Άρθρο
Bενεζουέλα: Mετά την νέα νίκη του Tσάβες

Διαδήλωση για την εθνικοποίηση και τον εργατι

Tι σημαίνει «Σοσιαλισμός τον 21ο αιώνα» στη Bενεζουέλα; O Λέανδρος Mπόλαρης εξηγεί ότι η απάντηση βρίσκεται στους αγώνες των εργατών και των καταπιεσμένων που ριζοσπαστικοποιούνται.

Δεν είναι συνηθισμένο θέαμα ένας πρόσφατα εκλεγμένος πρόεδρος, ακόμα κι ένας αριστερός πρόεδρος, να καλεί, από το επίσημο βήμα της ορκωμοσίας της κυβέρνησής του, στη «διάλυση του αστικού κράτους γιατί κάθε τέτοιο κράτος έχει φτιαχτεί για να καταπνίγει την επανάσταση». Ούτε βέβαια να εκφράζει τη συμπάθειά του στον Τρότσκι και τη διαρκή επανάσταση.

Αυτές οι δηλώσεις όμως έγιναν από τον Ούγκο Τσάβες, στο πρώτο δεκαήμερο του Γενάρη, μερικές βδομάδες μετά τον εκλογικό του θρίαμβο στις εκλογές της 3ης Δεκέμβρη. Ήταν οι εκλογές με τη μεγαλύτερη συμμετοχή στην ιστορία της Βενεζουέλας και σε αυτές ο Τσάβες πήρε το μεγαλύτερο ποσοστό του από τότε που εκλέχτηκε πρόεδρος το 1998. Έφτασε το 62.9% ή περίπου 7.200.000 ψήφους. Η προεκλογική του υπόσχεση ήταν ότι όταν εκλεγεί «θα βαθύνει την επαναστατική διαδικασία» με στόχο το «χτίσιμο του Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα».

Για να καταλάβουμε πώς φτάνει ο Τσάβες να κάνει αυτές τις διακηρύξεις, πρέπει να κοιτάξουμε έναν παράγοντα που συνήθως παραμερίζεται στις αναφορές για τη Βενεζουέλα και την «Μπολιβαριανή Επανάσταση»: τη δράση των εκατομμυρίων εργατών, φτωχών που σπρώχνουν να βαθύνει η επαναστατική διαδικασία.

Το ντοκιμαντέρ «The revolution will not be televised» που γυρίστηκε από συνεργείο της ιρλανδικής τηλεόρασης, αποτυπώνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο την «βίαιη είσοδο των μαζών στο χώρο που αποφασίζονται τα πεπρωμένα τους» -για να χρησιμοποιήσουμε μια φράση του Τρότσκι. Τον Απρίλη του 2002 η άρχουσα τάξη με τη βοήθεια ενός κομματιού του στρατού και τη στήριξη των ΗΠΑ έκανε πραξικόπημα και συνέλαβε τον Τσάβες. Αυτό που την είχε κάνει να βγάζει αφρούς λύσσας ήταν το γεγονός ότι η κυβέρνηση του Τσάβες χρησιμοποιούσε ένα κομμάτι του πετρελαϊκού πλούτου για να ανακουφίσει τη φτώχεια με μια σειρά κοινωνικά προγράμματα. Το πραξικόπημα κατέρρευσε μέσα σε δυο μέρες, όταν εκατοντάδες χιλιάδες κατέβηκαν από τις φτωχογειτονιές του Καράκας, τα «μπάριος», στο κέντρο της πόλης και περικύκλωσαν το Προεδρικό Μέγαρο.

Στα τέλη του ίδιου χρόνου, τα αφεντικά δοκίμασαν ένα άλλο όπλο, την οικονομική τους δύναμη, κηρύσσοντας «απεργία», κλείνοντας δηλαδή τις επιχειρήσεις με λοκ-άουτ για να γονατίσουν την κυβέρνηση. Η απάντηση ήταν ένα μεγάλο εργατικό κίνημα που κράτησε τις επιχειρήσεις και την οικονομία στη ζωή. Στην κρατική εταιρεία του πετρελαίου, την PDVSA, όλοι οι «μάνατζερ», διευθυντές ακόμα και ένα μεγάλο μέρος του επιστημονικού και τεχνικού προσωπικού συμμετείχαν στο λοκ άουτ. Την επιχείρηση, ζωτικής σημασίας για τη Βενεζουέλα, την κράτησαν εν λειτουργία οι «απλοί» εργάτες. Σ’ αυτή την σύγκρουση μπήκαν οι βάσεις για το σημερινό κίνημα των κατειλημμένων εργοστασίων και του εργατικού ελέγχου.

Η επόμενη μεγάλη αναμέτρηση ήρθε το καλοκαίρι του 2004. Η δεξιά προκάλεσε ένα δημοψήφισμα με το ερώτημα αν πρέπει να απομακρυνθεί ο Τσάβες από την προεδρία. Ηττήθηκε μετά από μια τεράστια κινητοποίηση του κόσμου. Κάθε ριζοσπαστική στροφή στις διακηρύξεις του Τσάβες και στην πολιτική της κυβέρνησής του, έρχεται σαν αποτέλεσμα μιας ώθησης από τα κάτω. Ο Τσάβες δεν μιλούσε από την αρχή για τον «Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα». Αυτή τη φράση τη χρησιμοποίησε για πρώτη φορά στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ στο Καράκας το 2006.

Το κίνημα που απέκρουσε τις προσπάθειες της δεξιάς και της άρχουσας τάξης δεν έχει υποχωρήσει. Συνεχίζει να δίνει σκληρούς αγώνες και να ριζοσπαστικοποιείται. Αυτό συμβαίνει σε πολλά μέτωπα.

Μια από τις πιο εντυπωσιακές εξελίξεις του τελευταίου χρόνου είναι τα κοινοτικά συμβούλια. Έχουν δημιουργηθεί περίπου 12.000 σε όλη τη χώρα. Εκλέγονται από την «κοινότητα», δηλαδή 200 με 400 οικογένειες στα αστικά κέντρα, από λιγότερες στην ύπαιθρο. Σε αυτά έχουν ενσωματωθεί όλες οι επιτροπές που λειτουργούσαν μέχρι τώρα, για τη κατοικία, την ύδρευση, τα σπορ, τον πολιτισμό, τη γη. Υπάρχει μια «νομοθετική» επιτροπή αποτελούμενη από εκλεγμένους εκπροσώπους όλων των επί μέρους επιτροπών. Επίσης μια κοινοτική «τράπεζα» που κι αυτή διοικείται από εκλεγμένους εκπροσώπους. Και τέλος η επιτροπή «κοινωνικού ελέγχου» που ελέγχει τις άλλες δυο. Όλοι οι εκπρόσωποι είναι άμεσα ανακλητοί και συνεχίζουν να εργάζονται ενώ ασκούν τα καθήκοντά τους. Αποφασιστικό όργανο είναι η συνέλευση της κοινότητας –σε αυτή δικαίωμα συμμετοχής έχουν οι πάντες από 15 χρονών και πάνω! Τα κοινοτικά συμβούλια  είναι ένα μεγάλο βήμα μπροστά για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που ανακαλύπτουν ότι έχουν τη δύναμη, το ταλέντο και τις ιδέες να ορίζουν οι ίδιοι συλλογικά, τη ζωή τους.

Ο Τσάβες στις ομιλίες του στις αρχές Γενάρη δήλωσε ότι το «αστικό κράτος πρέπει να συντριβεί» και ότι αυτά τα κοινοτικά συμβούλια θα είναι η ραχοκοκαλιά του «νέου επαναστατικού κράτους». Όμως, απέχουν ακόμα πολύ απ’ αυτό το σημείο. Οι αρμοδιότητές τους είναι περιορισμένες. Η κυβέρνηση μέσω «ειδικών» οργανισμών, δίνει κονδύλια. Τα συμβούλια κάνουν αιτήσεις για χρηματοδότηση τοπικών έργων, να φτιαχτεί ένα σχολείο, να επιδιορθωθούν τα ασανσέρ σε ένα συγκρότημα εργατικών κατοικιών, κλπ. Οι αποφάσεις τους αφορούν τέτοια πράγματα στο επίπεδο τις γειτονιάς. Οι αποφάσεις σε επίπεδο δήμου, περιφέρειας, και πολύ περισσότερο σε εθνικό επίπεδο είναι στα χέρια του ίδιου κρατικού μηχανισμού που κανείς δεν έκλεξε και κανείς –όσο περνάει ο καιρός- δεν εμπιστεύεται.

Αν τα κοινοτικά συμβούλια είναι μια σχετικά «πρόσφατη» εξέλιξη, οι μάχες που δίνουν οι εργάτες στους χώρους δουλειάς, συνεχίζονται και ριζοσπαστικοποιούνται. Αγώνες για μισθούς, για συνδικαλιστικά δικαιώματα, για το σταμάτημα των «ελαστικών σχέσεων» εργασίας. Και πάνω από όλα ο αγώνας που δίνουν οι εργαζόμενοι σε εκατοντάδες εργοστάσια και επιχειρήσεις για να εθνικοποιηθούν και να περάσουν στον εργατικό έλεγχο.

Το 2005 είχαν γίνει πολλά βήματα σε αυτή την κατεύθυνση. Στο «Σοσιαλισμό από τα κάτω» Νο 56 για παράδειγμα, είχαμε παρουσιάσει το «αυτοδιαχειριζόμενο» εργοστάσιο της Invepal. Υπάρχουν περίπου 1.200 επιχειρήσεις που τις έχουν εγκαταλείψει τα αφεντικά μετά το λοκ-άουτ του 2002 και τις έχουν καταλάβει οι εργάτες τους. Όπως λεει σε μια συνέντευξή του ο Πάμπλο Κορμεζάνο, εκπρόσωπος των εργαζόμενων της Invepal: «Οι εργάτες δεν ξαναπήραν απλά το εργοστάσιο βάζοντας τη χειρωνακτική τους εργασία, αναλαμβάνουν και τις αρμοδιότητες της διεύθυνσης. Αυτή τη περίοδο μια ομάδα εργατών σπουδάζει αυτά τα θέματα σε ένα δημόσιο πανεπιστήμιο. Διαψεύδουν τη θεωρία που λεει ότι οι εργάτες είναι ανίκανοι να διαχειριστούν ένα εργοστάσιο αν δεν έχουν πάνω από το κεφάλι τους ένα διευθυντή που θα τους λεει κάθε λεπτό τι να κάνουν. Τα εργοστάσια που υπάρχει εργατικός έλεγχος λειτουργούν δημοκρατικά, όχι όπως αυτά που υπάρχει το αφεντικό. Το εργοστάσιο διοικείται από τους αντιπροσώπους των εργατών. Ο τωρινός πρόεδρος ο Χόρχε Παρέντες δούλευε στην αποθήκη του εργοστασίου».

Ένα από τα «πρότυπα» της «συνδιαχείρισης» –κράτους και εργατών- είναι το εργοστάσιο της Alcasa , βγάζει αλουμίνιο.  Είναι από τις λίγες μεγάλες επιχειρήσεις που είχε γλιτώσει την ιδιωτικοποίηση στη δεκαετία του ’90. Οι εργάτες από κάθε τμήμα εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους στην διεύθυνση. Και όπως λεει ένας 27χρονος εργάτης ο Σαντιάγκο Μαρτίνεζ παρόλο που η διεύθυνση σκαρφίζεται κάθε τόσο τρόπους αύξησης της παραγωγικότητας: «Εμείς δουλεύουμε εδώ κάθε μέρα και ξέρουμε τη δουλειά καλύτερα από τη διεύθυνση. Από τότε που δημιουργήθηκαν οι επιτροπές εργατικής συμμετοχής, περίπου το 80% των αποφάσεων που αφορούν την εργασιακή διαδικασία παίρνονται από τους εργάτες».

Τον Σεπτέμβρη είχε γίνει στο Καράκας η προβολή ενός ντοκιμαντέρ-ταινία «Τα 5 εργοστάσια 2005». Γυρίστηκε μέσα σε επιχειρήσεις που διαχειρίζονται οι εργάτες τους. Στη πρεμιέρα έγινε μια μεγάλη συζήτηση ανάμεσα στους σκηνοθέτες  και εργάτες από αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια, όπως της Invepal και της Alcasa. Μια εκπληκτική συζήτηση άνοιξε: αρκεί ο κρατικός έλεγχος για να πούμε ότι έχουμε σοσιαλισμό; μήπως αν παίρνουν τα εργοστάσια συνεταιρισμοί, όπως στην περίπτωση της Invepal, οι εργάτες γίνονται «μέτοχοι» και υποτάσσονται στη λογική του ανταγωνισμού της αγοράς; Ο ένας από τους σκηνοθέτες, ο Ντάριο Ατζελίνι, συνόψισε ως εξής: «Πιστεύω ότι είναι μια απαραίτητη συζήτηση και είναι φανερό ότι αν βάλουμε απλά πολλούς ιδιοκτήτες στη θέση του ενός δεν αλλάζουν και πολλά. Δεν αλλάζει η δομή του καπιταλισμού, της εκμετάλλευσης, της λογικής της παραγωγής. Αλλά επίσης γνωρίζουμε ότι από μόνο του δεν εγγυάται και πολλά το γεγονός ότι ιδιοκτήτης είναι το κράτος. Γι΄αυτό πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να συζητήσουμε πως οργανώνουμε τον έλεγχο της κοινωνίας μας».

Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτά τα παραδείγματα είναι ακόμα σχετικά περιορισμένα. Κοντά στο εργοστάσιο της Alcasa υπάρχει η χαλυβουργία Sidor. Οι εργάτες της παλεύουν εδώ και χρόνια για την επανεθνικοποίηση του εργοστασίου. Είχε πουληθεί το 1997 και τώρα βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο μιας αργεντίνικης πολυεθνικής. Παλιά δούλευαν 18.000 εργάτες εκεί. Η ιδιωτικοποίηση σήμαινε μείωση προσωπικού στις 15.000, οι 10.000 από τους οποίους είναι σε 232 εργολάβους!

Όπως λεει ο Χοσέ Μελέντεζ, ένας συνδικαλιστής: «Ενώ οι εργάτες της Alcasa μαθαίνουν μέσω της εκπαίδευσης και της οργανωτικής δομής που καθόρισε το κράτος γι’ αυτούς, εμείς μαθαίνουμε μέσα στον αγώνα. Για χρόνια παλεύουμε τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, και θα συνεχίσουμε μέχρι να πετύχουμε το στόχο μας. Ο στόχος μας είναι η εθνικοποίηση της Sidor». Τον Σεπτέμβρη, η εργοδοσία είχε απολύσει πέντε αγωνιστές εργάτες με κατηγορίες για κλοπή εξοπλισμού. Οι συνάδελφοί τους κατέβηκαν σε απεργία που απλώθηκε σε όλη τη βιομηχανική πόλη Πουέρτο Ορντάζ. Την επόμενη μέρα οι απολύσεις ανακλήθηκαν.

Η UNT είναι η νέα συνδικαλιστική συνομοσπονδία που γεννήθηκε μέσα από τους αγώνες ενάντια στο πραξικόπημα και το λοκ-άουτ των αφεντικών το 2002. Συσπείρωσε εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες που έκαναν στην άκρη τα εργοδοτικά συνδικάτα. Στο συνέδριό της που έγινε πέρσι τον Απρίλη, το «αυτόνομο επαναστατικό ταξικό ρεύμα» το C-CURA πήρε την πλειοψηφία. (Στο ΣαΚ Νο 58 δημοσιεύσαμε συνέντευξη του Σ. Πέρεζ Μπόρχες, ενός από τους εθνικούς συντονιστές της συνομοσπονδίας και του επαναστατικού ρεύματος στο εσωτερικό της). Το συνέδριο δίχασε την UNT επειδή η μειοψηφία που είναι δεμένη με το μηχανισμό της κυβέρνησης επέμενε στην αναβολή του για μετά τις προεδρικές εκλογές. Ωστόσο η UNT συνεχίζει να δίνει τις μάχες της. Βοήθησε για παράδειγμα να οργανωθεί μια διαδήλωση στο Καράκας στις 21 Δεκέμβρη όπου στην πρώτη γραμμή ήταν οι εργάτες της Sanitarios Maracay ενός εργοστασίου ειδών υγιεινής στην Πολιτεία της Αράγκουα. Το αφεντικό εγκατέλειψε το εργοστάσιο, αφού απέτυχαν οι προσπάθειές του να διαλύσει το σωματείο. Οι εργάτες έχουν καταλάβει εδώ και μήνες το εργοστάσιο, έχουν ξεκινήσει την παραγωγή με εργατικό έλεγχο και απαιτούν την εθνικοποίησή του. Στο πλευρό τους βάδισε και μια μεγάλη αντιπροσωπία των εργατών της Sidor.

Η «Μπολιβαριανή Επανάσταση» –όπως έχει ονομάσει το κίνημά του ο Τσάβες, έχει δυο «ψυχές». Η πρώτη είναι η δυναμική των «από κάτω», των εργατών που παλεύουν για εθνικοποιήσεις και εργατικό έλεγχο, των φτωχών στις παραγκουπόλεις που αυτοοργανώνονται, των φοιτητών που παλεύουν για διεύρυνση της δωρεάν παιδείας, των αγροτών που συγκρούονται με τους μεγαλογαιοκτήμονες.

Η άλλη «ψυχή» είναι των γραφειοκρατών των κομμάτων που στηρίζουν τον Τσάβες1 και  του παλιού κρατικού μηχανισμού. Αυτά τα κόμματα αντιμετωπίζονται από το μεγαλύτερο μέρος της βάσης σαν συνεχιστές των διεφθαρμένων πρακτικών της παλιάς τάξης πραγμάτων. Βάζουν φρένο και τρικλοποδιές σε κάθε πρωτοβουλία που αναπτύσσεται από τα κάτω, σε κάθε ριζοσπαστικό μέτρο. Η κύρια έγνοια τους είναι να αγκιστρωθούν στο κρατικό μηχανισμό. Ένας μηχανισμός που από γεννησιμιού του είναι εχθρικός προς τους «κάτω» και φτιαγμένος να υπηρετεί την άρχουσα τάξη. Το μεγαλύτερο τμήμα των μεγάλων επιχειρήσεων συνεχίζουν να λειτουργούν ανενόχλητες. Οι διευθυντικές θέσεις των κρατικών υπηρεσιών συνεχίζουν να καταλαμβάνονται από ανθρώπους της «παλιάς κατάστασης». Οι ένοπλες δυνάμεις συνεχίζουν να είναι γεμάτος από αξιωματικούς καριέρας που μοιράζονται τις ίδιες αξίες (ακόμα και κοινωνικής προέλευσης) με τους αστούς που μισούν τον Τσάβες.

Πέρα από τη διαφθορά, που την καυτηριάζει κι ο Τσάβες, αυτή η «δεξιά» πτέρυγα δίνει ένα πολύ διαφορετικό περιεχόμενο στο «Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα». κάποιες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που όσο κι να ανακουφίζουν τα τραύματα της φτώχειας που έχει επιφέρει ο νεοφιλελευθερισμός δεν αναιρούν τον άδικο και ταξικό χαρακτήρα της κοινωνίας της Βενεζουέλας. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που δίνει η κυβέρνηση, παρά τις προόδους των περασμένων χρόνων, το 33,9% των νοικοκυριών της Βενεζουέλας συνεχίζουν να ζουν με εισόδημα κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας.

Ο Τσάβες χρηματοδότησε τα «κοινωνικά προγράμματα» –τις «μισιόνες»- που βελτίωσαν τις συνθήκες ζωής εκατομμυρίων φτωχών, με τα έσοδα που έφεραν οι αυξημένες τιμές του πετρελαίου των τελευταίων χρόνων. Το ίδιο κάνει τώρα με τα κοινοτικά συμβούλια. Όμως, η κυβέρνηση έχει βάλει βέτο σε κάθε αίτημα των εργατών της δημόσιας εταιρείας πετρελαίου να εφαρμοστεί κι εκεί ο εργατικός έλεγχος. Ποιος παίρνει τις αποφάσεις για το πώς και που θα πάνε τα έσοδα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο; Οι «τεχνοκράτες» της κυβέρνησης ή τα δημοκρατικά όργανα των εργατών; Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για το πετρέλαιο, ισχύει για όλη την οικονομία –ας φανταστούμε τις πιέσεις που θα μπουν σε όλο το κοινωνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης αν οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου αρχίσουν να πέφτουν.

Τη μέρα της ορκωμοσίας της κυβέρνησής του ο Τσάβες ανακοίνωσε μια σειρά εθνικοποιήσεων ανάμεσά τους του δικτύου ηλεκτρισμού και του ΟΤΕ της Βενεζουέλας ο οποίος είχε ιδιωτικοποιηθεί στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όπως και την κατάργηση της αυτονομίας της Κεντρικής Τράπεζας. Είναι αποφάσεις «χτύπημα» που πρέπει να τις πανηγυρίσει και να τις προβάλει καθένας και καθεμιά που αγωνίζεται ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό, στην ιδιωτικοποίηση της παιδείας ή της υγείας για παράδειγμα εδώ. Όμως, αυτές οι αποφάσεις πάρθηκαν χωρίς να έχει προηγηθεί μια πλατιά δημοκρατική συζήτηση στις μαζικές οργανώσεις, στα συνδικάτα, τα αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια, τα κοινοτικά συμβούλια. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, παραμένει ασαφές με ποια κριτήρια θα λειτουργούν αυτές οι επιχειρήσεις, ποια θέση θα έχουν σ’ αυτές οι εργαζόμενοι κι οι οργανώσεις τους.

Ο Τσάβες στις 18 Δεκέμβρη μιλώντας σε μια πανηγυρική εκδήλωση για τη νίκη στις εκλογές έκανε μια ανακοίνωση που τάραξε τα νερά.  Κάλεσε στην αυτοδιάλυση των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού και στην δημιουργία ενός νέου Ενωμένου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Βενεζουέλα (PSUV).  «Χρειαζόμαστε ένα κόμμα, όχι μια σούπα από αρχικά στην οποία ο ένας θα βάζει τρικλοποδιά στον άλλο και θα κοροϊδεύουμε το λαό». Το νέο κόμμα θα πρέπει να χτιστεί από τη βάση, είπε, από τους ακτιβιστές του κινήματος. Δήλωσε επίσης, ότι αυτό το κόμμα δεν θα επαναλάβει την «σταλινική παρέκκλιση» που αντικατέστησε «το υπέροχο σύνθημα ‘όλη η εξουσία στα σοβιέτ’ με το ΄όλη η εξουσία στο κόμμα’». Αυτή η απόφαση προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Ένα κομμάτι ακτιβιστών τη χαιρέτισε σαν απαραίτητο βήμα για την ριζοσπαστικοποίηση των αλλαγών. Ένα άλλο δυσπιστεί γενικά προς τα κόμματα, έχοντας την πικρή εμπειρία των «καπελωμάτων» και της γραφειοκρατικής λειτουργίας. Και κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι ο τρόπος που ανακοινώθηκε η ίδρυση του νέου κόμματος, έξαφνα και χωρίς συζήτηση, προδιαγράφει και τη γραφειοκρατική του φύση, ανεξάρτητα από τις καλές προθέσεις του Τσάβες.

Κάθε επαναστατική διαδικασία σημαίνει ότι εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκουν το δρόμο της συλλογικής πάλης για να αλλάξουν τη ζωή τους και την κοινωνία ολόκληρη. Αυτή η κίνηση δεν μπορεί παρά να χαρακτηρίζεται από ανισομέρειες και διαφορετικές ταχύτητες, στις ιδέες, στους τρόπους οργάνωσης ανάμεσα στα διαφορετικά κινήματα που ξεπηδάνε και στο εσωτερικό του κάθε κινήματος. Για να προχωρήσει μπροστά η δυναμική μιας τέτοιας διαδικασίας, χρειάζεται ένα «πολιτικό εργαλείο», ένα κόμμα που θα συσπειρώνει τα πιο πρωτοπόρα και αποφασισμένα κομμάτια του κινήματος μέσα στο οποίο θα ξεκαθαρίζουν τις ιδέες, την τακτική με δημοκρατική συζήτηση για να τραβήξουν όλο το κίνημα μπροστά. Η απουσία ενός τέτοιου κόμματος είναι αισθητή στη Βενεζουέλα. Ανάμεσα στις διακηρύξεις του Τσάβες και στην έκρηξη των πρωτοβουλιών της βάσης, το μόνο που μεσολαβεί είναι ο γραφειοκρατικός μηχανισμός των κομμάτων της κυβέρνησης και του κράτους. Και δεν υπάρχει τίποτα που να ενοποιεί, να συντονίζει όλους τους διαφορετικούς αγώνες από τα μπάριος μέχρι τα εργοστάσια και από τα πανεπιστήμια μέχρι τα χωράφια.

Απ’ ότι φαίνεται το κόμμα που ανακοίνωσε ο Τσάβες δεν θα χει αυτά τα χαρακτηριστικά αφού θα προσπαθήσει να εκφράσει και τις «δυο ψυχές» της Μπολιβαριανής Επανάστασης. Όμως, ήδη έχει προκαλέσει μια μεγάλη συζήτηση από την οποία δεν μπορούν να λείπουν όσοι θέλουν να πάει μπροστά η επανάσταση στη Βενεζουέλα.

Η Βενεζουέλα δείχνει τι σημαίνει πραγματικά σύγκρουση με τον νεοφιλελευθερισμό στην πράξη και όχι στα λόγια. Είναι μια χώρα που εθνικοποιεί αντί να ξεπουλάει το πλούτο της, δίνει προτεραιότητα στη δημόσια δωρεάν παιδεία και υγεία αντί να τα αφήνει στα χέρια των αρπακτικών της αγοράς. Δείχνει ακόμα κάτι άλλο: ότι η συζήτηση για τον Σοσιαλισμό δεν αφορά πια κάποιους κλειστούς κύκλους της αριστεράς. Είναι συζήτηση που ζωντανεύει μέσα στους αγώνες που δίνουν εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο.

1 Εκτός από το MVR του Τσάβες, είναι το Podemos, ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το PCV, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βενεζουέλα, το PPT, ένα κόμμα με μαοϊκές καταβολές, οι Tupamaros, και η UPV δυο άλλα μικρά αριστερά κόμματα.