Η διάλυση των μύθων
«Eνα άλλο μέλλον μπορεί να χρειάζεται ένα άλλο παρελθόν». Ο Μάρκ Μαζάουερ κλείνει μ’ αυτήν τη σκέψη το βιβλίο του για την ιστορία της Θεσσαλονίκης με τίτλο «Θεσσαλονίκη-Πόλη των φαντασμάτων. Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι και Εβραίοι, 1430-1950». Τελειώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου έχεις την ευχάριστη αίσθηση ότι ο συγγραφέας έχει καταφέρει κατά πολύ το στόχο του να μας παρουσιάσει ένα διαφορετικό παρελθόν της πόλης και της εποχής απαλλαγμένο από τους εθνικιστικούς μύθους.
Έχεις μάθει και καταλάβει αλήθειες που συστηματικά αποκρύπτει όχι μόνο η εθνικιστική προπαγάνδα του κράτους και της Eκκλησίας, αλλά και η επίσημη ιστορία των σχολικών και πανεπιστημιακών εγχειριδίων. Ο ίδιος σημειώνει αμέσως παρακάτω, «η ιστορία των εθνικιστών είναι φτιαγμένη από πλαστές συνέχειες και βολικές αποσιωπήσεις, από φανταστικές κατασκευές, αναγκαίες ώστε να αφηγηθούν την ιστορία του ραντεβού ενός περιούσιου λαού με τη γη που του επιφύλαξε το πεπρωμένο». Το να διαλύσεις αυτούς τους μύθους της «αδιάσπαστης ανά τους αιώνες ελληνικότητας», το να αναδείξεις τη δυνατότητα συνύπαρξης και αλληλεγγύης τόσο διαφορετικών λαών και πολιτισμών και για τόσα πολλά χρόνια είναι μια πράξη ανατρεπτική, απαραίτητη και σήμερα, αφού δεν έχουμε ακόμη απαλλαγεί από τους ψυχροπολεμικoύς ανταγωνισμούς και τα μισαλλόδοξα κηρύγματα στην περιοχή μας, τις επεμβάσεις και τους πολέμους των ιμπεριαλιστών στα Βαλκάνια και σε όλη την Mέση Ανατολή.
«Η αληθινή πρόκληση δεν είναι απλά και μόνο να διηγηθείς την ιστορία αυτής της εντελώς ξεχωριστής πόλης ως ιστορία πολιτιστικής και θρησκευτικής συνύπαρξης, αλλά το να δεις τις εμπειρίες των Xριστιανών, των Εβραιών και των Μουσουλμάνων σαν στοιχεία μιας ενιαίας, ολιστικής ιστορικής αφήγησης». Στις 570 σελίδες του βιβλίου ο συγγραφέας συμπυκνώνει την ιστορία 5 αιώνων της Θεσσαλονίκης σαν του δεύτερου σημαντικού οικονομικού και πολιτιστικού κέντρου της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας, καταφέρνοντας να μας δώσει όλες τις ιστορικές αλλαγές από μια ακμάζουσα τους δύο πρώτους αιώνες αυτοκρατορική δύναμη, στην παρακμή μια υπερτροφικής και χαλαρής γραφειοκρατίας, την ανάπτυξη και διείσδυση του καπιταλισμού των μεγάλων δυνάμεων του 19ου αιώνα, την εμφάνιση του εθνικισμού σαν νέα πολιτική δύναμη και την τελική της διάλυση στις αρχές του 20ου αιώνα.
Αλλά δεν πρόκειται για μια ιστορία των ακαδημαϊκών, μια απονευρωμένη ιστορία των μεγάλων γεγονότων και των «μεγάλων ανδρών». Η αφήγηση είναι σε απλή γλώσσα και γίνεται συναρπαστική ακριβώς γιατί περνάει από τα πιο σημαντικά γεγονότα και σταθμούς που σημάδεψαν τον κάθε αιώνα, στην καθημερινότητα και τις εμπειρίες των ζωντανών ανθρώπων της πόλης. Καταδεικνύεται πώς οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, τα θρησκεύματα, οι πόλεμοι και οι ξεριζωμοί ολόκληρων πληθυσμών, οι πολιτιστικές εκδηλώσεις επηρέαζαν άμεσα και άλλαζαν τη ζωή των απλών και ανώνυμων κατοίκων της πόλης και πώς αυτοί πολλές φορές γινόταν οι πρωταγωνιστές τους. Η ρυμοτομία της πόλης, τα σπίτια της, οι εκκλησίες και τα μνημεία της, τα ήθη, οι αντιλήψεις, το ντύσιμο και οι διασκεδάσεις, οι καταστροφές και οι αρρώστιες ζωντανεύουν μέσα από τα αρχεία, τα βιβλία, τις εφημερίδες, τις προσωπικές αφηγήσεις, τις φωτογραφίες, την ποίηση και τη μουσική της κάθε εποχής. Η ιστορία δεν γράφεται κάπου αλλού και από κάποιους άλλους πάντα, αλλά από την πλειοψηφία των ανθρώπων, τις επιλογές και τις συγκρούσεις τους.
Όμως, όπως σε όλες τις ταξικές κοινωνίες έτσι και στην οθωμανική η ιστορία είναι το πεδίο ανταγωνισμών και συγκρούσεων συμφερόντων των από κάτω, των λαϊκών τάξεων με τις επιλογές των κυβερνώντων και των πλουσίων. Οι ηγέτες των θρησκευτικών κοινοτήτων, οι πασάδες, οι μπέηδες και οι τοκογλύφοι αποτελούσαν ένα σύστημα εξουσίας που δεν καθοριζόταν από την εθνική, αλλά ούτε καν από τη θρησκευτική καταπίεση, αλλά την είσπραξη των φόρων και τη διατήρηση της στρατιωτικής ισχύος της αυτοκρατορίας. Μπαίνοντας στο 19ο αιώνα και με εμφανή πλέον τον κίνδυνο από τον ανερχόμενο καπιταλισμό και την αυξανόμενη δύναμη των ευρωπαϊκών κρατών όλες οι προσπάθειες μεταρρύθμισης και δημιουργίας κεντρικής διοίκησης και ισχυρού συγκεντρωτικού κράτους έβρισκε την αντίσταση όλων αυτών και συνήθως ανεξάρτητα από τη θρησκευτική κοινότητα στην οποία ανήκαν.
Προχωρώντας ο 19ος αιώνας οι ευρωπαϊκές Mεγάλες Δυνάμεις μπήκαν δυναμικά στο προσκήνιο της αυτοκρατορίας στηρίζοντας αδύναμα εθνικά κράτη, όπως το ελληνικό βασίλειο στην αρχή και στη συνέχεια το βουλγαρικό και το σερβικό, την ίδια στιγμή που με τα εμπορικά προνόμια που εξασφάλιζαν, τις διπλωματικές πιέσεις που ασκούσανε και τις αποστολές περιηγητών, ιεραποστόλων, αρχαιολόγων το ιδεολογικό και πολιτικό κλίμα άλλαζε. Η εσωτερική αντιπαράθεση ενάντια στους παλιούς θρησκευτικούς ηγέτες των κοινοτήτων εντάθηκε από μια ανερχόμενη εμπορική, κατά κύριο λόγο ελίτ, που στρεφόμενη προς τις ευρωπαϊκές δυνάμεις αναζητούσε υποστήριξη η κάθε μια για τη μεριά της.
Στο ζήτημα αυτό θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε την βασική αδυναμία του βιβλίου, αφού η ανάλυση εστιάζεται βασικά στις εσωτερικές διεργασίες και συγκρούσεις των αντίπαλων τοπικών εθνικισμών, ενώ οι επεμβάσεις και το «διαίρει και βασίλευε» των Mεγάλων Δυνάμεων φαίνεται περισσότερο να έχουν το χαρακτήρα μιας εκστρατείας «εκπολιτισμού της βάρβαρης ανατολής» και εισαγωγής των αξιών του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, της επιστήμης και των ατομικών δικαιωμάτων. Αυτή η εκστρατεία αποκάλυπτε όχι μόνο τη ρατσιστική προκατάληψη της Δύσης, όπως πολλές φορές υπογραμμίζει ο συγγραφέας, αλλά και μια ολόκληρη σύγκρουση συμφερόντων γύρω από το διαμελισμό και τον έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που κατέρρεε. Ήταν κομμάτι του συνολικού μοιράσματος του κόσμου που κορυφώθηκε με τους δύο παγκόσμιους πολέμους του 20ου αιώνα. Γι’ αυτό το λόγο στον αιώνα του ιμπεριαλισμού δεν είχαμε μόνο την ανάδυση αντιδραστικών και μισαλλόδοξων εθνικισμών, αλλά και γνήσιων εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων των καταπιεσμένων λαών από τις τοπικές κυρίαρχες τάξεις και τις επεμβάσεις των ιμπεριαλιστών. Από το ιρλανδικό κίνημα του 19ου αιώνα μέχρι την Παλαιστίνη, το Ιράκ και το Λίβανο του 21ου αιώνα τα παραδείγματα είναι άπειρα.
Μέσα από αυτές τις διεργασίες και πιέσεις που κατέληξαν σε αιματηρούς πολέμους με το Μακεδονικό Αγώνα, τους Βαλκανικούς πολέμους, τον Α’ και το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χτίστηκαν οι σημερινές εθνικές ταυτότητες και κράτη. Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει «πολύ χρόνο, χρήμα και προσπάθεια χρειάστηκαν οι μαθητές των νέων εθνικιστικών πιστευμάτων για να απομακρύνουν τους κατοίκους της πόλης από τους παλιούς, συνηθισμένους τρόπους που είχαν να αναφέρονται στον εαυτό τους και να μετατρέψουν τον εθνικισμό από έμμονη ιδέα μια μικρής, μορφωμένης ελίτ σε κίνημα ικανό να ηλεκτρίζει τις μάζες». Αυτά που σήμερα φαίνονται σαν αυτονόητες αλήθειες δεν ήταν πάντα έτσι. Η παρουσίαση του βίαιου εξελληνισμού της Θεσσαλονίκης είναι διαφωτιστική και απομυθοποιητική για την ιστορία ολόκληρης της περιοχής στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα.
Όμως, ο συγγραφέας δεν ξεχνάει και τον τρίτο παράγοντα που καθόρισε και καθορίζει και σήμερα τις εξελίξεις. Γιατί η Θεσσαλονίκη δεν είναι μόνο η πόλη των φαντασμάτων αλλά και των μεγάλων εργατικών αγώνων. «Ο εθνικισμός δεν ήταν το μόνο επιτυχές πιστεύω που έκανε την εμφάνιση του μέσα στον πολιτικό αναβρασμό που ακολούθησε την επανάσταση των Νεότουρκων. Η Θεσσαλονίκη ήταν η πιο αναπτυγμένη βιομηχανικά πόλη των οθωμανικών Βαλκανίων, και μετά το 1908 ένα ρωμαλέο εργατικό κίνημα εμφανίστηκε εκρηκτικά στο προσκήνιο, με ηγέτες κυρίως Εβραίους και Βουλγάρους διανοουμένους. Τέθηκε επικεφαλής των πολυπληθών εργαζόμενων τάξεων της πόλης κι έγινε σε σύντομο διάστημα τόσο δραστήριο και μαχητικό ώστε κατέληξε ν’ αποτελεί την κύρια απασχόληση των νέων κυρίων της πόλης».
Η ιστορία της πολυεθνικής Φεντερασιόν, του Αβραάμ Μπεναρόγια, των αντιπολεμικών κινητοποιήσεων των «Παλαιών Πολεμιστών», της εξέγερσης του Μάη του 1936 περνάνε σε αδρές γραμμές τις σελίδες του βιβλίου. «Στη Θεσσαλονίκη το Εργατικό Κέντρο έγινε το επίκεντρο της σοσιαλιστικής ζωής…αποδείκνυε πόσο ρωμαλέα ήταν η μαρξιστική υποκουλτούρα σε μια πόλη, όπου πάμπολοι εργάτες ένιωθαν ολοένα πιο απογοητευμένοι από τη διακυβέρνηση του ‘αστικού κράτους’….Το δέκατο ένατο αιώνα η Θεσσαλονίκη είχε παραλύσει από την πανούκλα, στις αρχές του εικοστού από την κυκλοφορία. Αλλά σε μεγάλο μέρος του εικοστού, από τις απεργίες και τις διαδηλώσεις του εργατικού κινήματος και της μαζικής πολιτικής».
Απέναντι στις κυνικές συμμαχίες και τα εγκλήματα των Βαλκανικών Πολέμων, των δύο Παγκόσμιων Πολέμων, της Μικρασιατικής εκστρατείας, του βίαιου ξεριζωμού εκατομμυρίων ανθρώπων στις δυο πλευρές του Αιγαίου και την συγκλονιστική ιστορία της γενοκτονίας της εβραϊκής κοινότητας της πόλης, το εργατικό κίνημα αναδεικνύεται σαν η μόνη κοινωνική δύναμη αντίστασης και διεθνιστικής αλληλεγγύης, παρά τη υποτίμηση πολλές φορές του ρόλου της οργανωμένης αριστεράς. Ταυτόχρονα αναδεικνύονται και οι ρίζες αλλά και η συνέχεια στη σημερινή Δεξιά, των εθνικιστικών συμμοριών και του αντικομουνιστικού παρακράτους που οργάνωνε συστηματικά από το μεσοπόλεμο όλα αυτά τα εγκλήματα.
Ακριβώς 15 χρόνια πριν, όταν η ΟΣΕ (η οργάνωση από την οποία προήλθε το ΣΕΚ) κυκλοφορούσε το βιβλίο «Η κρίση στα Βαλκάνια, το Μακεδονικό και η εργατική τάξη», ξεσκεπάζοντας τα ιμπεριαλιστικά εγκλήματα και τα εθνικιστικά ψέματα, οι νεότεροι απόγονοι αυτού του παρακράτους με επικεφαλής και τον Ψωμιάδη οργάνωνε δικαστικές διώξεις και επιθέσεις ενάντια στα μέλη της, αλλά και στην υπόλοιπη αριστερά. Σήμερα το βιβλίο του Μαζάουερ γίνεται μπέστ σέλερ αλλά και όπλο στα χέρια χιλιάδων αγωνιστών που συνεχίζουμε τη μάχη για ένα άλλο μέλλον χωρίς ρατσισμό, πολέμους και ιμπεριαλιστικά εγκλήματα στα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και όλο τον κόσμο.
Τιμή: 33 ευρώ
575 σελίδες
Εκδόσεις: Aλεξάνδρεια