Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν τον Iούνη απ’τον “πόλεμο των έξι ημερών” στην M.Aνατολή. O Σωτήρης Kοντογιάννης εξηγεί τις αιτίες και τις επιπτώσεις της νίκης του Iσραήλ.
Σαράντα χρόνια έκλεισαν τις μέρες αυτές από τον "πόλεμο των έξι ημερών". Ο πόλεμος αυτός, που ξεκίνησε με μια αιφνιδιαστική επίθεση της ισραηλινής αεροπορίας ενάντια στα αιγυπτιακά πολεμικά αεροδρόμια και έκλεισε έξι μέρες αργότερα με μια συντριπτική ήττα των αραβικών στρατών, σημάδεψε ανεξίτηλα την ιστορία όχι μόνο της Μέσης Ανατολής αλλά και ολόκληρου του πλανήτη.
Το πρώτο και άμεσο θύμα του πολέμου ήταν αναμφισβήτητα οι Παλαιστίνιοι. Τα εδάφη που σήμερα ξέρουμε σαν "κατεχόμενα" -η Δυτική Οχθη του ποταμού Ιορδάνη, η Λωρίδα της Γάζας, η Ανατολική Ιερουσαλήμ- καταληφθηκαν από το Ισραήλ εκείνες τις έξι ημέρες. Στον αραβικό κόσμο πολλοί μιλάνε για την δεύτερη "αλ-Νακμπά", την δεύτερη "καταστροφή" -μια μέρα που μόνο με την 15η Μάη του 1948, την ημέρα που ιδρύθηκε το κράτος του Ισραήλ μπορεί να συγκριθεί. Εκατοντάδες Παλαιστίνιοι εκτελέστηκαν εν ψυχρώ από τα ισραηλινά στρατεύματα στον πόλεμο των έξι ημερών. Δεκάδες χωριά ισοπεδώθηκαν, ενώ χιλιάδες αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην γειτονική Ιορδανία για να γλυτώσουν την ζωή τους.
Ο διωγμός των Παλαιστινίων δεν σταμάτησε με το τέλος των εχθροπραξιών στις 11 Ιούνη. Επί έναν ολόκληρο μήνα το Ισραήλ μετέφερε χιλιάδες Παλαιστίνιους από την Ανατολική Ιερουσαλήμ στην γέφυρα Αλένμπι, μια γέφυρα πάνω από τον Ιορδάνη που συνδέει την Δυτική Οχθη με την Ιορδανία. Εκεί, αφού τους υποχρέωνε να υπογράψουν μια δήλωση που έλεγε ότι φεύγουν με την θέλησή τους, τους έδιωχνε στην άλλη πλευρά. Το ένα τέταρτο, περίπου, του αραβικού πληθυσμού ξεριζώθηκε από την γη του.
Μέσα στις δεκαετίες που ακολούθησαν το Ισραήλ συνέχισε, χωρίς κανέναν δισταγμό, την εγκληματική του πολιτική εξόντωσης των Παλαιστινίων -την αρπαγή της γης τους, τους βομβαρδισμούς των καταυλισμών, την εν ψυχρώ εκτέλεση των ηγετών τους, την περικύκλωσή τους με το "τείχος του αίσχους". Οι συνέπειες της ήττας του 1967 συνεχίζουν να καταδιώκουν τους Παλαιστίνιους μέχρι σήμερα.
Ο πόλεμος, όμως, δεν σημάδεψε μόνο την μοίρα των Παλαιστινίων. Η ήττα σήμανε ταυτόχρονα και το τέλος του κινήματος του ριζοσπαστικού αραβικού εθνικισμού -ενός κινήματος που είχε συνεπάρει τα προηγούμενα χρόνια εκατομμύρια ανθρώπους όχι μόνο στην ίδια την Αραβία αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο αδιαμφισβήτητος ήρωας αυτού του κινήματος ήταν ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ. Ο Νάσερ ήταν ο ηγέτης των "Ελεύθερων Αξιωματικών" της Αιγύπτου που ανέτρεψαν, τον Ιούλη του 1952 τον εκλεκτό των Βρετανών και των Αμερικανών βασιλιά Φαρούκ, επέβαλαν μια άμεση αναδιανομή της γης που ωφέλησε εκατομμύρια φτωχούς αγρότες και ξεκίνησαν ένα φιλόδοξο πρόγραμμα "σοσιαλιστικής" ανοικοδόμησης της οικονομίας.
Το 1956 ο Νάσερ έγινε θρύλος στα μάτια όλων των καταπιεσμένων του κόσμου όταν τόλμησε να εθνικοποιήσει την Διώρυγα του Σουέζ. Το πόσο προκλητική ήταν αυτή η ενέργεια για τον ιμπεριαλισμό φάνηκε αμέσως από την αντίδραση της Βρετανίας και της Γαλλίας που με την βοήθεια, την υποστήριξη και την συμμαχία του Ισραήλ εισέβαλαν τον Οκτώβρη του 1956 στην Αίγυπτο με στόχο την ανατροπή του. Απέτυχαν, όχι γιατί ο αιγυπτιακός στρατός κατάφερε να τους αναχαιτίσει -στρατιωτικά η εισβολή είχε σχεδόν απόλυτη επιτυχία- αλλά γιατί η Αμερική, η "υπερδύναμη" του Δυτικού στρατόπεδου, φοβήθηκε τις αντιδράσεις που θα μπορούσε να ξεσηκώσει αυτή η επέμβαση και "διέταξε" τους συμμάχους της να υποχωρήσουν.
Τον Ιούνη του 1967, όμως, ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η Βρετανία, ούτε η Γαλλία, ούτε καμιά άλλη Μεγάλη Δύναμη δεν διέταξαν το Ισραήλ να υποχωρήσει. Το αντίθετο ακριβώς έκαναν. Ο Αμερικάνικος 6ος Στόλος, που βρισκόταν για ασκήσεις στην περιοχή του Γιλβρατάρ, κατευθύνθηκε αμέσως προς την ανατολική Μεσόγειο, με στόχο να υπερασπιστεί το Ισραήλ, εάν αυτό χρειαζόταν. Και οι ΗΠΑ και η Βρετανία έστειλαν τους τελευταίους μήνες πριν από τον πόλεμο τόνους όπλων και πυρομαχικών στο Ισραήλ. Η τελευταία αποστολή έγινε στις 4 Ιούνη -μια μέρα πριν την ισραηλινή επίθεση στα αιγυπτιακά αεροδρόμια.
Στο Πεντάγωνο και τον Λευκό Οίκο υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό την ισραηλινή νίκη. "Το Ισραήλ", έγραφε ένα κείμενο του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, "έχει καταφέρει, κατά πάσα πιθανότητα, περισσότερα στην Μέση Ανατολή σε σύγκριση με τα χρήματα και την προσπάθεια που έχουμε επενδύσει, από ό,τι οποιοσδήποτε άλλος από τους ονομαζόμενους συμμάχους μας στις άλλες περιοχές του κόσμου από την εποχή του τέλους του Β'Παγκόσμιου Πολέμου μέχρι σήμερα... Οι Ισραηλινοί κέρδισαν τον πόλεμο μόνοι τους, μας έβγαλαν από το αδιέξοδο και εξυπηρέτησαν τα συμφέροντά μας, όπως και τα δικά τους... Στην Απω Ανατολή δεν έχουμε σχεδόν κανέναν να μας βοήθήσει στο Βιετνάμ..."
Ο πόλεμος του Βιετνάμ είχε γίνει ήδη πονοκέφαλος για την άρχουσα τάξη των ΗΠΑ. Η κυβέρνηση του Τζόνσον είχε αυξήσει, από τα τέλη του 1965 κιόλας, την αμερικανική δύναμη στο Βιετνάμ σε 500.000 αλλά η νίκη δεν φαινόταν πουθενά στον ορίζοντα. Μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ το κίνημα φούντωνε επικίνδυνα -το 1967 ήταν η χρονιά όπου έγιναν οι πρώτες μεγάλες αντιπολεμικές διαδηλώσεις. Η προοπτική ενός δεύτερου μετώπου στην Μέση Ανατολή ήταν εφιαλτική για την αμερικάνικη άρχουσα τάξη. Και αυτή η προοπτική ήταν ανοιχτή τον Ιούνη, όταν το Ισραήλ ξεκινούσε τον πόλεμο των έξι ημερών.
Η εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ είχε κάνει το 1956 τον Νάσερ ήρωα στα μάτια των αραβικών πληθυσμών. Ταυτόχρονα, όμως, είχε γεννήσει ένα ολόκληρο κίνημα που ξεπερνούσε κατά πολύ και σε ιδέες, και σε οράματα και σε ριζοσπαστισμό το κίνημα των “ελεύθερων αξιωματικών”.
Ο Νάσερ μιλούσε για “αραβικό σοσιαλισμό”. Το όραμά του, όμως, δεν ήταν η εργατική εξουσία αλλά η ανάπτυξη. Στο κέντρο του κινήματος του Νάσερ δεν ήταν οι εργάτες αλλά τα νέα μικροαστικά στρώματα -οι αξιωματικοί, οι ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, οι μορφωμένοι νέοι επαγγελματίες (μηχανικοί, δικηγόροι, γιατροί, μικροέμποροι και καταστηματάρχες κλπ)- που στέναζαν κάτω από το παλιό καθεστώς και έβλεπαν, τώρα, ξαφνικά στην δύση της εποχής της αποικιοκρατίας, μια ευκαιρία να διεκδικήσει η χώρα τους ελεύθερα και ισότιμα μια θέση στο παγκόσμιο σύστημα.
Ο Νάσερ δεν ήθελε να καταργήσει τον καπιταλισμό: να τον επιταχύνει ήθελε. Και για να το πετύχει αυτό διάλεξε το μοντέλο ανάπτυξης της σταλινικής Ρωσίας της δεκαετίας του 1930 -την ανάπτυξη με κέντρο το κράτος. Η εθνικοποίηση του Σουέζ ήταν η αρχή ενός κύματος κρατικοποιήσεων που σάρωσε ολόκληρη την Αίγυπτο μέσα στα επόμενα χρόνια. Ο Τόνι Κλιφ περιέγραφε σε ένα άρθρο του της εποχής εκείνης με τα παρακάτω λόγια την “σοσιαλμανία” της κυβέρνησης του Νάσερ: “Η Τράπεζα Μισρ και η Εθνική Τράπεζα της Αιγύπτου εθνικοποιήθηκαν τον Φλεβάρη του 1960. Τον Ιούνη του 1960 εθνικοποιήθηκε ο τύπος, ενώ τα λεωφορεία του Καϊρου πέρασαν στον Δήμο. Ολες οι τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες εθνικοποιήθηκαν ενώ 300 περίπου βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις πέρασαν μερικά ή ολικά στον έλεγχο του κράτους. Από τον Οκτώβρη του 1961 μέχρι τον Φλεβάρη του 1962 απαλλοτριώθηκε η περιουσία των 600 πλουσιοτέρων οικογενειών της Αιγύπτου από το κράτος...”.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές σίγουρα εξόργισαν κάποια κομμάτια της παλιάς αριστοκρατίας. Το μεγαλύτερο, όμως, τμήμα της ενσωματώθηκε στο νέο καθεστώς. Για τους φτωχούς, οι μεταρρυθμίσεις είχαν μικρά μόνο αποτελέσματα: “Δυο εκατομμύρια αγρότες παρέμειναν με γη λιγότερη από ένα εκτάριο ο καθένας, ενώ πολλοί γαιοκτήμονες συνέχισαν να έχουν 100 εκτάρια (μερικοί κατάφεραν να βρούνε τρύπες στον νόμο και να ξεπεράσουν και αυτό το ανώτατο όριο). Ο αριθμός των άκληρων χωρικών δεν μειώθηκε καθόλου, αντίθετα αυξήθηκε μετά το 1952”.
Τα όρια του νασερισμού, όμως, δεν φαίνονταν μόνο στο εσωτερικό. Ο Νάσερ, παρά την σύγκρουσή του με την Βρετανία και τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις, συνέχισε να έχει στενές σχέσεις με όλα τα παλιά συντηρητικά αραβικά καθεστώτα που είχαν επιβάλλει από τις αρχές του 20ου αιώνα στην περιοχή: ο βασιλιάς Χουσεϊν της Ιορδανίας (που είχε προδώσει τους Παλαιστίνιους κλείνοντας μυστικές συμφωνίες με το Ισραήλ) ήταν ένας από τους διακεκριμένους “Αραβες αδελφούς μας”. Το ίδιο και ο Βασιλιάς Φεϊζάλ της Σαουδικής Αραβίας -ο πιο πιστός σύμμαχος της Δύσης στον Αραβικό κόσμο. Το 1961 οι φιλοδοξίες της Αιγύπτου του Νάσερ “σκότωσαν” την “Ενωμένη Αραβική Δημοκρατία” -την ένωση της Συρίας με την Αίγυπτο που τόσο είχε προπαγανδίσει τα προηγούμενα χρόνια.
Το αποτέλεσμα αυτής της οπισθοχώρησης ήταν η ανάπτυξη ενός ολόκληρου κινήματος που βρισκόταν στα “αριστερά” του Νάσερ. Η Συρία βρισκόταν από το 1963 κάτω από την εξουσία της ριζοσπαστικής πτέρυγας του Κόμματος Μπάαθ. Η πρώτη κίνηση της νέας κυβέρνησης ήταν η εθνικοποίηση, τον Δεκέμβρη του 1964, των πετρελαιοπηγών της Συρίας. Τον επόμενο χρόνο απαίτησε από τις “Επτά Αδελφές” μια δραματική αύξηση του “ενοικίου” για τους αγωγούς που περνούσαν από το έδαφός της. Οι διαπραγματεύσεις αυτές ναυάγησαν και το 1966 η κυβέρνηση της Συρίας έκλεισε τους αγωγούς. Το πλήγμα για την Δύση ήταν τρομαχτικό -όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικά: μια μικρή χώρα σήκωνε κεφάλι και οι Μεγάλες Δυνάμεις έμοιαζαν αδύναμες να την εμποδίσουν.
Στο μεταξύ στην Υεμένη είχε ξεσπάσει επανάσταση ενάντια στο φιλοδυτικό βασιλικό καθεστώς. Η Υεμένη βρίσκεται δίπλα στην Σαουδική Αραβία και η επανάσταση τρομοκράτησε τον Φεϊζάλ, που έτρεξε να στείλει στρατεύματα να υποστηρίξουν τον στρατό του Ιμάμη. Η αίγλη της επανάστασης ήταν τόσο μεγάλη (αλλά και η θέση της Υεμένης στην είσοδο της Ερυθράς Θάλασσας τόσο σημαντική) που ανάγκασε την Αίγυπτο να στείλει στρατεύματα στο πλευρό των Δημοκρατικών. Τον Ιούνη του 1967 υπήρχαν 50.000 αιγύπτιοι φαντάροι στην Υεμένη.
Το 1964 ιδρύθηκε η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) -μια οργάνωση που υποσχόταν να συγκρουστεί με το Σιωνιστικό (Ισραηλινό) κράτος και τους υποστηρικτές του “μέχρι την τελική του κατστροφή”. Το ιδρυτικό συνέδριο έγινε στο Κάιρο και ο Νάσερ είχε μεγάλη επιρροή στις αποφάσεις και τις διακηρύξεις της οργάνωσης. Αλλά μέσα στην ΟAΠ υπήρχε ένα ολόκληρο ρεύμα -η Φατάχ του Γιασέρ Αραφάτ- που αντιπαράθετε στην διπλωματία και τις μανούβρες από τα πάνω τον ένοπλο, επαναστατικό, ανταρτοπόλεμο.
Στις 4 Ιούνη τρεις βόμβες έσκασαν στο Ριάντ, την πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας. Για τις ΗΠΑ και τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις της Δύσης οι επιλογές ήταν πια καθαρές: ή θα συνέτριβαν τον Νάσερ με πόλεμο από τα πάνω, ή θα τον άφηναν να σαρωθεί από ένα ριζοσπαστικό κίνημα από τα κάτω που θα άνοιγε την προοπτική ενός νέου Βιετνάμ στην Μέση Ανατολή. Τα ξημερώματα της 5ης Ιούνη η Ισραηλινή Αεροπορία επιτέθηκε στην Αίγυπτο.
Ποιος ευθύνεται για τον πόλεμο;
Σήμερα τα αφιερώματα των εφημερίδων για τα σαράντα χρόνια από τον πόλεμο των έξι ημερών προσπαθούν να ξαναγράψουν την ιστορία, ρίχνοντας τις ευθύνες στον Νάσερ. Μπορεί ο πόλεμος, γράφουν, να ξεκίνησε τυπικά με μια αιφνιδιαστική επίθεση του Ισραήλ. Η επίθεση όμως ήταν δικαιολογημένη γιατί η Αιγυπτος και οι σύμμαχοί της -η Συρία, η Ιορδανία, το Ιράκ και τα άλλα αραβικά καθεστώτα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στήριξαν τον Νάσερ- προετοιμάζονταν εδώ και μήνες για μια μεγάλη επίθεση ενάντια στο Ισραήλ, με στόχο την διαγραφή του από τον χάρτη. Ο πόλεμος των έξι ημερών ήταν ένας δικαιολογημένος “προληπτικός πόλεμος”, με άλλα λόγια.
Στα τέλη του Μάη, λίγες μέρες πριν από τον πόλεμο, ο Νάσερ, σε μια ομιλία του, είχε πράγματι απειλήσει να καταστρέψει το Ισραήλ: “Αν το Ισραήλ προχωρήσει σε επίθεση ενάντια στην Συρία ή την Aίγυπτο, ο αγώνας ενάντια στο Ισραήλ θα είναι γενικευμένος και δεν θα περιοριστεί στα σύνορα της Συρίας ή της Αιγύπτου. Η μάχη θα είναι γενικευμένη και ο στόχος μας θα είναι να καταστρέψουμε το Ισραήλ”.
Στις 22 Μάη η Αίγυπτος ανακοίνωσε το κλείσιμο των Στενών της Ακαμπα -της στενής λωρίδας θάλασσας που συνέδεε το Ισραήλ με την Ερυθρά Θάλασσα. Το Ισραήλ είχε διακηρύξει χρόνια πριν ότι θα θεωρούσε οποιαδήποτε τέτοια πράξη Casus Belli -αιτία πολέμου. Ταυτόχρονα η Αιγυπτος άρχισε να συγκεντρώνει στρατεύματα στην χερσόνησο του Σινά.
Ο Νάσερ, όμως, δεν είχε καμιά πρόθεση να προχωρήσει σε πόλεμο. Αυτό που ήθελε ήταν, από την μια να κλείσει το στόμα της ριζοσπαστικής αμφισβήτησης και από την άλλη να πιέσει για μια ακόμα διπλωματική νίκη -σαν αυτή που είχε καταφέρει το 1956, μετά από τον Πόλεμο του Σινά. Ο Μεναχέμ Μπέγκιν, ένας διάσημος Σιωνιστής και μετέπειτα πρωθυπουργός του Ισραήλ, παραδέχτηκε ανοιχτά ότι την ευθύνη για τον πόλεμο την είχε αποκλειστικά το Ισραήλ:
“Η συγκέντρωση των αιγυπτιακών στρατευμάτων στο Σινά δεν αποδεικνύει ότι ο Νάσερ ήθελε πράγματι να μας επιτεθεί. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας. Εμείς αποφασίσαμε να του επιτεθούμε”. Το ίδιο επιβεβαιώνει και ο Αμπά Εμπάν ο τοτε υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ: ο Νάσερ διαβεβαίωνε συνεχώς το Ισραήλ ότι δεν είχε κανένα σχέδιο επίθεσης. Εμείς, γράφει ο Εμπάν, βρίσκαμε τις διαβεβαιώσεις του πειστικές. “Ο Νάσερ δεν ήθελε πόλεμο. Ηθελε μια νίκη χωρίς πόλεμο”.
Το 1967 η Δύση στάθηκε σύσσωμη στο πλευρό του Ισραήλ. Τα ραδιόφωνα, οι τηλεοράσεις και οι εφημερίδες στην Ευρώπη και την Αμερική ζωγράφιζαν τον Νάσερ σαν ένα τέρας και παρουσιάζαν το Ισραήλ σαν ένα θύμα -το κράτος των Εβραίων που είχαν επιβιώσει από το Αουσβιτς και τώρα βρίσκονταν κάτω από την απειλή του νέου “Χίτλερ του Νείλου”. Ακόμα και η αριστερά είχε υποκύψει, σύσσωμη σχεδόν, σε αυτές τις απόψεις. Ο Τόνι Κλιφ ήταν εκείνη την εποχή μια από τις λιγοστές φωτεινές εξαιρέσεις. “Ο Ygael Gluckstein (που ασκούσε σοσιαλιστική πολιτική και έγραφε με το όνομα Tony Cliff)”, γράφει ο Ταρικ Αλι στο βιβλίο του «Η Σύγκρουση των Φονταμενταλισμών», “περιέγραφε τον εαυτό του σαν Παλαιστίνιο που εγκατέλειψε το Ισραήλ γιατί δεν μπορούσε να ανεχθεί τις αντιαραβικές διακρίσεις που εμπεδώνονταν στις δομές του νέου κράτους σε κάθε επίπεδο. Ηταν ιδαίτερα δηκτικός ενάντια στο σιωνιστικό εργατικό κίνημα για την συνεργασία του και τη δικαίωση που παρείχε στον αντιαραβικό ρατσισμό. “Ξέρετε γιατί η Δύση έχει ανάγκη το Ισραήλ;” ρωτούσε και επέμενε να απαντήσει ο ίδιος. “Το πετρέλαιο. Το πετρέλαιο. Το πετρέλαιο. Καταλαβαίνετε;”. Καταλάβαινα. Σαφείς διατυπώσεις, επανάληψη, διαύγεια...”
Η νίκη του Ισραήλ στον πόλεμο των έξι ημερών ήταν σημείο καμπής για την ιστορία. Την επαύριο της ήττας ο Νάσερ, συντετριμένος, υπέβαλε την παραίτησή του. Αλλά ο κόσμος δεν ήταν έτοιμος να αφήσει τον ήρωά του να πέσει από τα χέρια του Σιωνισμού.
“Μετά από λίγες στιγμές δισταγμού ολόκληρη η χώρα μπήκε σε δράση: οι δρόμοι του Καϊρου πλημμύρισαν από περισσότερους από δυόμισι εκατομμύρια ανθρώπους, ολόκληρος ο πληθυσμός της Τάντα, του κέντρου του Δέλτα, έκανε πορεία προς την πρωτεύουσα, το ίδιο και στο Πορτ Σαίντ... Από κάθε πόλη, κωμόπολη και χωριό από την Αλεξάνδρεια έως το Ασσουάν, από την Δυτική Ερημο μέχρι το Σουέζ ένα ολόκληρο έθνος βρισκόταν σε πορεία. Και τα συνθήματά του δεν άφηναν περιθώρια παρανόησης: “Οχι στον ιμπεριαλισμό! Οχι στο δολάριο! Δεν έχουμε άλλον ηγέτη εκτός από τον Γκαμάλ”...”
Ο Νάσερ πήρε πίσω την παραίτησή του. Αλλά ο ριζοσπαστισμός του είχε πια πεθάνει. Δυο χρόνια αργότερα πέθανε και ο ίδιος. Οι διάδοχοί του οδήγησαν τα επόμενα χρόνια την Αιγυπτο στις συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ -στην αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ και την συνθηκολόγηση με τον Ιμπεριαλισμό. Σήμερα η Αίγυπτος του Μουμπάρακ είναι ένα από τα πιο φιλοαμερικανικά κθεστώτα της Μέσης Ανατολής. Και ο κόσμος στην Αίγυπτο φτωχός και εξαθλιωμένος όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία.
Στην Συρία η ριζοσπαστική πτέρυγα του Μπάαθ εκδιώχθηκε από την κυβέρνηση και η εξουσία πέρασε στα χέρια του Ασσάντ -και από αυτόν στα χέρια του γιού του μετά τον θανατό του. Η Συρία μπορεί να ανήκει σήμερα στον “άξονα του κακού” του Μπους -αλλά αυτό δεν έχει κανένα απολύτως αντίκρυσμα ούτε για τους ίδιους τους κατοίκους, ούτε για τις άλλες χώρες τις περιοχής.
Το Ισραήλ κατέλαβε την Λωρίδα της Γάζας και την Δυτική όχθη και τα κρατάει μέχρι σήμερα. Και οι ιμπεριαλιστές κατάφεραν να αποφύγουν ένα δεύτερο Βιετνάμ στην Μέση Ανατολή με όλες τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει κάτι τέτοιο μέσα στα επόμενα χρόνια.
Το κίνημα, όμως, δεν τέλειωσε. Η χρεοκοπία του Αραβικού Εθνικισμού έστρεψε χιλιάδες Παλαιστίνιους στην Φατάχ -την μαχητική, τότε, οργάνωση του Γιασέρ Αρφάτ. Το 1969 ο έλεγχος της ΟΑΠ πέρασε στα χέρια της Φατάχ. Υστερα ήρθε ο ένοπλος αγώνας των Παλαιστινίων, η“τρομοκρατία”, η Ιντιφάντα, το Ριζοσπαστικό Ισλάμ. Ολα αυτά έχουν γεννήσει ένα νέο κίνημα στην Μέση Ανατολή -την Χεζμπολάχ που ρεζίλεψε δυο φορές τον Ισραηλινό στρατό τα επόμενα χρόνια, την Χαμάς που κατάφερε να αντισταθεί αυτές τις μέρες στο πραξικόπημα του Μαχμούντ Αμπάς, του Ισραήλ και των ΗΠΑ στην Λωρίδα της Γάζας, τον στρατό του Μάχντί του Μοκτάντα αλ Σαντρ στο Ιράκ που έχει γίνει ο φόβος και ο τρόμος των στρατευμάτων κατοχής.
Ο πόλεμος των έξι ημερών ήταν πράγματι σημείο καμπής. Η ιστορία, όμως, δεν έχει πει ακόμα την τελευταία της λέξη.