηλεκτρικό. Όλα τα καταστήματα κλειστά. Δεν λειτουργούσαν ούτε τα σινεμά και τα θέατρα ούτε οι συγκοινωνίες. Τα τραμ έμειναν στους δρόμους στα σημεία που βρέθηκαν όταν ξεκίνησε η απεργία. Οι υπάλληλοι στο Δημαρχείο, στα Υπουργεία και στις Τράπεζες άφησαν τις θέσεις τους και μόνο λιγοστά τηλέφωνα λειτουργούσαν. Το προσωπικό των ξενοδοχείων που τα χρησιμοποιούσαν σαν καταλύματα οι υπηρεσίες μας, απεργούσε μέχρις ενός. Η ευγνωμοσύνη στους απελευθερωτές ερχόταν σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην υποστήριξη του ΕΑΜ».13
Υπάρχουν πολλές καταγραφές από εγγλέζους στρατιωτικούς για τη δράση των ελεύθερων σκοπευτών του ΕΛΑΣ στις περιοχές του κέντρου της Αθήνας. Ξανά και ξανά επαναλαμβάνεται η παρατήρηση ότι την πρόσβασή τους σε κτίρια την εξασφάλιζαν, οι θυρωροί τους και υπηρέτριες των «καλών οικογενειών» που ήταν οργανωμένες ή είχαν συγγενείς στις γραμμές των μαχητών. Σε μια άλλη περίπτωση, μια κυρία του Κολωνακίου περιγράφει το σοκ που υπέστη όταν οι Άγγλοι αξιωματικοί καλεσμένοι της δέχτηκαν πυροβολισμούς από την απέναντι ταράτσα όταν βγήκαν από το σπίτι της. Ο ελεύθερος σκοπευτής ήταν ο μάγειράς της.14
Υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση για το κατά πόσο ο ΕΛΑΣ μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας αναμέτρησης με εμπειροπόλεμες και άρτια εξοπλισμένες μονάδες όπως η Ορεινή Ταξιαρχία ή οι βρετανοί αλεξιπτωτιστές και τα τεθωρακισμένα Sherman που έριξε στη μάχη ο Σκόμπι. Στις παραμονές της σύγκρουσης ο ΕΛΑΣ της Αθήνας διέθετε οπλισμό για 6.300 περίπου μαχητές, όμως όπως επισημαίνει ο ιστορικός Γ. Μαργαρίτης: «ένα σημαντικό ποσοστό, εξοπλισμένο με ιταλικής προέλευσης όπλα, μπορούσε να θεωρηθεί άοπλο εξαιτίας της σπανιότητας των σχετικών πυρομαχικών».15 Οι επιθέσεις σε οχυρωμένες θέσεις σε κατοικημένους χώρους, όπως το στρατόπεδο της Χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη ή το στρατόπεδο της Ορεινής Ταξιαρχίας στο Γουδί, ήταν πέρα από την εκπαίδευση, τον οπλισμό και την εμπειρία όχι μόνο των ελασιτών της Αθήνας αλλά και των μονάδων του ΕΛΑΣ του βουνού που έσπευσαν να τους ενισχύσουν κατά τη διάρκεια των μαχών (9 με 10 χιλιάδες μαχητές συνολικά). Όμως, αυτή η πραγματικότητα δεν πρέπει να γίνεται δικαιολογία για απόψεις που θεωρούν προδιαγεγραμμένη την ήττα.
Καταρχήν γιατί και οι δυνάμεις της κυβέρνησης και οι ίδιοι οι Βρετανοί πέρασαν πολύ δύσκολες ώρες στην Αθήνα, μέχρι τις αρχές του δεύτερου δεκαήμερου του Δεκέμβρη. Όταν στις 11 Δεκέμβρη ήρθαν στην Αθήνα ο στρατάρχης Αλεξάντερ και ο υπουργός Μέσης Ανατολής Μακμίλαν για να εκτιμήσουν την κατάσταση, ο πρώτος ομολόγησε ότι: «υποτιμήσαμε την στρατιωτική επιδεξιότητα, την αποφασιστικότητα και την ισχύ των επαναστατών».16
Η επίθεση που εξαπέλυσε στις 13 Δεκέμβρη ο ΕΛΑΣ στο αρχηγείο της 23ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας στα «Παραπήγματα» (περίπου το σημερινό Μέγαρο Μουσικής) ήταν μια χειροπιαστή απόδειξη αυτής της υποτίμησης. Ένας βρετανός λοχίας θυμάται:
«Σύντομα ο χώρος έγινε μια φλεγόμενη κόλαση. Κρατήσαμε ως τις 5.30… Πρόσεξα ότι οι συμμορίτες έστηναν όλμους και μας φώναζαν σε σπασμένα αγγλικά να παραδοθούμε. Ο διμοιρίτης συμφώνησε. Φώναξα στα ελληνικά ‘εντάξει’. Ήταν ταπεινωτικό. Αρκετοί από αυτούς ήταν γυναίκες και μας αφαιρούσαν στολές και κράνη».
Στις 18 Δεκέμβρη, τμήματα της ΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ και του ΕΛΑΣ Αθήνας κατέλαβαν ύστερα από πολύωρη μάχη το αρχηγείο της RAF στην Κηφισιά.
«Οι αντάρτες άρχισαν να εισβάλλουν στο κτίριο… Η μάχη έληξε. Για πρώτη φορά στην ιστορία της βρετανικής αεροπορίας αιχμαλωτιζόταν ένα ολόκληρο αρχηγείο. Η εγγραφή εκείνης της ημέρας στο ημερολόγιο του Σκόμπι δεν θα μπορούσε να είναι πιο λακωνική: ‘Αληθινή καταστροφή’».17
Τις ίδιες ώρες, στο κέντρο της Αθήνας ο ΕΛΑΣ καταλάμβανε ύστερα από σκληρή μάχη τις φυλακές Αβέρωφ στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας (Δικαστικό Μέγαρο σήμερα) παρά τις βρετανικές ενισχύσεις με τανκς και τις επιδρομές της RAF.
Χρειάστηκε ο ποταμός των βρετανικών ενισχύσεων για να αντιμετωπιστεί η επίθεση του ΕΛΑΣ στην Αθήνα και στη συνέχεια να αρχίσει η μεθοδική προώθησή τους από τον Πειραιά προς το κέντρο. Και πάλι δεν ήταν περίπατος. Η 28η Ταξιαρχία καθηλώθηκε μπροστά στις εργατικές πολυκατοικίες της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Στην Ομόνοια οι βρετανοί αλεξιπτωτιστές χρειάστηκαν τη μαζική επέμβαση τανκς για να προχωρήσουν στα στενά. Μέτρησαν 67 άνδρες εκτός μάχης ενώ ισχυρίστηκαν ότι καταμέτρησαν 203 νεκρούς και τραυματίες «στασιαστές» στα ερείπια. Όταν στράφηκαν προς τα δυτικά, στις 4 Γενάρη, χρειάστηκε μια φάλαγγα 100 τανκς και θωρακισμένων οχημάτων για να ανοίξει τη Λένορμαν.18
Τι έλειπε
Ο ιστορικός Μ. Λυμπεράτος, σε μια συνέντευξή του έχει πολύ σωστά επισημάνει ότι στο ξέσπασμα των Δεκεμβριανών δεν έπαιξαν ρόλο μόνο οι υπολογισμοί και οι προθέσεις των ηγεσιών αλλά και η παρέμβαση της «βάσης» του κινήματος:
«Ο πρώτος λόγος είναι ότι ήταν μια έκρηξη οργής. Και εδώ θα μπορούσε κανείς να πει ότι υπάρχει μια μικρή αναλογία με αυτό που έγινε με τον Γρηγορόπουλο το 2008, επίσης Δεκέμβριο. Και έγινε μια τέτοια έκρηξη οργής η οποία ήταν ασταμάτητη και η οποία προσέδωσε στα γεγονότα τη μορφή και τη δυναμική που απέκτησαν. Ο κόσμος ήταν εξοργισμένος και γι’ αυτό συγκρούσθηκε με την αστυνομία.
Το ίδιο έγινε και με τα Δεκεμβριανά. Οι αστυνομικοί χτύπησαν κυρίως τα μπροστινά τμήματα της πορείας, όπου βρίσκονταν μαυροφορεμένες γυναίκες, μανάδες ως επί το πλείστον. Το γεγονός αυτό, ότι τις είδαν στους δρόμους πεσμένες στα αίματα ήταν προφανές ότι θα δημιουργούσε αυτή την αντίδραση. Εξαιτίας αυτής της οργής ήταν πολύ δύσκολο να ελεγχθεί η όλη υπόθεση όχι μόνο από την πλευρά των Βρετανών, αλλά από το ίδιο το ΚΚΕ και το ΕΑΜ».19
Το κίνημα ήταν αρκετά ισχυρό και ριζοσπαστικό ώστε να υποχρεώσει την ηγεσία του να ανταποκριθεί. Όμως, δεν έλεγχε αυτή την ηγεσία και δεν μπορούσε να διαμορφώσει έγκαιρα μια άλλη μέσα στη φωτιά της σύγκρουσης. Στην Ρωσία του 1917, οι εργάτες/τριες και οι φαντάροι είχαν δημιουργήσει τα δικά τους όργανα εξουσίας, τα σοβιέτ. Η ηγεσία τους πέρασε για μήνες στα χέρια κομμάτων που υποστήριζαν το συμβιβασμό με τους καπιταλιστές, τη συνέχιση του ιμπεριαλιστικού πολέμου και συμμετείχαν στην ίδια κυβέρνηση με τους αστούς, που ήθελαν να συντρίψουν τα σοβιέτ.
Όμως, εκεί, οι εργάτες μπορούσαν να ανακαλέσουν ανά πάσα στιγμή τους αντιπροσώπους τους και να τους αντικαταστήσουν με άλλους, από κόμματα που ήθελαν να πάει η επανάσταση μέχρι τη νίκη. Στην Ελλάδα του 1944, η ηγεσία της Αριστεράς είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι της για να μην εμφανιστούν τέτοια όργανα. Και δεν υπήρχε ένα μπολσεβίκικο κόμμα που θα έπαιρνε πάνω του αυτό το καθήκον. Οι χιλιάδες «Βελουχιώτηδες» που υπήρχαν μέσα κι έξω από το ΚΚΕ εκφράζανε τις ανησυχίες και τις διαφωνίες τους ξεκομμένοι ο ένας από τον άλλον, χωρίς να διαθέτουν μια σαφή εναλλακτική στρατηγική και τακτική.
Ένα επεισόδιο των πρώτων ημερών της μάχης, είναι χαρακτηριστικό για την παράλυση που μπορεί να φέρει μια συμβιβαστική ηγεσία σε ένα μαχητικό κίνημα. Ο δεύτερος στρατιωτικός ακόλουθος της αμερικάνικης πρεσβείας περιγράφει την επίθεση στα κυβερνητικά κτίρια της Β. Σοφίας το πρωί της 6ης Δεκέμβρη:
«Η επίθεση απέτυχε. Ο ένας λόγος της αποτυχίας της ήταν ότι διεξήχθη διστακτικά και με μικρές δυνάμεις. Ο άλλος, ο σημαντικότερος, λόγος, όμως, ήταν ότι μόλις οι επιτιθέμενοι έφτασαν μπροστά στους στόχους τους, περιήλθαν σε σύγχυση από την αναπάντεχη παρουσία βρετανών στρατιωτών… Ο ΕΛΑΣ δεν είχε διαταγή να επιτεθεί στους Βρετανούς και πολλοί από τους άνδρες του δεν το επιθυμούσαν. Συνεπώς όταν την αυγή είδαν τη φιγούρα ενός μοναχικού σκοπού στα κτίρια δεν ήξεραν τι να κάνουν. Οι πιο παράτολμοι πίεζαν για επίθεση, άλλοι έκαναν πίσω. Μ’ αυτόν τον τρόπο η επίθεση εξασθένισε και τα αστυνομικά αποσπάσματα που φρουρούσαν τα κτίρια μπόρεσαν να την αποκρούσουν με ευκολία…».20
Μια Αριστερά που θα είχε ξεκάθαρη αντιμετώπιση για τον «συμμαχικό» ιμπεριαλισμό, όχι μόνο δεν θα υποδεχόταν σαν «ελευθερωτές» τον βρετανικό στρατό, αλλά θα προσπαθούσε να κερδίσει τους φαντάρους του με το μέρος της επανάστασης. Μια προφανής κατηγορία ήταν οι χιλιάδες Ινδοί στρατιώτες της 4ης Ινδικής Μεραρχίας που βρέθηκαν στην Ελλάδα στην Απελευθέρωση και πολλοί συμμετείχαν στις μάχες του Δεκέμβρη. Μια Αριστερά που θα στήριζε το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στην Ινδία, αντί να το καταγγέλλει ως «5η φάλαγγα του Άξονα» (όπως έκανε η σταλινική αριστερά στην Ινδία και τη Βρετανία) θα προκαλούσε μεγάλα προβλήματα στο Σκόμπι και τους διοικητές του.
Ούτε οι βρετανοί στρατιώτες ήταν ρομπότ στην υπηρεσία του ιμπεριαλισμού. Πίστευαν ειλικρινά ότι συμμετείχαν σε ένα «καλό πόλεμο» ενάντια στη ναζιστική πανούκλα, αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε να μαυρίσουν τον Τσόρτσιλ στις εκλογές που έγιναν το 1945.
Όταν ο Π. Πουλιόπουλος έβαζε το 1941, στις προτεραιότητες των καθηκόντων των επαναστατών για τον πόλεμο τη ταξική συναδέλφωση με τους φαντάρους των ιμπεριαλιστικών στρατών (γερμανικού και βρετανικού) πατούσε γερά στην πραγματικότητα.
Αντίθετα, ο ψεύτικος ρεαλισμός της ηγεσίας της Αριστεράς οδήγησε τον κόκκινο Δεκέμβρη στην ήττα.
Σημειώσεις:
1. Θανάσης Χατζής, Η Νικηφόρα Επανάσταση που Χάθηκε, Τόμος Τέταρτος, Δωρικός 1983, σελ. 54.
2. ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, Τόμος 5ος (1940-1945), Σύγχρονη Εποχή 1981, σελ. 240-43.
3. Αλ. Σβώλος, Η Ιστορία μιας Προσπάθειας, Μέτρον 2005.
4. Χατζής, ο.π, σελ. 96.
5. Αναφέρεται στο: (συλλογικό) Δεκέμβρης του ’44 – Κρίσιμη Ταξική Σύγκρουση, Σύγχρονη Εποχή 2014, σελ. 34.
6. Άγγελος Αυγουστίδης, Το Ελληνικό Συνδικαλιστικό Κίνημα κατά τη Δεκαετία του ’40 και τα περιθώρια της πολιτικής, Καστανιώτης 1999, σελ. 197-8.
7. Δεκέμβρης του ΄44, οπ, σελ. 40.
8. Ιωάννης Ο. Ιατρίδης, Εξέγερση στην Αθήνα, Α.Α Λιβάνη 2013, σελ. 158. Ο Ιατρίδης είχε υπηρετήσει στο ΓΕΕΘΑ και στο Γραφείο Τύπου Πρωθυπουργού στη δεκαετία του ’50 πριν γίνει καθηγητής στο πανεπιστήμιο Γέηλ στις ΗΠΑ.
9. Τα αρχικά της σήμαιναν Ρωμυλία Αυλών Νήσοι, δηλαδή το πρόγραμμά της ήταν η «Μεγάλη Ελλάδα» που θα κατάπινε ολόκληρα κομμάτια της Αλβανίας και της Βουλγαρίας.
10. Ιατρίδης, οπ.
11. Θανάση Δ. Σφήκα, «Οι ελιγμοί των δύο διεκδικητών της εξουσίας», Καθημερινή, 3/4/2011, http://www.kathimerini.gr/423224/article/epikairothta/ellada/oi-eligmoi-twn-dyo-diekdikhtwn-ths-e3oysias
12. Στη Δίνη του Εμφυλίου Πολέμου – Σπάνια Ντοκουμέντα του ΕΑΜ 1941-1947, Προσκήνιο 1998, σελ. 52.
13. John Newsinger, British intervention and the Greek Revolution, Socialist History Society Occasional Paper Series: No 16, London 2002, σελ. 20. Επίσης στην ιστοσελίδα http://www.marxists.de/balkans/ newsinger/greekrev.html
14. Τα παραδείγματα από: Andre Gerolymatos, Red Acropolis Black Terror, Basic Books 2004, σελ. 202.
15. Δεκέμβρης του ’44, οπ, σελ. 128
16. Newsinger, οπ, σελ. 22
17. Ι. Χανδρινός, Ο Δεκέμβρης του '44 από τους Βρετανούς στρατιώτες, http://jahandrinos.blogspot.gr/2012/12/44.html
18. Δεκέμβρης του ’44, οπ, σελ. 143.
19. «Μιχάλης Λυμπεράτος: Λαϊκό ξέσπασμα οργής και αντίστασης», συνέντευξη στη Β. Λάζου και Γ. Σκαλιδάκη, Δρόμος της Αριστεράς, τ. 143, http://www.e-dromos.gr/μιχάλης-λυμπεράτος/
20. William Hardy McNeill, The Greek Dilemma – War and Aftermath, V. Gollanz London 1945, σελ. 145-46.