Άρθρο
Bενεζουέλα Poder Popular

O Kρις Xάρμαν εξετάζει τα όρια των μορφών “λαϊκής εξουσίας” που έχουν εμφανιστεί στη Bενεζουέλα. Tο κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό International Socialism Journal No114.

Ενα παλιό σύνθημα ξαναγεννιέται στην Λατινική Αμερική: «Λαϊκή εξουσία» -Poder Popular. Η επανεμφάνισή του έχει να κάνει με την αίσθηση πολλών σε αυτή την περιοχή ότι εκφράζει καλύτερα από τον κοινοβουλευτισμό τη βαθιά διαδικασία της κοινωνικής αλλαγής . 

Το σύνθημα έκανε πέρσι πολύ δυναμικά την εμφάνισή του στην πόλη του Μεξικού Οαχάκα όταν μια απεργία δασκάλων μετατράπηκε σε μια μαζική καμπάνια για την εκδίωξη του κυβερνήτη της Πολιτείας. Τον περασμένο Ιούνη, ενόσω ο αγώνας κλιμακωνόταν –με την αστυνομία να επιτίθεται στους διαδηλωτές που έφταναν τις 100.000, 120.000 και μετά 400.000 (σε μια Πολιτεία με πληθυσμό 3,5 εκατομμύρια) το μαζικό κίνημα πήρε τον έλεγχο της πόλης. Ο Τζορτζ Σάλζμα, κάτοικος της πόλης, περιγράφει πώς αντιπρόσωποι από 82 οργανώσεις συντονίστηκαν για να σχηματίσουν την Λαϊκή Συνέλευση του Λαού της Οαχάκα (Appo από τα αρχικά των ισπανικών λέξεων). 

Το παρών έδωσαν «Ολοι οι αντιπρόσωποι του SNTE, συνδικάτο δασκάλων, άλλοι συνδικαλιστές, κοινωνικές και πολιτικές οργανώσεις, μη-κυβερνητικές οργανώσεις, κολεκτίβες, οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώσεις γονέων και υπενοικιαστών αγροτών, δήμοι και πολίτες από όλη την Πολιτεία». Η Appo «υιοθέτησε ένα πραγματικά επαναστατικό πρόγραμμα ανακηρύσσοντας τον εαυτό της ως την ανώτατη εξουσία στην Οαχάκα και κηρύσοντας ως παράνομη όλη την υπάρχουσα πολιτική δομή...Η ηθελημένα πλατιά αντιπροσώπευση στη δομή της Αppo τελικά απέκλειε τη συμμετοχή καθαρά πολιτικών ομάδων, κάνοντάς την δηλαδή ένα ‘μη-πολιτικό σχηματισμό’ μια πραγματική κυβέρνηση του λαού». Η επιτροπή της Appo έλεγχε την πόλη μέχρι τα τέλη του Νοέμβρη, όταν οι δυνάμεις καταστολής την κατέλαβαν επιστρατεύοντας απίστευτη βία. 

Το σύνθημα της «λαϊκής εξουσίας» αναδείχθηκε επίσης από τα μαζικά κινήματα που διαδέχθηκαν το ένα το άλλο στη Βολιβία τα προηγούμενα τριάμισι χρόνια. Στην διάρκεια της εξέγερσης του Ιούνη 2005, έγινε μια απόπειρα σύγκλησης μιας επαναστατικής λαϊκής συνέλευσης για να πάρει τον έλεγχο του Ελ Αλτο, της πόλης-δορυφόρου της πρωτεύουσας Λαπάζ. Στην πόλη της Κοτσαμπάμπα μια συντονιστική επιτροπή κάλεσε για αγώνα «ούτως ώστε να δημιουργήσουμε βήμα βήμα τις μορφές της δικιάς μας αυτοκυβέρνησης». 

Τώρα στη Βενεζουέλα η ίδια η κυβέρνηση μιλάει για μια έκρηξη της «λαϊκής εξουσίας.» Πρόκειται για αντανάκλαση της διαδεδομένης και ογκούμενης απογοήτευσης για τα εμπόδια που βάζουν φρένο στην επαναστατική διαδικασία. Ο πρόεδρος Τσάβες χρησιμοποιεί όλο και πιο ριζοσπαστική γλώσσα, η οποία όμως δεν μεταφράζεται σε πραγματικές αλλαγές παρά το 62% των ψήφων που πήρε τον Δεκέμβρη –η συμμετοχή στις προεδρικές εκλογές έφτασε το 75%- ένα ποσοστό λαϊκής υποστήριξης που επικριτές του Tσάβες όπως ο Μπους και ο Μπλερ ούτε να ονειρευτούν δεν μπορούν. 

Οι μεταρρυθμίσεις έχουν φέρει σημαντικά ωφέλη σε μερικά από τα πιο φτωχά στρώματα της κοινωνίας, ιδιαίτερα στην υγεία και στην εκπαίδευση. Ομως, στην πραγματικότητα μόνο στο ελάχιστο έχουν μειώσει τα τεράστια επίπεδα φτώχειας και ανασφάλειας. Ο μισός πληθυσμός της πρωτεύουσας Καράκας προσπαθεί ακόμα να τα βγάλει πέρα κάνοντας δουλειές του ποδαριού –μικροπωλητές στις λαϊκές αγορές ή με ευκαιριακά μεροκάματα. Σύμφωνα με τους επίσημους υπολογισμούς της κυβέρνησης ο βασικός μισθός εξακολουθεί να είναι το μισό από ό,τι χρειάζεται για την αγορά ενός «καλαθιού» αναγκαίων αγαθών. 

Kέρδη

Εντωμεταξύ, οι πολύ πλούσιοι και οι πιο ευκατάστατοι μεσοαστοί ευημερούν από το μπουμ στις τιμές του πετρελαίου. Η εφημερίδα Financial Times γράφει για το ράλι των μετοχών στο Χρηματιστήριο του Καράκας (μια μικρή πτώση τον Γενάρη δεν επηρέασε το γεγονός ότι οι τιμές τους ήταν μεγαλύτερες από ένα εξάμηνο πριν) και πωλήσεις ρεκόρ στα αυτοκίνητα πολυτελείας. Κανείς δεν εμπόδισε τους καπιταλιστές να κάνουν τεράστια κέρδη, αλλά οι ίδιοι είναι αρκούντως τρομαγμένοι ώστε να τα μεταφέρουν στο εξωτερικό. Ο πρώην διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, που αντικαταστάθηκε τον Γενάρη, χρησιμοποιούσε το ύψος των επιτοκίων για να κρατήσει την ανεργία σε επίπεδα που θεωρούσε αναγκαία για τον έλεγχο του πληθωρισμού –δηλαδή εφάρμοζε μια νεοφιλελεύθερη συνταγή. Παρά τις προσπάθειές του, ο πληθωρισμός επιταχύνεται και στην «μαύρη αγορά» η ισοτιμία του μπολιβάρ, του εθνικού νομίσματος, με το δολάριο είναι τώρα διπλάσια από την επίσημη. 

Ενα πολύ μεγάλο τμήμα των υποστηρικτών του Τσάβες ρίχνουν το φταίξιμο για αυτή την κατάσταση στην «γραφειοκρατία» και τη «διαφθορά» αυτών που στελεχώνουν τον κρατικό μηχανισμό και τη τοπική αυτοδιοίκηση. Μετά τις εκλογές ο Τσάβες επανέρχεται συχνά σε αυτό το θέμα, ρωτώντας για παράδειγμα από την τηλεόραση στις 5 Μάρτη «Ποιό κόμμα υποστήριξε τον πρόεδρο στη μάχη του ενάντια στους λατιφουντίστες, ενάντια στη διαφθορά ή στην έκφραση της εργατικής τάξης και της αγροτιάς; Που είναι; Δεν υπάρχουν».

Η απάντηση του Τσάβες ήταν μια δέσμη μέτρων. Τα σημαντικότερα είναι:

α. Ενας νόμος που επιτρέπει στο Τσάβες να επιβάλλει μέτρα με προεδρικά διατάγματα –μια επίδειξη της πλήρους δυσπιστίας του απέναντι στο κοινοβούλιο, παρά το γεγονός ότι σχεδόν όλοι οι βουλευτές ανήκουν σε κόμματα που τον στηρίζουν (η αντιπολίτευση απείχε από τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές).

β. Την εθνικοποίηση (με πλήρη αποζημίωση στους πρώην ιδιοκτήτες) των μεγαλύτερων εταιρειών στις τηλεπικοινωνίες και την ενέργεια. 

γ. Μια οδηγία για την συγκρότηση συμβουλίων «λαϊκής εξουσίας», τα οποία κυρίως θα στηρίζονται στα κατά τόπους «κοινοτικά συμβούλια» όπου το καθένα εκπροσωπεί το πολύ 400 νοικοκυριά. 

Τουλάχιστον ο Τσάβες μισο-αναγνωρίζει ότι προσπαθεί να προωθήσει μεταρρυθμίσεις σε μια χώρα που παραμένει καπιταλιστική, χρησιμοποιώντας ένα κράτος που το στελεχώνουν άνθρωποι κατά κανόνα εχθρικοί στους σκοπούς του. Δεν υπάρχει κάποιο «εργαλείο» που να μπορεί να υλοποιήσει τις πολιτικές που υποστηρίζει ο Τσάβες ή που έστω να μπορεί να ανταποκρίνεται, με έναν περισσότερο από αυτοσχέδιο τρόπο, στη καθημερινή διαχείριση της κοινωνικής ζωής. Η κατάσταση είναι, όπως το θέτει ο αριστερός ακτιβιστής Ρολάντ Ντενίς, «χαοτική». 

Οι προτάσεις του Τσάβες δεν μπορούν να λύσουν αυτά τα προβλήματα. Η διακυβέρνηση μέσω διαταγμάτων, σημαίνει ότι οι εντολές μπορούν να δίνονται με ταχύτητα. Αλλά δεν εξασφαλίζει κανένα μηχανισμό εφαρμογής τους πέρα από τον υπάρχοντα κρατικό μηχανισμό. Ούτε εξασφαλίζει κάποιο τρόπο για τον έλεγχο από τα κάτω της αποτελεσματικότητας αυτών των εντολών. 

Το κάλεσμα για ένα ενωμένο σοσιαλιστικό κόμμα βρίσκει μεγάλη απήχηση στους αγωνιστές που έχουν σιχαθεί τον καριερισμό, την έλλειψη αρχών και τον διαγκωνισμό για τα οφίτσια των τριών βασικών κοινοβουλευτικών κομμάτων που στηρίζουν τον Τσάβες (το MVR το Podemos και το PPT.)  Αλλά αυτό το κόμμα δεν μπορεί να προσφέρει εναλλακτική διέξοδο από το χάος γιατί θα αντανακλάει στο εσωτερικό του όλες τις αντιθέσεις του «τσαβιστικού» στρατοπέδου. Ενα κόμμα, με την πραγματική έννοια του όρου, είναι ένα οργανωμένο ρεύμα ανθρώπων πεισμένων για ένα συγκεκριμένο πολιτικό προσανατολισμό. 

Αυτή τη στιγμή ο «τσαβισμός» περιλαμβάνει τρία ρεύματα. Υπάρχουν εκείνοι που ζητάνε την «εδραίωση των κατακτήσεων» με το σταμάτημα κάθε περαιτέρω απειλών στα προνόμια του κεφαλαίου και των πλουσίων.  Ενα άλλο ρεύμα καλοβλέπει ένα αυταρχικό καθεστώς κουβανικού στυλ (την ίδια στιγμή που ισχυρά ρεύματα στο κουβανικό καθεστώς προσανατολίζονται στο «κινέζικο μοντέλο», τον συνδυασμό της αγοράς με την πολιτική καταπίεση.) Και υπάρχει και το ρεύμα εκείνων που ζητούν ένα ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, την συντριβή του καπιταλισμού και μια γνήσια επαναστατική δημοκρατία με μαζική συμμετοχή. Η προσπάθεια να συνδυαστούν σε μια οργάνωση ουσιαστικά τρία διαφορετικά κόμματα, δεν μπορεί να οδηγήσει σε ξεπέρασμα του χάους. 

Η «λαϊκή εξουσία» αποτελεί μια μερική αναγνώριση ότι αυτό  που χρειάζεται είναι μια γνήσια επανάσταση από τα κάτω. Ομως, αποτελεί μόνο μια μερική αναγνώριση. Η μεγαλύτερη έμφαση δίνεται στα κοινοτικά συμβούλια, όμως η ικανότητα αυτών των συμβουλίων να ασκήσουν έλεγχο από τα κάτω είναι περιορισμένη. 

Οι «κοινότητες», από μόνες τους, δεν είναι αυτοτελείς κοινωνικές δυνάμεις. Σε κάποιες περιπτώσεις αντιπροσωπεύουν το τοπικό «τμήμα» μιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης –για παράδειγμα όταν όλοι οι εργάτες ενός εργοστασίου ζουν στην ίδια φτωχογειτονιά. Συνήθως όμως, περιλαμβάνουν ένα μείγμα ανθρώπων που κερδίζουν τα προς το ζην με διαφορετικούς τρόπους που μερικές φορές τους φέρνουν και σε αντίθεση. Αυτό μπορεί να ισχύει ακόμα και για ένα φτωχό «μπάριο»: κάποιοι κάτοικοί του είναι εργάτες με μια συλλογική νοοτροπία, κάποιοι άλλοι είναι αυτοαπασχολούμενοι μικροπωλητές κάτι που τους σπρώχνει στον ατομικισμό, άλλοι είναι άνεργοι ευάλωτοι στην απογοήτευση και κάποιοι λίγοι έχουν σχετικά προνομιούχες θέσεις στο κράτος ή κερδίζουν πολλά από τις επιχειρήσεις τους στο μπάριο. Επιπροσθέτως, συχνά αναπτύσσονται εντάσεις στο εσωτερικό του μπάριο ή ανάμεσα σε μπάριος –γύρω από την πρόσβαση στην ύδρευση, τις προσπάθειες νεοφερμένων να χτίσουν σε άδεια κομμάτια γης, δυσαρέσκειες ανάμεσα στους περισσότερο και λιγότερο ευκατάστατους κλπ. 

Γι’ αυτό το λόγο, κινήματα «κοινότητας» σπάνια διαθέτουν οργανικούς δεσμούς με την πλειοψηφία του πληθυσμού που ισχυρίζονται ότι αντιπροσωπεύουν. Τείνουν να είναι κινήματα μειοψηφιών ακόμα και όταν κάποιες φορές κερδίζουν την υποστήριξη της πλειοψηφίας. Οι μειοψηφίες μπορεί να είναι ιδιαίτερα ριζοσπαστικές –σε κάποια από τα φτωχότερα μπάριος του Καράκας αγωνιστές με μακρά δράση στο αντάρτικο πόλεων αποτελούν τον πυρήνα αυτών των κινημάτων. Αλλά από μόνοι τους δεν μπορούν να κινητοποιήσουν και να οργανώσουν τις απαιτούμενες δυνάμεις που θα πάρουν τον έλεγχο της κοινωνίας από τα κάτω σε κόντρα με το υπάρχον κράτος. 

Η έμφαση που δίνεται στον «κοινοτικό» χαρακτήρα της «λαϊκής εξουσίας» βολεύει τις τάσεις μέσα στο στρατόπεδο του «τσαβισμού» που δεν θέλουν οι αποφάσεις να είναι υπόθεση των μαζών. Αυτές οι τάσεις θα δουν τις κοινοτικές δομές ως εύκολα χειραγωγήσιμες από τα πάνω. Στο κάτω-κάτω, «λαϊκή εξουσία» είναι η ονομασία που χρησιμοποιείται στην Κούβα για να περιγράψει μια πυραμιδωτή αυταρχική δομή που δεν αφήνει σε κανένα το περιθώριο να αμφισβητήσει την κατεύθυνση της «επαναστατικής» ανάπτυξης που καθορίζεται από ένα μονολιθικό κόμμα στο οποίο κυριαρχούν αξιωματικοί του στρατού. Αυτοί που θέλουν το αποκορύφωμα της «διαδικασίας» στη Βενεζουέλα να είναι μια πραγματική επανάσταση, θα πρέπει μεν να παλέψουν μέσα στις κοινότητες αλλά να δώσουν την έμφαση αλλού –στα ταξικά κινήματα. 

Τα ταξικά κινήματα που έχουν τη βάση τους στη παραγωγική διαδικασία, έχουν τη δύναμη, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τα κινήματα της «κοινότητας», να έλκουν στη δράση τη συντριπτική πλειοψηφία. Ακόμα και σε μια καθόλου επαναστατική απεργία η συμμετοχή μπορεί να είναι 100% παρά τις μεγάλες θυσίες που μπορεί να κάνουν οι απεργοί. Τα ταξικά κινήματα, επίσης, έχουν τη δύναμη όχι μόνο να διαμαρτύρονται αλλά να επιβάλλουν τον έλεγχό τους στα γεγονότα. Τα περί «λαϊκής εξουσίας» μπορεί να «μεταφραστούν» σε πραγματική εναλλακτική εξουσία μόνο αν υπάρχει ένας κεντρικός μοχλός οργάνωσης της εργατικής τάξης. Οργανώσεις των μικροπωλητών του δρόμου, των ανέργων, των «μπάριος» κλπ είναι σημαντικές. Αλλά χρειάζονται μια κεντρική εστίαση σε αυτούς που χειρίζονται τα μέσα παραγωγής και γι’ αυτό το λόγο είναι ικανοί να πάρουν στα χέρια τους και να αλλάξουν τον κεντρικό πυρήνα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ακόμα και όταν οι σταθερά απασχολούμενοι εργάτες είναι η μειοψηφία του πληθυσμού –όπως στη Βενεζουέλα- συνεχίζουν να αποτελούν τη μεγαλύτερη κοινωνικά ομοιογενή μειοψηφία και έχουν τη μεγαλύτερη δυναμική για αυτο-οργάνωση και για να δώσουν ηγεσία στους άλλους καταπιεσμένους τομείς της κοινωνίας. 

Kράτος

Ακόμα περισσότερο, η «Λαϊκή εξουσία» δεν σημαίνει και πολλά πράγματα αν δεν μπορεί να διεισδύσει στα «σώματα ένοπλων ανθρώπων» τα οποία αποτελούν τον πυρήνα του κράτους, δηλαδή αν δεν υπάρξουν συμβούλια των φαντάρων τα οποία θα είναι συνδεδεμένα με τα συμβούλια στους χώρους δουλειάς και στις κοινότητες. 

Μια τέτοια επαναστατική ερμηνεία της «λαϊκής εξουσίας» πάει πολύ βαθύτερα από το παρόν προεδρικό διάταγμα, έστω κι αν αυτό το τελευταίο δίνει τη δυνατότητα να προπαγανδίσει κανείς μια τέτοια εξουσία. Μια γνήσια επανάσταση, δηλαδή η «βάση» της κοινωνίας να παίρνει τον έλεγχο της «κορυφής», δεν μπορεί να έρθει με διατάγματα από ψηλά. Προϋποθέτει μια νέα «έκρηξη» του αγώνα από τα κάτω. 

Οι προηγούμενες τέτοιες φάσεις, το 2002-3 και το 2004 ήρθαν ως απάντηση στις επιθέσεις που εξαπέλυσε η δεξιά. Ενα από τα παράδοξα της κατάστασης στη Βενεζουέλα είναι ότι η δυνατότητα του Τσάβες να προσφέρει μεταρρυθμίσεις, εξαιτίας των υψηλών τιμών του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές, λειτουργεί σαν  ένας παράγοντας που λειτουργεί ανασταλτατικά σε μια τέτοια «έκρηξη» από τα κάτω.  Οι εργάτες, οι φτωχοί των πόλεων, οι αγρότες δεν έχουν βρεθεί αναγκασμένοι να αυτοοργανωθούν ενάντια στο κράτος όπως έγινε με τους απεργούς δασκάλους και τον πληθυσμό που μπήκε στη μάχη στην πόλη της Οαχάκα. Υπάρχει ακόμα η γενικευμένη αίσθηση ότι ο Τσάβες, ο «Κομαντάντε» θα τα κάνει όλα. Ο Ρολάντ Ντενίς υπολογίζει ότι μόνο το 20% του πληθυσμού συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία. Το υπόλοιπο 40% που ψήφισε Τσάβες παρακολουθεί παθητικά τις εξελίξεις. Ωστόσο ο πετρελαϊκός πλούτος δεν δίνει όλες τις απαντήσεις στα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα μιας καπιταλιστικής οικονομίας, ιδιαίτερα μιας σχετικά αδύνατης οικονομίας όπως της Βενεζουέλας. Ο πληθωρισμός, η αδυναμία του εθνικού νομίσματος και η τάση των καπιταλιστών να μετακινούν τα κέρδη-ρεκόρ που κάνουν στο εξωτερικό, είναι σημάδια αυτής της πραγματικότητας. Ενας νέος γύρος αντιπαράθεσης είναι αναπόφευκτος. Και τότε μια επαναστατική προσέγγιση της «λαϊκής εξουσίας» -μια προσέγγιση που θα βασίζεται στην εργατική εξουσία αλλά δεν θα περιορίζεται εκεί- θα είναι απαραίτητη.