1848, Η συγκέντρωση των Χαρτιστών στο Λονδίνο
Ο Αποστόλης Λυκούργος παρουσιάζει τα κείμενα του 1844 με τα οποία ο Μαρξ αναζήτησε την ελευθερία όχι “στα παρθένα δάση των Τευτόνων” αλλά στην εργατική σύγκρουση με την εκμετάλλευση και την αλλοτρίωση.
Οι χειρόγραφες σημειώσεις του Μαρξ από την περίοδο που άρχισε για πρώτη φορά να μελετά συστηματικά την καπιταλιστική οικονομία, το έτος 1844, όταν εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1932, ονομάστηκαν Οικονομικά-Φιλοσοφικά Χειρόγραφα.
Οικονομικά, επειδή ο Μαρξ επιχειρεί να εξηγήσει τον ρόλο των υλικών συμφερόντων και της οικονομίας στις κοινωνίες που έχουν κυριαρχήσει οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Φιλοσοφικά, επειδή μαζί με το εμπειρικό υλικό που αποτελεί τη βάση της μελέτης του, ο Μαρξ εκθέτει και τη μέθοδο με την οποία το προσεγγίζει. Αν επιστρατεύει την – πράγματι δυσνόητη – φιλοσοφική γλώσσα του Χέγκελ, είναι επειδή δεν θέλει να περιορισθεί στη στατική περιγραφή της δομής και της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Επιχειρεί να δείξει τη δυναμική του.
Αυτού του είδους η προσέγγιση προσφέρει δυο μεγάλα πλεονεκτήματα: αναδεικνύει καταρχήν ότι η εργατική τάξη είναι η κινητήρια δύναμη του τεράστιου πλούτου που χαρακτηρίζει τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Ταυτοχρόνως, όμως, δείχνει και ότι αυτή η ίδια τάξη είναι καταδικασμένη στην – απόλυτη ή σχετική – φτώχια των χαμηλών ή ελάχιστων ημερομισθίων, στο φόβο της ανεργίας, αλλά και στον αποκλεισμό της απ’ όλα εκείνα τα αντικείμενα και τις υπηρεσίες που δίνουν στον άνθρωπο τη δυνατότητα να ζει ανθρώπινα.
Η αιτία που τα ανθρώπινα όντα ζουν σε κατάσταση αλλοτρίωσης, δηλαδή ζουν έξω από τον εαυτό τους, σαν να μην τον ελέγχουν, εντοπίζεται από τον Μαρξ στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.
Πέραν της θρησκείας και του έθνους
«Υπάρχουν […] ενθουσιώδεις καλοκάγαθοι, αταβιστικά γερμανομανείς και αντανακλαστικά φιλελεύθεροι, που αναζητούν την ιστορία της ελευθερίας μας πέρα από την ιστορία μας, στα παρθένα δάση των τευτόνων».
Αυτό το απόσπασμα του Μαρξ αναφέρεται στην πολιτική κατάσταση στη Γερμανία εκείνης της εποχής. Προέρχεται από την Εισαγωγή στην Εγελιανή Φιλοσοφία του Δικαίου, κείμενο που δημοσίευσε ως άρθρο στο περιοδικό που εξέδιδε ο ίδιος για να παρέμβει στις πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία, στις αρχές του 1844. Είναι ακριβώς η περίοδος που ξεκινούσε τη μελέτη της καπιταλιστικής κοινωνίας και της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας.
Ο Μαρξ πάντοτε επεφύλασσε καυστικά ειρωνικά σχόλια για όσους προέτασσαν στην πολιτική τους πλατφόρμα το έθνος και το «δαιμόνιο της φυλής» τους. Ωστόσο, η αναφορά στο συγκεκριμένο απόσπασμα γίνεται εδώ επειδή απηχεί χαρακτηριστικά την κατεύθυνση που προσανατολίζεται η σκέψη και το ενδιαφέρον του Μαρξ εκείνη την περίοδο.
Ο Μαρξ, ήδη από τον Οκτώβρη του 1843, είχε βρεθεί πολιτικός εξόριστος στο Παρίσι. Η δράση του στη Γερμανία, όπου εργαζόταν ως αρχισυντάκτης μιας εφημερίδας που απηχούσε τις όλο και πιο ριζοσπαστικές και επαναστατικές του αντιλήψεις, έστρεψαν γρήγορα εναντίον του το ενδιαφέρον της λογοκρισίας και των διώξεων από την πλευρά της αστυνομίας και των δικαστηρίων.
Με το που βρέθηκε στο Παρίσι, μητρόπολη των νέων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, δεν ήλθε μόνο σ’ επαφή με τις ενώσεις των γερμανών πολιτικών εξόριστων, αλλά και με τις αντιπαραθέσεις μέσα στο εργατικό κίνημα στη Γαλλία.
Στο παραπάνω απόσπασμα εννοεί ότι οι πολιτικοί αγώνες για τον εκδημοκρατισμό και την απελευθέρωση από την τυραννία των γαιοκτημόνων και της απολυταρχίας στα γερμανικά κρατίδια της δεκαετίας των 1840 δεν θα είναι επιτυχείς, αν διεξαχθούν στο όνομα γενικώς του έθνους και περιορισθούν στη συγκρότηση και την ανάπτυξη ενός μοντέλου εθνικού καπιταλισμού.
Αντιθέτως, η μελέτη της οικονομικής ζωής κυρίως της Αγγλίας αλλά και της Γαλλίας, με την οποία θ’ ασχοληθεί πυρετωδώς στα Χειρόγραφα του 1844, προειδοποιεί για το μέλλον στο οποίο πρόκειται να βαδίσει και η Γερμανία.
Συνεπώς, κατά τον Μαρξ, οι Γερμανοί επαναστάτες θα ωφελούνταν μόνο αν αντλούσαν τα δικά τους διδάγματα από την ανάλυση της ανάπτυξης της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας.
Οι πολιτικοί αγώνες για τον ριζοσπαστικό εκδημοκρατισμό της γερμανικής κοινωνίας, την κατάκτηση ενός συντάγματος, όπως και των πολιτικών δικαιωμάτων που αυτό συνεπάγεται, δεν πρόκειται να κερδίσουν τίποτα αν συνεχίσουν να αναλώνονται στην αλληγορική γλώσσα της κριτικής της θρησκείας ή αν παραμείνουν αταβιστικά γερμανομανείς και αντανακλαστικά φιλελεύθεροι.
Εργάτες και καπιταλιστές
Αμέσως αντιλαμβανόμαστε τον λόγο για τον οποίο, στο κείμενο που προόριζε για πρόλογο των Χειρογράφων, ο Μαρξ συγκεντρώνει τα βέλη της κριτικής του σ’ έναν παλιό του σύντροφο, τον Μπρούνο Μπάουερ: επειδή ο τελευταίος «δεν μπορεί να συμβάλει με οποιονδήποτε τρόπο στην πραγμάτευση των εγκόσμιων προβλημάτων».
Το κυριότερο εγκόσμιο πρόβλημα εκείνης της εποχής ήταν η επεκτατική επέλαση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στην οικονομία μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τη ριζική αναδιαμόρφωση όλων των υπόλοιπων κοινωνικών σχέσεων των ανθρώπινων όντων – των πολιτικών σχέσεων συμπεριλαμβανομένων.
Οι συνθήκες ζωής και εργασίας εκατομμυρίων ανθρώπων, άλλαζαν ριζικά. Όπως γράφει ο Κρις Χάρμαν, «[…] στους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι παρήγαν […] συντελούνταν αλλαγές σε κλίμακα πρωτόγνωρη από την εποχή που οι κυνηγοί - τροφοσυλλέκτες ανέπτυξαν για πρώτη φορά τη γεωργία πριν από δέκα χιλιάδες χρόνια» (Λαϊκή Ιστορία του Κόσμου, σελ. 316).
Σε πείσμα των ισχυρισμών πολλών σύγχρονων επιφανών ή λιγότερο γνωστών ακαδημαϊκών αναλυτών της σκέψης του, ο Μαρξ στα Χειρόγραφα προσφέρει άφθονα τεκμήρια ότι δεν είχε ποτέ τη διάθεση να εξυμνήσει την καπιταλιστική ανάπτυξη. Αντιθέτως, περιγράφοντας τους βασικούς άξονες και μηχανισμούς πάνω στους οποίους κινείται, διατυπώνει την πιο ριζοσπαστική, την επαναστατική εκδοχή της κριτικής της. Αυτό συμβαίνει επειδή επικεντρώνεται στην κριτική της ατομικής ιδιοκτησίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο απόσπασμα που ο Μαρξ επιλέγει να παραθέσει τόσο όταν ξεκινά την ανάλυση του κεφαλαίου όσο και της γαιοκτησίας είναι από το έργο του οικονομολόγου Σαι· που ορθά κοφτά δηλώνει ότι αμφότερα αποτελούν ισοδύναμο κλοπής ή εξαπάτησης και μόνο με τη συνεργασία της νομοθεσίας καθαγιάζεται η κληρονομική τους διάσταση.
Παρομοίως, δεν είναι τυχαίο ότι το Πρώτο Χειρόγραφο ξεκινά με το ότι οι αγώνες μεταξύ κεφαλαιοκρατών και εργατών καθορίζουν τους μισθούς.
Αφενός, άρα, η ατομική ιδιοκτησία είναι αποτέλεσμα κοινωνικής σύμβασης, προϊόν του «θετικού», όπως λέγεται, δικαίου, και δεν εμπεριέχει τίποτα προκαθορισμένο από τη φύση.
Αφετέρου, οι μισθοί στην καπιταλιστική κοινωνία – που αντιστοιχούν στις στοιχειωδέστερες ανθρώπινες ανάγκες – είναι «ανοικτό» ζήτημα, διακύβευμα των σκληρών αγώνων μεταξύ εργατών και κεφαλαιοκρατών. Δεν είναι φυσικό φαινόμενο, θα έλεγε, για παράδειγμα, σήμερα ο Μαρξ, ούτε οι μειώσεις στους μισθούς ούτε οι «ευέλικτες» εργασιακές σχέσεις ούτε τα πενιχρά κατώτατα μεροκάματα.
Ο Μαρξ δεν ενδιαφέρθηκε μόνο για την ενδελεχή συγκέντρωση των αριθμητικών δεδομένων ώστε ν’ αποκτήσει όσο γίνεται ακριβέστερη εικόνα της ανάπτυξης της παραγωγής και των εμπορικών συναλλαγών.
Δεν κρύβει, ήδη από τη πρώτη παράγραφο των Χειρογράφων, ότι παίρνει θέση: η μελέτη της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας γίνεται από την πλευρά της εργατικής τάξης· ούτε των κεφαλαιοκρατών ούτε «του συνόλου της κοινωνίας» ή του έθνους.
Το ενδιαφέρον του, μάλιστα, δεν αφορά μόνο στους άντρες εργάτες, αλλά περιλαμβάνει και τις γυναίκες εργάτριες, τις γυναίκες που γίνονταν πόρνες, την παιδική εργασία, όπως και τις συνθήκες κατοικίας, διατροφής αλλά και διασκέδασης των πληθυσμών που αποτελούσαν την εργατική τάξη.
Η επίσημη πολιτική οικονομία και αγνοούσε και εξακολουθεί να αγνοεί τα συγκεκριμένα στοιχεία. Καθόλου τυχαία, κατά τον Μαρξ: ο παράγοντας που δημιουργεί όλο τον πλούτο της σύγχρονης κοινωνίας, η ανθρώπινη εργασία, είναι καταδικασμένος στην απάνθρωπη υποταγή. Στον αποκλεισμό από τα ευεργετήματα που αυτός ο πλούτος εξασφαλίζει.
Η αλλοτρίωση ή η ατομική ιδιοκτησία μας έχει καταστήσει ανόητους
«Όσο περισσότερο παράγει ο εργάτης, τόσο λιγότερα έχει να καταναλώσει, όσες περισσότερες αξίες δημιουργεί τόσο λιγότερη αξία αποκτά, τόσο πιο ασήμαντος γίνεται»: ο πλούτος που δημιουργούν οι εργάτες μετατρέπεται σε τέρας που τους εξουσιάζει.
Ο Μαρξ εξηγεί αυτό το φαινόμενο μέσα από την έννοια της αλλοτρίωσης. Τον όρο είχε χρησιμοποιήσει πριν τον Μαρξ κυρίως ο φιλόσοφος Φόιερμπαχ προκειμένου να υποστηρίξει ότι η θρησκεία ήταν ανθρώπινο δημιούργημα στο οποίο οι ίδιοι οι άνθρωποι είχαν επιτρέψει να κυριαρχήσει στη ζωή τους.
Ο Μαρξ αντιλήφθηκε με τον ίδιο τρόπο τον καπιταλισμό: είναι το σύστημα που επιβάλλει την αλλοτρίωση του ανθρώπινου όντος/εργάτη από τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά που το εντάσσουν στο ανθρώπινο είδος στο οποίο ανήκει.
Το ανθρώπινο ον δεν έχει μόνο συνείδηση του εαυτού του, όπως επεσήμαινε ο Χέγκελ, ή της καθολικότητας των χαρακτηριστικών του είδους του, όπως πρότεινε ο Φόιερμπαχ. Κατέχει τη μοναδική ιδιότητα να αλληλεπιδρά με την υπόλοιπη φύση μέσω της εργασίας.
Συνεπώς, η ιδέα που εισάγει στα Χειρόγραφα ο Μαρξ είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο το ανθρώπινο ον εργάζεται, δηλαδή επεξεργάζεται και μεταμορφώνει τη φύση, καθορίζει και τον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκε η ευάριθμη ποικιλία διαφορετικών κοινωνιών. Το θεμέλιο ακόμα και των πιο περίπλοκων και εξελιγμένων πολιτισμών είναι η ενιαία και ενοποιητική διαδικασία που λέγεται εργασία.
Ο καπιταλισμός, ωστόσο, διαστρέφει, καταπιέζει, καταστρέφει αυτή τη χαρακτηριστικότερη ανθρώπινη ιδιότητα του ανθρώπου, την ιδιότητά του να εργάζεται. Ο Μαρξ αφιερώνει τις καλύτερες σελίδες του τρίτου χειρογράφου στο να δώσει σάρκα και οστά σε αυτή τη θεωρητική του γενίκευση: στον καπιταλισμό είσαι και απολαμβάνεις αυτό που το χρήμα σου μπορεί να αγοράσει, αναπτύσσεις αποκλειστικώς και μόνον εκείνες τις δεξιότητες, ικανότητες, κλίσεις ή ανθρώπινες ιδιότητές σου που θα αποφέρουν κέρδος, χρήμα. Είναι εντελώς αδιάφορο αν παραμένεις ανολοκλήρωτη προσωπικότητα.
Στην καρδιά της έννοιας της αλλοτρίωσης, όπως την αντιλαμβάνεται ο Μαρξ, βρίσκεται η θέση του ότι το υποκείμενο της κοινωνικής αλλαγής και της ιστορίας είναι η ανθρώπινη εργασία. Η εργασία αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο «συνέχεται» το ανθρώπινο είδος ως ανθρώπινη φύση.
Η εργατική τάξη δεν προσδιορίζεται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της (τις φυσικές ικανότητες, τον πολιτισμό ή την εθνική καταγωγή της, τις δεξιότητες ή κάποιες ιδιαίτερες μορφές εργασίας), αλλά από την αφηρημένη, βιολογικώς ανθρώπινη ικανότητά της να δρα επί του περιβάλλοντός της, όπως λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Μαρξ. Προσδιορίζεται, δηλαδή, από την ικανότητά της για εργασία, από την κατοχή της εργατικής δύναμης.
Κομμουνισμός
Δεν είναι αναπόφευκτο προϊόν της προσπάθειας των ανθρώπινων όντων να αντιμετωπίσουν το εχθρικό περιβάλλον της φύσης το γεγονός ότι η ζωή τους εξουσιάζεται. Είναι προϊόν της εργασίας τους· αυτής της ίδιας με την οποία σταδιακά κατάκτησαν αυτό το περιβάλλον.
Στα Χειρόγραφα, ο κομμουνισμός ή ο τρόπος με τον οποίο οι εργάτες θα βγουν από τον φαύλο κύκλο της αλλοτρίωσης και της εκμετάλλευσης, γίνεται προς το παρόν αντιληπτός μόνο φιλοσοφικά από τον Μαρξ· στην αφηρημένη, εννοιολογική του μορφή: ως η θετική κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, ως η προοπτική της πλήρους επιστροφής του ανθρώπου στον εαυτό του ως κοινωνικού, δηλαδή ανθρώπινου, όντος. Ως η γνήσια επίλυση της σύγκρουσης μεταξύ ανθρώπου και φύσης.
Προειδοποιεί, όμως, ταυτοχρόνως ότι το μόνο απολύτως βέβαιο δεδομένο σχετικά με τον κομμουνισμό είναι ότι δεν θα βγει από το κεφάλι αυτού ή εκείνου του φιλοσόφου, ακόμα και κομμουνιστή, αλλά ότι είναι πραγματική φάση στην εξέλιξη της κοινωνίας, η φάση της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας, αναγκαία για την επόμενη περίοδο της ιστορικής ανάπτυξης στη διαδικασία της ανθρώπινης χειραφέτησης και αποκατάστασης. Ο κομμουνισμός δεν είναι αφ’ εαυτού του ο σκοπός της ανθρώπινης ανάπτυξης.
Αντί επιλόγου
Τρία μόλις χρόνια αργότερα, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ο Μαρξ θα ορίσει σε πολύ πιο στέρεα βάση αυτή την αντίληψη για τον κομμουνισμό: είναι το πραγματικό κίνημα της συντριπτικής πλειονότητας των πληθυσμών της κοινωνίας (δηλαδή, της εργατικής τάξης) προς όφελος και για το συμφέρον τους.
Αλλά – σε πείσμα, αυτή τη φορά, όσων επιμένουν να διακρίνουν έναν Μαρξ οικονομολόγο, έναν άλλον ανθρωπολόγο, έναν τρίτο ιστορικό – η σαφέστερη διατύπωση δεν ήταν προϊόν μόνο της εντατικής μελετητικής δραστηριότητας ή διανοητικής προσπάθειας του Μαρξ.
Ήταν πρωτίστως αποτέλεσμα της ανόδου των επαναστατικών ιδεών. Λίγες μέρες μετά τη δημοσίευση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου σάρωσαν όλη την Ευρώπη οι επαναστατικές εξεγέρσεις του 1848 και ο επαναστάτης Μαρξ μαζί με τον συνεργάτη του Φρήντριχ Ένγκελς βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των πολιτικών αγώνων στη Γερμανία.
Δεν ήταν καθόλου τυχαίο ότι η πολιτική τους πλατφόρμα μέσα στην γερμανική επανάσταση του 1848 αποσκοπούσε στην αποτροπή των συμβιβασμών της ανερχόμενης αστικής τάξης με τους βασιλείς και τους γαιοκτήμονες.
Απευθυνόμενοι στους εξεγερμένους που διψούσαν για δημοκρατία, γνώριζαν πολύ καλά ότι το όποιας μορφής νέο κράτος δεν επρόκειτο να είναι ουδέτερο απέναντι στα ιδιαίτερα κοινωνικά συμφέροντα των γαιοκτημόνων και των κεφαλαιοκρατών και ότι τις παλαιότερες μορφές πολιτικής καταπίεσης θα αντικαθιστούσαν καινούργιες.
Σχεδόν εκατόν πενήντα χρόνια μετά, η πορεία των καπιταλιστικών κοινωνιών εξακολουθεί να απειλεί το μέλλον ολόκληρης της ανθρωπότητας ως είδους. Το μόνο βέβαιο στις μέρες μας είναι ότι ούτε στην άνθηση ούτε στην αστάθεια και την κρίση του συστήματος που υπερασπίζονται, οι καπιταλιστές δεν μπορούν να προσφέρουν πραγματικές διεξόδους από τα προβλήματα που διαρκώς συσσωρεύει και διαρκώς γεννά ακριβώς η ατομική ιδιοκτησία.
Αυτό δεν αποτελεί μόνο την εισαγωγική περιγραφή του Μαρξ στο πρώτο χειρόγραφο, αλλά και τη σύγχρονη εμπειρία και διαπίστωση που βιώνουν εκατομμύρια εργάτες και εργάτριες σε όλο τον πλανήτη.