Άρθρο
H Pιζοσπαστική Aριστερά στις εκλογές

9 Iούνη, η πρώτη συνέλευση της Πρωτοβουλίας “

Μέχρι πρόσφατα, το «χαρτί» των πρόωρων εκλογών εμφανιζόταν από τους πιο πολλούς αναλυτές σαν ένας «άσσος» κρυμμένος στο μανίκι του Καραμανλή. Η κυρίαρχη άποψη δεν θεωρούσε την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες σαν απόδειξη της κρίσης και των αδιεξόδων που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση της Ν.Δ, αλλά σαν κίνηση διεξόδου από αυτά τα προβλήματα. Το κυβερνητικό κόμμα προηγείται στις δημοσκοπήσεις, κάνει πρόωρες εκλογές, τις κερδίζει και αποστομώνει πολιτικά τις «μειοψηφίες» που αντιδρούν στις μεταρρυθμίσεις. Αυτό το σενάριο έμοιαζε σαν ένας σίγουρος δρόμος για την πολιτική ήττα του κινήματος που αναπτύχθηκε γύρω απο τις φοιτητικές καταλήψεις, την απεργία των δασκάλων και τις άλλες μεγάλες αντιστάσεις  της τελευταίας τριετίας.

Το τελευταίο διάστημα, όμως, αυτή η σιγουριά έχει αρχίσει να χάνεται. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν οτι η ψαλίδα ΝΔ-ΠΑΣΟΚ κοντεύει να κλείσει, αλλά και οτι όποιο κόμμα έρθει πρώτο, κινδυνεύει να διαθέτει μια ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η κυβέρνηση που θα βγει απο τυχόν πρόωρες εκλογές μπορεί να είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει τις αντιστάσεις στο πρόγραμμά της από χειρότερες θέσεις. Αντί για εκτόνωση της κρίσης, οι εκλογές μπορεί να φέρουν την επιβεβαίωση της και τη μετατροπή της σε πολιτική. Ξαφνικά, ο Γιώργος Παπανδρέου που ζητούσε εδώ και τώρα εκλογές, προβληματίζεται μήπως είναι καλύτερα να γίνουν στο τέλος της τετραετίας. Tο ίδιο σκέφτονται και πολλοί υπουργοί του Kαραμανλή. 

Πέρα από τους ελιγμούς και τους τακτικισμούς των κομμάτων που διεκδικούν να σχηματίσουν την επόμενη κυβέρνηση, η πραγματικότητα είναι οτι οι επόμενες εκλογές, όποια στιγμή κι αν γίνουν, θα γίνουν σε συνθήκες δυσκολιών και προβλημάτων για την άρχουσα τάξη του ελληνικού καπιταλισμού.

Η επίσημη βιτρίνα εμφανίζει την ελληνική οικονομία να βαδίζει απο επιτυχία σε επιτυχία, μειώνοντας τα ελλείμματα και ξεφεύγοντας απο της επιτήρηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της Ε.Ε. Τυπικά, η κερδοφορία των επιχειρήσεων  βρίσκεται σε ύψη ρεκόρ και το Χρηματιστήριο ξαναζεί μέρες δόξας. Είναι, όμως, κοινό μυστικό οτι όλα τα οικονομικά επιτελεία ανησυχούν. Η περίοδος των χαμηλών επιτοκίων έχει πάρει τέλος και κανένας δεν είναι βέβαιος πόσο θα αντέξουν οι επιτυχημένες κερδοσκοπικές φούσκες στον επόμενο γύρο ανόδου των επιτοκίων. Το βάρος των τόκων στο δημόσιο προϋπολογισμό παραμένει τεράστιο και οι πιέσεις για νέους γύρους περικοπών, ιδιωτικοποιήσεων και άλλων «μεταρρυθμίσεων» μεγαλώνουν καθημερινά.

Ο ελληνικός καπιταλισμός δεν έχει τα περιθώρια να παγώσει το πρόγραμμα τέτοιων «μεταρρυθμίσεων» περιμένοντας να εκτονωθεί το κύμα των αντιστάσεων με κάποιους πολιτικούς ελιγμούς. Στην ημερήσια διάταξη δεν βρίσκονται προεκλογικές παροχές (όπως υπονοεί η προπαγάνδα γύρω απο την «άρση της επιτήρησης»), αλλά το αντίθετο: μεγαλύτερες πιέσεις για πιο σκληρές επιθέσεις.

Εξίσου εύθραυστη είναι η βιτρίνα των «εθνικών επιτυχιών», που εμφανίζει τον ελληνικό καπιταλισμό σαν «ομφαλό» της περιοχής – πολιτικά, οικονομικά, στρατιωτικά και ενεργειακά. Όσες φορές κι αν «εγκαινιάζει» ενεργειακούς αγωγούς ο Σιούφας, όσα ταξίδια σε ελληνικές φρεγάτες στην Ανατολική Μεσόγειο κι αν κάνει η Ντόρα Μπακογιάννη, η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται να είναι «κεφαλοχώρι» σε μια περιοχή όπου διασταυρώνονται τα μεγαλύτερα τόξα αστάθειας του διεθνούς ιμπεριαλισμού.

Τίποτα δεν έχει σταθεροποιηθεί ούτε στην Μέση Ανατολή, ούτε στον Καύκασο, ούτε στα Βαλκάνια. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός χάνει στην Μέση Ανατολή, η «διεύρυνση» της Ε.Ε προς την Ανατολή έχει κολλήσει, η ρώσικη επιρροή ανακάμπτει σε όλα αυτά τα σημεία. Η στρατηγική της ελληνικής διπλωματίας που πρόβαλλε τον εαυτό της σαν κολώνα της Νέας Τάξης Πραγμάτων στην περιοχή και εγγυητή της «ευρωπαϊκής προοπτικής» των πάντων, απο τα Σκόπια μέχρι την Άγκυρα και ακόμα πιο πέρα, μπαίνει σε κρίση. Η επόμενη κυβέρνηση, όποια κι αν είναι, Ν.Δ, ΠΑΣΟΚ, συγκυβέρνηση, με ή χωρίς κυβερνητικούς συνέταιρους, θα έχει να διαχειριστεί κρίσεις και βρώμικες επεμβάσεις που κάθε άλλο παρά δημοφιλείς θα είναι.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται και το κυριότερο πρόβλημα για την άρχουσα τάξη. Όχι μόνο μεγαλώνουν οι πιέσεις πάνω της για πιο επιθετική πολιτική, αλλά αυτό συμβαίνει σε συνθήκες όπου οι αντιστάσεις σ’ αυτή την πολιτική μεγαλώνουν και ριζοσπαστικοποιούνται. 

Όταν η Ν.Δ κέρδισε τις εκλογές την Άνοιξη του 2004, είχαν ανθίσει οι θεωρίες οτι η ελληνική κοινωνία συντηρητικοποιείται. Άμα διαβάζει κανένας σήμερα το τι γραφόταν και τι λεγόταν τότε απο σοβαροφανείς αναλυτές, είναι να τον πιάσουν τα γέλια. Η πορεία του κόσμου, οι αγώνες και οι ιδέες του κινήθηκαν στην αντίθετη κατεύθυνση. Πριν φτάσουμε στην κορύφωση της τελευταίας χρονιάς όπου η «γενιά του φραπέ» μετασχηματίστηκε σε «γενιά του Άρθρου 16» και έσπασε όλα τα ρεκόρ του φοιτητικού κινήματος σε μαζικότητα, διάρκεια και μαχητικότητα κινητοποιήσεων, είχαμε δει μια σειρά εργατικούς χώρους να περνάνε το δικό τους «μετασχηματισμό». Οι συμβασιούχοι – οι «όμηροι του ρουσφετιού» - έγιναν κίνημα. Η ΟΤΟΕ, προπύργιο του πιο «διαλλακτικού» συνδικαλισμού απο τον καιρό του Πρωτόπαππα, έκανε απεργία διαρκείας. Η ΠΝΟ χρειάστηκε να επιστρατευτεί για να σπάσει τη απεργία στα καράβια. Οι λιμενεργάτες βγήκαν νικητές στις κόντρες με τον Κεφαλογιάννη όχι μια αλλά πολλές φορές. Και οι δάσκαλοι δίδαξαν για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια τι σημαίνει μαζική απεργία διαρκείας.

Σε όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε τις εικόνες της αλληλεγγύης ανάμεσα στους αγώνες. Είναι μέτρο της πολιτικοποίησης του νέου κινήματος το γεγονός οτι κανένας αγώνας δεν απομονώθηκε απο την κοινή γνώμη μέσα απο αστυνομικές επιθέσεις και προκλήσεις ή μέσα από υστερικές κραυγές των ΜΜΕ. Αντίθετα είδαμε το λιμάνι του Πειραιά να γεμίζει συμπαραστάτες την κρίσιμη μέρα της επιστράτευσης στα καράβια, είδαμε τις φοιτητικές συνελεύσεις να αντέχουν ακόμα και όταν οι τηλεοράσεις έδειχναν το φυλάκιο του Άγνωστου Στρατιώτη να καίγεται. Και βέβαια είδαμε μαζικές διαδηλώσεις και σαρωτικά ποσοστά της κοινής γνώμης στο πλευρό της Λιβανέζικης Αντίστασης κατά της εισβολής του Ισραήλ πριν ένα χρόνο.

Αυτά τα πολιτικά προχωρήματα είναι ο πονοκέφαλος της άρχουσας τάξης, ο βραχνάς του Καραμανλή και η αδυναμία του Γιώργου Παπανδρέου. Αυτός είναι ο καθοριστικός παράγοντας ώστε ο πρωθυπουργός να μην ξέρει αν οι πρόωρες εκλογές θα του λύσουν τα χέρια και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να φοβάται οτι η ανταρσία για το Αρθρο 16 ήταν μόνο η αρχή.

Γι’ αυτό οι επικείμενες εκλογές μπορούν να είναι πραγματικό «θρίλερ» και η παρέμβαση  της Αριστεράς να είναι καθοριστική. Το κύμα ριζοσπαστικοποίησης αναζητάει πολιτική διέξοδο και, αν τη βρει, ο επόμενος γύρος των συγκρούσεων με την άρχουσα τάξη θα είναι πιο θερμός. Το ζήτημα είναι τι κάνει η Αριστερά προς αυτή την κατεύθυνση.

Για λόγους ιστορικούς, που έχουν να κάνουν με τη φυσιογνωμία τους και τη στρατηγική τους, οι ηγεσίες της παραδοσιακής Αριστεράς δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν και να βοηθήσουν αυτή τη ριζοσπαστικοποίηση να εκφραστεί και να προχωρήσει. Η ηγεσία του ΚΚΕ ξεκίνησε από αρνητική αφετηρία τόσο στις φοιτητικές καταλήψεις όσο και στην απεργία των δασκάλων. Το πιο ψηλό κινηματικό σημείο της την τελευταία τριετία ήταν η απεργία των ναυτεργατών όπου βρέθηκε στην ηγεσία και υποσχέθηκε οτι θα κάνει την επιστράτευση «πατσαβούρι». Αλλά η υπόσχεση δεν κράτησε ούτε 24 ώρες πριν συμφωνήσει στο κλείσιμο της απεργίας μαζί με την ηγεσία της ΠΝΟ. Ο κόσμος που ανταποκρίθηκε σ’ αυτή την αναλαμπή αφέθηκε μετέωρος.

Το ίδιο μετέωρος αισθάνεται πολύς κόσμος της Αριστεράς απέναντι στην ηγεσία του Συνασπισμού. Οι διακηρύξεις για πάλη κατά του νεοφιλελευθερισμού και του πολέμου ψηφίζονται τακτικά απο τα Συνέδρια και τις Συνόδους της ΚΠΕ του ΣΥΝ, αλλά ακυρώνονται το ίδιο τακτικά απο τις πράξεις. Η συμμετοχή του Μπερτινότι στην κυβέρνηση Πρόντι που συνεχίζει την ιταλική συμμετοχή στο πόλεμο του Μπους και στα μέτρα λιτότητας, μιλάει πιο δυνατά απο τις όποιες υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ.

H δυσπιστία του κόσμου που αγωνίζεται δεν οφείλεται “μόνο” στην συμπλευση του ΣYN με το Eυρωπαϊκό Kόμμα της Aριστεράς και τα κεντροαριστερά κατορθώματά του. Oύτε μόνο στα έργα της “ανανεωτκής πτέρυγας” που προμήθευσε μεγάλο μέρος από τους 1000 Πανεπιστημιακούς που στήριξαν την Γιαννάκου. Oι βαθύτερες ρίζες της δυσπιστίας ξεκινάνε από το γεγονος ότι ο ΣYN αντιπροσωπεύει ιστορικά τη σοσιαλδημοκρατική μετάλλαξη της παραδοσιακής Aριστεράς προς την ανοιχτή αποδοχή του “δημοκρατικού δρόμου”. Δεν έχει στρατηγικές διαφορές με το ΠAΣOK και γι αυτό το ζήτημα μιας κεντροαριστερής κυβέρνησης παραμένει πάντα ανοιχτό, ΄όσες φορές και αν το ξορκίσουν κάποιες διακηρύξεις.

Μεγάλο τμήμα του κόσμου που έδωσε τις μάχες απο τον καιρό του Σημίτη και έπαιξε κρίσιμο ρόλο για να αναδειχτεί η «γενιά του Άρθρου 16» νοιώθει την ανάγκη να βρει πολιτική στήριξη πέρα απο τις παραδοσιακές ηγεσίες. Σε μια Αριστερά αντικαπιταλιστική που δεν διστάζει να ανταποκριθεί στα νέα προχωρήματα.

Σ’ αυτή την ανάγκη λογοδοτεί η πρόσφατη Πρωτοβουλία για την Παρέμβαση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στις εκλογές. Αυτή είναι η εξήγηση για την επιτυχία της συνέλευσης στο Θέατρο Αλίκη στις 9 Ιούνη. Αυτός ο χώρος είχε πολλά χρόνια να δει μια τόσο πετυχημένη πολιτική πρωτοβουλία, που έχει μεγάλη δυναμική όπως φάνηκε και από τις τοπικές συνελεύσεις που ακολούθησαν.

Το ΣΕΚ κάνει μια μεγάλη προσπάθεια για να πετύχει αυτή η Πρωτοβουλία. Η συλλογιστική μας στηρίζεται σε τρεις βασικές διαπιστώσεις: Πρώτο, η μακρόχρονη καθοδική πορεία του κινήματος και της Αριστεράς φτάνει στο τέρμα της και αρχίζει μια νέα φάση ανάκαμψης. 

Δεύτερο, η ανάκαμψη ξεπερνάει το στάδιο των κατακερματισμένων «κοινωνικών κινημάτων» και η Πολιτική αρχίζει να επιστρέφει.

Τρίτο, η επιστροφή του Πολιτικού ανοίγει το δρόμο για την επιστροφή της στρατηγικής. Το δίλημμα «Μεταρρύθμιση ή επανάσταση» δεν είναι ξεπερασμένο, είναι διχάλα που έχουμε ξανά μπροστά μας.

Για την πρώτη απ’ αυτές τις διαπιστώσεις έχουμε αρχίσει να επιχειρηματολογούμε ήδη απο την εποχή του Σιατλ, το 1999. Σήμερα, σχεδόν οχτώ χρόνια αργότερα, αυτό έχει αρχίσει να γίνεται κοινός τόπος. Ακόμα και τα πιο θλιμμένα τμήματα της Αριστεράς διαπιστώνουν οτι υπάρχουν ξανά όχι  μόνο όλο και περισσότερες εκρήξεις αλλά και νίκες. Οι νίκες των φοιτητικών καταλήψεων στην Ελλάδα εντάσσονται σε μια αλυσίδα που περνάει απο την Γαλλία και την Λατινική Αμερική και επιβεβαιώνει αυτή την εικόνα.

Στα πρώτα χρόνια αυτής της ανάκαμψης κυριαρχούσαν οι αντιλήψεις της αποστασιοποίησης απο την πολιτική. Διεθνώς, αυτό μεταφραζόταν με την εξάπλωση των ιδεών της Αυτονομίας και την προσπάθεια οργανωτικού συντονισμού μέσα απο μορφές όπως τα Κοινωνικά Φόρουμ. Αλλά και στην Ελλάδα, μεγάλο μέρος της νέας πολιτικοποίησης ή και της παλιάς που επιβίωνε, αναζητούσε τη δράση της σε επιμέρους σχήματα και συσπειρώσεις, μακριά απο απόπειρες για κεντρική πολιτική έκφραση.

Όμως η ίδια η ανάπτυξη του κινήματος έβαλε στην ημερήσια διάταξη μάχες που άρχισαν να αλλάζουν τα δεδομένα. Στην Ευρώπη, η επιστροφή της Πολιτικής ήχησε σαν καμπάνα με το δημοψήφισμα του 2005 για το Ευρωσύνταγμα στη Γαλλία και τη νίκη του ΟΧΙ. Έτσι φτάσαμε σε μια μεγάλη αλλαγή. Το 2002 στην ίδρυση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ στην Φλωρεντία, πρωταγωνιστές ήταν επιμέρους κοινωνικές συλλογικότητες, με τα πολιτικά κόμματα τυπικά απαγορευμένα. Πέντε χρόνια αργότερα, όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στα κόμματα της Αριστεράς στη Γαλλία και στην προσπάθεια για κοινό υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές.

Στην Ελλάδα, αυτή η αλλαγή είχε τις επιπτώσεις της. Η ηγεσία του ΚΚΕ έμεινε πίσω, επιμένοντας στις επιλογές της προηγούμενης περιόδου και στους συσχετισμούς της ήττας. Άφησε έτσι το περιθώριο στο Συνασπισμό να προβληθεί στο πλευρό της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης σαν δύναμη που κινείται προς τη νέα ριζοσπαστική Αριστερά. Η παραδοσιακή δύναμη της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ο εξωκοινοβουλευτικός χώρος, έμοιαζε σε λήθαργο με τις μισές ομάδες να κινούνται στην τροχιά της σεχταριστικής στάσης του ΚΚΕ και τις άλλες μισές να υποκύπτουν στα θέλγητρα του ΣΥΝ. Το ΣΕΚ έμοιαζε η εξαίρεση που καλούσε τους επαναστάτες να πρωτοστατήσουν στο νέο κίνημα χωρίς να υποστείλουν την επαναστατική στρατηγική τους.

Ήδη αυτή η κατάσταση αλλάζει ξανά και το κίνητρο έρχεται και απο το εσωτερικό και απο το διεθνές κίνημα. Στην Ελλάδα, το δωδεκάμηνο των φοιτητικών καταλήψεων ήταν εγερτήριο σάλπισμα για όλες τις δυνάμεις που τοποθετούνται πέρα απο την ρεφορμιστική Αριστερά. 

Αλλά και διεθνώς, η εμπειρία της κυβέρνησης Πρόντι με την Κομμουνιστική Επανίδρυση να δίνει ψήφο στον πόλεμο και στη λιτότητα, σήμανε την επιστροφή της στρατηγικής. Η επιλογή ανάμεσα στο δρόμο της μεταρρύθμισης και στο δρόμο της επανάστασης δεν είναι κάποια μακρινή διαμάχη του παρελθόντος. Είναι κρίσιμη συζήτηση του σήμερα που κάνει όλη την διαφορά.

Αυτές οι σκέψεις δεν είναι πια αποκλειστικότητα της συλλογιστικής του ΣΕΚ. Απλώνονται και γίνονται κοινό κεκτημένο για χιλιάδες αγωνιστές. Αγωνιστές που έδωσαν μάχες απο την μεγάλη απεργία των καθηγητών το 1997 μέχρι την τωρινή απεργία των δασκάλων, για πρώτη φορά λένε οτι δεν αρκεί να παλεύει ο καθένας στο χώρο του, στη συσπείρωση του ή στην παρέμβασή του. Χρειάζεται να εμφανιστούμε σαν πολιτικό ρεύμα στον εκλογικό χάρτη για να αναδείξουμε τη δύναμη που στηρίζει τις αντιστάσεις. Μαζί τους συμμερίζονται την ίδια ανάγκη οι μαχητές της νέας ριζοσπαστικοποίησης, που έδωσαν περισσότερες πολιτικές μάχες μέσα στους τελευταίους 12 μήνες, απ’ όσες είχε να δώσει η προηγούμενη γενιά τα τελευταία 12 χρόνια.

Tο αίτημα για μια πολιτική πρωτοβουλία της νέας Pιζοσπαστικής Aριστεράς στις εκλογές προέρχεται, λοιπόν, από τις ίδιες τις ανάγκες και τα προχωρήματα του κινήματος. Oταν ένα κίνημα φτάνει να βάζει στόχους όπως την ματαίωση της αναθεώρησης του Συντάγματος και μάλιστα να τους πετυχαίνει, τότε η “επιστροφή της Πολιτικής” δεν είναι σχήμα λόγου. Eίναι ζωντανή πραγματικότητα.

Tο ζήτημα είναι πλέον ποια πολιτική, με ποια προοπτική, με ποια στρατηγική μπορεί να δώσει συνέχεια. O αντικαπιταλισμός αναδεικνύεται σαν το κρίσιμο στοιχείο που μπορεί να κάνει την διαφορά, να βοηθήσει το κίνημα να αντισταθεί στα ψεύτικα διλήμματα της “ρεαλιστικής” πολιτικής. O ορίζοντας των αγώνων δεν είναι ούτε μια απλή κυβερνητική εναλλαγή, ούτε έστω η “ήττα του δικομματισμού” για να αρχίσει μια περίοδος συμμαχικών κυβερνήσεων. Eίναι σύγκρουση με τις επιθέσεις του ελληνικού καπιταλισμού μέχρι τη νίκη των εργατών, των φοιτητών, του κόσμου που παλεύει και αντιστέκεται.

Η προσπάθεια να ανταποκριθούμε σ’ αυτές τις απαιτήσεις δεν θα είναι εύκολη. Αλλά σίγουρα αξίζει τον κόπο. Και γι’ αυτό, σίγουρα το ΣΕΚ θα είναι προωθητική δύναμη για να κερδίσουμε αυτό το στοίχημα.