Ο Κώστας Σαρρής γράφει για τις εκλογές στις ΗΠΑ και τις οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο αμερικάνικος καπιταλισμός.
Ποτέ άλλοτε, μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ, ο μεγαλύτερος καπιταλισμός στον πλανήτη, δεν ήταν τόσο στριμωγμένες: οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά. Οι αμερικανικές εκλογές το ανέδειξαν, ως ένα βαθμό, τραβώντας τα βλέμματα παγκοσμίως.
Προεκλογικά όλος ο πλανήτης έδειχνε να κρέμεται από το «μαγικό ραβδί» των δυο βασικών υποψήφιων προέδρων, όπου μαζί με τον κεντρικό τραπεζίτη της Fed, Μπεν Μπερνάνκι, υποτίθεται θα προσφέρουν λύσεις στην κρίση. Αλλά αντί γι’ αυτό μοιάζουν να βουλιάζουν στα ίδια αδιέξοδα, όπως η οικονομία διεθνώς, σε ένα κόσμο ασταθή και πολωμένο.
Βασικό υπόβαθρο της κονταρομαχίας Ομπάμα-Ρόμνεϊ αποτέλεσε το βάθεμα της οικονομικής κρίσης και ο αντίκτυπος πάνω στη άρχουσα τάξη των ΗΠΑ να διατηρήσει κυρίαρχο ρόλο οικονομικά και γεωπολιτικά στον πλανήτη. Την ώρα που η απογοήτευση για το όνειρο Ομπάμα δίνει τη σκυτάλη στην ενίσχυση των αγώνων, με απεργίες και διαδηλώσεις, όπως οι εκπαιδευτικοί στο Σικάγο και το κίνημα «Occupy Wall Street» (Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ).
Πέντε χρόνια από την παραλίγο ολοκληρωτική κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και τη «σανίδα σωτηρίας» που πρόσφεραν τα κράτη, η κρίση δεν έχει ξεπεραστεί. Αντίθετα το ενδεχόμενο μιας δεύτερης, πιο άγριας, οικονομικής ύφεσης μοιάζει όλο και πιο κοντινό διεθνώς, παρά το αστρονομικό ποσό των 14 τρισ. δολ. που αποφάσισαν να διοχετεύσουν τα μεγάλα κράτη στην ιστορική σύνοδο κορυφής του G20 στο Λονδίνο τον Απρίλιο του 2009 για να αποφύγουν τα χειρότερα.
Τα χειρότερα, όμως, είναι μπροστά. Για δυο λόγους: Πρώτον, τα πολεμοφόδια των «ενισχύσεων» είναι πλέον λιγότερα και με περιορισμένη αποτελεσματικότητα, κουβαλώντας παλιά προβλήματα (υπερχρέωσης και πληθωρισμού) από την πίσω πόρτα. Δεύτερον, η μετάσταση της κρίσης από τον ιδιωτικό τομέα στα δημόσια οικονομικά πάει «αγκαζέ» με τη λιτότητα, που εντείνει το φαύλο κύκλο της ύφεσης και του χρέους.
Συνολικά την τετραετία Ομπάμα, το αμερικανικό κράτος έσπρωξε περί τα 4 τρισ. δολ. σε ζεστό «τυπωμένο» χρήμα της Fed, αλλά κατάφερε μόνο πρόσκαιρα να αναχαιτίσει την κρίση. Έδωσε ένα ηλεκτρικό σοκ στην καρδιά των τραπεζών, που γλίτωσαν στο παρά πέντε το μοιραίο έμφραγμα. Για να αρχίσουν, όμως, πάλι τα ίδια, μαζί με τις μεγάλες επιχειρήσεις: Φούσκες.
Το αποτέλεσμα της «ποσοτικής χαλάρωσης» (QE-«εκτύπωση χρήματος») της Fed ήταν πενιχρό για την οικονομία, ανεβάζοντας όμως τα χρηματιστήρια. Ο Μπερνάνκι ονόμασε αυτό το εργαλείο, «μέσο ισορροπίας χαρτοφυλακίου», με το οποίο – λέει – η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής αυξάνει τον πλούτο των νοικοκυριών και επομένως διεγείρει τις καταναλωτικές δαπάνες, ευελπιστώντας να αντιμετωπίσει, μάταια, την ανεργία που δεν υποχωρεί.
Η πρώτη χαλάρωση έφερε αρχικά κάποιο ισχνό αποτέλεσμα – στο δ’ 3μηνο του 2010 – αλλά κράτησε λίγο. Ήταν τότε που όλοι οι «σοφοί» του συστήματος μιλούσαν για «φως στην άκρη του τούνελ», για «πράσινα βλαστάρια» και… πράσινα άλογα. Ωστόσο, ο Μπερνάνκι αναγκάστηκε να προχωρήσει σε δεύτερο γύρο «εκτύπωσης» χρήματος υπό το βάρος της συνεχιζόμενης οικονομικής αδυναμίας.
Στα μέσα του φετινού Σεπτεμβρίου έσπευσε να εξαγγείλει τρίτο γύρο (QE-3). Την αγορά 40 δισ. δολ. σε ενυπόθηκους τίτλους κάθε μήνα για απεριόριστο αριθμό ετών, ώστε να μειωθούν τα σχετικά επιτόκια και να αυξηθεί η ρευστότητα των τραπεζών κατά 1,5 τρισ. δολ. έως τα μέσα του 2015. Όμως, ούτε η τελευταία χαλάρωση της Fed δείχνει να αναχαιτίζει την πτώση της βιομηχανικής παραγωγής διεθνώς – στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη, στην Ιαπωνία, στην Κίνα.
Όλο αυτό το δημόσιο χρήμα πάει στις τράπεζες για να κλείσουν τρύπες των «κακών δανείων», χωρίς ωστόσο να υπάρχει δημόσιος έλεγχος, μακριά από τα χέρια της Wall Street ώστε να κατευθύνονται στην πραγματική οικονομία. Οπότε το αποτέλεσμα είναι μια τρύπα στο νερό. Τα ράλι των χρηματιστηρίων, από τις «τρόμπες» των κεντρικών τραπεζών, αποδεικνύονται όλο και πιο βραχύβιες φούσκες, που σκάνε γρήγορα κάτω από το βάρος της ανασφάλειας ασταθών θεμελίων στην παραγωγή. Αφού δεν υπάρχει πουθενά κάποιο σημάδι ότι η συρρίκνωση της παγκόσμιας ανάπτυξης έχει αντιστραφεί.
Πού οφείλεται αυτή η ανεπάρκεια; Η κυρίαρχη ελίτ και οι κυβερνήσεις καλούνται να λύσουν ένα βασικό ιστορικό αδιέξοδο του καπιταλισμού: Πώς θα καταφέρουν να ανακόψουν την πτωτική τάση στις αποδόσεις των εταιρικών κερδών σε σχέση με τις παραγωγικές επενδύσεις, χωρίς όμως να περικόψουν τους μισθούς σε τέτοιο βαθμό ώστε να βραχυκυκλώσουν τις αγορές προϊόντων πάνω στις οποίες στηρίζεται η κερδοφορία.
Η ριζική αδυναμία να απαντηθεί αυτό το θεμελιώδες πρόβλημα είναι που κάνει την άρχουσα τάξη στις ΗΠΑ, να έχει τόσο χαμηλή αυτοπεποίθηση για το τι ξημερώνει στο μέλλον – όπως στη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του ’30, όταν καμιά συνταγή δεν δούλευε. Οι φόβοι ενισχύονται διεθνώς καθώς η «εκτύπωση» νομίσματος και οι «ενέσεις ντόπας», απειλούν να αυξήσουν τις τιμές (πετρέλαιο, τρόφιμα, εμπορεύματα) χωρίς να βάλουν φρένο στην οικονομική επιδείνωση, απειλώντας με έναν συνδυασμό στασιμότητας και πληθωρισμού – γνωστό ως «στασιμοπληθωρισμό» τη δεκαετία του ’70.
Αυτό το χρέος ποιός θα το πληρώσει;
Μολονότι, ακόμα η τάση για «αποπληθωριστική ύφεση» (ύφεση με πτώση τιμών) κυριαρχεί, οι φόβοι είναι ακόμα βαθύτεροι στις ΗΠΑ, καθώς τρέμουν στην ιδέα πως με τα «τυπωμένα δολάρια» θα μειωθεί σημαντικά η ισοτιμία του αμερικανικού νομίσματος στην διεθνή αγορά και θα οδηγήσει σε αύξηση τιμών στην εσωτερική αγορά, αποδυναμώνοντας την παγκόσμια οικονομική δύναμη της αμερικανικής άρχουσας τάξης
Το χρέος των ΗΠΑ ακουμπά πλέον τα 16 τρισ. δολ. ξεπερνώντας το 100% του ΑΕΠ, ενώ το έλλειμμα του προϋπολογισμού έχει διογκωθεί στα 1,2 τρισ. δολ., στο 8,5% του ΑΕΠ. Με την ανεργία κοντά στο 9% και την ανάπτυξη του ΑΕΠ (μόλις 0,5%) σε οριακό σημείο, «οι οικονομικές συνθήκες για το 2013 πιθανώς να θεωρηθούν υφεσιακές», ομολογεί το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου.
Έτσι, ο Ομπάμα ακροβατεί ανάμεσα στις διεγερτικές επεμβάσεις της Fed στο σύστημα και τις υφεσιακές τάσεις της λιτότητας – με την αποδοχή της δοξασίας για «λιγότερο κράτος» των Ρεπουμπλικάνων – αντιμετωπίζοντας έναν ακόμα σκόπελο. Την αυτόματη μείωση δαπανών (4% του ΑΕΠ), 1,2 τρισ. δολ., από 1η Ιανουαρίου, εάν δεν πέσει το έλλειμμα – όπως συμφώνησε στο Κογκρέσο. «Αλλά κάθε λογικός άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι το αποτέλεσμα αυτού του σοκ θα είναι πιο βαθιά ύφεση», προειδοποιεί ο Μάρτιν Γουλφ στην εφημερίδα Financial Times (17/10).
Απέναντι σε αυτά τα αδιέξοδα, ο Ομπάμα αρνείται να τα βάλει στα σοβαρά με τις τράπεζες και τους μεγαλοβιομήχανους που προκάλεσαν την κατρακύλα. Για παράδειγμα, μολονότι ορισμένοι παρουσίαζαν τον Ομπάμα ως νέο Ρούσβελτ, ο ρυθμιστικός νόμος που πέρασε για τις τράπεζες, “Dodd-Frank Act” το 2010, λόγω του ισχυρού λόμπι της Wall Street στο Λευκό Οίκο, δεν ακούμπησε ούτε στο ελάχιστο το νόμο “Glass-Steagall Act” του 1933, που επέβαλε το διαχωρισμό επενδυτικών και εμπορικών εργασιών στο τραπεζικό σύστημα και αποτέλεσε έναν από τους κεντρικούς άξονες της πολιτικής του New Deal.
Ο Ομπάμα μπορεί να διαφωνεί με τον Ρόμνεϊ στο βαθμό φορολόγησης των πλουσίων, αλλά συμφωνούν και οι δυο στη μείωση της φορολόγησης των επιχειρήσεων, υποστηρίζοντας την κλασσική νεοφιλελεύθερη φαντασίωση: «εάν τα εταιρικά κέρδη τονωθούν, τότε ο πλούτος θα κατρακυλήσει στην υπόλοιπη κοινωνία». Ό,τι λέει και ο Σαμαράς, δηλ.: παραμύθια.
Η συλλογιστική των λιγότερων εταιρικών φόρων δεν λειτούργησε ποτέ, ούτε πρόκειται τώρα. Ακόμα και το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου το αναγνωρίζει σε συνθήκες οικονομικής αδυναμίας: «Η αύξηση στα προ φόρων κέρδη των επιχειρήσεων τυπικά δεν δημιουργεί κάποιο μεγάλο κίνητρο να προχωρήσουν σε προσλήψεις για να παράγουν περισσότερο, διότι η παραγωγή εξαρτάται κυρίως από την ικανότητα των εταιρειών να πουλήσουν τα προϊόντα τους».
Κι όμως, ο Ομπάμα προτείνει να μειωθούν οι φόροι στις επιχειρήσεις στο 25%. Να, τι είπε στο πρώτο ντιμπέιτ: «Ο Κυβερνήτης Ρόμνεϊ και εγώ συμφωνούμε πως ο φορολογικός συντελεστής των επιχειρήσεων είναι πάρα πολύ υψηλός, γι 'αυτό θέλω να τον μειώσω, κυρίως για την βιομηχανία, να τον ρίξω στο 25%».
Ο ονομαστικός φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις είναι 35%, αλλά οι εταιρείες ήδη για χρόνια απολαμβάνουν τόσες πολλές εξαιρέσεις, εκπτώσεις και παραθυράκια που πληρώνουν πολύ λιγότερα – κι αρκετά συχνά, τίποτα απολύτως. Σύμφωνα με το οικονομικό site NerdWallet οι 10 πιο κερδοφόρες εταιρείες στις ΗΠΑ (όπως, Exxon Mobil, Apple, Microsoft, JPMorgan, General Electric), πλήρωσαν πέρσι φόρο με πραγματικό συντελεστή μόλις 9%. Μεταξύ 2001 και 2010 η General Electric πλήρωσε μόνο 14%. Στην πραγματικότητα οι φόροι πέφτουν και το ποσοστό του συνολικού παραγόμενου εισοδήματος που κατευθύνεται στο κεφάλαιο σε σχέση με την εργασία, αυξάνεται συνεχώς.
Ακόμα και η «κρατικοποίηση» του 60% της General Motors ήταν εις βάρος των εργατών. Μείωση στα 14 δολ. από 22 δολ. στα κατώτατα ωρομίσθια ήταν το αντάλλαγμα για τη «διάσωση» Ομπάμα. Οι περικοπές μισθών, οι ατομικές συμβάσεις, οι απολύσεις, έγιναν το κοινό μοτίβο της «ανταγωνιστικότητας» για μια σειρά εξαγωγικές εταιρείες. Η πολυεθνική Caterpillar έγινε πρωτοσέλιδο φέτος, όταν αρνήθηκε να προχωρήσει σε αυξήσεις που ζητούσαν οι εργαζόμενοι σε εργοστάσιο στο Ιλινόις, καθώς «βλέπει» να τρίζουν τα κέρδη ρεκόρ (1,7 δισ. δολ) που σημείωσε το β’ τρίμηνο. Προχώρησε σε 6ετή συμφωνία μείωσης μισθών, όταν ο διευθύνων σύμβουλος πήρε αύξηση απολαβών και μπόνους της τάξης του 60% (16,9 εκατ. δολ.).
Παρόμοια, οι ετήσιες αμοιβές του Στέφεν Χέμσλεϊ (διευθύνοντος συμβούλου της Minnetonka, βραχίονα της ασφαλιστικής UnitedHealth Group), έφτασαν τα 1,3 εκατ. δολ. κατά μέσο όρο την τελευταία 5ετία, ενώ από τα stock option έβγαλε πάνω από 170 εκατ. δολ. κι άλλα 51 εκατ. από πωλήσεις μετοχών, όπως αποκαλύπτει το Bloomberg. Τα σκανδαλώδη κέρδη του αποτέλεσαν αφορμή για να διοργανωθεί μεγάλη διαδήλωση στη Μινεσότα από το κίνημα «Occupy Lake Minnetonka», έξω από την πολυτελή έπαυλη που διατηρεί για το χειμώνα μπροστά στην παγωμένη λίμνη.
Το 2011, το 1% των οικογενειών στην κορυφή των εισοδημάτων στις ΗΠΑ τσέπωσε το 93% της αύξησης του εισοδήματος της χώρας, σύμφωνα με έρευνα του Εμανουέλ Σάεζ, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ. Οι ανισότητες και οι κλεψιές δείχνουν ότι οι εταιρείες δεν εμποδίζονται από τους φόρους για να επενδύσουν. Το αντίθετο, προτιμούν να κάθονται πάνω σε ένα βουνό από παλιότερα κέρδη (σχεδόν 2 τρισ. δολ υπολογίζονται στις ΗΠΑ κι άλλα τόσα στην Ευρώπη), τα οποία όμως δεν επενδύουν, διότι δεν προσδοκούν ικανοποιητικές αποδόσεις, αναζητώντας γέφυρες στις φούσκες.
Σαθρή διέξοδος
Όταν έσκασε η φούσκα στα ακίνητα και ήρθε το πιστωτικό κραχ το 2008, πολλοί οπαδοί του μονεταρισμού συνειδητοποίησαν, αργά, ότι η ύφεση απλά κρυβόταν κάτω από το χαλί και… το ’ριξαν στην αναβίωση του κεϊνσιανισμού, φωνάζοντας: «Σώστε τον ιδιωτικό τομέα, τις τράπεζες» – Κοινωνικοποιήστε τις ζημιές. Αυτό έκαναν, μετά την πτώση της Lehman, ο υπ. Οικονομικών του Μπους, Χένρι Πόλσον, πρώην αφεντικό της Goldman Sachs μαζί με τον Μπερνάνκι και το συνέχισε ο Τίμοθι Γκάιτνερ, ως υπ. Οικονομικών του Ομπάμα και πρώην κορυφαίος σύμβουλος του Χ. Πόλσον.
Αυτός ο «χρηματοοικονομικός κεϊνσιανισμός», όπως τον περιγράφει ο ιταλός μαρξιστής Ρικάρντο Μπελοφιόρε, καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο του Μπέργκαμο, οδήγησε διάφορους να κομπάζουν ότι η ανάπτυξη στρίβει τη γωνία, καθώς «αρχίζουν να δρουν τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα που χορηγούνται από τις κυβερνήσεις και τις νομισματικές αρχές», όπως έγραφαν οικονομολόγοι της ING το 2010.
Αλλά όταν ο ασθενής πάσχει από καρδιακή ανεπάρκεια τι να του κάνουν τα αντικαταθλιπτικά; Τι να κάνουν οι ασπιρίνες στον καρκίνο;
Τώρα, ο επικεφαλής οικονομολόγος της Morgan Stanley, Ντέιβιντ Ρόζενμπεργκ, σηκώνει «κόκκινη σημαία» (Bloomberg, 13/10), καθώς διαπιστώνει τη νέα κατρακύλα που συντελείται στις πραγματικές επενδυτικές δαπάνες, εξαιτίας της πτωτικής τάσης στις κερδοφορίες: όχι μόνο ως ποσοστό απόδοσης σε σχέση με τα επενδυόμενα κεφάλαια (όπως εξήγησε πρώτος ο Μαρξ πριν 160 χρόνια), αλλά κι ως απόλυτο νούμερο.
«Οι εταιρείες του δείκτη S&P 500 ανακοινώνουν ήδη χαμηλότερα κέρδη γ’ 3μήνου για πρώτη φορά μέσα σε τρία χρόνια, με μια ομάδα εταιρειών υψηλής κεφαλαιοποίησης σαν τις McDonalds, DuPont, Dow Chemicals, ΑΜD, General Electric να απογοητεύουν τις αγορές», αναφέρει το Businessesweek (25/10). Επιπλέον, η επιβράδυνση της κινέζικης οικονομίας στερεί ένα βασικό «μαξιλάρι» κι ασκεί ακόμη ισχυρότερες πιέσεις διεθνώς.
Το γ’ τρίμηνο του 2012, οι παραγγελίες βιομηχανικών αγαθών βούλιαξαν 23,5% σε ετήσια βάση, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη υποχώρηση από το α’ 3μηνο του 2009, σύμφωνα με το αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου. Ήδη, κολοσσοί σαν την Caterpillar, τη μεγαλύτερη εταιρεία στον πλανήτη στην παραγωγή μηχανολογικού εξοπλισμού για τις κατασκευές και τα μεταλλεία, μειώνουν την παραγωγή τους. Πολυεθνικές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας – σαν τις Cisco, Dell, Texas Instrument, Apple, Xerox – περιορίζουν τις εκτιμήσεις των προσδοκώμενων εσόδων τους, ενώ στο χώρο των εκδόσεων η εφημερίδα New York Times πέρασε σε ζημιές καθώς συρρικνώνονται οι διαφημιστικές δαπάνες.
Οι νεοφιλελεύθεροι οπαδοί της καταστροφικής λιτότητας δεν μπορούν να λύσουν αυτό το δομικό πρόβλημα. Ακόμη και το ΔΝΤ το παραδέχεται ανοιχτά: «για κάθε μονάδα περικοπών η ύφεση σχεδόν διπλασιάζεται». Αλλά ούτε οι κεϊνσιανοί οικονομολόγοι υποστηρικτές της «κρατικής διέγερσης», προσφέρουν λύση, όπως ο Π. Κρούγκμαν και ο Μ. Γουλφ που επικρίνουν ως «ανησυχητικά μέτρια» τη δημοσιονομική τόνωση (περισσότερα για το νέο βιβλίο του Π. Κρούγκμαν, σελ. 39).
Οι σπασμένες υποσχέσεις του Ομπάμα
Κάτω από αυτά τα αδιέξοδα για εκατομμύρια εργαζόμενους και φτωχούς αμερικανούς που πληρώνουν το μάρμαρο, η τετραετία Ομπάμα βρέθηκε μίλια μακριά από τις υποσχέσεις του, δίνοντας πάτημα στους Ρεπουμπλικάνους να προσπαθούν να νομιμοποιηθούν ως… σωτήρες. Όπως έκαναν ο Μπους και η παρέα του, μετά τον Κλίντον που έφερε τη Wall Street μέσα στο Λευκό Οίκο.
Ακόμα χειρότερα, προεκλογικά ο Ομπάμα εμφανίστηκε να συμφωνεί με τον Ρόμνεϊ σε ζητήματα στα οποία οι υποστηρικτές των Δημοκρατικών προσδοκούσαν να μπουν σκληρές «κόκκινες γραμμές», όπως η Υγεία και η Κοινωνική Ασφάλιση, την ώρα που ο Ρόμνεϊ υποστήριζε ένα τοξικό πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης. Ο Ρόμπερτ Κάτνερ σχολίαζε, χαρακτηριστικά, στο American Prospect:
«Στo πρώτο ντιμπέιτ, περίμενα τον πρόεδρο Ομπάμα να σηκώσει μπαϊράκι. Αντί γι’ αυτό, να τι είπε. Δημοσιογράφος: "Κύριε Πρόεδρε. Βλέπετε κάποια σημαντική διαφορά μεταξύ των δυο σας στο ζήτημα της Κοινωνική Ασφάλιση;". Ομπάμα: "Ξέρεις, υποψιάζομαι ότι για την Κοινωνική Ασφάλιση έχουμε σχεδόν παρόμοια θέση. Η Κοινωνική Ασφάλιση είναι βασική σταθερά. Θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με τον τρόπο που το έκαναν ο Ρεπουμπλικάνος Ρόναλντ Ρίγκαν και ο Δημοκρατικός Τιπ Ο’Νιλ"! Ο Ομπάμα, έχει την ίδια θέση με τον Μιτ Ρόμνεϊ; Στην Κοινωνική Ασφάλιση; Μήπως ο άνθρωπος απλά θέλει να παραδώσει, στο πιάτο, την προεδρία στον Ρόμνεϊ;».
Ο Ρόμνεϊ προσπάθησε να μετατρέψει την εκλογική αναμέτρηση σε «δημοψήφισμα», εστιάζοντας στα αδιέξοδα διαχείρισης της οικονομικής κρίσης από την κυβέρνηση Ομπάμα. Αυτό επέτρεψε στο ακροδεξιό Tea Party να βρει πρόσφορο έδαφος δημαγωγικής εκπροσώπησης στις κορυφές της αμερικανικής πολιτικής, στο πρόσωπο του Ρεπουμπλικάνου σκληροπυρηνικού αντιπροέδρου Πολ Ράιαν.
Η τακτική του Ομπάμα ήταν ανάποδη. Να μετατρέψει τις εκλογές σε μια μάχη «επιλογής», απέναντι στους υπερασπιστές των υπερ-πλούσιων. Αλλά είχε ένα πρόβλημα. Όπως ο Τζορτζ Μπους στην προεκλογική περίοδο του 2004 είχε βρεθεί εγκλωβισμένος στον αντιδημοφιλή πόλεμο στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, ο Ομπάμα έπρεπε να δώσει απαντήσεις στις καταστροφικές συνέπειες της κρίσης.
Για να αποφύγει αυτή την αδυναμία προσπάθησε να εστιάσει στην σκληρή δεξιά πολιτική του Ρόμνεϊ που «θα κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους», την ώρα που το επίσημο ποσοστό φτώχειας ξεπερνά το 15% (46,2 εκατ. άνθρωποι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας) και το μέσο εισόδημα των αμερικανικών νοικοκυριών έπεσε το 2011 στα χαμηλότερα επίπεδα από το 1995 (4,1% χαμηλότερα από το 2009 όταν ανέλαβε ο ίδιος).
Πριν ένα χρόνο, όταν το κίνημα Occupy Wall Street βγήκε στο προσκήνιο ανοίγοντας δημόσια τη συζήτηση για τις ανισότητες στα εισοδήματα και την πολιτική εξουσία, ο Ομπάμα βάφτισε τον εαυτό του ως «πολεμιστή της μεσαίας τάξης» (όπως ο Γ. Παπανδρέου αυτοαποκαλούνταν «αντιεξουσιαστής στην εξουσία»).
Φυσικά, θα αναρωτιέστε γιατί όταν οι Δημοκρατικοί είχαν την ευκαιρία να κόψουν τις φοροαπαλλαγές του Μπους και να περάσουν υψηλότερους φόρους στους πλούσιους (άνω των 250.000 δολ.) μαζί με προγράμματα ενίσχυσης της εργασίας, δεν το έκαναν και συνθηκολόγησαν με τους Ρεπουμπλικάνους, μολονότι έλεγχαν Λευκό Οίκο, Κογκρέσο και Γερουσία το 2009 και το 2010; Με τις περισσότερες δημοσκοπήσεις οριακά υπέρ του Ομπάμα, η φιλολαϊκή ρητορεία έδειχνε να δουλεύει προεκλογικά, μια και στόχος ήταν να δείξει ότι προτεραιότητα του αντιπάλου του είναι η αναδιανομή του πλούτου προς τα πάνω.
Η αλήθεια είναι πως ο δισεκατομμυριούχος Ρόμνεϊ έκανε το έργο του Ομπάμα ευκολότερο. Σε μια εποχή που η πλειοψηφία των Αμερικανών πιστεύει ότι το πολιτικό και οικονομικό παιχνίδι είναι στημένο να ευνοεί το «1%» εις βάρος του «99%», οι Ρεπουμπλικάνοι δεν θα μπορούσαν να είχαν πιο αντιπροσωπευτικό υποψήφιο από τον Ρόμνεϊ που να συμβολίζει το «1%». Το βίντεο με την παροιμιώδη ομιλία του σε μάζωξη δισεκατομμυριούχων για τη συγκέντρωση χρημάτων, ενίσχυσε την εικόνα του Ρόμνεϊ ως αναπόσπαστο κομμάτι μιας αδίστακτης και άπληστης ελίτ.
Ο ίδιος ήταν επί χρόνια επικεφαλής μεγάλου ιδιωτικού επενδυτικού κεφαλαίου, private equity fund. Ήταν, δηλαδή, κομμάτι ενός κλάδου, όπου αγοράζει εταιρείες, με δανεικά, τις «αναδιαρθρώνει» και τις ξαναπουλά – κι αν πέσει έξω εντάσσεται σε κάποιο κρατικό πρόγραμμα διάσωσης. Ο Γκόρντον Γκέκο ήταν παίκτης private equity στην ταινία “Wall Street”, o Μιτ Ρόμνεϊ ήταν στην πραγματική ζωή. Η προσωπική του περιουσία είναι διπλάσια από τη συνολική περιουσία των τελευταίων οχτώ προέδρων.
Αλλά η ειρωνεία είναι πως ενώ ο Ομπάμα «σούβλιζε» προεκλογικά τον Ρόμνεϊ για το σχέδιο-τσεκούρι στο Medicare και την Κοινωνική Ασφάλιση, η κυβέρνησή του ήταν αυτή που έψαχνε τρόπους για να κάνει ακριβώς το ίδιο. Ρεπορτάζ της δημοσιογράφου Ρίαν Λίσα στο New Yorker αποκαλύπτει το «μεγάλο παζάρι» στην Επιτροπή Μείωσης του Ελλείμματος.
Σύμφωνα με το σχέδιο της Επιτροπής, το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ θα μειωθεί κατά 4 τρισ. δολ. μέσα στην επόμενη δεκαετία, με περίπου τα ¾ της «εξοικονόμησης» να προέρχονται από την «αναδιάρθρωση»-περικοπή του Medicare και της Κοινωνικής Ασφάλισης. Με τη σύμφωνη γνώμη της προεδρίας του Ρεπουμπλικάνου Α. Σίμπσον και του Δημοκρατικού Ε. Μπάουλες, τον οποίο διόρισε ο Ομπάμα το 2010.
Οι συστάσεις της Επιτροπής θεωρούνται «οδικός χάρτης» για τη λιτότητα στα χρόνια που έρχονται. Οπότε, ο Ομπάμα είναι περισσότερο από ποτέ δεσμευμένος στην επίτευξη σκληρών περικοπών. Κάτι που υπενθυμίζει σε όλους, πως πίσω από την προεκλογική κοκορομαχία, παραμένει η δικομματική δέσμευση για τη λιτότητα. Και πως το «μικρότερο κακό», εξακολουθεί να είναι κι αυτό… κακό.
Το ίδιο ισχύει και γύρω από το ζήτημα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Πολλοί άνθρωποι που ψήφισαν τον Ομπάμα το 2008, για να απορρίψουν τους πολέμους του Τζ. Μπους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν και την ενορχηστρωμένη επίθεση Μπους-Τσένι στις δημοκρατικές ελευθερίες, διαπίστωσαν ότι συνέχιζε τις πολιτικές του προκατόχου του. Στην πραγματικότητα, σε θέματα όπως ο πόλεμος με μη επανδρωμένα αεροσκάφη πάνω από το Πακιστάν, ο Ομπάμα ξεπέρασε ακόμη και τον Μπους.
Επιπλέον, χρησιμοποιώντας τη ρητορική της «ανθρωπιστικής επέμβασης», έσπρωξε τις ΗΠΑ σε αεροπορικούς βομβαρδισμούς στη Λιβύη – την ώρα που εκατομμύρια εξεγείρονταν ενάντια στο δικτάτορα (και πρώην σύμμαχος των ΗΠΑ) Μουαμάρ Καντάφι – προκειμένου να ελέγξει την επανάσταση. Και δεν ξεχνάμε την προσπάθεια τρομοκράτησης των διαδηλωτών στο Σικάγο, στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ και του G8 τον περασμένο Μάιο, όπου παρά την καταστολή και τις προσπάθειες απαγόρευσης οι αντιπολεμικές πορείες ήταν πολύ μαζικές. Ο Ομπάμα δεν έκανε τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό λιγότερο επικίνδυνο μέσα στην ύφεση, ενώ παραμένουν ανοιχτά τα μέτωπα σε Συρία, Β. Αφρική και Ιράν.
Στις προεδρικές εκλογές του 2008, το σύνθημα ήταν η «ελπίδα». Μολονότι, ο Ομπάμα μετέτρεψε την «ελπίδα» σε σύνθημα-μάρκετινγκ, κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη δεκάδων εκατομμυρίων που είχαν απηυδήσει με τα χρόνια του πολέμου και βρέθηκαν ξαφνικά στο μέσο της απόλυτης κατάρρευσης του καπιταλισμού – ανοίγοντας τη συζήτηση για εθνικοποίηση των τραπεζών, για να διασωθεί μεγάλος αριθμός ανθρώπων που έχαναν τα σπίτια τους λόγω χρεοκοπίας.
Περισσότερος κόσμος – νέοι, μαύροι, ισπανόφωνοι – έφτασαν τότε στις κάλπες, επειδή πίστευαν ότι υπήρχε κάποιος που άξιζε την ψήφο τους. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ένα μεγάλο κομμάτι αυτής της ελπίδας έχει εξανεμιστεί – λιγότεροι είναι πραγματικά πεισμένοι.
Αντιστάσεις
Υπάρχει, όμως, ένα πλεονέκτημα σε σχέση με το 2008 – τα αυξημένα επίπεδα των αγώνων. Από την «εξέγερση στο Ουισκόνσιν» μέχρι την εξάπλωση του κινήματος «Occupy Wall Street» πέρα από το Μανχάταν και από το απεργιακό κύμα των εκπαιδευτικών στο Σικάγο ενάντια στις περικοπές και τις ιδιωτικοποιήσεις των σχολείων, μέχρι τις απεργίες των λιμενεργατών σε Νέα Υόρκη, Λος Αντζελες, Φιλαδέλφεια, που μπλόκαραν λιμάνια-κλειδιά για το διεθνές εμπόριο με την Κίνα.
Πρόκειται για βήματα αλλαγής από τα κάτω. Ο Γκάρι Γιάνγκ, ανταποκριτής της εφημερίδας Γκάρντιαν στο Σικάγο και συγγραφέας δύο βιβλίων για τις ΗΠΑ, περιγράφει αυτή τη δυναμική (Εργατική Αλληλεγγύη, Νο 1041):
«Υπάρχει άνοδος της αριστερής, αγωνιστικής, δραστηριότητας κι αυτή είναι η καλύτερη ευκαιρία για αλλαγή. Οι εργάτες και οι απλοί άνθρωποι δεν νικάνε πάντα, αλλά αντιστέκονται. Ακόμη και πριν την «Κατάληψη στη Γουόλ Στριτ», το Φλεβάρη του 2012, το 36% των Αμερικανών δήλωνε ότι βλέπουν θετικά το σοσιαλισμό. Ο τρόπος με τον οποίο οι Αμερικανοί βλέπουν τον εαυτό τους και τη χώρα τους έχει κλονιστεί.
Στο Σικάγο, οι εκπαιδευτικοί πάλεψαν ενάντια στον Δημοκρατικό δήμαρχο και σε έναν απεργοσπαστικό μηχανισμό του Δημοκρατικού κόμματος. Οι Ρεπουμπλικάνοι βγήκαν ανοιχτά ενάντια στους εκπαιδευτικούς. Έγινε ακόμη πιο φανερό πως όταν μιλάμε για εργασιακά δικαιώματα, ο κόσμος δεν έχει κανέναν υπερασπιστή στο επίπεδο της επίσημης πολιτικής.
Αυτά τα πράγματα βοηθάνε στη διαμόρφωση της συζήτησης και δοκιμάζουν το συσχετισμό δυνάμεων. Κάποιες φορές φέρνουν και αποτελέσματα. Η ανταπόκριση του Ομπάμα στους νεαρούς ισπανόφωνους ήρθε μετά από κινητοποιήσεις των ισπανόφωνων. Η διακήρυξή του ότι υποστηρίζει τον γάμο μεταξύ ομοφυλόφιλων ήρθε μετά από δράσεις που εξελίσσονταν στους δρόμους και από οργανωμένη πίεση».
Δεκάδες εκατομμύρια επιλέγουν τον πρώτο αφροαμερικανό πρόεδρο των ΗΠΑ απέναντι στους «φονταμενταλιστές» της αγοράς και τους ρατσιστές, του Ρεπουμπλικανικού κόμματος και του Tea Party, για να υπερασπιστούν την υγεία, την ασφάλιση, τα πολιτικά και δημοκρατικά δικαιώματα. Αυτοί είναι καλοί λόγοι για να απεχθάνεται κάποιος τους Ρεπουμπλικάνους. Το λάθος είναι να πιστεύει πως ο Ομπάμα αποτελεί ανάχωμα εναντίον τους.
Το «μικρότερο κακό» δεν αρκεί. Τα δυο κόμματα εκφράζουν δυο διαφορετικές εκδοχές της κυρίαρχης επιχειρηματικής ελίτ. Μόνο οι κινητοποιήσεις από τα κάτω μπορούν να φέρουν ένα διαφορετικό μέλλον. Η ριζοσπαστική αριστερά στις ΗΠΑ ανοίγει αυτή τη συζήτηση, καθώς απλώνεται η ριζοσπαστικοποίηση του κόσμου στις μάχες που ανοίγουν.
Όταν η καρδιά του μεγαλύτερου καπιταλισμού διεθνώς βρίσκεται ξανά μια ανάσα πριν το έμφραγμα, τότε δεν υπάρχει πιο ελπιδοφόρο μήνυμα στις ΗΠΑ, από αυτό που στέλνει η άνοδος της αυτοπεποίθησης για μαζική δράση. Είναι η καλύτερη εγγύηση για να γίνει πράξη ο συντονισμός με τους παλμούς της εργατικής αντίστασης που χτυπούν όλο και πιο δυνατά στην καρδιά της Ευρώπης, αμφισβητώντας συνολικά το σύστημα.