Η Μαρία Στύλλου εξηγεί γιατί η κυβέρνηση του τρίτου Μνημόνιου έχει την τύχη των δύο προηγούμενων.
Το άρθρο αυτό γράφεται πριν από την ψηφοφορία για το νέο Μνημόνιο και για τον προϋπολογισμό, και είναι ανοιχτό εάν μετά απ’ αυτό, η κυβέρνηση συνεργασίας θα μπορέσει να επιβιώσει. Αυτή την «ξαφνική» για πολλούς εξέλιξη την ενίσχυσε η ψηφοφορία στη Βουλή για τις ιδιωτικοποιήσεις και τη συνένωση των ασφαλιστικών ταμείων με τον ΕΟΠΠΥ. Το σχέδιο της κυβέρνησης απορρίφτηκε και για τον ΕΟΠΠΥ αλλά και εν μέρει για τις ιδιωτικοποιήσεις. Μια κυβέρνηση που στηριζόταν όταν ξεκίνησε σε 179 βουλευτές και σε τρία κόμματα απ’ όλο το πολιτικό φάσμα, δεν κατάφερε παρά να συγκεντρώσει 148 ψήφους στο κρίσιμο άρθρο 2 για τις ιδιωτικοποιήσεις. Είναι το άρθρο που δίνει τη δυνατότητα στο κράτος να παραιτηθεί από την ιδιοκτησία και τον έλεγχο όλων των κρατικών επιχειρήσεων. Τέτοια συνοπτική και συνολική παραίτηση δεν είχε τολμήσει ούτε η Θάτσερ ούτε ο Ρήγκαν να την προτείνουν στην περίοδο της μεγαλοδυναμίας τους στις αρχές του ’80.
Μετά απ’ αυτή την ψηφοφορία, έχουν πέσει λυτοί και δεμένοι να μην επαναληφθεί η κατάρρευση της κυβερνητικής πλειοψηφίας την κρίσιμη εβδομάδα που ψηφίζεται το πακέτο των περικοπών της Τρόικας μαζί με τα εργασιακά και αμέσως μετά ο προϋπολογισμός.
Θα χρειαστεί να δούμε πώς φτάσαμε ως εδώ. Πώς μια κυβέρνηση που δημιουργήθηκε από τη Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, από τρία κόμματα αποφασισμένα να στηρίξουν το νέο πακέτο, που δήθεν θα οδηγούσε στην ανάπτυξη, έχει φτάσει στο σημείο της διάλυσης – όχι μόνο της διάλυσης της κυβέρνησης αλλά και της συνοχής του κάθε κόμματος χωριστά. Ο Σαμαράς αναγκάστηκε μέσα σ’ αυτό το διάστημα να συγκρουστεί με τον Νικολόπουλο, βουλευτή της Αχαΐας που ανεξαρτητοποιήθηκε, να διαγράψει τον συνδικαλιστή της ΔΑΚΕ στη ΓΣΕΕ που κατέχει τη θέση του γραμματέα της, και στη συνέχεια, να διαγράψει έναν ακόμη βουλευτή. Στη ΔΗΜΑΡ ξεκίνησαν νωρίς οι συγκρούσεις στο εσωτερικό της και για την κυβέρνηση συνεργασίας με τη Ν.Δ. και για το νέο πακέτο, ακολούθησαν οι κωλοτούμπες της ηγεσίας της, αλλά αυτό δεν εμπόδισε την ανεξαρτητοποίηση ενός βουλευτή, και είναι ανοιχτό τι θα γίνει μετά απ’ αυτή την κρίσιμη βδομάδα. Στο ΠΑΣΟΚ οι εξελίξεις θυμίζουν πολύ την περιγραφή του Τρότσκι για το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας όταν άρχισε η κρίση στο μεσοπόλεμο. Στο άρθρο του «Και τώρα;» που έγραψε το 19321 περιγράφει με πολύ γλαφυρό τρόπο μέχρι πού μπορεί να φτάνει η σήψη των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων μέσα σε μια τέτοια περίοδο. «Στην περίοδο της πιο μεγάλης όξυνσης της ταξικής πάλης, το κόμμα που στηρίζεται στους εργάτες αλλά υπηρετεί τους καπιταλιστές, δεν μπορεί παρά να αισθάνεται την μυρωδιά που βγαίνει από τον ανοιγμένο τάφο».
Αυτή η περιγραφή είναι αρκετή για να κατανοήσει κανένας όχι μόνο τις εξελίξεις αυτών των ημερών, αλλά και την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ μέσα σε δυο χρόνια, από το 44% το 2009, σε κατάσταση ελεύθερης πτώσης σήμερα.
Τρεις λάθος εκτιμήσεις...
Ο Σαμαράς αποφάσισε να σχηματίσει την κυβέρνηση συνεργασίας με συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, μια απόφαση με μεγάλο ρίσκο, ελπίζοντας ότι έτσι θα κέρδιζε χρόνο. Υπολόγιζε ότι η διάρκεια αυτής της κυβέρνησης θα ήταν μεγαλύτερη από τέσσερεις μήνες και ότι στο τέλος θα έβγαινε αυτός κερδισμένος. Αυτό το σενάριο στηρίχτηκε σε τρεις εκτιμήσεις, που έχουν ήδη φανεί πόσο λάθος ήταν.
Η πρώτη αφορούσε την οικονομία και συγκεκριμένα ότι η διεθνής οικονομία μπαίνει σε περίοδο ανάπτυξης και το σκληρό πακέτο θα διευκόλυνε μια περίοδο οικονομικής ανάκαμψης και για την Ελλάδα. Η δεύτερη ήταν κοινωνική και υπολόγιζε ότι οι εργατικές αντιδράσεις απέναντι στο νέο πακέτο θα ήταν περιορισμένες. Σ’ αυτό έλπιζε ότι θα έπαιζε ρόλο η συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ. Και πάνω απ’ όλα μια περίοδος χάριτος που πάντοτε έχει μια καινούργια κυβέρνηση. Και η τρίτη ήταν πολιτική και εκτιμούσε ότι η συγκυβέρνηση θα μπορούσε να στρίψει το πολιτικό κλίμα προς τα δεξιά, εξέλιξη που θα ευνοούσε την άνοδο της Ν.Δ. και παράλληλα θα τράβαγε το χαλί κάτω από τα πόδια της Αριστεράς. Πίστευε ότι η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στο 27% θα ήταν μια περιορισμένη και προσωρινή εξέλιξη. Η προσπάθεια για στροφή δεξιά δεν θα ερχόταν μόνο από τις οικονομικές επιτυχίες, αλλά και μέσα από τις πολιτικές πρωτοβουλίες όπως η καμπάνια «καθαρίστε τις πόλεις», στείλτε τους μετανάστες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, και απομονώστε τα πιο μαχητικά κομμάτια των εργατικών αγώνων και των αντιστάσεων.
...που έπεσαν έξω και στις τρεις
Η εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας πηγαίνει προς το χειρότερο, η συζήτηση για νέα βουτιά, όχι στα χρηματιστήρια, αλλά στις οικονομίες των οκτώ πλουσιότερων κρατών είναι ανοιχτή. Η πρόσφατη σύνοδος του ΔΝΤ στο Τόκιο περιέγραψε την κατάσταση της διεθνούς οικονομίας ως εξής: Ο ρυθμός ανάπτυξης των G8 θα κυμαίνεται στο τέλος της χρονιάς κατά μέσο όρο στο 1,5%. Τα στοιχεία που έρχονται μετά απ’ αυτή τη διαπίστωση είναι ακόμη χειρότερα και για την Ιαπωνία και για τη Γερμανία και για τις ΗΠΑ.
Ένα δεύτερο ακόμη πιο εντυπωσιακό στοιχείο που βγήκε από τη σύνοδο του ΔΝΤ είναι ότι η επιλογή της δημοσιονομικής πειθαρχίας σαν πολιτική διεξόδου από την κρίση, έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Ο «αρνητικός πολλαπλασιαστής», εργαλείο που χρησιμοποίησε το ΔΝΤ και ανήκει στον Κέυνς, μετατρέπει στις περικοπές των δημοσίων δαπανών σε μεγάλωμα της ύφεσης, όπου εφαρμόζεται. Μέσα σ’ αυτές τις περιπτώσεις περιλαμβάνεται και η Ελλάδα, αλλά το φαινόμενο δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτήν. Ισχύει για όλη την Ευρώπη, ιδιαίτερα τα κράτη του Eurogroup, και μπορεί να επηρεάσει και τις ΗΠΑ. Οι εφημερίδες εκείνων των ημερών θύμιζαν τον κίνδυνο του λεγόμενου «δημοσιονομικού γκρεμού» στις ΗΠΑ, εάν στο τέλος του χρόνου εφαρμοστεί το πρόγραμμα περικοπών που συμφώνησαν Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι στο Κογκρέσο.
Η επιδείνωση φαίνεται ήδη στην ελληνική οικονομία. Χρειάστηκε το επιτελείο του Στουρνάρα να αναθεωρήσει τις προβλέψεις που είχε κάνει στον προϋπολογισμό που είχε καταθέσει πριν λίγες εβδομάδες. Οι Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς στο φύλλο τους στις 1 Νοέμβρη2 γράφουν ότι «η προς τα κάτω αναθεώρηση των στοιχείων του προϋπολογισμού, έχει απωθήσει την ανάκαμψη σε ακόμα μεγαλύτερη απόσταση. Η οικονομία προβλέπεται ότι θα συρρικνωθεί τον επόμενο χρόνο κατά 4,5% και όχι 3,8% όπως είχε προβλεφτεί, ενώ το έλλειμμα θα φτάσει στο 5,2% του ΑΕΠ και όχι στο 4,2% όπως ήταν η πρόβλεψη που έγινε πριν ένα μήνα, και τέλος το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού (προ πληρωμής των τόκων) θα είναι μόνο 0,4% του Εθνικού Εισοδήματος, ενώ είχε προβλεφτεί ότι θα έφτανε το 1,1%».
Συνολικά μέσα στα τελευταία τέσσερα χρόνια η μείωση του ΑΕΠ έχει φτάσει το 20%. Επειδή η κατρακύλα συνεχίζεται, όχι μόνο η προοπτική της ανάκαμψης δεν είναι ορατή, αλλά και οι άμεσες συμφωνίες με την Τρόικα μοιάζει να αμφισβητούνται. Ακόμη και το εάν θα πάρει η Ελλάδα τα 31 δις αμέσως μετά την ψήφο ή θα τα πάρει με δόσεις. Πολύ περισσότερο είναι αμφισβητούμενοι οι όροι που ισχυρίζονται ότι έθεσαν Βενιζέλος και Κουβέλης για επιμήκυνση καθώς και για επαναδιαπραγμάτευση του χρέους.
Κοινωνικά και πολιτικά, η κυβέρνηση συνεργασίας αποδείχτηκε πολύ μικρή για να σταματήσει την εργατική αντίσταση. Κανένας κλάδος, κανένας εργατικός χώρος δεν έδωσε περίοδο χάριτος σε μια κυβέρνηση που σχηματίστηκε μόνο και μόνο για να περάσει ένα νέο μνημόνιο, και να τσακίσει το εργατικό κίνημα. Η σχέση οικονομίας και πολιτικής, παρόλο που δεν είναι πάντοτε ευθεία, εξαρτάται αρκετά από την εμπειρία που έχει αποκτήσει το εργατικό κίνημα.
Όταν τον Ιούνη του 1989 έγινε η κοινή κυβέρνηση Ν.Δ. και ΣΥΝ, και στη συνέχεια τον Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς η Οικουμενική με συμμετοχή και του ΠΑΣΟΚ με τον Αντρέα Παπανδρέου, οι διεθνείς εξελίξεις έμοιαζαν διαφορετικές. Οι κυβερνήσεις συνεργασίας δημιουργήθηκαν μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, και το επιχείρημα ότι η οικονομία της αγοράς επιβιώνει απέναντι σε μια οικονομία που είναι κρατική, έμοιαζε ότι δουλεύει. Και γι’ αυτό ακόμα κι όταν κατάρρευσαν και οι δυο κυβερνήσεις του 89, στο τέλος αυτός που κέρδισε ήταν ο Μητσοτάκης.
Η εμπειρία τώρα είναι τελείως διαφορετική, και γι’ αυτό η προσπάθεια αναβίωσης εκείνων των θεωριών δεν έχει πια πέραση. Το εργατικό κίνημα σήμερα έχει την εμπειρία ότι δεν κινδυνεύει από το «περισσότερο κράτος», από τα δημόσια σχολεία, νοσοκομεία, τους δήμους, τις ΔΕΚΟ, και ό,τι έχει μείνει ακόμα στο δημόσιο, αλλά από τη διάλυση τους. Μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης έχουν πίσω τους αγώνες υπεράσπισης κατακτήσεων του κοινωνικού κράτους. Γι’ αυτό και οι εξελίξεις είναι τόσο γρήγορες, όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στην πολική.
Ο ρυθμός με τον οποίον οι κυβερνήσεις μπαίνουν σε κρίση είναι γρηγορότερος από πριν. Στην Ελλάδα από τον Καραμανλή του 2007, στο ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ το 2009, πήρε δυο χρόνια. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν πέσει δυο κυβερνήσεις και είναι ανοιχτό πόσο γρήγορα θα πέσει και η τρίτη. Κι αυτή η εικόνα δεν περιορίζεται μόνο στην Ελλάδα, αλλά συμβαίνει και στην Πορτογαλία, και στην Ισπανία, και στην Ιταλία, ακόμα και στη Γαλλία που ο Ολάντ βλέπει μέσα σε λίγους μήνες τη δημοτικότητα του να πέφτει και τις απεργίες να ανεβαίνουν.
Η πρόβλεψη του Σαμαρά για το εργατικό κίνημα διαψεύστηκε. Έβαλε πρόγραμμα να περάσει τις συνενώσεις των τραπεζών μέσα στο καλοκαίρι και είχε να αντιμετωπίσει την απεργία της Αγροτικής που κράτησε δυο βδομάδες και συντονίστηκε με το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Έκανε καθετί για να μην γίνουν τα συλλαλητήρια στη ΔΕΘ. Είναι η πρώτη φορά που πρωθυπουργός αποφασίζει να μην οργανώσει τα εγκαίνια και αυτό «γιορτάστηκε» με το μεγαλύτερο συλλαλητήριο, με συμμετοχή που ξεπέρασε τις 50 χιλιάδες. Από ’κει και πέρα η κυβέρνηση έχει χάσει τον λογαριασμό. Σε λιγότερο από δυο μήνες έχουν γίνει τρείς γενικές απεργίες, η τελευταία 48ωρη, τις μέρες που ψηφίζονται τα μέτρα, με ταυτόχρονες απεργίες και καταλήψεις στους δήμους και στις περιφέρειες, με απεργίες στα ΜΜΕ και με επαναλαμβανόμενες 24ωρες στην ΕΡΤ, με επαναλαμβανόμενες στις συγκοινωνίες της σταθερής τροχιάς (Μετρό, ΗΣΑΠ και τραμ), με απανωτές στάσεις εργασίας και απεργίες στα νοσοκομεία και με την ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ σε 48ωρες επαναλαμβανόμενες και ενάντια στο πακέτο και ενάντια στον προϋπολογισμό.
Οι εξελίξεις δεν είναι μόνο μια επανάληψη του περσινού Οκτώβρη, αλλά έχουν προχωρήσει. Είναι η πρώτη φορά που όχι μόνο κερδίζει η άποψη για απεργίες διαρκείας, αλλά υπάρχουν συνδικάτα, πρωτοβάθμια, κλαδικά ή ομοσπονδίες που είναι διατεθειμένα να μπούνε μπροστά και να τις οργανώσουν. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες μια σειρά συνδικάτα πήραν την πρωτοβουλία να συντονιστούν με στόχο την απεργιακή κλιμάκωση διαρκείας. Συμμετείχαν πρωτοβάθμια σωματεία από τους δήμους του λεκανοπεδίου, από νοσοκομεία, από εκπαιδευτικούς, από το Μετρό, τα ΜΜΕ, και σωματεία από τον ιδιωτικό τομέα. Μια πρωτοβουλία τεράστιας σημασίας που πρέπει και να συνεχίσει και να διευρυνθεί. Η συνέχεια είναι πολύ κρίσιμη, όχι μόνο για την ψηφοφορία αλλά και για την προσπάθεια εφαρμογής των μέτρων από οποιαδήποτε κυβέρνηση. Είναι μια πρωτοβουλία που χρειάζεται να δεί τη συνέχεια της λειτουργίας της μέσα σε συνθήκες που αλλάζουν γοργά.
Ο Σαμαράς δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Η προσπάθεια του ήταν διπλή. Από τη μια να βάλει το δίλημμα στις ηγεσίες των συνδικάτων «Ή τα μέτρα ή το χάος», και από την άλλη να διασπάσει το εργατικό κίνημα. Δένδιας και αστυνομία δίνουν τα ρέστα τους στα ρατσιστικά πογκρόμ κατά των μεταναστών, ενώ από την άλλη στηρίζουν τη Χρυσή Αυγή να δημιουργεί κλίμα φόβου στις γειτονιές. Μπόρεσαν να στρίψουν το κλίμα δεξιά, όπως επεδίωκαν; Η απάντηση είναι όχι. Τουναντίον, αυτό που κατάφεραν ήταν να δημιουργηθεί ένα οργισμένο αντιφασιστικό κίνημα, που ήδη μετράει επιτυχίες ενάντια στους Χρυσαυγίτες στις γειτονιές. Αυτό που θα κρίνει την τύχη των Χρυσαυγιτών δεν είναι τα ποσοστά που καταγράφουν στα γκάλοπ, αλλά η δυνατότητα τους να κινούνται ελεύθερα στις γειτονιές και στα σχολεία. Εάν το αντιφασιστικό κίνημα τους κόψει αυτή τη δυνατότητα, τότε θα μειωθούν και τα ποσοστά τους. Το γεγονός ότι ο Δένδιας απείλησε με μήνυση την εφημερίδα Γκάρντιαν γιατί είχε άρθρο για βασανισμούς αντιφασιστών στην Ασφάλεια, δείχνει ότι η κυβέρνηση έχει χάσει και το ιδεολογικό μέτωπο.
Ξαναζεσταμένες «θεωρίες»
Το ότι η κυρίαρχη τάξη χρησιμοποίησε το χαρτί της τρικομματικής κυβέρνησης για να συνεχίσει να κυβερνάει και παρόλα αυτά αντιμετωπίζει δυσκολίες, δεν σημαίνει ότι παραιτείται. Δεν παραιτείται από την προσπάθεια να γυρίσει την ατζέντα στα δεξιά και γι’ αυτό ανανεώνει τη θεωρία ότι χρειάζεται λιγότερο κράτος. Ο Αντώνης Καρακούσης στο Βήμα της Κυριακής 4 Νοέμβρη, υποστηρίζει ότι φτάσαμε μέχρι εδώ γιατί «το προηγούμενο μοντέλο λειτουργίας της χώρας χρεοκόπησε και πλέον τείνει να καταρρεύσει… Είναι σαφές ότι δομές και σχέσεις που οικοδομήθηκαν στα 35 χρόνια της Μεταπολίτευσης δεν μπορούν να υπηρετηθούν πλέον... Με τα χρόνια το ελληνικό περιβάλλον ισορρόπησε σε μια απολύτως ενοχική βάση. Οι πολιτικοί έκλεβαν το κράτος, οι επιχειρηματίες έβγαζαν εύκολα λεφτά, τα στελέχη των τραπεζών έβρισκαν χρηματοδότηση, ανέβαζαν τις δουλειές απολαμβάνοντας τρελούς μισθούς, μπόνους και ο κόσμος έπαιρνε δάνεια και νόμιζε πως ζει ζωή χαρισάμενη».3
Η στενή σύνδεση πολιτικών, επιχειρήσεων και τραπεζών που χρησιμοποιούσαν το κράτος για να εξασφαλίσουν τα κέρδη τους, δεν είναι κανένα ιδιαίτερο ελληνικό μοντέλο. Όλος ο καπιταλισμός μεταπολεμικά και ιδιαίτερα τα τελευταία 40 χρόνια από τότε που πρωτοξεκίνησε η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1970, λειτούργησε με βάση αυτό το μοντέλο. Οι θεωρίες ότι ο νεοφιλελευθερισμός και η παγκοσμιοποίηση στηρίζονται στις αυτόματες λειτουργίες της αγοράς, και ο καλύτερος – ο πιο «ανταγωνιστικός» – κερδίζει, είναι ένα τεράστιο ψέμα. Η κρατική κεντρική τράπεζα στις ΗΠΑ, σε όλη αυτή την περίοδο, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να ξελασπώνει τους καπιταλιστές, από την περίοδο του Ρήγκαν μέχρι τον Ομπάμα. Δεν χρειάζεται να πάει κανένας από περίπτωση σε περίπτωση. Αρκεί να ξαναδιαβάσει το βιβλίο του Μπουχάριν «Ιμπεριαλισμός και παγκόσμια οικονομία»4 που περιγράφει γιατί οι καπιταλιστές την περίοδο της παγκοσμιοποίησης έχουν ανάγκη όσο ποτέ το κράτος για να τους στηρίζει απέναντι στους ανταγωνιστές τους. Το ότι αυτή η σχέση καταλήγει σε σκάνδαλα, σε μίζες, σε Ζήμενς, Βατοπέδια, και παλιότερα σε Κοσκωτάδες, είναι μια υπενθύμιση για να ξεκαθαρίσουμε για το πώς πραγματικά λειτουργεί ο καπιταλισμός και γιατί δεν υπάρχει κανένας δρόμος «τίμιας διαχείρισης» του κράτους και του συστήματος, αλλά μόνο η ανατροπή του.
Ο Καρακούσης στην περιγραφή του ξεχνάει κάτι πολύ σημαντικό. Ότι μέσα στην ίδια περίοδο του «κρατικού μοντέλου» έγιναν οι μεγαλύτερες περικοπές στο κράτος πρόνοιας. Και ότι ταυτόχρονα με τον περιορισμό των δαπανών για την υγεία και τα νοσοκομεία, για την εκπαίδευση και τα σχολεία, για το περιβάλλον και τους δήμους, δηλαδή για όλες τις κοινωνικές ανάγκες της εργατικής τάξης, καθιερώθηκαν τα «ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια» που σήμαιναν αυξήσεις στο ρεύμα, στο τηλέφωνο, στο νερό, και συμπίεσαν το εργατικό εισόδημα σαν μερίδιο στο σύνολο της οικονομίας.
Αντίθετα, ανέβηκαν στα ύψη οι στρατιωτικές παραγγελίες και τα στρατιωτικά προγράμματα, η Ελλάδα μπήκε μέσα στο κυνήγι τι μερίδιο θα έπαιρνε από τους πολέμους στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Μέση Ανατολή. Οι στρατιωτικές δαπάνες μαζί με τους τόκους ήταν τα κυρίαρχα κονδύλια στα έξοδα του κρατικού προϋπολογισμού. Ταυτόχρονα, στο σκέλος των εσόδων υπήρχε η αιμορραγία από τα «κίνητρα» για τους τραπεζίτες και τους επιχειρηματίες με τις περικοπές στην φορολογία τους. Εάν δεν έχουμε αυτή την εικόνα, τότε φτιάχνουμε αφηρημένες προπαγανδιστικές κατασκευές, όπως η περιγραφή ότι «ο κόσμος έπαιρνε δάνεια και νόμιζε πως ζει ζωή χαρισάμενη», άρα ήταν συνένοχος σ’ αυτό το μεγάλο φαγοπότι. Λίγο ως πολύ θεωρητικοποίηση για την τοποθέτηση του Πάγκαλου ότι «μαζί τα φάγαμε».
Υπάρχει λύση στα Αριστερά;
Το ΚΚΕ πρόσφατα, δια στόματος Παπαρήγα, δήλωσε ότι «η κυβέρνηση της Αριστεράς» μπορεί να λειτουργήσει σαν εφεδρεία για το σύστημα. Η αλήθεια είναι ότι δεν εξήγησε τίποτα περισσότερο, ούτε έδωσε κανένα ιστορικό παράδειγμα, αλλά είναι προφανές ότι θέλει να διώξει τις πιέσεις από πάνω του, γιατί δεν είναι ανοιχτό σε συνεργασίες με κανένα τμήμα της αριστεράς.
Από την άλλη μεριά, από μεριάς της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, η προσπάθεια είναι να πείσει ότι η εκλογή του σε πρώτο κόμμα στις επόμενες εκλογές και η δημιουργία μιας κυβέρνησης με αυτόν στο κέντρο, θα σήμαινε την ανατροπή των μνημονίων και το άνοιγμα σε μια προοπτική οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό βάζει στην ημερησία διάταξη τι σημαίνει κυβέρνηση της αριστεράς, και πώς μπορεί να σημάνει μέσα σε τέτοια περίοδο καλύτερες μέρες για την εργατική τάξη. Αυτό το ζήτημα το έβαλε με έναν έμμεσο τρόπο ο Παναγιώτης Λαφαζάνης όταν έκανε τη διαπίστωση ότι «δεν είμαστε έτοιμοι να κυβερνήσουμε». Τοποθέτηση που ξεσήκωσε αντιδράσεις στη ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Το πρώτο που χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε είναι το ποιά δύναμη ανέβασε την αριστερά στις τελευταίες εκλογές. Δεν είναι μια εργατική τάξη σε απόγνωση που δίνει την ψήφο της στην Αριστερά γιατί δεν πιστεύει στις δυνάμεις της, αλλά μια τάξη που έφτασε να ψηφίσει μαζικά αριστερά εγκαταλείποντας το ΠΑΣΟΚ, επειδή έχει την συλλογικότητα και την αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να ρίχνει κυβερνήσεις. Αν δεν είχαν μεσολαβήσει δυο χρόνια σκληρών συγκρούσεων πρώτα με την κυβέρνηση του ΓΑΠ (που είχε σαρωτικά ποσοστά μέσα στις εργατογειτονιές) και στη συνέχεια του Παπαδήμου, δεν θα ήταν δυνατόν ένας ΣΥΡΙΖΑ του 5% να υπόσχεται κυβέρνηση της αριστεράς και να βρίσκει ανταπόκριση.
Ένα δεύτερο στοιχείο που πρέπει να πάρουμε υπόψη μας είναι ότι οι εκλογικοί συσχετισμοί πάντα υποτιμούν τις πραγματικές δυνατότητες της εργατικής τάξης. Η διαπίστωση που κάνει ο Τρότσκι είναι αρκετά χρήσιμη:
«Έχουμε πάρει υπόψη μας τον συσχετισμό δύναμης από κοινοβουλευτικής σκοπιάς. Αλλά αυτός είναι ένας απατηλός καθρέφτης. Στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση η δύναμη της καταπιεσμένης τάξης είναι πολύ κάτω από την πραγματική της δύναμη και ανάποδα: η αντιπροσώπευση της αστικής τάξης ακόμα και τη παραμονή της πτώσης της θα είναι αναβαθμισμένη, μασκαρεύοντας τις αδυναμίες της σε υποτιθέμενη δύναμη. Μόνο η επαναστατική πάλη ξεσκεπάζει κάθε συγκάλυψη των πραγματικών ταξικών συσχετισμών».5
Άρα στο ερώτημα εάν μπορεί η αριστερά να κυβερνήσει, η απάντηση είναι η οργάνωση της πραγματικής δύναμης της τάξης για να επιβάλει όχι μόνο την ανατροπή του μνημονίου, αλλά και το άνοιγμα μιας περιόδου που την ατζέντα θα την καθορίζει το πρόγραμμα της εργατικής τάξης και όχι των καπιταλιστών. Γι’ αυτό τα αιτήματα για απαγόρευση των απολύσεων, για διαγραφή του χρέους, για κρατικοποίηση των τραπεζών και όλων των μεγάλων επιχειρήσεων, για ρήξη με το ευρώ, την ΕΚΤ και την ΕΕ, πάνε μαζί με τον εργατικό έλεγχο. Αν η τάξη περιοριστεί να περιμένει λύσεις από τα έδρανα της Βουλής και τα υπουργεία, οι ελπίδες της εξασθενίζουν. Αν οργανωθεί για να επιβάλει τη δική της ατζέντα με τις δικές της δυνάμεις, τότε οι δυνατότητές της διευρύνονται απεριόριστα.
Όλα αυτά δεν είναι μόνο ιστορικές εμπειρίες από τις μεγάλες επαναστάσεις του παρελθόντος, όπως η Οκτωβριανή. Ενυπάρχουν και στη σημερινή δυναμική, αρκεί να υπάρχει μια Αριστερά ικανή να τα αναδείξει. Η διακήρυξη της Διεθνιστικής Σοσιαλιστικής Τάσης6 στις παραμονές της κοινής Γενικής Απεργίας στον ευρωπαϊκό νότο στις 14 Νοέμβρη δείχνει πόσο χειροπιαστά μπαίνουν σήμερα αυτά τα ζητήματα:
«Η απόφαση των συνδικάτων στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, τη νότια Κύπρο και τη Μάλτα να καλέσουν γενική απεργία στο πλαίσιο μιας πανευρωπαϊκής μέρας δράσης ενάντια στη λιτότητα δεν έχει προηγούμενο.
Δίνεται μια εκπληκτική ευκαιρία να συνδεθούν μεταξύ τους οι μαζικές αντιστάσεις απέναντι στις περικοπές και τις επιθέσεις στα εργατικά δικαιώματα, αντιστάσεις που αναπτύσσονται σε ολόκληρη την Ευρώπη τα τελευταία δύο χρόνια. …οι εργάτες έχουν δείξει ότι είναι εφικτό να αντισταθούμε σε αυτές τις επιθέσεις. Η ελληνική εργατική τάξη – η οποία έχει υποστεί το χειρότερο χτύπημα από το τσουνάμι της λιτότητας – έχει ταυτόχρονα βρεθεί στην πρώτη γραμμή της αντίστασης. Πάνω από 20 γενικές απεργίες, συνδυασμένες με εκατοντάδες κλαδικές απεργίες και διαδηλώσεις τα τελευταία δύο χρόνια, κατάφεραν να γονατίσουν δύο κυβερνήσεις και να οδηγήσουν σε μια πολιτική ριζοσπαστικοποίηση που έφερε την αριστερά στο κατώφλι της εκλογικής νίκης.
Στην Ισπανία, η εκτίναξη του κινήματος των Ιντιγνάδος – στο οποίο υπολογίζεται να πήρε μέρος το 25% του πληθυσμού – έδωσε έμπνευση για την αντιπαράθεση με την κυβέρνηση του Ραχόι. Στην Πορτογαλία, μαζικές διαδηλώσεις κατάφεραν να μπλοκάρουν τα σχέδια του Κοέλιο να περικόψει οριζόντια τους μισθούς κατά 7%. …
Περισσότερο από ποτέ, υπάρχει ανάγκη να γενικευτεί η αντίσταση. …
Χρειαζόμαστε επειγόντως ένα κοινωνικό-πολιτικό κίνημα βασισμένο σε αιτήματα όπως να μην πληρωθεί το χρέος, να φορολογηθούν οι πλούσιοι, όχι στις περικοπές, αύξηση στον κατώτατο μισθό, σύνταξη στα 60, εθνικοποίηση των τραπεζών κάτω από δημοκρατικό και εργατικό έλεγχο. Αυτά πρέπει να συνδυαστούν με την αντιπαράθεση στο ρατσισμό και το φασισμό και την πάλη για δημοκρατικές αλλαγές. Το κίνημα των Πλατειών κατάφερε να συνδέσει την αντίσταση στη λιτότητα με τα αιτήματα ενάντια στα κοινοβουλευτικά προνόμια και την επιθυμία για αλλαγές που φτάνουν μέχρι τον πυρήνα της απάτης της αστικής δημοκρατίας.
Η απομάκρυνση του κόσμου από τους πολιτικούς και το υπάρχον πολιτικό σύστημα δεν έχει οδηγήσει, όπως συχνά λέγεται, σε απόρριψη της πολιτικής ως μάχης για να αλλάξουμε τον κόσμο. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι εκατομμύρια άνθρωποι θα υποστήριζαν βασικά προγραμματικά αιτήματα όπως αυτά που σκιαγραφήσαμε παραπάνω. Οι εκλογικές επιτυχίες του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και του Μετώπου της Αριστεράς στη Γαλλία, όπως και η στροφή προς την Ενωμένη Αριστερά και τους αριστερούς εθνικιστές στην Ισπανία είναι επίσης αντανακλάσεις αυτού του φαινομένου. Αυτό που χρειάζεται πλέον είναι αυτή η ανερχόμενη αριστερά να σπάσει αποφασιστικά από τη σοσιαλδημοκρατία, η οποία άνοιξε την πόρτα για τη δεξιά και τη λιτότητα σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης.
Η δημιουργία ενός πλατιού μετώπου ενάντια στη λιτότητα πρέπει να συνδυάζεται με την ενίσχυση μιας πολιτικά ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής αριστεράς – και μέσα σε τέτοια μέτωπα και παράλληλα με αυτά. Μια αντικαπιταλιστική αριστερά που μπορεί να δυναμώσει την αντιπαράθεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση που υπάρχει μόνο για να διασφαλίζει τις προτεραιότητες του κεφαλαίου. Η εναλλακτική είναι η αλληλεγγύη των εργατών πάνω από τα σύνορα, για τη σοσιαλιστική δημοκρατία από τα κάτω.
Όχι στην Ευρώπη των αφεντικών!
Όλοι στο δρόμο στις 14 Νοέμβρη!
Για μια αντικαπιταλιστική εναλλακτική λύση!».
1. “«Και τώρα;» Ζωτικά ερωτήματα για το προλεταριάτο της Γερμανίας”, στο βιβλίο: Λέων Τρότσκι, Η πάλη ενάντια στο φασισμό στη Γερμανία, Έκδοση Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο.
2. Financial Times, 1η Νοέμβρη 2012, σελ. 6. Άρθρο με τίτλο «Οι ψήφοι για τη μεταρρύθμιση και τον προϋπολογισμό ξεσηκώνουν τους έλληνες βουλευτές».
3. Αντώνης Καρακούσης, «Το τίμημα της προδοσίας», Βήμα, 4 Νοέμβρη, σελ.17
4. Νικολάι Μπουχάριν, Ιμπεριαλισμός και Παγκόσμια Οικονομία, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Μάης 2004.
5. Λέων Τρότσκι, όπου και παραπάνω.
6. Στη Διεθνιστική Σοσιαλιστική Τάση ανήκει το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα στην Ελλάδα. Ολόκληρο το κείμενο στο http://internationalsocialists.org/wordpress/2012/11/ist-statement-general-strike-in-southern-europe-on-14-november/