Για μια Αριστερά της αλήθειας
Το μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα «Έλα να πούμε ψέματα» είναι το τρίτο στη σειρά έργων της που, ομολογουμένως, καταφέρνει να κινηθεί μεταξύ «μύθου και ιστορίας». Μετά το «Αθώοι και φταίχτες» και «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ», όπου αναφέρονται αντίστοιχα, με αριστουργηματικό τρόπο, η ιστορία των τουρκοκρητικών και η περίοδος της κατοχής και της αντίστασης, σειρά έχει το σήμερα (Νοέμβρης 2012- Ιούνιος 2013) το οποίο κυριαρχείται από το χθες, την ιστορία.
Ο τόπος της αφήγησης σταθερός, η γενέτειρα της συγγραφέως, τα Χανιά. Τα πρόσωπα επιστρέφουν από τα δύο προηγούμενα έργα της, μεγαλωμένα, ώριμα. Οι αφηγητές βιώνουν την οικονομική κρίση, με ό,τι σημαίνει αυτό για τις ζωές τους και ψάχνουν διέξοδο στα πολιτικά αδιέξοδα που τους προσφέρει η αστική δημοκρατία.
Τέσσερις βασικοί αφηγητές, που εναλλάσσονται και ξεδιπλώνουν τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου γύρω μας, κυριαρχούν στο μυθιστόρημα. Από το νέο επιστήμονα-ιστορικό που έχει αριστεύσει στην επιστήμη του, αλλά ζει με δανεικά από τη μάνα του καθώς δεν μπορεί να βρει δουλειά, μέχρι τη γιατρό του γενικού νοσοκομείου της πόλης που προσφέρει τις υπηρεσίες της αφιλοκερδώς σε όσους την έχουν ανάγκη (έλληνες και μετανάστες). Όλα αυτά τα πρόσωπα συνδέονται άρρηκτα με το παρελθόν, με την ιστορία είτε λόγω των προγόνων τους που έχουν αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα τους πάνω στον τρόπο σκέψης τους και τη ζωή τους είτε μέσα από τα προσωπικά τους πολιτικά ψαξίματα. Έτσι, στο έργο τελικά συνυπάρχει η ιστορία του Μπακούνιν και η σχέση του με το Μαρξ, οι επαναστάσεις του 19ου αι. στην Ευρώπη, με αποκορύφωμα την επανάσταση του 1848, με την περίοδο του εμφυλίου στην Κρήτη και τον αποκλεισμό των τελευταίων αντιστασιακών στο φαράγγι της Σαμαριάς.
Η Δούκα για μια ακόμα φορά φωτίζει πτυχές της ιστορίας του τόπου της που εκούσια ή ακούσια έχουν θαφτεί στο πέρασμα του χρόνου. Παρουσιάζει πρόσωπα άγνωστα που έδωσαν ώθηση στις εξελίξεις και για μια ακόμη φορά (όπως στο «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ») δεν χαρίζεται σε πρόσωπα που θεωρήθηκαν πολιτικοί πρώτης γραμμής σε τοπικό αλλά και κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Αυτό από μόνο του κάνει το βιβλίο απολαυστικό.
Το βασικό πλεονέκτημα του βιβλίου, όμως, σε πολιτικό επίπεδο, είναι τα ερωτήματα που απασχολούν τους ήρωες του έργου αλλά και κάθε αριστερό εργαζόμενο στην Ελλάδα της κρίσης που ψάχνει να βρει απάντηση στο πώς θα βγούμε απ’ αυτήν την κατάσταση, πώς θα αλλάξουμε αυτόν τον κόσμο. Η Δούκα ανήκει, εμφανώς, στο κομμάτι εκείνο της διανόησης που παρακολουθεί με άγρυπνο μάτι την παραμικρή εξέλιξη συμβαίνει σε πολιτικό επίπεδο από τους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους, τους εργαζόμενους και το κίνημα συνολικότερα και εμπνέεται απ’ αυτή. Στο έργο της οι απλοί άνθρωποι γράφουν την ιστορία. Από τους εργαζόμενους στο δήμο Χανίων και τη ΔΕΔΙΣΑ, μέχρι την αγροτική γιατρό στο κέντρο υγείας Καντάνου και από το αντιφασιστικό κίνημα της πόλης, που πέταξε τους χρυσαυγίτες στη θάλασσα, ως το κίνημα ενάντια στο ρατσισμό και την κρατική τρομοκρατία (συλλήψεις αγωνιστών σε εθνικές επετείους και παρελάσεις).
Όσο, όμως, δείχνει εμπιστοσύνη στη δράση των απλών ανθρώπων άλλο τόσο δείχνει επιφυλακτική στις πολιτικές επιλογές και απαντήσεις της αριστεράς (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Για το ΚΚΕ δε χρειάζεται να πει πολλά. Μιλά πιο πολύ η ιστορία του εμφυλίου, από τη Βάρκιζα και μετά στην ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ με χαρακτηριστική καθυστέρηση, Απρίλιος του ’47, στην Κρήτη. Η αντίσταση ήταν μια επανάσταση που χάθηκε και σ’ αυτήν την ήττα έπαιξε ρόλο η ηγεσία του ΚΚΕ. Κυρίως την απασχολεί ν’ αποφασίσει (μέσω των αφηγητών της) ανάμεσα στον κυβερνητικό ρεαλισμό του ΣΥΡΙΖΑ και τον αντικαπιταλισμό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η κριτική της απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ είναι αιχμηρή (μέσα ή έξω από το Ευρώ και την Ε.Ε.), αφήνει έναν από τους ήρωες να καταλήγει, στο συμπέρασμα ότι «ακόμα κι αν δεν υπήρχε ο ΣΥΡΙΖΑ…θα ‘πρεπε οπωσδήποτε όλοι μαζί να τον φτιάξουμε…ακόμα και πιο κάτω να πάμε, χίλιες φορές καλύτερα απ’ το να μένουμε εδωνά στη λάσπη και να μας χώνουνε το αναισθητικό λίγο-λίγο». Από την άλλη η κριτική προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ αφορά στο πρόγραμμά της. Αν και της αποδίδει τη θέση για «συγκρότηση ντε φάκτο λαϊκής κυβέρνησης» που δεν ανήκει στο πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, επί της ουσίας η κριτική έγκειται στο υπεραισιόδοξο πρόγραμμα, που δεν μπορεί να εφαρμοστεί, αφού δεν υπάρχει ανάλογη ριζοσπαστικοποίηση του κόσμου. Το συμπέρασμα αυτό εξάγεται από τα κολλημένα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ. Άρα, η προσκόλληση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο πρόγραμμά της οδηγεί στο συσχετισμό της με το ΚΚΕ. Αυτό που πιο πολύ φαίνεται να ανησυχεί τη συγγραφέα είναι η αντίληψη που έχει διαμορφώσει μέσα από τη βαθιά μελέτη της ιστορίας ότι η αστική τάξη πάντα καταφέρνει να αποδυναμώσει την αριστερά όταν φαίνεται ότι αυτή πλησιάζει τους στόχους της (’45, ΕΔΑ ’58).
Αυτό, όμως, που χρειάζεται προσοχή απ’ την πλευρά των ανθρώπων που βλέπουν το μέλλον τους στην αριστερά, όποια κι αν είναι αυτή, είναι ότι δεν πρέπει να ξεχνιούνται τα λάθη και οι πολιτικές επιλογές της ίδιας της αριστεράς. Οι πολιτικές ήττες του παρελθόντος δεν ήταν νομοτελειακές, λόγω της δύναμης της αστικής τάξης, ήταν κυρίως αποτέλεσμα των πολιτικών επιλογών της αριστεράς που κυριαρχούσε (κυρίως το ΚΚΕ). Με τη λογική του «το μη χείρον, βέλτιστον» το ΠΑΣΟΚ «ξεδόντιασε» την αριστερά τη δεκαετία του ’80 και επειδή η ιστορία διδάσκει, δεν θα έλυνε το πρόβλημα της κρίσης η επανάληψη της ιστορίας από το ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που φαίνεται να πιστεύει και η συγγραφέας. Άλλωστε η σημερινή κρίση έχει τέτοια διάσταση, σε πανελλαδικό και παγκόσμιο επίπεδο, που - πια - η άποψη ότι «ο κόσμος κλαίει τα καπιταλιστικά κεκτημένα του» και «θέλει φιλολαϊκό καπιταλισμό» μοιάζει παρωχημένη από τους αγώνες που έχουν μεσολαβήσει σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Δεν πρέπει να παραβλέπει κανείς ότι, ακόμα και για να προκύψουν αυτοί οι αγώνες, υπήρξαν κόντρες και μέσα στην αριστερά στο σύνολό της. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έπαιξε και παίζει καθοριστικό ρόλο στο να ξετυλιχτούν αυτοί οι αγώνες και δίνει όλες της τις δυνάμεις για να νικήσουν (αντιφασιστικό, αντιρατσιστικό, απεργίες).
Οι αγώνες του παρελθόντος δεν πήγαν χαμένοι! Οι άνθρωποι που πολέμησαν τους ναζί και στη συνέχεια οργάνωσαν τον εμφύλιο στην Κρήτη και παντού, δεν ήταν μια κατεστραμμένη γενιά. Όταν οι νέοι αντιφασίστες φωνάζουν το σύνθημα «Κοντομαρί και Κάντανο τα κάψαν οι ναζί, φασίστες δε χωράνε σε τούτο το νησί», πατούν πάνω σ’ αυτή την ιστορική και πολιτική εμπειρία. Αυτές είναι παρακαταθήκες και για την αριστερά, που οφείλει να είναι μαχητική με σκοπό την τελική νίκη κι όχι τον ιστορικό συμβιβασμό. Κι αυτό είναι μια πραγματική αγωνία όλων των αριστερών ανθρώπων. Σεβόμενη αυτή την αγωνία, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ενσαρκώνει την αριστερά των αγώνων του παρελθόντος και του παρόντος, χωρίς κυβερνητικές αυταπάτες και ελεύθερη από τα πολιτικά βαρίδια της υπόλοιπης αριστεράς. Οι άνθρωποι που αγωνίζονται είναι που σπρώχνουν την αριστερά «αριστερότερα» και την απομακρύνουν από οποιονδήποτε συμβιβασμό. Σ’ αυτούς, λοιπόν, τους ανθρώπους σήμερα, με όλη αυτή την ιστορική εμπειρία, που και η Δούκα έχει προσφέρει τόσο απλόχερα, δεν μπορείς «να πεις ψέματα»!
Τιμή 15€, 672 σελίδες
Εκδόσεις Πατάκης, 2014