Άρθρο
Πώς συνεχίζουμε

22/06/2006, Πανεργατική απεργία στο πλευρό τω

Mέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτό το κίνημα; Tο ερώτημα αυτό βασανίζει όλες τις πολιτικές δυνάμεις, ιδιαίτερα αυτές που δεν πίστευαν ότι οι καταλήψεις θα γιορτάσουν τα γενέθλιά τους τον Mάρτη με συνέχεια και κλιμάκωση. H Mαρία Στύλλου θυμίζει ιστορικά προηγούμενα για να δώσει απαντήσεις.

Οι νίκες των φοιτητικών καταλήψεων δεν αφήνουν κανέναν να ησυχάσει. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει δύο φορές απο τα μεγάλα σχέδια της για την ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης. Την μια το καλοκαίρι με την απόσυρση του Νόμου - Πλαίσιο και τώρα στην προσπάθεια να επιβάλει την Συνταγματική Αναθεώρηση.

Το ΠΑΣΟΚ αναγκάστηκε να κάνει στροφή 180 μοιρών σε σχέση με την αναθεώρηση του Άρθρου 16 ενώ λίγες εβδομάδες πιο πριν είχε «απαλλάξει» απο τις θέσεις τους όλα τα στελέχη του που υποστήριζαν οτι το μπλοκ της συναίνεσης έχει μεγάλο κόστος για το κόμμα τους.

Είναι σαφές  ότι και τα δύο κόμματα έχουν μπει σε κρίση. Για την κυβέρνηση οι αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν ήταν ένα κάποιο κερασάκι στην τούρτα, αλλά η ανάγκη να μπουν τα Πανεπιστήμια πιο αποφασιστικά στην τροχιά του νεοφιλελευθερισμού. Το γεγονός οτι σκοντάφτει σ’ αυτή την προσπάθεια βάζει σε αμφισβήτηση όλη τη στρατηγική των «μεταρρυθμίσεων».

Το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται απομονωμένο απο την βάση του και απο την επιρροή που είχε μέχρι τώρα. Η πρωτοβουλία ενάντια στην αναθεώρηση του Άρθρου 16 σήμανε σεισμό στην βάση του. Κινδύνευε να βρεθεί στο σημείο που βρέθηκε ο Αντρέας Παπανδρέου το 1985 όταν διόρισε υπουργό Εθνικής Οικονομίας τον Σημίτη και μαζί έβαλαν μπροστά το «πρώτο πρόγραμμα λιτότητας». Το κίνημα των «προβληματικών» που ζητούσαν να μείνουν ανοιχτές, όλες οι επιχειρήσεις που τις εγκατέλειπαν οι ιδιοκτήτες, δεν περιορίζονταν στις απλές διαμαρτυρίες, αλλά είχε προχωρήσει σε καταλήψεις εργοστασίων και συντονισμό μεταξύ τους. Κάτω απ’ αυτή την πίεση αναγκάστηκε ο Αντρέας Παπανδρέου να διώξει τον Σημίτη το 1987 προσπαθώντας να εκτονώσει τις αντιδράσεις. Η αλήθεια είναι οτι ήταν πολύ αργά τότε, όπως είναι και τώρα. Οι καταλήψεις δεν αφήνουν την κυβέρνηση να ανακτήσει τον έλεγχο ούτε την αξιωματική αντιπολίτευση να κερδίσει απ’ αυτές.

Ο λόγος που οι φοιτητικές καταλήψεις έχουν πάρει αυτές τις διαστάσεις είναι γιατί δεν είναι μόνες τους. Πριν ξεκινήσουν οι καταλήψεις την άνοιξη του 2006, προηγήθηκε το 2005 η απεργία των 40 ημερών της ΟΤΟΕ. Ήταν η απεργία που έβγαλε στο δρόμο τις ΔΕΚΟ, που ξαναθύμισε τις απεργίες συμπαράστασης, που ανάγκασε την κυβέρνηση της Ν.Δ να εγκαταλείψει την θατσερική τακτική «ξεκινάμε να τσακίσουμε τα πιο δυνατά κομμάτια της εργατικής τάξης», και να ξαναθυμηθεί την γραμμή των συμβιβασμών του Σημίτη.

Την γραμμή της σύγκρουσης με την κυβέρνηση την άνοιξε το εκπαιδευτικό προσωπικό των ΑΕΙ με την απόφαση της ΠΟΣΔΕΠ για απεργιακές κινητοποιήσεις με κλιμάκωση. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες ξεκίνησαν οι φοιτητικές καταλήψεις τον περασμένο Μάη, γενικεύτηκαν σε λίγες εβδομάδες και ανάγκασαν την κυβέρνηση να τα μαζέψει. Το σύνθημα του Μάη 1968 «Να υποχωρείς λίγο, σημαίνει οτι παραδίνεσαι πολύ» ίσχυσε αυτή τη φορά απο την μεριά της κυρίαρχης τάξης.

Αυτό φάνηκε με την έκρηξη σε όλη την εκπαίδευση το φθινόπωρο. Πενθήμερες απεργίες των δασκάλων, 48ωρες των καθηγητών, καταλήψεις των μαθητών ενάντια στην βάση του 10, καταλήψεις συμπαράστασης των φοιτητών. Έτσι φτάσαμε στην σημερινή εικόνα όπου οι καταλήψεις για το Άρθρο 16 μετατράπηκαν σε κίνημα που ξεκίνησε με αίτημα ενάντια στην αναθεώρηση, αλλά που συνεχίζει, παρόλο που τυπικά το ζήτημα έχει κλείσει. Όμως όχι μόνο οι καταλήψεις συνεχίζουν, αλλά στις γειτονιές ξεπηδάνε ακόμα και τώρα επιτροπές για το Άρθρο 16 που συγκεντρώνουν όλο τον κόσμο που βρίσκει ευκαιρία να δουλέψει πολιτικά και ενωτικά.

Βρισκόμαστε πραγματικά σε ένα πολιτικό σεισμό που προκαλεί κρίση στους απο πάνω, και τροφοδοτεί την δυναμική στους απο κάτω. Μέσα σε τέτοιες στιγμές μπαίνουν και τα μεγάλα ερωτήματα για το ποιά μπορεί να είναι η συνέχεια. Αυτή η συζήτηση έχει ανοίξει μέσα στις φοιτητικές καταλήψεις, αλλά και σε όλους τους κοινωνικούς και πολιτικούς χώρους. Τα ζητήματα που έχουν ανοίξει είναι εάν οι φοιτητές μπορούν να ξεσηκώσουν τους εργατικούς χώρους, εάν το κίνημα χρειάζεται να βάλει πολιτικό στόχο όχι μόνο να μην περάσει η αναθεώρηση και ο Νόμος -Πλαίσιο αλλά να φύγει η κυβέρνηση,  και εάν είναι αναγκαία η δημιουργία μιας νέας αριστεράς που να παίζει τον ρόλο που η παλιά αριστερά αρνείται. Μιας αριστεράς που να καταφέρει να ξεπεράσει τα όρια που ΣΥΝ και ΚΚΕ βάζουν στο κίνημα.

Η προηγούμενη φορά 1956-1965

Οι φοιτητικές κινητοποιήσεις για δημόσια και δωρεάν πανεπιστήμια ξεκίνησαν το 1956 με μια μεγάλη διαδήλωση απο την Νομική με το αίτημα να καταργηθούν τα δίδακτρα που πλήρωναν όλοι ανεξαιρέτως οι φοιτητές απο την στιγμή που έμπαιναν στο Πανεπιστήμιο. Τα δίδακτρα δεν ήταν συμβολικά, αλλά το αντίστοιχο με τρία μηνιάτικα ενός δημοσίου υπαλλήλου ή της είσπραξης απο το πούλημα μιας ολόκληρης σοδιάς για έναν αγρότη. Αυτό ήταν το ξεκίνημα ενός καινούργιου φοιτητικού κινήματος που έγινε γνωστό σαν η γενιά του 15% και του 1-1-4.

Μέσα σ’ αυτή την περίοδο το πολιτικό βάρος του φοιτητικού κινήματος μεγάλωσε. Ξεκίνησε για τα δίδακτρα, προχώρησε στο να δημιουργήσει φοιτητικούς συλλόγους σε όλες τις σχολές, να δημιουργήσει την ΔΕΣΠΑ (το Συντονιστικό των Συλλόγων του Πανεπιστημίου Αθήνας) και στην συνέχεια στην δημιουργία της ΕΦΕΕ. Είχε ταυτόχρονα να συγκρουστεί με την κυβέρνηση της ΕΡΕ  για να μπορέσει να υπάρξει Πανεπιστημιακό Άσυλο. Την δεκαετία του ’50 και στις αρχές του ’60, οι μπράβοι της Ασφάλειας κυκλοφορούσαν ελεύθερα μέσα στα αμφιθέατρα και συλλάμβαναν και έδερναν όποιους ήθελαν.

Κάθε διαδήλωση στα Προπύλαια, είχε να αντιμετωπίσει την αστυνομία και την πυροσβεστική που με τις μάνικες και τα γκλοπς προσπαθούσαν να διαλύσουν τις φοιτητικές συγκεντρώσεις. Οι διαδηλώσεις  για το 1-1-4, ήταν το ξεκίνημα της μάχης για το Άσυλο που προσπαθεί τώρα να καταργήσει ο απόγονος του παλιού Καραμανλή.

Το φοιτητικό κίνημα εμπνεύστηκε απ’ όλους τους μεγάλους αγώνες του ’60, αλλά ταυτόχρονα έγινε σημείο αναφοράς για το εργατικό κίνημα που ξαναξεκινούσε. Έτσι έφτασε στις αρχές του ’60 να υπάρχουν κοινά συλλαλητήρια ανάμεσα στους φοιτητές και τους οικοδόμους. Ήταν το κίνημα που μαζικοποίησε την ΕΔΑ και της έδωσε την δυνατότητα να έχει νεολαία που έπαιξε ρόλο στην ανατροπή της ΕΡΕ και στην συνέχεια ανάγκασε τον Γεώργιο Παπανδρέου όταν κέρδισε τις εκλογές το 1963 να καταργήσει τα δίδακτρα, να αυξήσει τις δαπάνες για την Παιδεία στο 15% του προϋπολογισμού, να δημιουργήσει νέα πανεπιστήμια έξω απο την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη.

Η κορύφωση αυτού του κινήματος ήταν το 1965 στα Ιουλιανά. Τότε φάνηκαν και οι αδυναμίες του. Οι φοιτητές μαζικοποίησαν τα συλλαλητήρια και έμειναν στον δρόμο για 75 μέρες και νύχτες. Ήταν μια μάχη που γεννούσε έναν Μάη 68 στην Ελλάδα, πριν ακόμα γίνει στην Γαλλία,  όμως η ΕΔΑ φρόντισε πολύ γρήγορα να τον ξεπουλήσει. Μπορεί τότε να μην ήταν πολύ γνωστές οι κυβερνήσεις συνεργασίας και κεντροαριστεράς όπως μετά το ’70 με τον ιστορικό συμβιβασμό του Κ.Κ Ιταλίας, όμως αυτό δεν εμπόδισε την ΕΔΑ να στηρίξει την Ένωση Κέντρου σε όλες τις μεγάλες επιλογές της.

Για την ακρίβεια, στην μεγάλη πολιτική κρίση του 1965 η ΕΔΑ προχώρησε ένα βήμα ακόμα πιο δεξιά. Συνεργάστηκε και με την Ένωση Κέντρου και με κομμάτι της δεξιάς που θεωρούσε «δημοκρατικό» και βιάστηκε να συμβάλει στην «ομαλοποίηση» και να στείλει τον κόσμο στα σπίτια του. Το Χουντικό Πραξικόπημα τον Απρίλη του 1967, ήταν το αποτέλεσμα αυτής της στάσης της ΕΔΑ, που άφησε τον χρόνο στην κυρίαρχη τάξη να ανασυνταχτεί και να πάρει την ρεβάνς.

Έτσι δραματικά έκλεισε μια περίοδος που στο ξεκίνημα της έμοιαζε οτι μπορούσε να φέρει τον Μάη στην Ελλάδα πολύ γρηγορότερα απο την Γαλλία. Αντί γι’ αυτό η νεολαία του 1-1-4 και του 15%, είχε να περάσει όχι μόνο απο την δοκιμασία μιας δικτατορίας (φυλακές, βασανιστήρια, εξορίες) αλλά και την απογοήτευση μιας μεγάλης χαμένης ευκαιρίας.

Δεν υπάρχει κόκκινο πανεπιστήμιο

Στην έκρηξη του ’60 στα Πανεπιστήμια της Ευρώπης, υπήρχε η άποψη μέσα στους φοιτητές ότι οι σχολές θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν κόκκινες βάσεις που θα περικύκλωναν το σύστημα και θα το ανάγκαζαν να πέσει. Ήταν απόψεις επηρεασμένες απο της θεωρίες του Μάο και την περικύκλωση των πόλεων απο τους αγρότες ή απο τις θεωρίες του Foco των αντάρτικων ομάδων της Λατινικής Αμερικής. Στο κέντρο τους όλες αυτές οι θεωρίες πίστευαν οτι η εργατική τάξη ήταν πια τελειωμένη και οτι υπάρχει ανάγκη να βρεθούν καινούργια υποκείμενα της επανάστασης.

Οι καταλήψεις των εργοστασίων στην Γαλλία τον Μάη του ’68 και το καυτό φθινόπωρο του ’69 στην Ιταλία έδειξαν πόσο λάθος ήταν αυτές οι ιδέες. Οι φοιτητές βγήκαν απο τις σχολές και πήγαν στα εργοστάσια να συνδεθούν με τους εργάτες. Αυτό δεν σήμανε οτι αυτές οι ιδέες εξαφανίστηκαν. Γι’ αυτό τις είδαμε να ξαναγεννιούνται το 1977 στην Ιταλία, κι αυτή τη φορά είχαν καταστροφικά αποτελέσματα για το κίνημα και για την αριστερά. Κάθε φορά που το φοιτητικό κίνημα ξαναγεννιέται ή επαναδραστηριοποιείται αλλά οι εργατικοί αγώνες δεν ακολουθούν με τον ίδιο ρυθμό, οι ιδέες της αυτονομίας ξαναφουντώνουν.

Στην Ιταλία οι φοιτητικές καταλήψεις το 1977 έφτασαν να συγκρούονται με την ηγεσία της CGIL φυσικά και να διώχνουν τον γραμματέα της και μέλος του Ι.Κ.Κ. απο το Πανεπιστήμιο. Θεωρούσαν την ηγεσία της CGIL πιο επικίνδυνη κι απο την κυβέρνηση της χριστιανοδημοκρατίας. Ένα κομμάτι του κινήματος προχώρησε στο να θεωρήσει τον εαυτό του επαναστατική πρωτοπορία, αναλαμβάνοντας μόνο του την ένοπλη σύγκρουση με το κράτος. Τα αποτελέσματα ήταν τραγικά. Το κίνημα στην Ιταλία πήρε τουλάχιστον 20 χρόνια για να σηκώσει ξανά κεφάλι.

Αυτά είναι εμπειρίες που χρειάζεται να τις πάρει υπόψη του το καινούργιο κίνημα. Η σύνδεση με την εργατική τάξη δεν εξασφαλίζεται μόνο με μια κοινή σύσκεψη με τα συνδικάτα, ούτε μόνο με ένα φοιτητικό πανό σε μια εργατική διαδήλωση. Παρ’ όλο που όλα αυτά είναι σημαντικά, χρειάζονται πολύ περισσότερα. Και σίγουρα δεν χρειάζονται σεκταριστικές καταγγελίες που ξεγράφουν όλα τα συνδικάτα γιατί διαφωνούν με τις ηγεσίες τους. Το λάθος ξεκινάει απο την υποτίμηση των εργατικών αγώνων και διεκδικήσεων σαν “οικονομίστικους”, και συνεχίζει με λάθος απόψεις περί συνδικάτων και συνδικαλιστικών ηγεσιών. Ο καλύτερος τρόπος για να σπάσουν αυτές οι απόψεις, είναι η απόφαση των

 φοιτητικών καταλήψεων να πηγαίνουν στους εργατικούς χώρους να μοιράζουν προκηρύξεις, να πουλάνε  την εφημερίδα και να συζητάνε για τις κοινές μάχες που έχουν να δώσουν. Είναι μια μάχη που πέτυχε στην Γαλλία πέρσι και που έχει ξεκινήσει και στην Ελλάδα.

Η πολιτική κρίση

«Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία που οι κοινωνικές  τάξεις αποστασιοποιούνται απο τα πολιτικά κόμματα που παραδοσιακά στηρίζουν. Με άλλα λόγια, τα παραδοσιακά κόμματα, με την συγκεκριμένη μορφή τους, με τους συγκεκριμένους ανθρώπους που τα εκπροσωπούν, τα οργανώνουν και τα καθοδηγούν, δεν αναγνωρίζονται πια απο την τάξη, σαν η πολιτική της έκφραση...

Αυτή η σύγκρουση ανάμεσα σε αντιπροσωπευόμενο και αντιπρόσωπο αντηχεί προς τα έξω, απο το κόμμα σε όλη την κοινωνία....Πώς δημιουργείται; Σε κάθε χώρα η διαδικασία είναι διαφορετική παρ’ όλο που το περιεχόμενο είναι το ίδιο. Και το περιεχόμενο είναι η κρίση της κυρίαρχης τάξης, που συμβαίνει είτε γιατί έχει αποτύχει σε κάποιους πολιτικούς στόχους που είχε ανάγκη την συναίνεση των μαζών, είτε γιατί τεράστιες μάζες έχουν περάσει ξαφνικά από την κατάσταση της πολιτικής παθητικότητας σε πολιτική δραστηριοποίηση, και προβάλουν αιτήματα που όταν συνολικευτούν, ακόμα κι αν δεν γίνεται συνειδητά, οδηγούν στην επανάσταση».

Αυτό το κείμενο είναι ένα απόσπασμα απο το «Κράτος και Κοινωνία των Πολιτών» του Αντόνιο Γκράμσι που δημοσιεύεται στα «Τετράδια της Φυλακής». Σ’ αυτό το κείμενο ο Γκράμσι τονίζει το πώς μπορεί να φτάσει να υπάρχει πολιτική κρίση, και ταυτόχρονα πώς δημιουργούνται κενά που χρειάζεται κάποιος να τρέξει να τα καλύψει. Εάν μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες η αριστερά πάρει την πρωτοβουλία και ενώσει τις κοινωνικές αντιστάσεις βάζοντας το αίτημα να φύγει η κυβέρνηση τότε ανοίγει πραγματικά μια καινούργια περίοδος που ούτε η κυρίαρχη τάξη ούτε τα πολιτικά κόμματα μπορούν να την ελέγξουν. Είναι το παράδειγμα του πώς η πολιτική κρίση γίνεται κοινωνική.

Αυτή η προοπτική άνοιξε τα προηγούμενα χρόνια  στην Ιταλία με τους αγώνες  για να πέσει η κυβέρνηση του Μπερλουσκόνι. Στις εκλογές μεγάλωσε η δύναμη της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης ενώ αντίθετα έμεινε στάσιμη η σοσιαλδημοκρατία. Η Ιταλία μας έδωσε ένα χειροπιαστό παράδειγμα για το πώς η πάλη για την ανατροπή μιας δεξιάς κυβέρνησης άλλαξε τους συσχετισμούς της Αριστεράς. Δυστυχώς η Κομμουνιστική Επανίδρυση χαραμίζει τους νέους συσχετισμούς συμμετέχοντας στην κυβέρνηση Πρόντι.

Στην Ελλάδα ούτε το ΠΑΣΟΚ ούτε η παραδοσιακή αριστερά τολμάνε να βάλουν αυτό το στόχο της κυβερνητικής ανατροπής. Το ΠΑΣΟΚ γιατί φοβάται οτι θα χάσει τις εκλογές, και η Αριστερά γιατί δεν έχει στρατηγική. Άλλοτε βλέπει τις συμμαχίες με την Νέα Δημοκρατία και άλλοτε με το ΠΑΣΟΚ. Όχι μόνο στο μακρινό 1989 αλλά μέχρι πρόσφατα στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές. Αυτή η Αριστερά το μόνο που καταφέρνει είναι να βάζει φρένο στην δυναμική που έχουν ανοίξει οι φοιτητικές καταλήψεις και η πολιτική κρίση της Νέας Δημοκρατίας.

Η νέα Αριστερά

Αυτό το κενό μόνο μια νέα Αριστερά μπορεί να το καλύψει και αυτή η συζήτηση κυριαρχεί παντού. Ποια είναι; Πώς θα δημιουργηθεί; Ποιά είναι τα χαρακτηριστικά της; Και σ’ αυτό o Γκράμσι είναι πολύ βοηθητικός.

Στο κείμενο του για τους διανοούμενους απο τα «Τετράδια της Φυλακής», ο  Γκράμσι κάνει την διάκριση ανάμεσα στους «παραδοσιακούς» και τους «οργανικούς διανοούμενους». Οι «παραδοσιακοί» είναι αυτοί που καλύπτουν τις ανάγκες και τις λειτουργίες του αστικού κράτους, ενώ «οργανικοί» είναι αυτού που φέρνουν μέσα στο κίνημα τις ιδέες της επανάστασης και οργανώνουν με βάση αυτές. Ο Γκράμσι όταν μιλάει για οργανικούς διανοούμενους δεν περιορίζεται μόνο στους επαναστάτες, υποστηρίζει ότι όλα τα πολιτικά κόμματα, αλλά και θεσμοί σαν την καθολική εκκλησία έχουν ανάγκη απο οργανικούς διανοούμενους. Αυτό όμως που τον ενδιαφέρει είναι ο ρόλος των επαναστατών μέσα στο κίνημα.

«Θα ήταν σωστό το ζήτημα της ενότητας θεωρίας και πράξης, να εξεταστεί ιστορικά σε συνδυασμό με το πολιτικό ζήτημα των διανοούμενων... Η διαδικασία της διαμόρφωσης συνδέεται με μια διαλεκτική ανάμεσα στους διανοούμενους και τις μάζες. Το στρώμα των διανοούμενων διαμορφώνεται και ποιοτικά και ποσοτικά, αλλά κάθε άλμα προς τα εμπρός, προς νέο εύρος και πολυπλοκότητα του στρώματος της διανόησης συνδέεται με μια ανάλογη κίνηση απο μέρους της μάζας των «απλών» που ανεβαίνουν σε ανώτερα επίπεδα…

Τα κόμματα στρατολογούν άτομα μέσα απο τις εργαζόμενες μάζες και η επιλογή γίνεται με κριτήρια πρακτικά και θεωρητικά ταυτόχρονα. Γι’ αυτό τον λόγο μπορεί να πει κανείς οτι τα κόμματα είναι οι διαμορφωτές μια νέας συνολικής και καθολικής διανόησης, είναι εργαστήρια όπου γίνεται η ενοποίηση θεωρίας και πράξης σαν πραγματική ιστορική διαδικασία....

Mπορεί η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Γκράμσι, καθώς προσπαθεί να αποφύγει τη λογοκρισία, να είναι έμμεση , αλλά το μήνυμα είναι σαφές. H νέα Aριστερά γεννιέται μέσα από την κίνηση του κόσμου. Oλα αυτά τα νέα παιδιά που πλημμυρίζουν τα αμφιθέατρα, αποφασίζουν και οργανώνουν καταλήψεις, συλλαλητήρια και πολιτικές πρωτοβουλίες, δημιουργούν δυνατότητες για να περάσει η Aριστερά σε ένα “νέο εύρος και πολυπλοκότητα”. Nα γίνει πιο μεγάλη και πιο πλούσια σε ιδέες, προτάσεις και πρωτοβουλίες κερίζοντας στις γραμμές της τους πρωταγωνιστές του νέου κινήματος.

Oμως αυτή η διαδικασία δεν είναι αυτόματη, ούτε μονόδρομος. H Aριστερά έχει να ξεπεράσει προβλήματα στο εσωτερικό της για να αξιοποιήσει αυτές τις δυνατότητες. Kύρια έχει να ξεπεράσει τις ιδέες της ηττοπάθειας που κουβαλάει από την προηγούμενη περίοδο, πριν η έκρηξη του κινήματος αρχίσει να αλλάζει τα δεδομένα. Kαι πάλι ο Γκράμσι είναι καταλυτικός σε αυτό το ζητημα.

Όταν δεν έχεις την πρωτοβουλία στον αγώνα και ο αγώνας ταυτίζεται με μια σειρά ήττες, ο μηχανιστικός ντετερμινισμός γίνεται μια μεγάλη δύναμη ηθικής αντίστασης. «Έχω ηττηθεί για την ώρα, αλλά η ροή της ιστορίας δουλεύει για λογαριασμό μου μακροπρόθεσμα». Η συνείδηση σ’ αυτή την περίπτωση είναι αντιφατική και δεν διαθέτει κριτικά χαρακτηριστικά. Αλλά όταν οι «κυριαρχούμενοι» γίνονται πρωτοβουλιακοί, η μηχανιστική αντιμετώπιση περικλείει κινδύνους και χρειάζεται αναθεώρηση στους τρόπους σκέψης...

Διότι κατά βάση, εάν χτες οι κυριαρχούμενοι έμοιαζαν με αντικείμενο, σήμερα δεν είναι πια αντικείμενο, αλλά ιστορική πραγματικότητα, πρωταγωνιστές....

Γι’ αυτό είναι απαραίτητο πάντοτε να προβάλουμε την ματαιότητα του μηχανιστικού ντετερμινισμού. Όταν υιοθετείται  ως φιλοσοφία απο την μεριά των διανοούμενων, γίνεται αιτία παθητικότητας και ηλίθιας αυτάρκειας. Αυτό συμβαίνει όταν δεν περιμένουν οτι οι κυριαρχούμενοι θα γίνουν πρωτοβουλιακοί και υπεύθυνοι».

Mπορεί ο όρος “μηχανιστικός ντετερμινισμος” να μοιάζει απόμακρος αλλά αποδίδει πολύ χαρακτηριστικά την ουσία της παλιάς ρεφορμιστικής Aριστεράς. Hγεσίες που κρατάνε τους ορίζοντες χαμηλά, που φοβούνται τις δυναμικές μορφές πάλης και συνεχώς ψάχνουν τους “ρεαλιστικούς” συμβιβασμούς για το κίνημα. Hγεσίες που δεν έχουν εμπιστοσύνη στον απλό κόσμο καθώς μπαίνει σε κίνηση και γίνεται πρωταγωνιστής.

Σε ομαλές περιόδους η παλιά αριστερά μπορεί να χρησιμοποιεί τον μηχανιστικό ντετερμινισμό. Σήμερα όμως αυτή η αντίληψη είναι ολέθρια. Σε περιόδους κοινωνικής αναταραχής χρειάζεται η αριστερά που σπρώχνει το κίνημα μπροστά. Η ανάγκη της νέας αριστεράς γίνεται πιο επείγουσα. Οι σχολές μπορούν να γίνουν  το φυτώριο των νέων «οργανικών» διανοούμενων για την επανάσταση.