Η στρατηγική απέναντι στο κράτος
Ένα βιβλίο με θέμα τη διείσδυση της φασιστικής ιδεολογίας στους νευραλγικούς τομείς του κρατικού μηχανισμού δεν μπορεί παρά να είναι εξαιρετικά επίκαιρο. Ήδη η πορεία προς τη δίκη της Χρυσής Αυγής έχει αναδείξει τις εκλεκτικές συγγένειες των νεοναζί με τον κρατικό μηχανισμό και την ασυλία που απολάμβαναν παρά τη σωρεία εγκλημάτων που είχαν διαπράξει. Ο όρος «βαθύ κράτος» στο βιβλίο δηλώνει το «κράτος εν κράτει», δηλαδή τις αντιδημοκρατικές δομές εξουσίας που λειτουργούν στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας. Το βιβλίο ξεκινάει με μια ενδιαφέρουσα αναδρομή του Δημήτρη Κουσουρή στην ιστορία του φασιστικού φαινομένου στην Ελλάδα, που ξεκινά από τους επίστρατους του Εθνικού Διχασμού, συνεχίζει με τη μεσοπολεμική ΕΕΕ, προχωρά στους ταγματασφαλίτες και τους Χίτες της δεκαετίας του ’40 και ολοκληρώνεται με τη μεταπολιτευτική ακροδεξιά. Η κατάρρευση της δικτατορίας και η μεταπολιτευτική ριζοσπαστικοποίηση περιθωριοποίησαν όσο ποτέ άλλοτε τους φασίστες. Ωστόσο, «στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, εκτός από έναν περιορισμένο αριθμό απολύσεων ή προσωρινών παύσεων, οι υποστηρικτές της δικτατορίας παρέμειναν στο απυρόβλητο, με μοναδική ίσως εξαίρεση το Πανεπιστήμιο όπου υπό την πίεση του φοιτητικού κινήματος πραγματοποιήθηκε μια ευρύτερη “αποχουντοποίηση”» (σελ. 66). Ο περιορισμένος χαρακτήρας της αποχουντοποίησης εξασφάλισε τη «συνέχεια του κράτους» με συνέπεια τη διατήρηση των ακροδεξιών ερεισμάτων στον κρατικό μηχανισμό.
Τη μεγάλη αρετή του βιβλίου αποτελεί η ανάδειξη μέσα από ένα μεγάλο πλήθος παραδειγμάτων της σύνδεσης ανάμεσα στο κράτος και τους φασίστες και η απόρριψη των συνηθισμένων δικαιολογιών για τα «σταγονίδια» και τα «μεμονωμένα περιστατικά». Με τα χαρακτηριστικά λόγια του Δημήτρη Χριστόπουλου για την Αστυνομία, «τα περιστατικά είναι τόσο πολλά που χρειάζεται υπερβολική μυωπία για να τα βλέπει κανείς ως μεμονωμένα» (σελ. 93). Ο Χριστόπουλος τεκμηριώνει ακόμα και με μαρτυρίες αστυνομικών ότι η ακροδεξιά ιδεολογία, η παράνομη βία σε βάρος διαδηλωτών και μεταναστών και η αίσθηση της ατιμωρησίας αποτελούν πλέον «ηγεμονική κουλτούρα εργασίας» στην αστυνομία. Αυτή η κατάσταση δεν αποτελεί πρόσφατη εξέλιξη, καθώς μια ιστορική επισκόπηση των σχέσεων των ελληνικών σωμάτων ασφαλείας με την ακροδεξιά δείχνει ότι για την αστυνομία «η ιδεολογία της Χρυσής Αυγής δεν αποτελούσε παρείσφρυση ή ξένο σώμα. Αντίθετα, παρείσφρηση υπήρξε η δημοκρατική πολιτική κουλτούρα» (σελ. 105) της μεταπολίτευσης, η οποία ούτως ή άλλως περιορίστηκε στο να εξασφαλίσει ότι οι αστυνομικοί δεν θα προσπαθήσουν να ανατρέψουν το δημοκρατικό πολίτευμα. Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981 συνοδεύτηκε από υποσχέσεις για τον «εκδημοκρατισμό» της αστυνομίας και τη «συμφιλίωσή» της με τους πολίτες. Ωστόσο, η νέα κυβέρνηση μπορεί να απέκτησε τον πολιτικό έλεγχο των σωμάτων ασφαλείας αλλά δεν κατέβαλλε κάποια συστηματική προσπάθεια αλλαγής της νοοτροπίας τους και άρχισε γρήγορα να τα ξαναχρησιμοποιεί για την καταστολή των εργατικών αγώνων και της νεολαίας. Μετά το ’90, η ρατσιστική αντιμετώπιση των μεταναστών από το κράτος, λειτούργησε ως πεδίο επανασύνδεσης της αστυνομίας με την ακροδεξιά, έστω και σε μη οργανωμένη μορφή.
Ο δικαστικός μηχανισμός, όπως επισημαίνει η Κλειώ Παπαπαντολέων, έδειξε παρόμοια αντανακλαστικά όταν κλήθηκε να αντιμετωπίσει νέα ζητήματα όπως το μεταναστευτικό, η τρομοκρατία, η ρατσιστική και ναζιστική βία. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι δικαστικές αρχές πολύ σπάνια καταδικάζουν αστυνομικούς για τις βίαιες πράξεις τους απέναντι σε διαδηλωτές, ούτε το γεγονός ότι μέχρι πέρσι αδρανούσαν απέναντι στα εγκλήματα των νεοναζί. Με τα λόγια της Παπαπαντολέων, «μερίδες του δικαστικού μηχανισμού στο πρόσωπο των ομάδων αυτών βλέπουν φίλιες δυνάμεις πειθάρχησης του κοινωνικού συνόλου» (σελ. 154). Έτσι, η δικαιοσύνη έχει αποδειχτεί επανειλημμένα τυφλή απέναντι στη βία των νεοναζί, τον αντισημιτικό λόγο του Κ. Πλεύρη ή την ομοφοβία των μητροπολιτών, αλλά πολύ σκληρή απέναντι στον «γέροντα Παστίτσιο», τις οροθετικές γυναίκες, τις μειονότητες ή τους μετανάστες. Στην περίπτωση των ενόπλων δυνάμεων, όπως επισημαίνει ο Δ. Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, η ακροδεξιά πολιτικοποίηση δεν εκφράζεται μόνο από λέσχες εφέδρων, αλλά και από υψηλόβαθμα στελέχη του στρατεύματος όπως ο Φ. Φράγκος και βέβαια οι απόστρατοι ευρωβουλευτές της Χρυσής Αυγής. Αντίστοιχα, ο Α. Σακελλαρίου αναλύει το πώς πολλοί μητροπολίτες συνεχίζουν την παράδοση του Χριστόδουλου, δίνοντας «χριστιανική» κάλυψη στην ισλαμοφοβία, τον αντισημιτισμό και την ομοφοβία και στηρίζοντας ανοιχτά τη «Δεξιά του Κυρίου» όχι μόνο στο πρόσωπο της ΝΔ αλλά ακόμα και της Χρυσής Αυγής.
Οι συγγραφείς προτείνουν ως αντίδοτο απέναντι στη διείσδυση της ακροδεξιάς στην αστυνομία, τη Δικαιοσύνη και το στρατό τον εκδημοκρατισμό τους (και στην περίπτωση της Εκκλησίας τον προσανατολισμό της στη φιλανθρωπία). Με τα χαρακτηριστικά λόγια του Χριστόπουλου στην παρουσίαση του βιβλίου από την Αυγή (Ενθέματα, 19/10/2014): «Μπορεί να υπάρχει καλύτερη αστυνομία. Αν ο εγκέφαλος θέλει λοιπόν, μπορεί να τη συνεφέρει».
Αυτή η αντίληψη προσπερνά το γεγονός ότι η αστυνομία, η δικαιοσύνη και ο στρατός που λειτουργούν ως θερμοκήπια της ακροδεξιάς και των φασιστών αποτελούν ταυτόχρονα τον σκληρό πυρήνα του αστικού κράτους, που δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί ουσιαστικά αλλά μόνο να ανατραπεί. Όπως υπογραμμίζει ο ίδιος ο Χριστόπουλος, μια εκδημοκρατισμένη αστυνομία με κάποια στοιχειώδη ταξικά αντανακλαστικά στην Ελλάδα της χρεωκοπίας και της αποδιάρθρωσης της εργασίας θα σκεφτόταν διαφορετικά σε μια βέβαιη μελλοντική συνθήκη όξυνσης των κοινωνικών ανταγωνισμών (σελ. 142). Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, η αστική τάξη δεν πρόκειται ποτέ να «εκδημοκρατίσει» τους πραιτοριανούς της. Διότι οι φύλακες της εξουσίας της είναι το τελικό της καταφύγιο πριν αναγκαστεί να «εκδημοκρατίσει» τους ίδιους τους χώρους δουλειάς. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το βιβλίο αποτελεί μια χρήσιμη και ενδιαφέρουσα συνεισφορά στο διάλογο και τον αγώνα για την καταπολέμηση του φασισμού αλλά και για τις στρατηγικές της Αριστεράς απέναντι στο κράτος.
Τιμή 13€, 326 σελίδες
Εκδόσεις Nήσος, 2014