Mια χρήσιμη εισαγωγή
Ανάμεσα στα πράγματα που φάνηκαν με τις πρόσφατες εξελίξεις στην Τουρκία (ηλεκτρονικό πραξικόπημα και πρόωρες εκλογές) είναι το πόσο άγνωστη είναι στην Ελλάδα η πολιτική σκηνή της διπλανής χώρας. Το βιβλίο του Erik Zurcher μπορεί να βοηθήσει όποιον θέλει να ξεμπερδέψει τη γενεαλογία των πολιτικών δυνάμεων στην Τουρκία, το ρόλο του στρατού και τι είναι οι “ισλαμιστές”.
Υπάρχει ένα κλασικό πρόβλημα στην “τουρκολογία”, η ερμηνεία του περάσματος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε ένα κοσμικό καθεστώς προσανατολισμένο στη Δύση. Η μέχρι πρόσφατα κυρίαρχη άποψη έπαιρνε ως τομή τα χρόνια 1918-1923, που οδήγησαν στην εγκαθίδρυση του κεμαλικού καθεστώτος. Ο χαρακτηριστικότερος εκπρόσωπός της είναι ο αραβολόγος και τουρκολόγος Μπερναρντ Λιούις με το σημαντικό έργο “Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας”. Η ερμηνεία αυτή βλέπει τους Κεμαλιστές να είναι η “νέα Τουρκία”, που αναδύεται μέσα από την παρακμή της παλιάς. Ο κεμαλισμός ερμηνεύεται ως νίκη των ιδεών της Δύσης πάνω στην Ανατολή. Δεν είναι τυχαίο που ο Λιούις, στα 91 του χρόνια σήμερα, έχει το ελεύθερο να μπαινοβγαίνει στον Λευκό Οίκο, όντας από τους αγαπημένους διανοούμενους του Τζορτζ Μπους και θεωρείται “πατέρας” των νεοσυντηρητικών. Η άποψη της “ανάδυσης της σύγχρονης Τουρκίας” ήταν προϊόν της δεκαετίας του '50 και του '60. Η οικονομία της Τουρκίας αναπτυσσόταν ραγδαία ενώ η στρατηγική της σύνδεση με τη Δύση και ιδιαίτερα με τις ΗΠΑ ήταν αναμφισβήτητη.
Τις τελευταίες δεκαετίες μια σειρά ιστορικοί έχουν ανατρέψει αυτή την ερμηνεία. Εχουν αναδείξει πως οι τάσεις “εκσυγχρονισμού” υπήρχαν ήδη μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ακόμη και στα πολύ υψηλά κλιμάκια.
Ο Zurcher όντας εκπρόσωπος αυτής της σχολής των ιστορικών, ξεκινάει την σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας από τις πρώτες απόπειρες εκσυγχρονισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η επιρροή της Δύσης έπαιξε ρόλο, όχι ως “μαγικό ραβδί”, αλλά λόγω της ένταξης της Αυτοκρατορίας στον παγκόσμιο καπιταλισμό, πιο έντονα από τα τέλη του 18ου αιώνα. Ετσι από τη μια μέσα στην Αυτοκρατορία διαμορφώνονται νέες τάξεις που έχουν συμφέρον να αμφισβητούν το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα και άρα είναι πρόσφοροι για τις “νέες ιδέες” του φιλελευθερισμού και του εθνικισμού. Από την άλλη και το ίδιο το κράτος νιώθει την ανάγκη να αμυνθεί και εσωτερικά και εξωτερικά και άρα ψάχνει διόδους εκσυγχρονισμού.
Ο Zϋrcher παρακολουθεί αυτήν την πορεία από τον Σελίμ Γ' που προσπαθεί να εξορθολογικοποιήσει το στρατό το 1792, στον Μαχμούτ Β' που κινητοποιημένος και από τη στρατιωτική του ήττα στην Πελοπόννησο καταργεί τους Γενίτσαρους το 1826, στην περίοδο των μεταρρυθμίσεων (Τανζιμάτ) από το 1839 ως το 1871. Με τον Αμπτούλ Χαμίτ Β' (1876-1909) οι αντιφάσεις κορυφώνονται, μιας και οι μεταρρυθμίσεις έχουν φέρει πραγματικά αποτελέσματα (τηλέγραφος, σιδηρόδρομος, μαζικός Τύπος), αλλά υπάρχει όλο και μεγαλύτερος φόβος για το καθεστώς ότι κάθε παραπάνω άνοιγμα θα οδηγήσει σε κατάρρευση.
Οι απλοί άνθρωποι θα αναλάβουν να λύσουν τις αντιφάσεις με το κύμα αγώνων που οδήγησε στην “Επανάσταση των Νεότουρκων” το 1908. “Ανθρωποι από κάθε κοινωνικό επίπεδο και κάθε κοινότητα, τη μουσουλμανική, την εβραϊκή και τη χριστιανική κυριεύθηκαν από χαρά και ανακούφιση, συμφιλιώνονταν και πανηγύριζαν στους δρόμους. [...] ο κόσμος πήρε εκδίκηση από τους εκπροσώπους του παλαιού καθεστώτος, πιέζοντας για την απόλυση αξιωματικών και προπηλακίζοντας στελέχη του δικτύου κατασκοπείας. Κύμα απεργιών σάρωσε την Αυτοκρατορία: σημειώθηκαν πάνω από εκατό σε έξι μήνες”
Το 1908 είχε δύο πτέρυγες, τους πάνω και τους κάτω και δεν άργησε να φανεί η σύγκρουση. “Η ηγεσία απαγόρευσε τον συνδικαλισμό στο δημόσιο τομέα. [...], συντάχθηκε ξεκάθαρα με τους καπιταλιστές στην καταστολή των ελευθεριών”.
Ο Κεμαλισμός ανέλαβε να ξαναστήσει την αστική τάξη μέσα από τα συντρίμια της Αυτοκρατορίας μετά από 10 χρόνια πολέμου, σε μια χώρα ακρωτηριασμένη από τα Βαλκάνια και την αραβική Μεσόγειο.
Το νέο τουρκικό κράτος προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του εφαρμόζοντας πολιτικές οικονομικής αυτάρκειας, ιδιαίτερα μετά την κρίση του '29. Τα πεντάχρονα πλάνα του Στάλιν θεωρούνται πρότυπο για ανάπτυξη τουρκικής βιομηχανίας που θα υποκαθιστούσε τις εισαγωγές. Η ανάπτυξη ήρθε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Δόγμα Τρούμαν που αναγνωρίζει το στρατηγικό ρόλο της Τουρκίας και της Ελλάδας επιτρέπει στην τουρκική οικονομία (όπως και στην ελληνική) να κερδίσουν από τη ροή δολαρίων προς την Ευρώπη. Το 1950 το Δημοκρατικό Κόμμα του Ντεμιρέλ έρχεται στην εξουσία με εκλογές, σπάζοντας το δεδομένο του “Κόμματος-κράτους” που είχε προκύψει από την εποχή του Κεμάλ. Το Δημοκρατικό Κόμμα εκφράζει το κομμάτι της αστικής τάξης που προσανατολίζεται σε μεγαλύτερη ένταξη στην παγκόσμια αγορά, παρά σε εκβιομηχάνιση με κέντρο το κράτος.
Το Δημοκρατικό Κόμμα όμως θα ξεσπάσει με αυταρχισμό στις πρώτες αντιδράσεις ενάντια στην πολιτική του, οδηγώντας στην επέμβαση χαμηλόβαθμων αξιωματικών το '60, με ένα πραξικόπημα που οδήγησε στη βελτίωση του Συντάγματος προς το δημοκρατικότερο. Αυτή η σταθεροποίηση θα κρατήσει λίγο. Μέσα στη δεκαετία του '60, η μαζικοποίηση των πόλεων, της εργατικής τάξης και των φοιτητών, σε συνθήκες που η οικονομική ανάπτυξη έχει φρενάρει, γεννάνε μια νέα Αριστερά και έντονη ριζοσπαστικοποίηση. Στον αντίποδα ενισχύονται οι φασιστικές οργανώσεις που αναλαμβάνουν να “τσακίσουν την Αριστερά στους δρόμους”. Οι άγριες συγκρούσεις με τους φασίστες, οι ιδεολογικές επιρροές της εποχής και η πολύ γρήγορη ταχύτητα με την οποία μεγάλωσε η Αριστερά, στηριγμένη κυρίως σε μαθητές και φοιτητές οδήγησε μεγάλο μέρος της σε λογικές αντάρτικου πόλεων. Το '71 ο στρατός κάνει πραξικόπημα για να ελέγξει την έκρηξη του κινήματος. Ομως θα αποδειχθεί λίγο. “Ο αριθμός των θυμάτων της πολιτικής βίας αυξήθηκε γρήγορα: από 230 περίπου το 1977 σε 1200 ως 1500” στα τέλη της δεκαετίας.
Η σταθεροποίηση δεν μπόρεσε να προχωρήσει καθώς η οικονομία δεν μπόρεσε ποτέ να βγει από το τέλμα. Πλέον η μετανάστευση δεν ήταν από τα χωριά προς τις πόλεις, αλλά προς την Ευρώπη. Το πραξικόπημα του 1980 ήρθε με πιο σκληρό τρόπο να καταστείλει τις αντιστάσεις.
Ο Τουργκούτ Οζάλ αναδεικνύεται από υπουργός της Χούντας σε νέο πολιτικό πρόσωπο τη δεκαετία του '80, εκφράζοντας το πιο “αισιόδοξο” τμήμα της άρχουσας τάξης που ελπίζει σε μεγαλύτερο άνοιγμα της οικονομίας, σε γρήγορες ιδιωτικοποιήσεις, με πρότυπα τη Θάτσερ και τον Ρήγκαν. Το πολιτικό Ισλάμ κάνει δυναμική εμφάνιση τη δεκαετία του '80, με πολλά πρόσωπα και με σύνθετες αιτίες. Η Αριστερά είχε υποστεί άγρια καταστολή, το Κόμμα του Ορθού Δρόμου, του Ντεμιρέλ, αλλά και το Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας του Οζάλ, ακόμη και οι φασίστες χρησιμοποιούν το Ισλάμ ως πολιτικό εργαλείο, ενώ έχει μεσολαβήσει και η ιρανική επανάσταση.
Από το 1994 ως το 2002 η οικονομία της Τουρκίας πέρασε διαδοχικές κρίσεις φτάνοντας μέχρι την τεράστια κατάρρευση της λίρας. Δόθηκε έτσι τη δυνατότητα στο Κόμμα της Ευημερίας και ιδιαίτερα στο “μετριοπαθές” τμήμα του Κόμματος που συσπειρώθηκε γύρω από τον Ερντογάν να αναδυθούν ως εναλλακτική λύση. Ο Zurcher εξηγεί ότι η νίκη του Ερντογάν δεν έχει καμία σχέση με τον φονταμενταλισμό. “Πρόκειται για ιδεολογικές κινήσεις που εγγράφονται στο πλαίσιο της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας και προσπαθούν να διαμορφώσουν μια πρόταση για τα προβλήματα που συνδέονται μ' αυτή” ενώ “ο πραγματικός φονταμενταλισμός αποτελεί περιθωριακό φαινόμενο στην τουρκική πολιτική”.
Το βιβλίο του Zurcher είναι πολύ χρήσιμο για εισαγωγή στην τουρκική ιστορία, βάζοντας ιδιαίτερα γερά θεμέλια σε σχέση με το οθωμανικό πλαίσιο. Το μειονέκτημα είναι ότι είναι κατά κύριο λόγο πολιτική ιστορία, με παραθέσεις των οικονομικών εξελίξεων σε ειδικά κεφάλαια. Οι εξελίξεις στη βάση της κοινωνίας δεν περιγράφονται αναλυτικά και οι απλοί άνθρωποι κάνουν την εμφάνισή τους κυρίως ως ψηφοφόροι. Αυτό οφείλεται κυρίως στό ότι ο Zurcher θέλησε να μελετήσει μια πολύ μεγάλη περίοδο (1792-2004) μέσα σε 400 σελίδες. Ενα άλλο κενό είναι ο ανταγωνισμός με την Ελλάδα, ο οποίος εμφανίζεται στη μεταπολεμική περίοδο κυρίως μέσω της Κύπρου και όχι ως ευρύτερη διαμάχη για το ποιος έχει το πάνω χέρι στην περιοχή.
Τιμή: 28.70 ευρώ 508 σελίδες
Εκδόσεις: Aλεξάνδρεια