Ανάγλυφο αφιερωμένο στις Νυμφες.
Ο Κώστας Βλασσόπουλος κατεδαφίζει τους μύθους της προγονοπληξίας.
Τους τελευταίους μήνες τα κανάλια έχουν μετατρέψει την ανασκαφή της Αμφίπολης σε σήριαλ. Ο Σαμαράς χρησιμοποιεί όπου σταθεί τον τάφο της Αμφίπολης ως αρχαία παραλλαγή του σύγχρονου ελληνικού success story, και η Παναγιωταρέα αποκαλύπτει ότι τα δάκτυλα των Καρυάτιδων αποδεικνύουν... τη συνέχεια του Ελληνισμού. Ο θαυμασμός των Σαμαράδων για τα αρχαία είναι τόσο υποκριτικός, που εξοργίζει τους αρχαιολόγους που δουλεύουν μέσα σε άθλιες συνθήκες. Την τελευταία εικοσαετία έχει γίνει μόνο ένας διαγωνισμός πρόσληψης αρχαιολόγων· οι ελλείψεις είναι τόσο μεγάλες που οι αρχαιολόγοι στις εφορίες αναγκάζονται να περνούν το χρόνο τους συμπληρώνοντας έγγραφα και πατώντας σφραγίδες, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των αρχαιολόγων ζουν χωρίς μόνιμη απασχόληση και δουλεύουν με σπαστές συμβάσεις λίγων μηνών. Τα μουσεία και οι αρχαιολογικοί χώροι έχουν ρημάξει από τις περικοπές, ενώ η έλλειψη χρηματοδότησης σημαίνει ότι εδώ και δεκαετίες οι εφορίες κάνουν μόνο σωστικές ανασκαφές, και όχι κανονικές, όπως αυτή της Αμφίπολης. Αλλά όταν οι Σαμαράδες μυρίζονται ότι μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα αρχαία για εθνικιστική δημαγωγία και για να στρέψουν την προσοχή από την κρίση, τότε ξαφνικά η αρχαιολογία γίνεται σημαντική και τα λεφτά υπάρχουν.
Εξίσου υποκριτική είναι και η πρεμούρα για τους ενοίκους του τάφου, την ελληνικότητα της Μακεδονίας και το «αρχαίο πνεύμα αθάνατο». Η υπόνοια ότι ο τάφος μπορεί να ήταν του Μεγαλέξανδρου είναι απλά γελοία: οι αρχαίες πηγές δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι ο Μεγαλέξανδρος ήταν θαμμένος στην Αλεξάνδρεια. Στην ιδέα ότι ο τάφος μπορεί να περιείχε τα οστά της Ρωξάνης και του Αλέξανδρου, του γιου του Μεγαλέξανδρου, έπιανε ιερό δέος τους σχολιαστές στα κανάλια. Η Ρωξάνη βέβαια ήταν μια πριγκήπισσα από τη Βακτρία, το σημερινό Αφγανιστάν· για τους σημερινούς πρόσφυγες από την ίδια περιοχή, οι ίδιοι σχολιαστές έχουν μόνο φαρμάκι να χύσουν.
Ο Αλέξανδρος δεν ήταν το πρώτο παιδί του Μεγαλέξανδρου· το πρώτο παιδί, τον Ηρακλή, το είχε αποκτήσει από τη Βαρσίνη, κόρη του Πέρση σατράπη Αρταβάζου. Ο Αρτάβαζος είχε επαναστατήσει κατά του Πέρση Βασιλιά τη χρονιά που γεννήθηκε ο Μεγαλέξανδρος, και κατέφυγε στην αυλή του Φιλίππου, όπου έζησε μια δεκαετία· μαζί του είχε τους Ροδίτες αρχηγούς των Ελλήνων μισθοφόρων του, τον Μέντορα και τον Μέμνονα, που παντρεύτηκαν διαδοχικά τη Βαρσίνη. Και οι τρεις τελικά επέστρεψαν στην υπηρεσία του Πέρση βασιλιά· λίγα χρόνια μετά, ήταν ο Έλληνας Μέμνονας που οργάνωσε την Περσική αντίσταση στην εκστρατεία του Μεγαλέξανδρου. Μετά τη νίκη του Μεγαλέξανδρου, η Βαρσίνη έγινε ερωμένη του και ο Αρτάβαζος σατράπης του. Ιστορίες σαν αυτή, με Έλληνες στην υπηρεσία των Περσών, Πέρσες στη μακεδονική αυλή, και παιδιά από μεικτούς γάμους, δεν κολλάνε πολύ καλά στην εθνικιστική αφήγηση που προσπαθούν να λανσάρουν οι Σαμαράδες. Ούτε βέβαια αναφέρεται ότι η περιοχή γύρω από την Αμφίπολη και μέχρι το Βόσπορο κατοικούταν στα χρόνια του Μεγαλέξανδρου και για αιώνες πριν και μετά από τα μη ελληνικά φύλα των Θρακών, που έδωσαν το όνομά τους στην περιοχή.1
Η ιστορία που μας διδάσκουν στα σχολεία και μας ξεφουρνίζουν στα κανάλια μιλάει για την ακατάλυτη συνέχεια ενός πανάρχαιου έθνους, που ξεκινά στην αρχαία Ελλάδα, συνεχίζεται με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, και φτάνει στις μέρες μας με το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Αντικείμενο αυτής της ιστορίας είναι τα κατορθώματα των ένδοξων προγόνων: των πολιτικών, όπως ο Περικλής και ο Βενιζέλος, και των βασιλιάδων, όπως ο Μεγαλέξανδρος και ο Παλαιολόγος. Αυτή η ιστορία δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα· ούτε πρόκειται για μια πανάρχαια ιστορία που οι κάτοικοι αυτού του τόπου μετέδιδαν στους απογόνους τους από γενιά σε γενιά. Αντίθετα, είναι μια αφήγηση που κατασκευάστηκε τα τελευταία 150 χρόνια, προκειμένου να εξυπηρετήσει πολύ συγκεκριμένους στόχους. Στη μακρά περίοδο από την αρχαιότητα μέχρι τον 19ο αιώνα, δεν υπήρχαν ούτε έθνη-κράτη, ούτε εθνικές ταυτότητες και ιστορίες: οι άνθρωποι ταυτίζονταν είτε με την τοπική κοινότητα στην οποία ζούσαν, όπως οι αρχαίες πόλεις-κράτη ή οι κοινότητες της Τουρκοκρατίας, είτε με την οικουμενική θρησκευτική ομάδα στην οποία ανήκαν, ή με την ευρύτερη πολυεθνική αυτοκρατορία της οποίας υπήκοοι συνήθως ήταν.
Η ιστορία πριν τον εθνικισμό
Αντί για την εθνική καθαρότητα της εθνικιστικής μυθολογίας, από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα οι άνθρωποι μετακινούνταν και μετανάστευαν σε αναζήτηση γης, δουλειάς, γνώσης, ελευθερίας αλλά και δύναμης και πλούτου. Οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν διασπαρεί σε όλη τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα· άλλοι ζούσαν σε αυτόνομες κοινότητες, και άλλοι ανάμεικτα με μη Έλληνες, όπως το βασίλειο του Βοσπόρου στη Κριμαία. Αντίστοιχα, μεγάλες περιοχές της σημερινής Ελλάδας, όπως η Θράκη, κατοικούνταν από μη Έλληνες, ενώ υπήρχαν εκατοντάδες χιλιάδες ξένοι μετανάστες και δούλοι στις ελληνικές πόλεις. Στο Μεσαίωνα σλαβόφωνα φύλα κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος του ελλαδικού χώρου (η μεσαιωνική Πελοπόννησος ήταν γνωστή ως terra slavonica, σλαβική γη), ενώ από τον 13ο αιώνα ξεκίνησαν οι μετακινήσεις των Αλβανοφώνων σε περιοχές όπως η νότια Ήπειρος, η Κορινθία και η Αττική (εξού και τα σημερινά Σπάτα και Λιόσια).2 Αντίστοιχα, οι Ελληνόφωνοι μετανάστευαν στις παροικίες της κεντρικής Ευρώπης, της Μαύρης Θάλασσας ή της Μικρασίας· η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων της Σμύρνης το 1922 δεν ήταν πανάρχαιοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, αλλά ανθρώπων που είχαν μεταναστεύσει μαζικά από το ελληνικό κράτος στην Τουρκία το 19ο αιώνα.3 Σε κάποιες περιοχές οι απόγονοι αυτών των μετακινήσεων σταδιακά αφομοιώθηκαν από την πλειονότητα (οι απόγονοι των Ελληνοφώνων της Ανατολίας έγιναν μουσουλμάνοι και τουρκόφωνοι, ενώ οι απόγονοι των Σλαβοφώνων της Πελοποννήσου έγιναν χριστιανοί και ελληνόφωνοι)· στις περισσότερες περιοχές των Βαλκανίων όμως για αιώνες υπήρχε ένα πολυεθνικό μωσαϊκό πληθυσμών με διαφορετικές θρησκείες και γλώσσες, που συνυπήρχαν στα ίδια χωριά και πόλεις.4
Αν η μετανάστευση και η μείξη των πληθυσμών ήταν διαχρονικές, εξίσου διαχρονική ήταν η απουσία εθνών-κρατών πριν τον 19ο αιώνα. Η αρχαία Ελλάδα ήταν φυσικά διαιρεμένη σε εκατοντάδες πόλεις-κράτη, που πολεμούσαν αδιάκοπα μεταξύ τους. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν κανένα πρόβλημα να υποδουλώνουν άλλους Έλληνες, όπως οι Σπαρτιάτες τους Είλωτες και οι Θεσσαλοί τους Πενέστες. Όταν οι Έλληνες κατακτούσαν μια άλλη ελληνική πόλη, η μαζική σφαγή των κατοίκων και η υποδούλωση των επιζώντων ήταν απλά συνηθισμένη πρακτική, όπως έκαναν οι Αθηναίοι στη Σκιώνη ή τη Μήλο. Αν τριάντα από τις εκατοντάδες ελληνικές πόλεις συμμάχησαν προσωρινά για να πολεμήσουν ενάντια στους Πέρσες, η πλειοψηφία παρέμεινε ουδέτερη, ή πολέμησε ενεργά στο πλευρό των Περσών. Ήταν οι τοπικές έχθρες που καθόριζαν ποιά μεριά έπαιρναν οι ελληνικές κοινότητες: όπως παρατηρούσε ο Ηρόδοτος, αν οι Φωκείς είχαν πάει με τους Πέρσες, οι αντίπαλοι τους Θεσσαλοί θα είχαν προσχωρήσει στην ελληνική συμμαχία, και το αντίθετο.
Η κοινή ελληνική ταυτότητα είχε κυρίως πολιτισμική και θρησκευτική αξία· πολιτικά, η ιδέα της ενότητας των Ελλήνων απέναντι στον κοινό εχθρό χρησιμοποιήθηκε από τα ισχυρά κράτη, όπως η Αθήνα, η Σπάρτη και η Μακεδονία, για να υποτάξουν τα υπόλοιπα ελληνικά κράτη στο δικό τους ζυγό, και γι’αυτό ήταν πάντα βραχύβια. Η υποτίθεται πανελλήνια εκστρατεία του Μεγαλέξανδρου κατά των Περσών έκανε τόση λίγη εντύπωση στους Έλληνες, που το πρώτο πράγμα που έκαναν, όταν έμαθαν τον θάνατο του, ήταν να επαναστατήσουν ενάντια στο μακεδονικό ζυγό. Ο Δημοσθένης καλούσε τους Αθηναίους να συμμαχήσουν με την Περσία ενάντια στην απειλή της Μακεδονίας, «μιας χώρας», όπως έλεγε, «τόσο βαρβαρικής, που δε βρίσκεις ούτε δούλους της προκοπής για να αγοράσεις από εκεί».5
Με την εμφάνιση των Μακεδονικών βασιλείων και της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι τοπικές κοινότητες εντάχθηκαν σε ευρύτερες πολυεθνικές αυτοκρατορίες, φαινόμενο που συνεχίστηκε για αιώνες με άλλες αυτοκρατορίες, όπως η Βυζαντινή και η Οθωμανική. Αυτό που σήμερα ονομάζουμε Βυζαντινή αυτοκρατορία, ήταν ένα πολυεθνικό κράτος που στους κατοίκους του ήταν γνωστό ως αυτοκρατορία των Ρωμαίων. Τα ελληνικά διατηρήθηκαν ως γλώσσα του κράτους και της εκκλησίας· αλλά σε μια αυτοκρατορία που εκτεινόταν από τη Μεσοποταμία μέχρι τα Βαλκάνια και την Ιταλία μόνο μια μειοψηφία μιλούσε ελληνικά. Στο βαθμό που οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας είχαν ένα κοινό δεσμό, αυτός ήταν ως Ρωμαίοι, χριστιανοί υπήκοοι του αυτοκράτορα. Η λέξη Έλληνας σήμαινε πια τον ειδωλολάτρη, και ο Βυζαντινός συγγραφέας Μιχαήλ Ψελλός αποκαλούσε Έλληνες τους... Κινέζους, γιατί ήταν μη Χριστιανοί. Όταν το 968 ο γερμανός πρεσβευτής Λιουτπράνδος αποκάλεσε το Νικηφόρο Φωκά «αυτοκράτορα των Ελλήνων», αντί του σωστού «των Ρωμαίων», ο εξοργισμένος Νικηφόρος τον έριξε στο μπουντρούμι.6
Η Οθωμανική αυτοκρατορία, που διαδέχτηκε τη Βυζαντινή, ήταν και αυτή ένα πολυεθνικό κράτος όπου η βασική διαχωριστική γραμμή ήταν η θρησκεία: Ρωμαίοι ήταν όλοι όσοι ήταν ορθόδοξοι και υπάγονταν στο Πατριαρχείο, ανεξαρτήτως που κατοικούσαν, ή ποιά γλώσσα μιλούσαν. Οι Οθωμανοί κυβερνούσαν τους χριστιανούς μέσω της συνεργασίας με τις χριστιανικές ελίτ, όπως το Πατριαρχείο, οι Φαναριώτες και οι τοπικοί κοτζαμπάσηδες, που είχαν την ευθύνη για τη συλλογή των φόρων και την απονομή της δικαιοσύνης. Η αγαστή αυτή συνεργασία επέτρεπε στην Εκκλησία να εκμεταλλεύεται την τεράστια περιουσία της, και στους Φαναριώτες να διορίζονται από τους Οθωμανούς κυβερνήτες ημι-ανεξάρτητων επαρχιών, όπως η Μολδοβλαχία (Ρουμανία).
Η εμφάνιση των εθνικισμών στα Βαλκάνια
Τα σύγχρονα έθνη-κράτη είναι αποτέλεσμα της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, που ανέδειξε το μέγεθος της κρίσης των αυτοκρατοριών που κυριαρχούσαν μέχρι τότε στην Ευρώπη. Η ανατροπή της μοναρχίας και η σύγκρουση της επανάστασης με τις ευρωπαϊκές απολυταρχίες ανέδειξε μια νέα πολιτική γλώσσα. Το κράτος δεν ήταν πια ο βασιλιάς και ο θρόνος, αλλά οι θεσμοί του κυρίαρχου έθνους: αντί για υποταγή στους βασιλιάδες, οι πολίτες όφειλαν πίστη μόνο στο έθνος, όπως εκφραζόταν από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του. Αν το κράτος ταυτιζόταν όχι πια με τους βασιλιάδες, αλλά με το έθνος, τότε κάθε έθνος είχε δικαίωμα να δημιουργήσει το δικό του κράτος. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, μια σειρά από επαναστάσεις προσπάθησαν να ανατρέψουν τους απόλυτους μονάρχες και να δημιουργήσουν ανεξάρτητα έθνη-κράτη στη θέση των καταπιεστικών πολυεθνικών αυτοκρατοριών των Ρώσων, των Αυστριακών και των Οθωμανών.7
Αλλά τι ήταν τα έθνη-κράτη που θα αντικαταστούσαν τις αυτοκρατορίες; Σε κάποιες περιπτώσεις οι εθνικιστές οραματίζονταν την ανασύσταση κάποιου κράτους που υπήρχε στο Μεσαίωνα, αλλά είχε διαμελιστεί από τις αυτοκρατορίες (όπως π.χ. η Πολωνία). Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπήρχε κάποιο προϋπάρχον κράτος, και έπρεπε να το φανταστούν εκ του μηδενός: π.χ. ποτέ δεν είχε υπάρξει ενιαίο ιταλικό κράτος πριν τη δημιουργία της Ιταλίας το 1861. Στην περίπτωση της Ελλάδας του 1821 το πρόβλημα ήταν το ίδιο: με δεδομένο ότι δεν είχε ποτέ υπάρξει ελληνικό κράτος, τι ήταν η σύγχρονη Ελλάδα και ποιός θα συμμετείχε στο ελληνικό κράτος;
Για τους επαναστάτες του 1821, η επανάσταση ήταν η προσπάθεια αναγέννησης του αρχαίου ελληνικού έθνους: εξού και η αναβίωση και υιοθέτηση του όρου Έλληνες, αντί του Ρωμιοί ή Γραικοί που επικρατούσε μέχρι τότε. Θεωρούσαν ότι αυτό το έθνος ήταν υπόδουλο από την εποχή που ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος είχαν υποτάξει τους αρχαίους Έλληνες. Οι Μακεδόνες, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί και οι Οθωμανοί ήταν μια σειρά από απολυταρχίες που είχαν κρατήσει τους Έλληνες στο ζυγό για χιλιάδες χρόνια: κατά συνέπεια, η ιστορία των μακεδονικών βασιλείων, της Ρώμης και του Βυζαντίου δεν ήταν μέρος της ιστορίας των Ελλήνων, αλλά ιστορία των κατακτητών τους. Όπως χαρακτηριστικά σχολίαζε ο Κοραής το 1824: «Οι Μακεδόνες επροχωρούσαν καθημέραν εις την κατάλυσιν της ελευθερίας [της Ελλάδας]... Μετά την Μακεδονικήν δεσποτείαν [οι Έλληνες] έπεσαν υποκάτω εις των Ρωμαίων την εξουσίαν, και τέλος... στους Τούρκους». Την ίδια αντίληψη εξέφραζε το 1841 ο πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός, σχολιάζοντας τη μάχη της Χαιρώνειας, που οδήγησε στη Μακεδονική κατάκτηση της Ελλάδας: «ο Φίλιππος έπραξεν άλλον της νίκης εκείνης ολεθριότερον, εγέννησε τον Αλέξανδρον».8 Για τους ανθρώπους που είχαν επηρρεαστεί από το Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση, οι απολυταρχίες των Μακεδόνων και των Βυζαντινών δεν είχαν καμία σχέση με τα δημοκρατικά ιδανικά των αρχαίων Ελλήνων και των σύγχρονων επίδοξων απογόνων τους.
Ποιοί ήταν όμως οι σύγχρονοι Έλληνες; Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν διασπαρμένοι σε όλη τη Μεσόγειο· ελληνόφωνοι πληθυσμοί υπήρχαν σε πολλές περιοχές των σύγχρονων Βαλκανίων μακριά από τη σημερινή Ελλάδα, ενώ μη ελληνόφωνοι πληθυσμοί κυριαρχούσαν σε περιοχές όπως η Μακεδονία και η Θράκη· τέλος, οι ορθόδοξοι πληθυσμοί των Βαλκανίων μοιράζονταν για αιώνες μια κοινή ταυτότητα ως Ρωμιοί και υπάγονταν όλοι στο Πατριαρχείο. Για τους επαναστάτες του 1821, σύγχρονοι Έλληνες δεν ήταν μόνο οι ελληνόφωνοι στη σημερινή Ελλάδα, αλλά όλοι οι χριστιανικοί πληθυσμοί των Βαλκανίων ανεξαρτήτως γλώσσας (Αλβανοί, Σλάβοι, Βλάχοι). Στόχος τους ήταν ένα κράτος που θα συμπεριελάμβανε όλους τους χριστιανούς των Βαλκανίων, υπό την ηγεσία βέβαια μιας ελληνόφωνης ελίτ. Αυτός είναι άλλωστε και ένας από τους λόγους που η Επανάσταση του 1821 ξεκίνησε... στη Μολδοβλαχία, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα, όπου Φαναριώτες ηγεμόνες κυβερνούσαν χριστιανούς υπηκόους για αιώνες.
Η εξέλιξη της επανάστασης οδήγησε στον περιορισμό της στο νότιο άκρο των Βαλκανίων, όπου ο πληθυσμός ήταν κατά μεγάλη πλειοψηφία ελληνόφωνος. Αλλά ακόμα και μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους το 1830, για αρκετές δεκαετίες οι Έλληνες εθνικιστές προσπαθούσαν να πείσουν τους Βουλγαρόφωνους, Αλβανόφωνους και Βλαχόφωνους πληθυσμούς των Βαλκανίων ότι δεν αποτελούσαν ξεχωριστά έθνη, αλλά μέρος του ευρύτερου χριστιανικού ελληνικού έθνους.9 Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος του βιβλίου του Θ. Πασχίδη το 1879: Οι Αλβανοί και το μέλλον αυτών εν τω Ελληνισμώ. Όπως δήλωνε μια προκήρυξη του 1854, «η ενότης του γένους έστω το σύνθημα ημών. Ελληνική αυτοκρατορία ή θάνατος, έστω η φωνή των δέκα εκατομμυρίων Ελλήνων, Σέρβων και Βουλγάρων κατά την Ευρώπην, και των τεσσάρων εκατομμυρίων Ελλήνων κατά την Ασίαν».10
Η κατασκευή της «συνέχειας του έθνους»
Η σταδιακή εμφάνιση από το 1850 και μετά αντίστοιχων εθνικιστικών κινήματων ανάμεσα στους άλλους βαλκανικούς πληθυσμούς (Βούλγαροι, Αλβανοί, Ρουμάνοι) έδειξε ότι η στρατηγική ενσωμάτωσης τους στον ελληνικό εθνικισμό ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Αντιμέτωποι με τους άλλους βαλκάνιους εθνικισμούς στα πολυεθνικά μωσαϊκά της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης, το ζήτημα ήταν πλέον να αποδειχθεί η ακατάλυτη ελληνικότητα των υπό διεκδίκηση περιοχών. Το αποτέλεσμα ήταν μια ριζική αλλαγή στην εθνικιστική αντίληψη της ελληνικής ιστορίας: από το σχήμα της αναγέννησης του αρχαίου ελληνισμού στη νεώτερη Ελλάδα, περνάμε στην κατασκευή της ιδέας της συνέχειας του ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Αυτό σήμαινε ότι τα Μακεδονικά βασίλεια και το Βυζάντιο δεν λογίζονταν πια ως κατακτητές των Ελλήνων, αλλά ως αναπόσπαστα μέρη της συνέχειας του ελληνικού έθνους.
Αυτή η κατασκευή αποκρυσταλλώθηκε με τη δημοσίευση μεταξύ 1860-1874 της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Το 1849 ο ίδιος ο Παπαρρηγόπουλος περιέγραφε τους Μακεδόνες ως «κράμα Ιλλυριών και Ελλήνων», και διαχώριζε Μακεδόνες και Έλληνες, δηλώνοντας ότι «το Μακεδονικόν έθνος εξεπλήρωσεν, εν τη γενική ιστορία, εντολήν άλλην από το Ελληνικόν».11 Δέκα χρόνια μετά, οι ανάγκες του ελληνικού εθνικισμού διαμόρφωσαν μια τελείως διαφορετική εθνικιστική αφήγηση, την οποία μας μαθαίνουν μέχρι και σήμερα στα σχολεία. Αποτέλεσμα αυτής της εθνικιστικής αφήγησης ήταν η συστηματική εξαφάνιση οποιουδήποτε μνημείου ή μαρτυρίας δεν μπορούσε να ενταχθεί στην ακατάλυτη συνέχεια του έθνους. Μέρος αυτής της εκστρατείας ήταν η κατεδάφιση του εντυπωσιακού φράγκικου πύργου της Ακρόπολης το 1874, προκειμένου να αποκαθαρθεί από κάθε «ξένη» παρουσία. Μετά την προσάρτηση της Μακεδονίας και της Θράκης το 1913, η Αρχαιολογική Εταιρεία δημιούργησε μια επιτροπή «για να αποκαθάρει τη χώρα από τα βαρβαρικά τοπωνύμια», να τα αντικαταστήσει με αρχαία ελληνικά, ή να εξελληνίσει τα Τουρκικά, Σλάβικα ή Αρβανίτικα τοπωνύμια, όπου δεν μπορούσαν να βρεθούν αρχαία ελληνικά.12
Ο εθνικισμός οδηγεί σε μια διαρκή διαστρέβλωση της ιστορίας. Οι «αρχαίοι πρόγονοι» χρησιμοποιήθηκαν σαν προπαγάνδα από κάθε δικτατορία και φασιστική συμμορία: από τη χρήση της αρχαίας Σπάρτης ως πρότυπο από τον Μεταξά και τις γελοίες αναπαραστάσεις αρχαίων μαχών της Χούντας, μέχρι τις κραυγές των Χρυσαυγιτών ότι η σβάστικα είναι ο αρχαιοελληνικός μαίανδρος και ότι ο ναζιστικός χαιρετισμός είναι Δωρικός. Αλλά το ζήτημα δεν σταματάει εκεί, και η περίπτωση των τάφων της Βεργίνας είναι χαρακτηριστική. Η εθνικιστική προπαγάνδα απαιτεί ο τάφος να είναι του Φιλίππου, για να αποδειχθεί «η ελληνικότητα της Μακεδονίας». Πόσοι, πέρα από λίγους ειδικούς, γνωρίζουν ότι σε σχέση με τον λεγόμενο τάφο του Φιλίππου υπάρχει μια επιστημονική συζήτηση που κρατάει δεκαετίες;
Πολλοί αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι εφόσον η κεραμική του τάφου είναι κατά κάποιες δεκαετίες μεταγενέστερη από το θάνατο του Φιλίππου, ο τάφος δε μπορεί να του ανήκει, αλλά μάλλον στο γιο του και αδελφό του Μεγαλέξανδρου, Φίλιππο Αρριδαίο. Άλλοι πάλι αμφισβητούν την ταύτιση της σύγχρονης Βεργίνας με τις αρχαίες Αιγές, στην οποία βασίζεται η απόδοση του τάφου στο Φίλιππο, και άρα επιχειρηματολογούν ότι οι τάφοι της Βεργίνας είναι απλά πλούσιοι τάφοι, και όχι οι τάφοι της Μακεδονικής βασιλικής οικογένειας. Αλλά φυσικά η εθνικιστική ρητορεία έχει επενδύσει τόσα πολλά στον τάφο του Φιλίππου, που δεν μπορεί να ανεχθεί την ύπαρξη μιας επιστημονικής συζήτησης πάνω στο θέμα: όταν η αρχαιολόγος Όλγα Παλαγγιά, που υποστήριξε ότι ο τάφος της Αμφίπολης είναι ρωμαϊκής εποχής, χαρακτηρίζεται στα κανάλια ως... φιλοσκοπιανή, καταλαβαίνει κανείς τι θα αντιμετώπιζε ένας αρχαιολόγος που θα αμφισβητούσε δημόσια τον τάφο του Φιλίππου.13
Η Αριστερά και η ιστορία από τα κάτω
Είναι τιμή για την Αριστερά ότι από τα πρώτα της βήματα στις αρχές του 20ου αιώνα προσπάθησε να αντιπαραθέσει μια άλλου τύπου ιστορία στην εθνικιστική μυθολογία. Αυτή η ιστορία, όχι μόνο ξεσκέπαζε τους μύθους και τις παραχαράξεις του εθνικισμού, αλλά αναδείκνυε τις ταξικές συγκρούσεις και το ρόλο των απλών ανθρώπων στην ιστορική εξέλιξη.
Κομβική ήταν αναμφισβήτητα η δημοσίευση το 1924 του βιβλίου Η Κοινωνική Σημασία της Επανάστασης του 1821 του Γιάννη Κορδάτου, δεύτερου γραμματέα του ΣΕΚΕ.14 Ο Κορδάτος γελοιοποίησε τη θέση ότι η Επανάσταση ήταν τάχα εξέγερση όλων των Ελλήνων, δείχνοντας το πως η Εκκλησία συνεργάστηκε ανοιχτά με τους Οθωμανούς, και ανατρέποντας τους μύθους που κατασκευάστηκαν εκ των υστέρων για να δικαιολογήσουν τη στάση της.15 Αντιθέτα, ο Κορδάτος έδειξε πως η Επανάσταση ήταν μια σύνθετη κοινωνική σύγκρουση, όπου τα συμφέροντα των κοτζαμπάσηδων και των Φαναριωτών ήταν διαφορετικά από αυτά των φτωχών αγροτών και ναυτικών. Σε μεταγενέστερα έργα του ο Κορδάτος επέκτεινε αυτή την ιστορική προσέγγιση σε άλλες περιόδους, με έργα για την αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο, τονίζοντας π.χ. πόσο συχνά οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες χρησιμοποιούσαν Σκανδιναβούς και Τούρκους στρατιώτες για να σφάζουν τους φτωχούς ελληνόφωνους υπηκόους τους.16 Άλλοι πρώιμοι Μαρξιστές ιστορικοί, όπως ο Παναγής Λεκατσάς, μελέτησαν τους δούλους και τις εξεγέρσεις τους στην αρχαιότητα.17
Η εθνικιστική ιστορία έχει χώρο μόνο για μεγάλους άνδρες και ένδοξους προγόνους· οι φτωχοί, οι δούλοι, οι ξένοι είναι απλά αόρατοι. Αυτού του είδους η ιστορία μιλάει μόνο για τους τάφους των βασιλιάδων, όχι βέβαια για την ομάδα από Αθηναίους, Κύπριους και Ανατολίτες εργάτες και εργάτριες, που έβγαζαν το ψωμί τους πλένοντας ρούχα και αφιέρωσαν από κοινού το εντυπωσιακό ανάγλυφο στις Νύμφες στον Ιλισσό που απεικονίζει η φωτογραφία. Τα περίφημα αθηναϊκά μελανόμορφα αγγεία φιγουράρουν σε κάθε αφιέρωμα: αλλά δεν θα μάθετε ότι οι τεχνίτες που τα έφτιαξαν έφεραν τυπικά ονόματα ξένων δούλων, όπως Λυδός, Συρίσκος, Βρυγός ή Άμασις. Δεν θα ακούσετε για την Ειρήνη από το Βυζάντιο, που μετανάστευσε στην Αθήνα, όπου γνώρισε τον Φοίνικα άντρα της, που έστησε στη μνήμη της μια δίγλωσση, ελληνική-φοινικική, επιγραφή.
Ποιός ξέρει την ιστορία του Μάνη, του ξυλοκόπου από τη Φρυγία στα βάθη της Μικρασίας, που βρέθηκε μετανάστης στην Αθήνα και σκοτώθηκε στον Πελοποννησιακό πόλεμο πολεμώντας ενάντια στους Σπαρτιάτες; Ότι υπήρχαν τόσοι Μάνηδες στην αρχαία Αθήνα, που μια ολόκληρη περιοχή στο Μαρούσι ήταν γνωστή ως Φρυγία; Ότι στην Αθήνα του Δημοσθένη η τρίτη μεγαλύτερη δημόσια θυσία ήταν για τη Θρακική θεά Βένδιδα, τη λατρεία της οποίας είχαν αναλάβει ένας θίασος Αθηναίων και ένας από Θράκες μετανάστες; Ότι εκτός από το μαντείο των Δελφών οι Αθηναίοι συμβουλεύονταν και το λιβυκό μαντείο του Άμμωνα; Η συνέχεια του έθνους δεν χωράει τους 6.000 ξένους δούλους που έγιναν Αθηναίοι πολίτες, επειδή πολέμησαν στη ναυμαχία στις Αργινούσες ενάντια στους Σπαρτιάτες. Ούτε αναφέρει ότι ο αντάρτικος στρατός, που ανέτρεψε τους Τριάκοντα Τυράννους το 403 π.Χ. και επανέφερε τη δημοκρατία στην Αθήνα, περιλάμβανε εκατοντάδες μετανάστες και δούλους μεροκαματιάρηδες, όπως ο λαχανοπώλης Γήρυς, ο μισθωτός εργάτης Αστυάγης και ο αγρεργάτης Ψάμμις.18
Η πραγματική ιστορία βάζει στο κέντρο της το πως οι πολιτισμοί παράγονται μέσα από τη μετανάστευση, τη μείξη και την ανταλλαγή. Δεν κρύβει ότι τα κράτη που η εθνικιστική ιστορία εξυμνεί είχαν τα χέρια τους βουτηγμένα στο αίμα, συχνά των ίδιων των υπηκόων τους. Αντί για τη μυθολογία της εθνικής ενότητας, αναδεικνύει πως κάθε ταξική κοινωνία διακρινόταν από κοινωνικές διαφορές και συγκρούσεις. Και τέλος, δείχνει το πως η ιστορία δεν γράφεται μόνο από τους μεγάλους άνδρες, αλλά καθορίζεται εξίσου από τους αγώνες των φτωχών και των καταπιεσμένων. Απέναντι στα εθνικιστικά παραμύθια των Σαμαράδων, είναι καθήκον της αριστερής ιστοριογραφίας που ακολουθεί τα χνάρια του Κορδάτου και του Λεκατσά να δώσει στο κίνημα μια ιστορία που βάζει στο κέντρο της τη ζωή και τους αγώνες των απλών ανθρώπων, από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας.
Σημειώσεις:
1. K. Vlassopoulos, Greeks and Barbarians, Καίμπριτζ, 2013, σσ. 72, 119-28.
2. Φ. Μαλιγκούδης, Σλάβοι στη μεσαιωνική Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, 1991· A. Ducellier, Οι Αλβανοί στην Ελλάδα (13ος – 15ος αι.): η μετανάστευση μιας κοινότητας, Αθήνα, 1994.
3. Σ. Αναγνωστοπούλου, Μικρά Ασία, 19ος αι. – 1919. Οι ελληνορθόξες κοινότητες: από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος, Αθήνα, 1997.
4. Γ. Νακρατζάς, Η στενή εθνολογική συγγένεια των σημερινών Ελλήνων, Βουλγάρων και Τούρκων, 2 τόμοι, Θεσσαλονίκη, 1994-6.
5. Τρίτος Φιλιππικός, 31.
6. Παρατίθενται στο G. Page, Οι Έλληνες πριν τους Οθωμανούς: ο εθνισμός στο ύστερο Βυζάντιο, Αθήνα, 2014, σσ. 81-4.
7. E.J. Hobsbawm, Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα, Αθήνα, 1994.
8. Παρατίθενται στο Α. Πολίτης, Ρομαντικά χρόνια. Ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, Αθήνα, 2003, σσ. 42-3.
9. Π. Ματάλας, Έθνος και Ορθοδοξία. Οι περιπέτειες μιας σχέσης από το «Ελλαδικό» στο Βουλγαρικό Σχίσμα, Ηράκλειο, 2002.
10. Παρατίθεται στο Ε. Σκοπετέα, Το «πρότυπο βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα: όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), Αθήνα, 1988, 277-8.
11. Παρατίθεται στο Πολίτης, ο.π., σσ. 43-4.
12. Γ. Χαμηλάκης, Το έθνος και τα ερείπια του, Αθήνα, 2012.
13. Χαμηλάκης, ο.π., σσ. 151-94.
14. Αθήνα, 1975.
15. Όπως ο μύθος του Κρυφού Σχολειού, ή της ύψωσης του λάβαρου της Επανάστασης από τον μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανό: στους δύο τόμους της αυτοβιογραφίας του, ο ίδιος ο Γερμανός δεν αναφέρει λέξη για το υποτιθέμενο περιστατικό.
16. Η Σαπφώ και οι κοινωνικοί αγώνες στη Λέσβο, Αθήνα, 1982· Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, Αθήνα, 1959-60.
17. Οι πόλεμοι των δούλων στην ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, Αθήνα, 2000.
18. Vlassopoulos, ο.π., σσ. 100-2, 144-5.