Ο Θανάσης Καμπαγιάννης εξετάζει τα ερωτήματα που απασχολούν το αναδυόμενο κίνημα ενάντια στους νεοναζί της Χρυσής Αυγής.
Έχουν περάσει έξι μήνες από το σοκ της εισόδου της Χρυσής Αυγής στη Βουλή. Για όσες και όσους σαλπίζαμε την αναγκαιότητα της οργανωμένης πάλης ενάντια στη φασιστική απειλή εδώ και αρκετά χρόνια (τουλάχιστον από το 2009 αν μιλάμε για όσους συσπειρωθήκαμε στην Κίνηση Ενωμένοι Ενάντια στο Ρατσισμό και τη Φασιστική Απειλή, την ΚΕΕΡΦΑ), η κατάσταση έχει αλλάξει δραματικά.
Τα επιχειρήματα που μέχρι πρόσφατα χρησιμοποιούνταν για να αποφευχθεί ή να υποτιμηθεί η αντιφασιστική δράση και που είχαμε συστηματικά να αντιπαλέψουμε έχουν πλέον ξεφτίσει. Ποιός άραγε θυμάται σήμερα τα υποτιμητικά σχόλια ότι όσοι ασχολούμαστε με τον αντιφασισμό “κυνηγάμε φαντάσματα” ή τις προβλέψεις ότι “τώρα που οι φασίστες μπήκαν στη Βουλή θα αποκαλυφθούν” και ότι “θα βάλουν γραβάτες”; Ακόμα και το πιο “ακλόνητο” επιχείρημα, ότι “αν ασχολούμαστε μαζί τους, τους διαφημίζουμε”, που είχε χρησιμοποιηθεί από δεξιά και αριστερά για να αποδώσει την άνοδο της Χρυσής Αυγής στη δράση των αντιφασιστών (!), είναι πια πεταμένο κάπου στα αζήτητα.
Η αντιμετώπιση του φασισμού, που έχει ως αιχμή του την ανάπτυξη της Χρυσής Αυγής, αποτελεί πλέον προτεραιότητα για κάθε αγωνιστή και αγωνίστρια του κινήματος, αλλά και – ευρύτερα – ζήτημα για το οποίο πρέπει να τοποθετηθούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις. Σκοπός αυτού του άρθρου είναι η κριτική θεώρηση κάποιων από τις απαντήσεις που έχουν δοθεί το τελευταίο εξάμηνο, σε συνέχεια της προσπάθειας που έχουμε ήδη ξεκινήσει από τις στήλες αυτού του περιοδικού.1
Ο “αντιφασισμός” του Μνημονίου
Η πιο διαφημισμένη – και για τους περισσότερους δυσεξήγητη – εξέλιξη είναι η εμφάνιση αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε “μνημονιακό αντιφασισμό”. Με τον όρο αυτό εννοούμε την καταγγελία του φασισμού από εκείνα τα κόμματα, πολιτικούς, ΜΜΕ, κλπ, που υποστηρίζουν και υπερασπίζονται τις μνημονιακές πολιτικές. Οι αποκρουστικοί “ακτιβισμοί” της Χρυσής Αυγής συνοδεύονται συνήθως από έναν καταιγισμό ανακοινώσεων καταδίκης από όλα τα κόμματα, ενώ το βραδινό δελτίο ειδήσεων του MEGA έχει εντάξει στο πρόγραμμά του ένα καθιερωμένο πεντάλεπτο επίθεσης στη νεοναζιστική συμμορία. Πρόκειται για μια βολική κατάσταση για όλες τις πλευρές: το μεν κυρίαρχο πολιτικό και οικονομικό σύστημα εμφανίζεται έτσι ως υπερασπιστής της δημοκρατίας απέναντι στο ναζιστικό “άκρο”, την ίδια στιγμή που απαγορεύει διαδηλώσεις και καταπατάει δικαιώματα του ίδιου του αστικού Συντάγματος. Οι δε νεοναζί δεν χάνουν την ευκαιρία να επισημάνουν την ομόφωνη καταδίκη τους από όλο το “σάπιο κατεστημένο” και να εμφανίζονται έτσι ως η μόνη “αντισυστημική” δύναμη “εναντίον όλων”.
Πέραν από την προφανή υποκρισία, για να καταλάβουμε καλύτερα τη σχέση ανάμεσα στις μνημονιακές δυνάμεις και την Χρυσή Αυγή χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε το θεωρητικό οπλοστάσιο που μας έχει αφήσει η προηγούμενη άνοδος του φασισμού. Ο φασισμός ιστορικά εμφανίζεται ως ένα αντιδραστικό κίνημα κατά βάση μικροαστικών στρωμάτων, με σκοπό τη σωτηρία της ατομικής ιδιοκτησίας και την αποκατάσταση της καπιταλιστικής τάξης, σε περιόδους οξυμένης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Το γεγονός όμως ότι ο φασισμός είναι μια μορφή αστικής κυριαρχίας, όπως είναι και η αστική δημοκρατία, δεν πρέπει να μας κάνει ούτε στιγμή να ξεχνάμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της κυριαρχίας. Ο φασισμός δεν βασίζεται στις πολιτικές διαμεσολαβήσεις των διαφορετικών κοινωνικών συμφερόντων, όπως συμβαίνει στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, πάντοτε κάτω από την ηγεμονία διαφορετικών μερίδων της αστικής τάξης: τουναντίον, ο φασισμός τσακίζει κάθε ανεξάρτητη οργάνωση των κοινωνικών τάξεων – πρώτα και κύρια της εργατικής τάξης που είναι ο υπαρξιακός του αντίπαλος, και στη συνέχεια όλων των τάξεων (τόσο της μικροαστικής όσο και της αστικής) – χτίζοντας έτσι μια ολοκληρωτική δομή γύρω από το κράτος και το φασιστικό κόμμα.
Εξαιτίας αυτής της ιδιαιτερότητας του φασισμού, η εμφάνισή του ως μαζικού κινήματος αποτελεί ταυτόχρονα ευκαιρία και κίνδυνο για την άρχουσα τάξη: ευκαιρία γιατί προσθέτει στη φαρέτρα της ένα μπαζούκας καταστολής και τρόμου σε βάρος του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς έξω από τα συνηθισμένα – και γι' αυτό πιο περιορισμένα – όπλα της κρατικής καταστολής (δικαστήρια, αστυνομία, κλπ). Αποτελεί όμως και κίνδυνο, γιατί ο φασισμός δεν είναι απλώς άλλο ένα παρακρατικό υποχείριο της άρχουσας τάξης: έχει τη δική του πολιτική ατζέντα, της οποίας το ξεδίπλωμα μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την αστική κυριαρχία. Για να περιγράψει αυτή την ένταση στη σχέση της άρχουσας τάξης με τους φασίστες, ο Τρότσκι χρησιμοποιούσε μια παρομοίωση: “η μεγαλοαστική τάξη θέλει το φασισμό όσο κι ένας άνθρωπος που του πονάει φριχτά ένα δόντι και θέλει να του το βγάλουν”.2 Ο φασισμός δεν είναι μονάχα ένα ακόμα “εργαλείο” της αστικής τάξης, ούτε είναι όμως απλώς το αποτύπωμα των αντιδραστικών ιδεών του “μέσου ανθρωπάκου” στο πεδίο της πολιτικής και του κράτους. Αυτή η σύνθετη κατανόηση είναι πολύ κρίσιμη στην πάλη για να τον τσακίσουμε.
Έχοντας αυτά σαν δεδομένα μπορούμε τώρα να εξηγήσουμε ακριβέστερα τη σχέση του μνημονιακού μπλοκ και της Χρυσής Αυγής. Η Χρυσή Αυγή είναι σάρκα από τις σάρκες των κρατικών μηχανισμών. Ο “Φύρερ” της, ο Μιχαλολιάκος, είναι ένας πρώην ΚΥΠατζής και η οργάνωση απολαμβάνει προνομιακές σχέσεις με τα σώματα ασφαλείας και το βαθύ κράτος. Το μνημονιακό μπλοκ νομιμοποιεί την ατζέντα της Χρυσής Αυγής, χωρίς να χρειάζεται ιδιαίτερα να “σύρεται” από αυτήν: ο Παπουτσής ήταν αυτός που εγκαινίασε τη συζήτηση και τα σχέδια για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, ο Σαμαράς ήταν αυτός που μίλησε για την προτεραιότητα που πρέπει να έχουν τα “ελληνόπουλα” στους παιδικούς σταθμούς, ο Λοβέρδος ήταν ο εκλαϊκευτής της θεωρίας της “υγειονομικής βόμβας”. Η προστασία των νεοναζί από την ΕΛ.ΑΣ. δεν είναι τίποτε άλλο από ζέσταμα για τη μετέπειτα χρήση τους απέναντι στην ανερχόμενη Αριστερά και το εργατικό κίνημα. Μάλιστα, η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής από το κράτος και το μνημονιακό μπλοκ δείχνει ότι η ελληνική άρχουσα τάξη δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να αξιοποιήσει και πιο κεντρικά πολιτικά τους νεοναζί, όχι απλώς ως τρομοκρατικό αντίβαρο στην Αριστερά, αλλά και ως κομμάτι μιας συνολικότερης εναλλακτικής λύσης ενόψει μιας πιθανής χρεοκοπίας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει πραγματικός ανταγωνισμός ανάμεσα στο μνημονιακό μπλοκ και τη Χρυσή Αυγή. Τα αίτια ωστόσο αυτού του ανταγωνισμού δεν είναι δομικά (δεν οφείλονται δηλαδή σε κάποια ανυπέρβλητη αντίθεση από θέση αρχής), αλλά πολιτικά. Αυτό ισχύει πάνω από όλους για τη Νέα Δημοκρατία που ανταγωνίζεται με τη Χρυσή Αυγή για το ίδιο κομμάτι του εκλογικού σώματος και βλέπει τη βάση της να λοξοκοιτάει προς τους νεοναζί. Η οικονομική κρίση και η πολιτική της διαχείριση σημαίνουν ότι η δεξιά πολυκατοικία έχει γίνει ρημαδιό: οι πάλαι ποτέ ένοικοι των ρετιρέ πηδάνε από τον έβδομο, την ίδια στιγμή που οι αρουραίοι του υπογείου τρυπώνουν μέσα από τους αγωγούς της αποχέτευσης στα πάνω πατώματα. Ο Σαμαράς και ο Μιχαλολιάκος ανταγωνίζονται για τη θέση του διαχειριστή στην ίδια πολυκατοικία.
Αλλά ο ανταγωνισμός του μνημονιακού μπλοκ με τη Χρυσή Αυγή δεν έχει να κάνει μόνο με τη Νέα Δημοκρατία. Οι φραστικές επιθέσεις στη Χρυσή Αυγή προσφέρουν σε όλο το μπλοκ του Μνημονίου τη νομιμοποιητική βάση του “Κέντρου” που παλεύει ενάντια στα “άκρα”. Εδώ αποδεικνύεται και πόσο κάλπικος είναι ο “μνημονιακός αντιφασισμός”: όλες του οι παρεμβάσεις ξεκινάνε από την Χρυσή Αυγή για να φτάσουν στον πραγματικό στόχο που είναι η Αριστερά. Από τον Κασιμάτη της Καθημερινής: “Η Χρυσή Αυγή, χωρίς να το καταλαβαίνει, ανοίγει τον δρόμο για την επιβολή της νομιμότητας προς κάθε πλευρά: κουκουέδες, συριζαίους, χρυσαυγίτες - όλοι τους βλάπτουν τη δημοκρατία εξίσου. Πρόκειται για ευκαιρία, την οποία η κυβέρνηση πρέπει να αξιοποιήσει”.3 Μέχρι τον Πάγκαλο, που όταν ρωτήθηκε να διευκρινίσει την πρότασή του να τεθεί εκτός νόμου η Χρυσή Αυγή ξεκαθάρισε: “Δεν μπορεί ο τραμπουκισμός της Χρυσής Αυγής να είναι καταδικαστέος, αλλά αυτός του ΣΥΡΙΖΑ επαναστατικός. Επομένως, εκτός νόμου θα έλεγα ότι πρέπει να απειληθεί ότι θα βρεθεί, όχι μόνο η Χρυσή Αυγή αλλά και κάποιες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, αν συνεχίσουν συστηματικά να εμποδίζουν τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των Ελλήνων”.4 Πρόκειται για την επανάληψη του παλιού μοτίβου του “αριστεροχουντισμού” που χρησιμοποίησε η ελληνική άρχουσα τάξη εναντίον της επαναστατικής Αριστεράς μετά τη Χούντα τη δεκαετία του '70. Μόνο που σήμερα το παιχνίδι αυτό είναι πολύ πιο επικίνδυνο.
Η άνοδος του αντιφασιστικού κινήματος
Αυτό που είναι ωστόσο λιγότερο διαφημισμένο αλλά περισσότερο πραγματικό είναι η ανάδυση, ιδίως τους τελευταίους μήνες, ενός νέου αντιφασιστικού κινήματος. Τα τελευταία Σαββατοκύριακα του Οκτώβρη, οι αντιφασίστες που προσπαθούσαν να συγκεντρώσουν τη συνολική εικόνα των αντιφασιστικών εκδηλώσεων ανά την Ελλάδα έχαναν το λογαριασμό: πορείες, εκδηλώσεις, φεστιβάλ, μαθητικές συναυλίες, μοτοπορείες, εξορμήσεις, αλλά και καταγγελίες των νεοναζί από εργατικά συνδικάτα, γιουχαΐσματα βουλευτών της Χρυσής Αυγής, παρεμβάσεις στις παρελάσεις και ό,τι άλλο μπορεί να σκεφτεί κανείς.
Το μέγεθος και η ταχύτητα της αντιφασιστικής συσπείρωσης είναι η καλύτερη υπενθύμιση γιατί το φασιστικό χαρτί είναι επικίνδυνο για όποια άρχουσα τάξη επιλέγει να το παίξει. Σήμερα, οι οργανωτικές και πολιτικές δυνατότητες της Χρυσής Αυγής μπορεί να είναι αναβαθμισμένες, λόγω της δημοσιότητας που απολαμβάνει από τα κυρίαρχα ΜΜΕ και των κρατικών κονδυλίων που ρέουν στα ταμεία της. Αλλά αυτό που έχει ριζικά αλλάξει και που μπορεί να παίξει τον αποφασιστικό ρόλο είναι η ενεργοποίηση του μαζικού αντιφασιστικού κινήματος. Οι στρατηγικές που επιλέγουν οι διαφορετικές πτέρυγες του κινήματος είναι αυτές που πρέπει τώρα να μας απασχολήσουν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ βγήκε από τις εκλογές του Ιούνη με τα μεγαλύτερα ποσοστά και τις πιο αναβαθμισμένες δυνατότητες παρέμβασης από κάθε άλλη δύναμη της Αριστεράς. Όμως, η αντιφασιστική του δράση δεν συμβαδίζει καθόλου με τα νέα του μεγέθη. Ενώ τυπικά στα κείμενά του προχωράει σε ορθές διαπιστώσεις για τον κίνδυνο της Χρυσής Αυγής, τα λόγια δεν μεταφράζονται παρά ελάχιστα σε πράξεις. Ο Γιώργος Κυρίτσης, στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, σε ένα άρθρο του στην Αυγή με τον χαρακτηριστικό τίτλο “Να βγάζαμε λίγο το κεφάλι από την άμμο;”, στηλιτεύει τη μέχρι τώρα στάση του ΣΥΡΙΖΑ ως “στρουθοκαμηλισμό” και “προσποιητή αδιαφορία”.5 Η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στη στρατηγική. Οι αγωνιστές του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να συμμετέχουν σε πολλές από τις αντιφασιστικές κινηματικές δράσεις (έστω κι αν συνήθως δεν παίρνει ο πολιτικός τους χώρος τη σχετική πρωτοβουλία γι' αυτές). Η ηγεσία όμως του ΣΥΡΙΖΑ είναι δεσμευμένη σε μια στρατηγική δημοκρατικής νομιμότητας. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εσωτερικεύσει το σχήμα των “δύο άκρων” που συστηματικά χρησιμοποιούν εναντίον του οι αντίπαλοί του. Κάθε αντιφασιστική κινητοποίηση στο δρόμο αντιμετωπίζεται στην ουσία ως απειλή προβοκάτσιας, από την οποία η Αριστερά θα βγει αποδυναμωμένη και γι' αυτό θα πρέπει να απέχει.
Η συνέπεια αυτής της στρατηγικής είναι η παράλυση: στη χειρότερη περίπτωση σημαίνει την άρνηση της αντιφασιστικής δράσης σε αναμονή της κυβερνητικής αλλαγής. Ο Σπύρος Ασδραχάς, ο διαπρεπέστερος εν ζωή ιστορικός της ανανεωτικής Αριστεράς, σε συνέντευξή του στην Αυγή και σε διπλή ερώτηση για την ενδεδειγμένη δράση ενάντια στους νεοναζί, ξεκαθάρισε ότι αυτή συνίσταται στην “ανάληψη της εξουσίας μέσω των δημοκρατικών διαδικασιών”.6 Στις καλύτερες περιπτώσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ συμμετέχει σε “αντιφασιστικές εκκλήσεις” που επιχειρούν να στήσουν στα πόδια του το “συνταγματικό τόξο” ενάντια στο φασισμό. Έτσι, στο σχετικό κείμενο της “Πρωτοβουλίας για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας” (ένα μετωπικό σχήμα διανοούμενων από το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ) για μια “πλατιά αντιφασιστική συμμαχία”, οι υπογράφοντες καλούνται να συμφωνήσουν ότι: “μερίδιό τους στην εδραίωση του (ρατσιστικού και φασιστικού) λόγου έχουν αντιευρωπαϊκά-αντιπλουτοκρατικά στερεότυπα που, αναπαραγόμενα με αγοραίο τρόπο και στην ίδια την αριστερά, δημιουργούν πολιτισμικές υποδοχές για την ανάπτυξη της ιδεολογίας του μίσους και του κοινωνικού κανιβαλισμού”. Είναι φανερό από τέτοια αποσπάσματα ότι η κατεύθυνση των συνεργασιών κινείται λιγότερο προς τις δυνάμεις του κινήματος και περισσότερο προς δυνάμεις του μνημονιακού “αντιφασισμού”. Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία τη δεκαετία του '30 έχει διδάξει το πώς χτίζονται “αντιφασιστικά μέτωπα” μαζί με τα κόμματα και τους στρατηγούς που δήλωναν πίστη στο Σύνταγμα της Βαϊμάρης. Η παράδοση της εξουσίας από τον “συνταγματικό” Χίντεμπουργκ στον Χίτλερ θα έπρεπε να αποτελεί επαρκή προειδοποίηση.
Από την άλλη πλευρά, το ΚΚΕ έχει αναγκαστεί να κάνει τη μεγαλύτερη στροφή σε σχέση με το αντιφασιστικό μέτωπο κι αυτό γιατί η προηγούμενη στάση του ήταν τόσο κάθετα αρνητική. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει: ο Παφίλης αποκάλεσε ανοιχτά τους Χρυσαυγίτες “ναζί” από το βήμα της Βουλής, και το ίδιο έκανε και ο Ριζοσπάστης στο πρωτοσέλιδό του την επόμενη μέρα.7 Η ΚΝΕ κυκλοφόρησε τρικάκια με σύνθημα “έξω οι φασίστες από τα σχολεία” και αφίσες “απομονώστε τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής”. Η στροφή αυτή εξοπλίζει αγωνιστές του εργατικού κινήματος να κοντράρουν τη Χρυσή Αυγή που επιχειρεί να βάλει πόδι στους εργατικούς χώρους με το σύνθημα “δουλειά στον Έλληνα εργάτη”. Οι εργάτες του Παπουτσάνη πέταξαν έξω από το εργοστάσιο τους Χρυσαυγίτες που επιχείρησαν να μπουν μέσα για να χύσουν το ρατσιστικό τους δηλητήριο. Αν η ηγεσία του ΚΚΕ είχε κάνει γρηγορότερα αυτή τη στροφή, η Χρυσή Αυγή δεν θα μπορούσε να στήσει την άθλια προεκλογική της προβοκάτσια σε βάρος των απεργών Χαλυβουργών, με τη δήθεν επίσκεψη “αλληλεγγύης” στο εργοστάσιο.
Ωστόσο, το ΚΚΕ συνεχίζει να θεωρεί ότι η μάχη ενάντια στο φασισμό δεν αποτελεί μέτωπο που απαιτεί τις δικές του διακριτές πολιτικές πρωτοβουλίες. Απέχει έτσι από όλες τις αντιφασιστικές και αντιρατσιστικές κινητοποιήσεις, κάποιες φορές μάλιστα τις καταγγέλλει ως “θολό αντιφασισμό”. Είναι μια λάθος τακτική. Σήμερα δεν αρκούν οι ανακοινώσεις, έστω και αν αυτές προέρχονται από μαζικές εργατικές οργανώσεις (συνδικάτα, Ομοσπονδίες, κλπ), αλλά χρειάζονται συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που να κοντράρουν τη δράση των νεοναζί στην πράξη. Η επίκληση του ταξικού κινήματος ή η αντιφασιστική δράση στο “παρεμπιπτόντως” (σαν κομμάτι άλλων πρωτοβουλιών, εργατικών, αντικατασταλτικών, “δομών αλληλεγγύης”, κλπ), χάνουν από τα μάτια τους την αυτοτέλεια και τη μοναδικότητα της φασιστικής απειλής. Τέτοιες απόψεις δεν περιορίζονται στο ΚΚΕ, αλλά απλώνονται και σε ολόκληρα κομμάτια της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Η εμπειρία ωστόσο δείχνει ότι η δυναμική των πραγμάτων και η οργανωμένη παρέμβαση μπορούν να μετακινήσουν και τους πιο διστακτικούς προς τη σωστή κατεύθυνση.
Τα προβλήματα στη στρατηγική των μεγαλύτερων ηγεσιών της Αριστεράς αφήνουν ανοιχτό το πεδίο σε πρωτοβουλίες κομματιών της ριζοσπαστικής νεολαίας και του αντιεξουσιαστικού χώρου, για άμεση φυσική σύγκρουση με τους φασίστες στο δρόμο. Η αντιφασιστική μοτοπορεία συμπύκνωσε με ηρωικό τρόπο αυτή την τακτική. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην πάλη ενάντια στους φασίστες θα χρειαστεί η σύγκρουση μαζί τους στο δρόμο. Όμως, η σύγκρουση αυτή δεν μπορεί να είναι υπόθεση μιας αποφασισμένης μειοψηφίας. Η στρατιωτικοποίηση του αντιφασιστικού αγώνα αποβαίνει πάντα σε βάρος των αντιφασιστών, με δεδομένη τη στήριξη που απολαμβάνουν οι φασίστες από το κράτος. Η οργάνωση και κινητοποίηση της αντιφασιστικής πλειοψηφίας δημιουργεί τις καλύτερες πολιτικά συνθήκες για το τσάκισμα των φασιστών. Οι Αφρικανοί μετανάστες της Πλατείας Αμερικής μπορεί να χαιρέτησαν με ενθουσιασμό τους αντιφασίστες της μοτοπορείας μετά την επίθεση στα γραφεία της Τανζανικής Κοινότητας. Αλλά ήταν στις αντιφασιστικές διαδηλώσεις της 13 και 20 Οκτώβρη που και οι ίδιοι, μαζί με εκατοντάδες ντόπιους κατοίκους, έδειξαν την δύναμή τους με τη μαζική τους παρουσία στο δρόμο. Το μαζικό κίνημα είναι τελικά αυτό που θα τσακίσει τους φασίστες, με κάθε απαραίτητο μέσο.
Η οργάνωση του κινήματος
Η Κίνηση Ενωμένοι Ενάντια στο Ρατσισμό και τη Φασιστική Απειλή έχει δώσει με τη δράση της κάποια από τα καλύτερα παραδείγματα για το πώς παλεύουμε τους φασίστες, τόσο κεντρικά όσο και τοπικά. Η 8 Ιούνη (τα συλλαλητήρια μετά τους τραμπουκισμούς Κασιδιάρη) έδωσε τη δυνατότητα για την πρώτη μαζική έκφραση της αντιφασιστικής οργής. Το αντιρατσιστικό συλλαλητήριο της 24 Αυγούστου, με πάνω από 20.000 μετανάστες ενάντια στον Ξένιο Δία και τις ισλαμοφοβικές επιθέσεις ΕΛΑΣ – Χρυσής Αυγής, έσπασε τη ρατσιστική τρομοκρατία της κυβέρνησης. Στη Νίκαια, με πρωτοβουλία της τοπικής ΚΕΕΡΦΑ, όλες οι συλλογικότητες της γειτονιάς, από τα σωματεία και τις συνελεύσεις μέχρι την Αριστερά και την αναρχία, μπλόκαραν με ένα μαζικό συλλαλητήριο το πογκρόμ που είχε εξαγγείλει η Χρυσή Αυγή κατά των Πακιστανών μεταναστών. Στην Καλλιθέα, τον Πειραιά, το Νέο Ηράκλειο, ανάλογες πρωτοβουλίες με τη συμμετοχή της ΚΕΕΡΦΑ περιορίζουν τη δράση των νεοναζί.
Όσοι δώσαμε τα τελευταία χρόνια την αντιρατσιστική και αντιφασιστική μάχη πρέπει να καλοδεχτούμε τη δημιουργία νέων αντιφασιστικών συντονισμών, μετώπων, πρωτοβουλιών, κλπ, και να μεταδώσουμε τα χρήσιμα διδάγματα από τις μέχρι σήμερα εμπειρίες μας. Κρίσιμες είναι κάποιες παράμετροι: α) η προτεραιότητα στις μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης σε κάθε υπό δημιουργία αντιφασιστικό μέτωπο – οι ΕΛΜΕ και οι Διδασκαλικοί Σύλλογοι δείχνουν το δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση. β) Η επιμονή στις αντιρατσιστικές αιχμές: οι φασίστες δεν μεγαλώνουν από το “κοινωνικό τους έργο” όπως λέει η Γκαιμπελική τους προπαγάνδα, αλλά από τον ρατσισμό των μνημονιακών κυβερνήσεων. Ενωτικό αντιφασιστικό μέτωπο χωρίς ενότητα ντόπιων και μεταναστών εργατών, δηλαδή χωρίς αντιρατσισμό, είναι εξαρχής υπονομευμένο. γ) Η συνεχής δράση με στόχο τη συστηματική παρενόχληση και τελικά την απονομιμοποίηση της δράσης των φασιστών. Η Χρυσή Αυγή δεν είναι “άλλο ένα κόμμα”, είναι μια ναζιστική συμμορία του κοινού ποινικού δικαίου. Θέλουμε το κλείσιμο των γραφείων της, τη φυλάκιση των εγκληματιών “βουλευτών” της, το συνειδητό αποκλεισμό της από κάθε ΜΜΕ, κοινωνική εκδήλωση, κοκ. Αυτό δεν θα το κάνει η οποιαδήποτε νομική απαγόρευση από μια μνημονιακή κυβέρνηση, αλλά θα το επιβάλει το ίδιο το αντιφασιστικό κίνημα στους χώρους δουλειάς, τις γειτονιές και τους δρόμους.
Οι τοπικές επιτροπές της ΚΕΕΡΦΑ αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη αξία μέσα σ' αυτή την προσπάθεια. Ενώνουν αγωνιστές από τους χώρους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του ΣΥΡΙΖΑ, ανένταχτους ακτιβιστές, συνδικαλιστές, μετανάστες, καλλιτέχνες, κοκ. Προσφέρουν ένα υπαρκτό πανελλαδικό δίκτυο, με μια δουλεμένη και αιχμηρή αντιρατσιστική και αντιφασιστική θεωρία και πρακτική. Το αντιφασιστικό κίνημα θα συνεχίσει για αρκετό διάστημα να έχει διαφορετικές πτέρυγες και πολλαπλές στρατηγικές, που πρέπει να συζητηθούν και να ξεκαθαρίσουν μέσα στην κοινή δράση. Το μεγαλύτερο λάθος αυτή τη στιγμή θα ήταν η παθητική αναμονή κάποιας εντυπωσιακής στροφής από τις ηγεσίες της Αριστεράς στο όνομα ενός “μεγάλου” αντιφασιστικού μετώπου. Οι εντυπωσιακές στροφές χτίζονται και επιβάλλονται στη δράση: η πρόταση της ΚΕΕΡΦΑ για ένα μεγάλο ενωτικό αντιφασιστικό συλλαλητήριο στις 19 Γενάρη της νέας χρονιάς μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο, με την προϋπόθεση να συνεχιστούν και να πλατύνουν οι κατά τόπους αντιφασιστικές και αντιρατσιστικές δράσεις. Οι τελευταίοι μήνες είναι γεμάτοι αποδείξεις ότι, αν το επιχειρήσουμε μαζικά και οργανωμένα, μπορούμε να σταματήσουμε τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής. n
1. βλ. Θανάσης Καμπαγιάννης, “Κοινός αγώνας ενάντια στους νεοναζί”, ΣΑΚ, νο 92, Μάης-Ιούνης 2012· Λέανδρος Μπόλαρης, “Καμιά ανοχή στους δολοφόνους μεταναστών”, ΣΑΚ, νο 93, Ιούλης-Αύγουστος 2012.
2. Λέον Τρότσκι, Η πάλη ενάντια στο φασισμό στη Γερμανία, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2000, σελ. 227.
3. Στέφανος Κασιμάτης, “Η ευκαιρία της Χρυσής Αυγής για τη δημοκρατία”, Καθημερινή, 16/09/2012.
4. «Ολοι μαζί με τον Σαμαρά, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος», συνέντευξη Θεόδωρου Πάγκαλου στον Κωνσταντίνο Ζούλα, Καθημερινή, 21/10/2012.
5. Γιώργος Κυρίτσης, “Να βγάζαμε λίγο το κεφάλι από την άμμο;”, Κυριακάτικη Αυγή, 02/09/2012.
6. “Σπύρος Ασδραχάς: Η ιστορία ως ερμηνεία είναι ανατρεπτική, θα έλεγα επαναστατική”, Κυριακάτικη Αυγή, 28/10/2012.
7. “Η κυβέρνηση δίνει αέρα στα πανιά της ναζιστικής «Χρυσής Αυγής»”, Ριζοσπάστης, 29/09/2012.