Πίσω από τις υποκριτικές κορώνες των υπουργών κρύβεται ένας πολυεπίπεδος αποικισμός των Πανεπιστήμιων από τις επιχειρήσεις. H σύγκρουση με τα σχέδια της κυβέρνησης έχει αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο, υποστηρίζει ο Πάνος Γκαργκάνας.
Η προσπάθεια της Νέας Δημοκρατίας να αναθεωρήσει το Άρθρο 16 του Συντάγματος και να επιβάλει ένα νέο Νόμο-Πλαίσιο για τα Πανεπιστήμια αποδεικνύεται το πιο σκληρό μέτωπο των «μεταρρυθμίσεων» του Καραμανλή. Σπάνια μια κυβέρνηση έχει υποστεί τόσα πολλά επί τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Γιατί αυτή η λυσσαλέα επιμονή; Τι είναι αυτό που πιέζει τη Μαριέττα Γιαννάκου και όλη την Ν.Δ να επιμένει σε αλλαγές που συναντούν τόση αντίσταση;
Η απάντηση που δίνουν οι ίδιοι οι υπουργοί με το στόμα π.χ του Γιακουμάτου, είναι ότι αγωνίζονται για τα παιδιά των Δυτικών Συνοικιών, για τη δυνατότητα «να έρθει το Χάρβαρντ στο Αιγάλεω». Πρόκειται για κλασσική οργουελική αντιστροφή της πραγματικότητας. Η κυβέρνηση που έκλεισε τις πόρτες της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης για χιλιάδες παιδιά με την περιβόητη «βάση του 10», παριστάνει τον προστάτη τους. Η απάτη γίνεται ακόμα πιο εξοργιστική αν πάρουμε υπόψη μας ότι η ρύθμιση με τη «βάση του 10» απέκλεισε κατά κύριο λόγο παιδιά απο τις μη-προνομιούχες περιοχές, αυτά που οι κάθε λογής Γιακουμάτοι παριστάνουν οτι υπερασπίζονται απέναντι στα «προνόμια» των φοιτητών των Δημοσίων ΑΕΙ-ΤΕΙ που κάνουν καταλήψεις.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, η προσπάθεια να νομιμοποιηθούν ως Πανεπιστήμια τα ιδιωτικά κολέγια ευνοεί τους ιδιοκτήτες αυτών των ιδρυμάτων και όχι την πελατεία τους. Το μόνο σίγουρο αποτέλεσμα μιας τέτοιας εξέλιξης θα ήταν να αυξήσει την πελατεία και τα δίδακτρα που είναι υποχρεωμένη να πληρώνει. Όσο για την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών, τίποτα δεν θα άλλαζε. Δεν είναι το Άρθρο 16 που κρατάει μακριά τα Χάρβαρντ αυτού του κόσμου και περιορίζει την ποιότητα στο γνωστό χαμηλό επίπεδο των ιδιωτικών κολεγίων που λειτουργούν και σήμερα στην Ελλάδα.
Είναι η ίδια η πολιτική που εφαρμόζουν τα μεγάλα επώνυμα Πανεπιστήμια του εξωτερικού για την προσέλκυση φοιτητών με δίδάκτρα. Πάρτε για παράδειγμα το London School of Economics. To ένα τρίτο του εισοδήματος που προέρχεται απο τα υψηλά δίδακτρα του πληρώνουν φοιτητές απο όλα τα μέρη του κόσμου εκτός Ε.Ε, ιδιαίτερα απο την Κίνα, για να γίνουν δεκτοί. Στην Οξφόρδη και στο Κέιμπριτζ πρόσφατα είχαν συμβεί ακαδημαϊκά σκάνδαλα απο τις σχέσεις με πριγκηπικές οικογένειες της Σαουδικής Αραβίας. Είναι σίγουρο οτι οι μάνατζερ αυτών των διεθνούς φήμης ιδρυμάτων βλέπουν την πελατεία τους να προέρχεται μάλλον απο την Εκάλη παρά απο το Αιγάλεω και σε κάθε περίπτωση την περιμένουν στην έδρα τους αντί να της ιδρύσουν «παραρτήματα» επί τόπου. Τα «παραρτήματα» δημιουργούνται απο χαμηλότερου επιπέδου «σχολάρχες».
Το λόμπι αυτών των σχολαρχών ασφαλώς έχει δεσμούς με τη Νέα Δημοκρατία και δεν ξεχνάει τον ευεγερτικό ρόλο που έχει παίξει η «μεταρρύθμιση» Σουφλιά για τα ιδιωτικά μεταλυκειακά εκπαιδευτήρια πριν 15 χρόνια. Παρόλα αυτά, δεν βρίσκεται εκεί η κινητήρια δύναμη για τη σημερινή «μεταρρύθμιση» της Γιαννάκου. Αυτό το λόμπι απο μόνο του δεν θα άξιζε το πολιτικό κόστος που πληρώνει η κυβέρνηση. Η «μεταρρύθμιση» συνδέεται με τις ευρύτερες ανάγκες του καπιταλισμού στην εκπαίδευση και γι’ αυτό ξεκίνησε με τη συναίνεση και του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας.
Καπιταλισμός και Εκπαίδευση
Η ίδια η δημιουργία του εκπαιδευτικού συστήματος είναι δεμένη με την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Μέχρι τον 19ο αιώνα η έννοια της εκπαιδευτικής πρόνοιας για τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού ήταν ανύπαρκτη. Τα όποια εκπαιδευτικά ιδρύματα ήταν περιορισμένα στην αναπαραγωγή στελεχών της άρχουσας τάξης. Οι ανάγκες, όμως, που προέκυψαν απο τη μαζικοποιήση της εργατικής τάξης, άλλαξαν τα δεδομένα.
Τα παιδιά των αγροτών μπορούσαν να γίνουν παραγωγικοί καλλιεργητές των χωραφιών και χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση πέρα απο τις γνώσεις που τους μετέδιδε η οικογένεια. Τα παιδιά που πήγαιναν στα εργοστάσια και στις επιχειρήσεις της πόλης, όμως, έπρεπε να αποκτήσουν γνώσεις για να γίνουν παραγωγικοί εργάτες. Γραφή, ανάγνωση και αριθμητική ήταν στοιχειώδεις προϋποθέσεις ακόμα και για να κινηθούν στο περιβάλλον των πόλεων, πολύ περισσότερο για να κινήσουν τα μηχανήματα στις δουλειές τους. Αυτές οι ανάγκες δεν μπορούσαν πια να καλύπτονται απο σχολές μαθητείας των ίδιων των εργοδοτών και των συντεχνιών ή της εκκλησίας. Το κράτος ήρθε να αναλάβει αυτό το ρόλο με το μαζικό δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Ένα πρώτο κύμα επέκτασης κάλυψε την περίοδο απο τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα.
Η μεγάλη αλλαγή για τα Πανεπιστήμια, όμως, ήρθε κατά κύριο λόγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μεταπολεμική περίοδος απο το 1945 μέχρι τη δεκαετία του 1970 ήταν χρόνια τεράστιας καπιταλιστικής ανάπτυξης, συσσώρευσης και συγκέντρωσης του κεφαλαίου. Ήρθαν μεγάλες αλλαγές στο μέγεθος, στην τεχνολογία και στην παραγωγικότητα των επιχειρήσεων. Απο τον καπιταλιστή που έκανε κουμάντο αυτοπροσώπως σε μια συχνά οικογενειακή επιχείρηση με τη βοήθεια ενός λογιστή, ενός μηχανικού και ενός δικηγόρου περάσαμε στο μεγαλομέτοχο που επιβάλει τις επιλογές του μέσα απο μια ολόκληρη εταιρική γραφειοκρατία με μάνατζερ, λογιστήρια, τεχνικά γραφεία και νομικές υπηρεσίες. Αντίστοιχα η εργατική τάξη επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει πέρα απο τους εργάτες στην αλυσίδα παραγωγής όλα τα κομμάτια που δουλεύουν στις υπηρεσίες όχι μόνο της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και του κεφαλαίου, αλλά και στην ίδια την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης. Έγινε βιομηχανία το θέαμα και εργοστάσια τα νοσοκομεία και τα σχολεία. Το πτυχίο έπαψε να είναι διαβατήριο προς το μεσόστρωμα και έγινε προσόν για ολόκληρα τμήματα της εργατικής τάξης.
Και πάλι το κράτος ήταν αυτό που ανέλαβε να υπηρετήσει αυτές τις αλλαγές με τη μεγάλη επέκταση του Δημόσιου Πανεπιστήμιου και τη μαζικοποίηση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Στην Ελλάδα, απο τους 20.000 φοιτητές του 1995 φτάσαμε στους 200.000 φοιτητές και σπουδαστές του 1990. Tο ποσοστό των πτυχιούχων στον πληθυσμό σκαρφάλωσε απο το 1,8% το 1961 στο 4,5% το 1971 και στο 7,8% το 1981. Xωρίς αυτό το μαζικό ρεύμα που πέρασε απο τα Πανεπιστήμια, δεν θα ήταν δυνατόν το ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας να καλύψει την απόσταση που χωρίζει τη δεκαετία του ’50 με το σήμερα.
Νεοφιλελεύθερη επίθεση
Γιατί, λοιπόν, «ξαφνικά» η σημερινή επίθεση στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο; Έχει πάψει ο καπιταλισμός να έχει ανάγκη απο τη μηχανή ανάπτυξης που τον υπηρέτησε τόσο αποτελεσματικά; Για να καταλάβουμε τις πιέσεις που ωθούν προς τη σημερινή «μεταρρύθμιση» χρειάζεται να πάρουμε υπόψη δύο μεγάλες αλλαγές.
Η πρώτη είναι η στροφή προς τις περικοπές των δημοσίων κοινωνικών δαπανών και τη συμπίεση του κόστους εκπαίδευσης που σημειώνεται διεθνώς μετά τις μεγάλες οικονομικές υφέσεις του 1970 και 1980. Oι κρίσεις εκείνες, που τότε είχαν ονομαστεί «πετρελαϊκές», σημάδεψαν μια καμπή στην πορεία του συστήματος. Οι ρυθμοί ανάπτυξης στα τελευταία τριάντα χρόνια του 20ου αιώνα είναι πολύ χαμηλότεροι σε σύγκριση με τα προηγούμενα τριάντα. Τα ποσοστά κερδοφορίας ποτέ δεν επιστρέφουν στα ύψη των χρυσών πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Τα δημόσια οικονομικά αντιμετωπίζουν αλλεπάλληλα σοκ με φαινόμενα υπερχρέωσης και άνοδο των ποσοστών του προϋπολογισμού που πηγαίνουν σε τόκους. Μέσα σε εκείνες τις κρίσεις αναδύθηκε σαν καπιταλιστική απάντηση ο νεοφιλελευθερισμός ή μονεταριμός ή Θατσερισμός όπως ονομάστηκε στην αρχή.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ πρωτοέγινε διάσημη στην Βρετανία ως Υπουργός Παιδείας που έκοψε το δωρεάν γάλα για τους μικρούς μαθητές. «Μrs Thatcher-Milk Snatcher» «Κυρία Θάτσερ, η κλέφτης του γάλακτος» ήταν ένα απο τα πρώτα συνθήματα εναντίον της. Απο τότε έχει κυλήσει πολύ νερό και η πολιτική συμπίεσης του κόστους του δημοσίου εκπαιδευτικού συστήματος μέσα απο περικοπές και ιδιωτικοποιήσεις έχει γίνει ορθοδοξία για όλες τις κυβερνήσεις.
Αρχικά, μέσα απο τις διαστάσεις που έφτασε να πάρει η δημοσιονομική κρίση παντού και ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, η επίθεση αυτή έφτασε ακόμα και σε απόπειρες συρρίκνωσης της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης. Θυμηθείτε απο πότε έχει να δημιουργηθεί νέο Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα, σε αντίθεση με την εποχή που ιδρύονταν τα Πανεπιστήμια της Πάτρας, της Θράκης και των Ιωαννίνων και μετατρέπονταν σε Πανεπιστήμια η ΑΣΟΕΕ, η Πάντειος, η Βιομηχανική και η Γεωπονική. Ανάμεσα στο 1985 και το 1995 ο αριθμός των εισακτέων μειώθηκε γύρω στο 20%. Οι δαπάνες για την Παιδεία που κορυφώθηκαν στο 12% περίπου του προϋπολογισμού το 1979, υποχώρησαν κοντά στο 6% στα μέσα της δεκαετίας του 1990. (βλέπε και το άρθρο «Γιατί υπάρχει κρίση στην εκπαίδευση» στο ΣΑΚ Νο 15, Μάρτης –Απρίλης 1995).
Όλα αυτά μπορεί να βοήθησαν τον ελληνικό καπιταλισμό να ξεπεράσει τα βάθη της κρίσης των δημοσιών οικονομικών με τα τεράστια ελλείμματα και να πετύχει την ένταξη του στο Ευρώ, αλλά η συρρίκνωση της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης δεν μπορούσε να είναι μακροπρόθεσμη επιλογή. Γιατί η ανάγκη για διεύρυνση της συμμετοχής των πτυχιούχων στην οικονομία όχι μόνο παρέμεινε αλλά ενισχύθηκε.
Τα τελευταία δέκα χρόνια η εισβολή των νέων τεχνολογιών πήρε τέτοιες διαστάσεις ώστε οι απολογητές του καπιταλισμού έφτασαν στο σημείο να μιλούν για μια «νέα οικονομία», «οικονομία της γνώσης», όπου τα κέρδη δεν προέρχονται πλέον απο τον ιδρώτα των εργατών στην υλική παραγωγή αλλά απο την αξιοποίηση των ιδεών και των γνώσεων. Αυτή η φιλολογία είναι διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Τα κέρδη δεν έχουν πάψει να βγαίνουν απο την υπεραξία που παράγει η εργατική τάξη. Αυτό που αλλάζει είναι ότι απαιτείται ένα πολύ πιο εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό για να βάλει σε κίνηση τις τεχνολογίες αιχμής. Χρειάζονται περισσότεροι και όχι λιγότεροι πτυχιούχοι. Oι μεγάλες επιχειρήσεις χρειάζονται περισσότερα ερευνητικά κέντρα για να σταθούν όρθιες στον τεχνολογικό ανταγωνισμό της παγκόσμιας αγοράς.
Πώς μπορούν να συμβιβαστούν αυτές οι αντιφατικές απαιτήσεις του σημερινού καπιταλισμού απο τα Πανεπιστήμια; Πώς μπορούν να εκπαιδεύονται περισσότεροι πτυχιούχοι και να αξιοποιούνται τα Πανεπιστήμια ως ερευνητικά κέντρα χωρίς να αυξάνονται οι δημόσιες δαπάνες γι’ αυτά; Η απάντηση βρίσκεται στις νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» που βλέπουμε να προωθούν οι κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια. Τα σχέδια της Γιαννάκου είναι απλή αντιγραφή αντίστοιχων
προσπαθειών που προωθούν νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις διεθνώς και κωδικοποιήθηκαν απο τους υπουργούς Παιδείας της Ε.Ε με σύμβολο τις περιβόητες αποφάσεις της Μπολόνια.
Οι βασικές ιδέες αυτής της «μεταρρύθμισης» είναι απλές. Η πρώτη είναι το άνοιγμα της ψαλίδας στην κατάταξη των Πανεπιστημίων σε πολλές βαθμίδες μιας ιεραρχίας. Σήμερα όλα τα ιδρύματα θεωρούνται τυπικά ισάξια και οι Πανεπιστημιακοί ονομάζονται Διδακτικό και Ερευνητικό Προσωπικό. Η νεοφιλελεύθερη «μεταρρύθμιση» θέλει να φέρει το διαχωρισμό ανάμεσα σε Πανεπιστήμια πρώτης διαλογής που έχουν την δυνατότητα να κάνουν έρευνα και υψηλού επιπέδου διδασκαλία και σε Πανεπιστήμια που περιορίζονται στην φτηνή και ταχύρυθμη παραγωγή πτυχιούχων.
Όχι ότι σήμερα δεν υπάρχουν τέτοιες διακρίσεις. Αλλά η «μεταρρύθμιση» θέλει να τις συστηματοποιήσει με τη λεγόμενη «αξιολόγηση» και να τις οξύνει διαφοροποιώντας την χρηματοδότηση ανάλογα με την ποιότητα. Στο ένα άκρο ιδρύματα με πρόσβαση στα κονδύλια των ερευνητικών προγραμμάτων και στο άλλο ιδρύματα με συμβασιούχους πανεπιστημιακούς που διδάσκουν σε μαζικές τάξεις. Στη Βρετανία ο αριθμός φοιτητών που αντιστοιχεί σε κάθε μέλος ΔΕΠ αυξήθηκε 150% τα τελευταία τριάντα χρόνια και αυτός είναι ο μέσος όρος. Στην Οξφόρδη και στο Κέιμπριτζ η αναλογία δεν άλλαξε πολύ, αλλά στα νέα μαζικά πανεπιστήμια η σχέση του διδάσκοντα με τους φοιτητές είναι τόση όσο και του εργάτη της αλυσίδας συναρμολόγησης που τρέχει να προλάβει τα κομμάτια καθώς περνούν απο μπροστά του.
Μια δεύτερη βασική «μεταρρυθμιστική ιδέα» είναι ο περιορισμός των δυνατοτήτων ελέγχου που έχουν το ΔΕΠ και οι φοιτητές πάνω στην Διοίκηση του Πανεπιστημίου. Σήμερα όλα τα μέλη του ΔΕΠ και οι εκπρόσωποι των φοιτητών εκλέγουν τις Πρυτανικές Αρχές αλλά και Κοσμήτορες των Σχολών, Προέδρους Τμημάτων και Διευθυντές Τομέων. Αυτές είναι ρυθμίσεις που κατακτήθηκαν μετά τη Μεταπολίτευση, κάτω απο το βάρος που είχε το φοιτητικό κίνημα μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου και χάρη στις μεγάλες απεργίες των τότε Βοηθών και Επιμελητών.
Το ξήλωμα τους έχει προφανή σημασία για της επιβολή της σχολικής πειθαρχίας στα κατώτερα σκαλοπάτια της ιεραρχίας των μελλοντικών πανεπιστήμιων. Η μαζική παραγωγή πτυχιούχων απο φτηνό εκπαιδευτικό προσωπικό χρειάζεται και την σχετική πειθαρχία του εργοστασίου. Αλλά ακόμα πιο σημαντική είναι η ανατροπή των δημοκρατικών κατακτήσεων στα κορυφαία Πανεπιστήμια που θα εισπράττουν τις χορηγίες των ερευνητικών προγραμμάτων όχι μόνο απο την Ε.Ε αλλά και απευθείας απο τις επιχειρήσεις. Εδώ η διαχείριση απαιτεί το διευθυντικό δικαίωμα του μάνατζερ, απερίσπαστου απο δημοκρατικούς ελέγχους. Η λυσσαλέα επίθεση κατά της ΠΟΣΔΕΠ δεν αφορά μόνο τη σημερινή συγκυρία της μάχης ενάντια στα σχέδια της κυβέρνησης, αλλά και το μέλλον.
Μέσα απο αυτή την ευρύτερη εικόνα των αναγκών του καπιταλισμού σήμερα καταλαβαίνουμε πώς οι αλλαγές που προωθεί η κυβέρνηση ανοίγουν το δρόμο για ένα πολυεπίπεδο και ευέλικτο αποικισμό των Πανεπιστημίων απο τις επιχειρήσεις. Σε ένα χαμηλό επίπεδο ανοίγει ο δρόμος για τα ιδιωτικά «πανεπιστημιακά» κολέγια που θα είναι ουσιαστικά εξωραϊσμένες σχολές μαθητείας δεμένες με κάποιες επιχειρήσεις.
Αυτό το μέλλον μπορούμε να το δούμε παραδείγματος χάρη στη Γερμανία όπου το «Διεθνές Πανεπιστήμιο της Βρέμης» (ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο) μετονομάστηκε σε Πανεπιστήμιο Γιάκομπς ύστερα απο τη «δωρεά» 200 εκατομμυρίων ευρώ απο τον κύριο Κλάους Γιάκομπς. Ο Γιάκομπς (των γνωστών καφέδων) είναι Πρόεδρος και Γενικός Διευθυντής της μεγαλύτερης εταιρίας «ενοικίασης προσωρινού προσωπικού» της Adeco. (βλέπε σχετικά στην Εργατική Αλληλεγγύη Νο 742, 8/11/2006). Ένα άλλο παράδειγμα μπορούμε να δούμε στις ΗΠΑ, όπου η Lanreat Education, ένα ίδρυμα με 240.000 σπουδαστές σε 15 χώρες εξαγοράστηκε απο όμιλο κερδοσκόπων για 3,8 δισεκατομμύρια δολάρια! Αυτό το ιδιωτικό πανεπιστήμιο είχε εισάγει τις μετοχές του στο Χρηματιστήριο Nasdaq και τις είδε να πενταπλασιάζονται μέσα στα τελευταία τέσσερα χρόνια, με αποτέλεσμα να γίνει στόχος εξαγοράς απο τα ειδικά funds που ψάχνουν τέτοιες ευκαιρίες στα χρηματιστήρια (Ε.Α 753, 31/1/2007). Αυτά βλέπουν οι «σχολάρχες» των ιδιωτικών κολεγίων και αδημονούν να προχωρήσει η «μεταρρύθμιση» της Μαριέττας.
Αλλά και σε ένα ανώτερο επίπεδο επεκτείνονται οι δυνατότητες για τις μεγάλες επιχειρήσεις να καλύπτουν τις ερευνητικές τους ανάγκες μέσα απο τα κορυφαία Δημόσια Πανεπιστήμια. Η εποχή που οι εταιρείες βολεύονταν με τα δικά τους εργαστήρια έχει περάσει. Το πρότυπο δεν είναι πια τα Βell Laboratories (τα περίφημα εργαστήρια του τηλεπικοινωνιακού μονοπωλίου των ΗΠΑ), ακόμα και για τις πιο μεγάλες πολυεθνικές. Οι απαιτήσεις για ερευνητικά προγράμματα είναι πια τόσο μεγάλες και σύνθετες που χρειάζονται ένα ολόκληρο δίκτυο απο σχέσεις με Πανεπιστημιακά Ερευνητικά Κέντρα σε διεθνή κλίμακα. Απο δω πηγάζει η πίεση στα καλύτερα δημόσια πανεπιστήμια να ανοιχτούν στις συνεργασίες και τις χορηγίες απο τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Το περιβόητο Imperial College του Λονδίνου, ένα απο τα κορυφαία Πολυτεχνεία του κόσμου έχει προχωρήσει τόσο πολύ τέτοιες συνεργασίες ώστε το περασμένο καλοκαίρι η εταιρία Ερευνα και Τεχνο-λογία που έχει ιδρύσει, η Ιmperial Innovations, μπήκε στο Χρηματιστήριο το οποίο έκρινε οτι το 14% των μετοχών της αξίζει 25 εκατομμύρια λίρες (δηλαδή είναι μια επιχείρηση αξίας 270 εκατομμυρίων ευρώ!).(αναφέρεται απο τον Alex Callinicos στο φυλλάδιο «Universities in a Neoliberal World»).
Κι ας μην νομίζει κανείς ότι τα ελληνικά Πανεπιστήμια δεν έχουν τέτοιες δυνατότητες. Τα ερευνητικά δίκτυα είναι διεθνή και τα πιο πετυχημένα πανεπιστημιακά ερευνητικά ιδρύματα φροντίζουν να δίνουν «υπεργολαβίες» και να αξιοποιούν τις δυνατότητες των καλύτερων συναδέλφων τους στο εξωτερικό. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυτή η δικτύωση είναι ήδη προχωρημένη απο την εποχή που ο Μιτεράν καθιέρωσε τη χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων μέσω της Ε.Ε.
Επιπλέον, η Κρήτη φημίζεται για τις συνεργασίες με αμερικάνικα πανεπιστήμια. Η «ιερή αγανάκτηση» του Πρύτανη της Κρήτης που βγήκε στις τηλεοράσεις να καταγγείλει το Άσυλο και να βλέπει «ναρκομανείς μέσα στο ΕΜΠ» είναι απόλυτα κατανοητή. Φαντάζεται οτι χωρίς αυτά τα εμπόδια το ίδρυμα του θα μπορούσε να είναι μέτοχος δίπλα σε κάποιο Ιmperial College.
Πραγματικά, το κίνημα του Άρθρου 16 υψώνει εμπόδια σε όλη αυτή την πολυεπίπεδη εισβολή του κέρδους στα Πανεπιστήμια. Είναι ένα κίνημα με γνήσιο αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο και δεν είναι τυχαίο οτι στον σκληρό πυρήνα του βρίσκεται η αντικαπιταλιστική Αριστερά. Η συνέχεια αυτής της σύγκρουσης προβλέπεται θυελλώδης