Άρθρο
Πώς θα μάθουν τα παιδιά Iστορία;

To μάθημα θα γίνει καλύτερο με βιβλία που μιλ

Aνάμεσα στην νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση της Γιαννάκου και την εθνικιστική υστερία των ελληναράδων, οι ανάγκες των παιδιών συνθλίβονται υποστηρίζει ο Σεραφείμ Pίζος, δάσκαλος σε Δημοτικό Σχολείο στα Xανιά.

To να αντισταθούμε στην εκστρατεία των Χριστόδουλων, των Παπαθεμελήδων, των Καρατζαφέρηδων τους είναι κομμάτι της πάλης για την υπεράσπιση της Δημόσιας Παιδείας. Δεν αναγνωρίζουμε σε όλο αυτό τον ακροδεξιό συρφετό τη δυνατότητα να καθορίζει με βάση τα δικά του πολιτικά συμφέροντα το τι διδάσκεται στα ελληνικά σχολεία.  

Τέτοιου είδους παρεμβάσεις δεν είναι καινούργιο φαινόμενο όπως δεν είναι καινούργιο και το ότι το   κρυφό σχολειό έχει πάψει να διδάσκεται ως ιστορικό γεγονός.  Υπάρχει   μακρά παράδοση  αλλαγών που επιβλήθηκαν σε  βιβλία που δεν ταυτίζονταν με τις προδιαγραφές που αυτοί έβαζαν. Οι αμυντικές γραμμές που υποτίθεται ότι χαράζουν, για την υπεράσπιση της ιστορίας και της θρησκείας,  είναι το προκάλυμμα για το ρόλο του δημόσιου λογοκριτή που για μια ακόμη φορά θέλουν να παίξουν.

Η αρχή έγινε  το 1965, εναντίον του βιβλίου «Ιστορία Ρωμαϊκή και  Μεσαιωνική» του Κ. Καλοκαιρινού για τη Β΄Γυμνασίου. Οι ίδιοι επικριτές (όχι ως φυσικά πρόσωπα, αλλά οι πολιτικοί τους πρόγονοι και μετέπειτα συνεργάτες της χούντας) πέτυχαν την απαγόρευση της διδασκαλίας  του βιβλίου. Και τότε έβλεπαν σχέδια «αμφισβήτησης  της συνέχειας του ελληνισμού», «υπονόμευσης της εθνικής ταυτότητας», ενώ στηλίτευαν το αντιθρησκευτικό περιεχόμενό του και μιλούσαν για  προϊόν μαρξιστικής συνομωσίας. Οι ίδιες – ή του ίδιου πολιτικού προσανατολισμού - εφημερίδες τους κάλυπταν και τότε. Από της σελίδες της  «Απογευματινής» ξεκίνησε η αντίστοιχη καμπάνια. Και τότε είχαν επιστρατεύσει επιστήμονες και διάφορους μεγαλόσχημους της εποχής. Το ρόλο που παίζει σήμερα η Ακαδημία Αθηνών τον έπαιζε η τότε συντηρητική Φιλοσοφική Σχολή.

Τα ίδια συνέβησαν και το 1985, όταν ξεσηκώθηκαν εναντίον βιβλίου της Α΄ Λυκείου που υιοθετούσε την θεωρία του Δαρβίνου. Το τελευταίο τους χτύπημα ήταν το 2002 όταν πέτυχαν την ακύρωση του βιβλίου της Γ΄ Λυκείου «Νεότερος και Σύγχρονος Κόσμος».

Το  πιο προκλητικό όμως δεν είναι τα επιχειρήματά των θεματοφυλάκων του «ελληνοχριστιανικού ιδεώδους». Είναι ότι όλοι αυτοί έβρισκαν, και το χειρότερο βρίσκουν, πάντα, πρόθυμα αυτιά (και χέρια ) στην ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Είναι χαρακτηριστική  η ευκολία και η προθυμία με την οποία το σκληρό και αδιάλλακτο, απέναντι στα αιτήματα όλης της εκπαιδευτικής κοινότητας, υπουργείο, μετατρέπεται σε έναν οσφυοκάμπτη απέναντι στα εθνικιστικά ουρλιαχτά τους. 

Τόσο καιρό Υπουργείο και Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, με περισσή έπαρση, περιφρονούσαν τις επισημάνσεις των εκπαιδευτικών για σοβαρά λάθη στα νέα βιβλία, για την λανθασμένη διαδικασία εισαγωγής τους στα σχολεία, για την ελλιπή επιμόρφωση. Τώρα υπακούοντας  στο δημόσιο κάψιμο του σχολικού βιβλίου από τους  φασίστες, θα τοποθετήσουν το βιβλίο στην προκρούστια κλίνη του εθνικισμού προκειμένου να «βελτιωθεί» επί το εθνικιστικότερο. Αυτό που ανησυχεί τη Γιαννάκου είναι πόσο θα διαταραχθούν  οι συμμαχίες της μέσα στην ακαδημαϊκή κοινότητα από αυτό το γεγονός.

Δεν ενδιαφέρονται  για την μάθηση των παιδιών. Η  επιστήμη δεν παίζει ρόλο πια. Τα πολιτικά  παζάρια ανάμεσα στην εκκλησία και την κυβέρνηση είναι αυτά που θα αποφασίσουν το τι θα μαθαίνουν τα παιδιά.  Αν πραγματικά το υπουργείο και οι ρασοφόροι (εκκλησιαστικοί και κοσμικοί) ενδιαφέρονταν για τα παιδιά θα έθεταν σε επανεξέταση το σύνολο των νέων βιβλίων που ήδη αρχίζουν να δημιουργούν ανισότητες και μαθησιακές δυσκολίες στους μαθητές. Δεν βγάζουν όμως άχνα για την ακαταλληλότητα των βιβλίων των μαθηματικών. Δεν μιλούν  για τη συμπίεση της ύλης προς τις μικρότερες τάξεις, σε τέτοιο σημείο ώστε να  απαιτείται από τα πρωτάκια να γνωρίζουν τους αριθμούς πριν καν έρθουν στο Δημοτικό. Φαίνεται ότι είναι θεμιτός για αυτούς ο εξοβελισμός της λογοτεχνίας από το μάθημα της γλώσσας και η αντικατάστασή της με προγράμματα τηλεόρασης, συνταγές και διαφημίσεις . Έχουν κλειστά μάτια και αυτιά τόσο στις φωνές των δασκάλων για  την ελλιπή υλικοτεχνική υποδομή των σχολείων ώστε να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις, όσο και σε αυτές  των γονιών που δεν μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά τους λόγω της δυσκολίας  των νέων βιβλίων.

Δεν τους ενδιαφέρει όμως ούτε η ιστορική αλήθεια. Επικεντρώνουν την «κριτική» τους σε δυο τρία σημεία. Τους νοιάζει η Αγία Λαύρα και το κρυφό σχολειό, τα οποία αποτελούν ιστορική αλήθεια μόνο και μόνο γιατί το θέλουν αυτοί και η παράδοση του ελληνικού εθνικισμού  του 19ου αιώνα. Τότε που η ελληνική άρχουσα τάξη διεκδικούσε το δικό της μερίδιο στα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και έφτιαχνε τη δική της ιστορία, τη δική της παράδοση, τις δικές της τέχνες και τους δικούς της θρύλους προκειμένου να νομιμοποιήσει τις διεκδικήσεις της.

Αυτή η «ιστορία» συμφέρει τους εθνικιστές. Τι λάβαρα θα σηκώνει άλλωστε ο Χριστόδουλος στις λαοσυνάξεις του αν δεν υπάρχει «Αγία Λαύρα»; Δεν ενδιαφέρονται το σχολείο να παράγει πολίτες με πλήρη συνείδηση του παρελθόντος και των αιτιών που οδήγησαν στο παρόν. Ενδιαφέρονται να έχουν ημιμαθείς υπηκόους πρόθυμο κρέας για το  παγκάρι και τα κανόνια τους.

Στην ίδια γραμμή κινείται και το Υπουργείο. Άλλωστε ο εθνικισμός μπορεί κάλλιστα να συμβαδίσει με την παγκοσμιοποίηση. Η παιδεία της αγοράς που ετοιμάζουν κάλλιστα μπορεί να συμβαδίζει με ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στο Αφγανιστάν στο πλευρό του Μπους και των φίλων του,  που ονομάζει τα στρατόπεδα του «Μέγας Αλέξανδρος».

Όλα αυτά βέβαια δεν σημαίνουν ότι θα συμφωνήσουμε ή θα υπερασπιστούμε το βιβλίο ιστορίας της κυρίας Ρεπούση.

Η ανάληψη της συγγραφής του βιβλίου από μια ομάδα υποστηριχτών της εκπαιδευτικής «μεταρρύθμισης», δεν είναι τυχαία. Ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με τη διαδικασία έκδοσης  των νέων βιβλίων. Για πρώτη φορά την έκδοσή τους την ανέλαβαν επιχειρηματίες μεγαλοεκδότες, ενώ το περιεχόμενό τους περνούσε συνεχώς κάτω  από τον έλεγχο του Υπου-ργείου μέσω του  Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. 

Σύμφωνα με τους υπερασπιστές του νέου βιβλίου, είναι πρωτοποριακό γιατί προκρίνεται η ερευνητική μέθοδος διδασκαλίας έναντι της αφήγησης. Αυτό μπορεί να καταλήγει σε ένα αισθητικά αρτιότερο βιβλίο σε σχέση με το προηγούμενο, όμως αμφιβάλλω αν σε κάτι παιδαγωγικά καλύτερο. Αφενός γιατί η «ερευνητική» μέθοδος διδασκαλίας απαιτεί μια υλικοτεχνική υποδομή την οποία τα περισσότερα σχολεία δεν διαθέτουν (υπολογιστές, σχολικές βιβλιοθήκες κλπ). Έτσι μοιραία το αν το μάθημα δεν γίνεται όπως πρέπει, η ευθύνη θα βαραίνει το δάσκαλο που δεν αποκατέστησε την έλλειψη αυτή με τη δική του επιπλέον εργασία. Αφετέρου το μάθημα της ιστορίας δεν είναι ένα μάθημα που μπορεί να στηριχθεί στη βιωματική εμπειρία του παιδιού. Απαιτεί σε μεγάλο βαθμό ανεπτυγμένη κριτική και αφαιρετική σκέψη. Πώς μπορεί, όταν δεν υπάρχει ανεπτυγμένη η έννοια του ιστορικού χρόνου, του ιστορικού πλαισίου, να αναπλάσει το παιδί το παρελθόν μέσα από τη μελέτη κάποιων αποσπασματικών πηγών και φωτογραφιών; Λόγω αυτών των ελλείψεων , φοβάμαι ότι θα αναπλάθεται το παρελθόν, σύμφωνα με τα σημερινά πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δεδομένα. 

Κατά τη γνώμη μου το μάθημα της ιστορίας σε αυτές τις ηλικίες είναι σε μεγάλο βαθμό αφήγηση του «συναρπαστικού παραμυθιού της ανθρωπότητας», όπως τη χαρακτήρισε ο Γ. Μαργαρίτης, ώστε να εξάψει κανείς το ενδιαφέρον των παιδιών για το παρελθόν και για έρευνα σε αυτό. Μειώνοντας την αφήγηση αρχίζουμε ανάποδα, με αποτέλεσμα να απωθούμε τα παιδιά από την ιστορία. Από την άλλη η θεματική και όχι η χρονική παράθεση της ύλης μάλλον δυσκολεύει παρά διευκολύνει την κατανόηση του παρελθόντος, το οποίο φοβάμαι ότι παίρνει στο μυαλό των μαθητών τη μορφή «χύμα» γεγονότων, ατάκτως ερριμένων. 

 Το νέο βιβλίο όπως και τα υπόλοιπα, διώχνει τα παιδιά από το σχολείο. Είναι ένα βιβλίο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της νεοφιλελεύθερης  μεταρρύθμισης. Προσπαθεί να χρησιμοποιήσει την ιστορία για να δικαιολογήσει τις σημερινές πολιτικές επιλογές της ελληνικής άρχουσας τάξης, ιδιαίτερα αυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν προωθείς την ειρηνική συνύπαρξη των λαών απαλείφοντας τα οδυνηρά σημεία του παρελθόντος. Όχι οι Έλληνες δεν «συνωστίζονταν» απλά στο λιμάνι της Σμύρνης, όπως και δεν καταλάμβαναν απλά την Τριπολιτσά.   Η ιστορία, είναι γεμάτη εντάσεις, πολέμους , σφαγές. Με  το να τις απαλείφεις δημιουργείς μια πλαστή εικόνα για το παρελθόν ώστε  να ταιριάζει στην εξίσου πλαστή σύγχρονη εικόνα του κοινού και ειρηνικού ευρωπαϊκού σπιτιού. 

Αν θέλεις να προωθήσεις την ειρήνη-πράγματι το σχολείο μπορεί να παίξει ρόλο σε αυτό-πες όλη την αλήθεια. Μίλησε για τις πολιτικές ευθύνες της ηγεσίας του δικού σου έθνους ως αίτιο των μεγάλων ηττών, καταστροφών, κρίσιμων καταστάσεων, αδικιών ή ακόμη και εγκλημάτων που αυτή διέπραξε. Αντίθετα εξακολουθεί να καλλιεργεί μύθους όπως αυτού της εθνικής ενότητας. Το έθνος εξακολουθεί να παρουσιάζεται, λανθασμένα, ως μία ενιαία ομάδα, πέρα από οποιεσδήποτε διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του. 

Ο ισχυρισμός ότι το βιβλίο αυτό δίνει έμφαση στην ιστορία των απλών ανθρώπων, είναι εξίσου πλαστός. Οι «απλοί» άνθρωποι δεν είναι απλά αντικείμενα της ιστορίας. Είναι οι ίδιοι δημιουργοί της ιστορίας. Στο βιβλίο αυτό απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στις κοινωνικές τάξεις και στην ταξική πάλη. Οι άνθρωποι δεν ανήκουν σε τάξεις και οι τάξεις αυτές δεν έρχονται σε καμιά αντίθεση μεταξύ τους. 

Οι κοτζαμπάσηδες απλά «εκλέγονται από τα μέλη των κοινοτήτων» και είναι «….άντρες, ικανοί, τίμιοι και πλούσιοι…..».  Η ελληνική και η γαλλική επανάσταση ήταν γεγονότα πέρα από τις τάξεις. Το εργατικό και το φεμινιστικό κίνημα αν και καινοτομίες ως διδακτικές ενότητες για το ελληνικό Δημοτικό σχολείο παρουσιάζονται ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε πολιτικές διεργασίες και αντιπαραθέσεις. Η ύπαρξη της ρώσικης επανάστασης αγνοείται πλήρως από τη συγγραφική ομάδα, οι δε πορείες, διαδηλώσεις και απεργίες του Μεσοπολέμου απλά οδηγούν στο φασισμό. Τι άραγε να έλεγαν για αυτό όσοι έζησαν το Μάη του ’36 ή στον ισπανικό εμφύλιο;

Το βιβλίο της ιστορίας δεν μπορεί, όπως και όλα τα βιβλία να ειδωθούν έξω από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Είναι κομμάτι της επιχειρούμενης διάλυσης της δημόσιας παιδείας. Όσοι υπερασπιζόμαστε τη Δημόσια Παιδεία, χρειάζεται να συνεχίσουμε σε αυτό το δρόμο ακόμη πιο δυνατά, προσθέτοντας και την απαίτηση για καλύτερα βιβλία.