Εξώφυλλο του βιβλίου
Πολύτιμη παράδοση
Τα ανοιχτά πολεμικά μέτωπα στην Μέση Ανατολή, στο Ιράκ, στην Ουκρανία φέρνουν όλο και περισσότερο την ανάγκη να ανοίξουμε τη συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό εκατό χρόνια μετά από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο για να ανταποκριθεί σε αυτή την ανάγκη κυκλοφόρησε το κλασικό βιβλίο του Καρλ Λίμπκνεχτ «Μιλιταρισμός και αντιμιλιταρισμός». Είναι η πρώτη φορά που το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά μετά το 1983 όταν ήταν σε έξαρση το κίνημα γα τα δικαιώματα των φαντάρων στο στρατό.
Ο Καρλ Λίμπκνεχτ είχε γράψει το βιβλίο το 1907 στηριγμένος σε μια ομιλία που είχε κάνε την προηγούμενη χρονιά σε συνέδριο του συνδικάτου των Νέων Εργατών Γερμανίας. Μόλις εφτά χρόνια πριν από το ξέσπασμα του «Μεγάλου Πολέμου» ο Λίμπκνεχτ επιχειρεί να εξηγήσει τι ρόλο παίζει ο μιλιταρισμός για τον καπιταλισμό και να παρουσιάσει την κατάσταση του αντιμιλιταριστικού-αντιπολεμικού κινήματος μέχρι τότε.
Το βιβλίο θεωρήθηκε τόσο επικίνδυνο που ο Πρώσος Υπουργός Πολέμου διέταξε να κατασχεθούν όλα τα αντίτυπα και να φυλακιστεί ο Λίμπκνεχτ (είχε εκλεγεί ήδη δημοτικός σύμβουλος στο Βερολίνο, ενώ αργότερα εκλέχτηκε και βουλευτής).
Από τον πρόλογο του βιβλίου ο συγγραφέας τονίζει ότι ο μιλιταρισμός είναι κρίσιμος για το ίδιο το σύστημα, για την ύπαρξη της άρχουσας τάξης απέναντι στην εργατική τάξη και την προοπτική της επανάστασης. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο μιλιταρισμός είναι «η πιο ισχυρή, η πιο συγκεντρωτική, η πιο αποκλειστική έκφραση του εθνικού, πολιτιστικού και ταξικού ενστίκτου αυτοσυντήρησης».
Στη συνέχεια δίνει ορισμένα σημεία της ιστορίας του μιλιταρισμού υπογραμμίζοντας ότι είναι χαρακτηριστικό όλων των ταξικών κοινωνιών και ιδιαίτερα του καπιταλισμού. Από την αρχή του βιβλίου τονίζει ότι ο μιλιταρισμός, με κύριο εκφραστή τον μόνιμο στρατό, έχει διπλό ρόλο και διπλό στόχο. Δρα απέναντι στον «εξωτερικό» εχθρό και απέναντι στον «εσωτερικό» εχθρό.
Ο Λίμπκνεχτ ξεκαθαρίζει ότι η εργατική τάξη και όλος ο υπόλοιπος λαός δεν έχει κανένα συμφέρον να στηρίξει την «πατρίδα» του σε αποικιακές εκστρατείες ή σε άλλες ιμπεριαλιστικές διαμάχες.
Γράφει ότι «το προλεταριάτο δεν παραμένει απαθές μπροστά στους διεθνείς στόχους του στρατού. Η πατρίδα για την οποία πρέπει να πολεμήσει δεν είναι η δική του πατρίδα», «έχει μόνο έναν πραγματικό εχθρό, την αστική τάξη». Είναι από τους πρώτους επαναστάτες που εξηγούν ότι ο εχθρός βρίσκεται μέσα στην ίδια μας τη χώρα και ότι η εργατική τάξη χρειάζεται να είναι διεθνιστική. Με τα δικά του λόγια: «όλα τα εθνικά συμφέροντα υποχωρούν μπροστά στα συμφέροντα του διεθνούς προλεταριάτου», «χρειάζεται μια συμμαχία διεθνής των εκμεταλλευομένων και των σκλαβωμένων».
Έπειτα περιγράφει πως ο μιλιταρισμός επιχειρεί να τσακίσει τον «εσωτερικό» εχθρό που δεν είναι άλλος από την εργατική τάξη με τους αγώνες της. Δίνει πολλά στοιχεία για τους πολεμικούς εξοπλισμούς σε κάθε χώρα και στηλιτεύει ειδικά τη Γερμανία που λειτουργεί ως «υπόδειγμα» μιλιταρισμού για τις υπόλοιπες χώρες. Σε αυτό το σημείο υπογραμμίζει πως ο μιλιταρισμός ενάντια στον «εσωτερικό» εχθρό είναι μόνιμο φαινόμενο της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Δίνει συγκεκριμένα την εικόνα της λειτουργίας του μιλιταρισμού που επιχειρεί να εξασφαλίσει την άβουλη πειθαρχία των στρατιωτών και κινείται για να κερδίσει επιρροή και στον μη στρατευμένο λαό. Δουλεύει και «με το καρότο και με το καμτσίκι». Ανάγει τον στρατιωτικό τρόπο ζωής σε ανώτερο, δίνει προνόμια, καλλιεργεί τη ματαιοδοξία με τα παράσημα στους σκληρούς καραβανάδες και από την άλλη όποιος δεν υπακούει υποβάλλεται σε τιμωρίες, σε καψώνια, στην αποκοπή από το φιλικό του και οικογενειακό του περιβάλλον.
Ο μιλιταρισμός δουλεύει για να φτιάξει ένα φρούριο απέναντι στην επανάσταση. Δίπλα σε αυτό το φρούριο βρίσκεται ακόμα ένας «σύμμαχος», αυτοί που ζουν δουλεύοντας για το στρατό: οι μεταφορείς του, οι τροφοδότες του σε φαγητό ή εξοπλισμό. Αυτοί, λέει ο Λίμπκνεχτ, είναι πιο ευάλωτοι στην μιλιταριστική προπαγάνδα. Προπαγανδιστικό ρόλο παίζουν και οι παρελάσεις ή ακόμα πιο μόνιμα οι στρατιωτικές λέσχες. Για τις τελευταίες αναφέρει ότι μαζί με τις φιλομιλιταριστικές οργανώσεις λειτουργούσαν ως εργαλείο απομάκρυνσης των εργατών από τις σοσιαλιστικές ιδέες. Μποϊκόταραν ή μπλόκαραν συγκεντρώσεις, παρέμβαιναν στον εκλογικό αγώνα, χρησιμοποιούνταν ως πολιορκητικός κριός στις απεργίες.
Εντυπωσιακά είναι και τα νούμερα που δίνει σε σχέση με τους πολεμικούς εξοπλισμούς της εποχής που ανέβαιναν σε αντίθεση με τους μισθούς ή τις κοινωνικές δαπάνες. Κλείνει το κεφάλαιο για τον μιλιταρισμό συμπεραίνοντας ότι σε κάθε χώρα κινείται επιθετικά απέναντι στην εργατική τάξη αφού «πίσω από κάθε απεργία κρύβεται η Λερναία Ύδρα της επανάστασης».
Στο δεύτερο κομμάτι του βιβλίου παρουσιάζει την έρευνά του γύρω από το αντιμιλιταριστικό κίνημα και τη συζήτηση γύρω από τις τακτικές που είχαν προταθεί. Γράφει ότι τα συνέδρια της Διεθνούς είχαν καταπιαστεί με το ζήτημα του μιλιταρισμού. Πιο πλήρες ήταν το συνέδριο του Παρισιού το 1899. Μέσα από τα συνέδρια ήδη είχε μπει κατεύθυνση για το πώς αντιμετωπίζεται η απειλή του πολέμου: με καταψήφιση των πολεμικών πιστώσεων, διαμαρτυρίες για τους μόνιμους στρατούς, υποστήριξη των οργανώσεων που παλεύουν για την ειρήνη, ενώ είχε ανοίξει η συζήτηση για τις απεργίες ενάντια στον πόλεμο.
Ο Λίμπκνεχτ δίνει πολύ μεγάλη σημασία για το πώς οργανώνεται η αντιμιλιταριστική δουλειά από τα κόμματα της Σοσιαλδημοκρατίας, ειδικά στη νεολαία. Στο βιβλίο κάνει μια φοβερά λεπτομερή περιγραφή για το αντιμιλιταριστικό κίνημα σε κάθε χώρα. Δείχνει ότι είχε πραγματική αίσθηση του κινδύνου για το ρόλο του μιλιταρισμού και την απειλή ενός μεγάλου πολέμου.
Ταυτόχρονα, από την περιγραφή φαίνεται ότι είχε σχέση με τα κινήματα σε κάθε χώρα. Δίνει ιδιαίτερη σημασία στα κινήματα του Βελγίου και της Γαλλίας που έχουν έντονη αντιμιλιταριστική δράση. Παρουσιάζει εκτεταμένα τις συγκρούσεις με τον μιλιταρισμό και δίνει την εικόνα για τη στάση που κρατούσαν τα Σοσιαλδημοκρατικά Κόμματα, οι αναρχικοί, τι έντυπα κυκλοφορούσαν, τι απήχηση είχαν.
Σωστά γράφει ότι η αντιμετώπιση των αντιμιλιταριστών από το κράτος θα σκληρύνει στο μέλλον παίρνοντας ως παραδείγματα το «φιμωτικό νόμο» στη Σουηδία ή τις δηλώσεις του Κάιζερ ότι «ο αντιμιλιταρισμός είναι μια διεθνή μάστιγα».
Στο τελευταίο κομμάτι του βιβλίου αναφέρεται στη διαφορά που έχει ο αναρχικός από τον σοσιαλδημοκρατικό αντιμιλιταρισμό. Τονίζει ότι χρειάζεται ειδική δουλειά, όπως περιέγραφε στα προηγούμενα κεφάλαια, αλλά ως κομμάτι της αντικαπιταλιστικής πάλης με κέντρο την εργατική τάξη. Όχι με κέντρο την «ατομική άρνηση που προβάλλουν οι αναρχικοί». Κωδικοποιεί αυτή την στρατηγική γράφοντας «ως αντικαπιταλιστές, είμαστε αντιμιλιταριστές».
Tα κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς μπορεί να πρόδωσαν αυτές τις ιδέες όταν ξεκίνησε ο Α’ Π.Π., αλλά το βιβλίο του Λίμπκνεχτ λειτούργησε σαν ένα αντιμιλιταριστικό-αντιπολεμικό μανιφέστο για όσους παρέμειναν σταθεροί στις επαναστατικές ιδέες και πρωταγωνίστησαν στις επαναστάσεις που ακολούθησαν μετά το τέλος του πολέμου. Σήμερα το βιβλίο είναι το ίδιο επίκαιρο.
Τιμή 13€, 238 σελίδες
Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2014