Από την προσφυγιά στην Αντίσταση
Οι πρόσφυγες που ήρθαν το 1922-23 στην Ελλάδα από την Μικρά Ασία και τον Πόντο αντιμετώπισαν ένα συστηματικό ρατσισμό από την μοναρχική δεξιά και την πιο άγρια εκμετάλλευση από την αστική τάξη συνολικά. Στην Αθήνα και τον Πειραιά (αλλά και σε άλλες μεγάλες πόλεις) πάλεψαν να επιβιώσουν σε άθλιους συνοικισμούς με παράγκες, κάνοντας τα πάντα για το μεροκάματο. Αυτός ο «περιθωριοποιημένος» κόσμος, βρέθηκε στην εμπροσθοφυλακή των μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων της Αντίστασης, στήριξε μαζικά το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ, το ΚΚΕ. Οι ανατολικές συνοικίες έγιναν το ματωμένο προπύργιο της Αντίστασης.
Το βιβλίο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη είναι μια απόπειρα να καταγραφεί και να αναλυθεί αυτή η πορεία από τη δεκαετία του 1920 μέχρι την απελευθέρωση της Αθήνας τον Οκτώβρη του 1944, στην Καισαριανή, τον Βύρωνα, τον Υμηττό, την Γούβα και το Παγκράτι. Η τελευταία συνοικία δεν ήταν προσφυγική, αλλά για γεωγραφικούς και άλλους λόγους, π.χ. το Γυμνάσιό της εξυπηρετούσε όλες τις άλλες, πολιτικά και στρατιωτικά αποτελούσε «συγκοινωνούν δοχείο».
Η διαπίστωση της Εισαγωγής του βιβλίου ότι: «Η Κατοχή λειτούργησε ως καταλύτης πολιτικοκοινωνικών διεργασιών που είχαν την αφετηρία τους στην περίοδο του Μεσοπολέμου», είναι μια σωστή αφετηρία. Ο συγγραφέας για παράδειγμα, μας θυμίζει την εμπρηστική αρθρογραφία του Γ.Α Βλάχου της Καθημερινής κατά των προσφύγων: «Η Αθήνα δεν είναι πια πόλη των ΄καθαρών Ελλήνων αλλά πόλη των προσφύγων». Από την άρχουσα τάξη και τα κόμματά της οι πρόσφυγες δέχονταν είτε τον πιο χυδαίο ρατσισμό είτε την «προστασία» των διάφορων πολιτικάντηδων της βενιζελικής παράταξης. Από τη δεκαετία του ’30, όμως, μια νέα δύναμη αρχίζει να κάνει αισθητή την παρουσία της στους συνοικισμούς: το ΚΚΕ. Τα μέλη του μπαίνουν μπροστά για να οργανώσουν τους πρόσφυγες για να διεκδικήσουν οι ίδιοι.
Στην Καισαριανή, μια συνοικία όπου η συντριπτική πλειοψηφία είναι χειρώνακτες εργάτες, ιδρύεται το 1933 Σύλλογος Φτωχών Προσφύγων. Οι κομμουνιστές πρωτοστατούν στις διεκδικήσεις ακόμα για να αδειάσουν οι βόθροι της γειτονιάς, να έρθει το «σκατατζίδικο» του δήμου. Μαζί με την διακίνηση των κομματικών εντύπων στις γειτονιές και μια σειρά άλλες πρωτοβουλίες, το κόμμα ρίχνει ρίζες στις ανατολικές συνοικίες και συνολικά στους πρόσφυγες εργάτες. Αυτό αντανακλάται και στο στελεχικό δυναμικό του. Το 1936: «εννιά από τα δεκαέξι μέλη της Κεντρικής Επιτροπής και πέντε από τα έξι μέλη του Πολιτικού Γραφείου» είναι πρόσφυγες.
Περνώντας στην περίοδο της Κατοχής, ο Χαραλαμπίδης δείχνει πως η οργάνωση των μαζικών διεκδικητικών αγώνων από το ΕΑΜ το 1942-43 για την αντιμετώπιση της πείνας καταρχήν, δίνει την δυνατότητα στις οργανώσεις να κυριαρχήσουν πολιτικά σε αυτές τις γειτονιές και από ένα σημείο και μετά να αντιμετωπίσουν επιτυχημένα, με βαριές θυσίες σε αίμα όμως, την ένοπλη βία των Ταγμάτων Ασφαλείας, της Ειδικής Ασφάλειας, της Χωροφυλακής, των «εθνικιστικών οργανώσεων», και των Γερμανών.
Ο Χαραλαμπίδης επισημαίνει πολύ σωστά ότι: «Αυτό που έκανε τους κατοίκους της Αθήνας να συλλάβουν μια ‘άλλη κατάσταση πραγμάτων’… δεν ήταν η σκληρή πραγματικότητα που βίωναν, αλλά η συνειδητοποίηση, μέσα από την αντιστασιακή εμπειρία – ότι είναι δυνατή η ύπαρξη ΄μιας άλλης κατάστασης πραγμάτων».
Όμως, το βιβλίο πάσχει από μια σειρά αδυναμίες. Ο συγγραφέας κάνει σαρωτικές εκτιμήσεις για τις πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες και εξελίξεις στην Αθήνα, όπως μαρτυράει και ο τίτλος του βιβλίου, που βασίζονται περισσότερο στις δικές του αντιλήψεις παρά στην έρευνα που έχει κάνει. Για παράδειγμα, προσπαθεί να εξηγήσει το γεγονός ότι προσφυγικές συνοικίες όπως η Νέα Ιωνία και η Νέα Φιλαδέλφεια δεν έγιναν κέντρο της ένοπλης αντίστασης με τον τρόπο που έγιναν η Καισαριανή ή ο Βύρωνας. Αποδίδει τη διαφορά όχι μόνο σε χωροταξικούς παράγοντες, πχ οι ανατολικές συνοικίες έχουν πρόσβαση στον Υμηττό, αλλά και στο ότι στην πρώτη περίπτωση οι οργανώσεις ήταν δομημένες περισσότερο «ταξικά» με βάση τα εργοστάσια ενώ στις δεύτερες αγκάλιαζαν την «κοινότητα» και είχαν περισσότερο εύρος και βάθος. Πέρα από άλλα, του διαφεύγει το απλό γεγονός ότι ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ επέλεξε συνειδητά τις ανατολικές συνοικίες για την εγκατάσταση κεντρικών μηχανισμών τους (πχ παράνομα τυπογραφεία, κεντρικές γιάφκες) για μια σειρά «τεχνικούς» λόγους, πολύ πριν αυτές οι γειτονιές αποκτήσουν τη – δικαιολογημένη – φήμη που απέκτησαν στη συνέχεια.
Είναι πραγματικά περίεργο, μια μελέτη για την εμπειρία της Κατοχής, να καταφέρνει σε σχεδόν τετρακόσιες σελίδες να αναφέρει μόνο δυο φορές το Εργατικό ΕΑΜ και να υποβαθμίζει μέχρι εξαφάνισης τις μαζικές απεργίες του 1942-43. Ενώ δίνει μια πολύ ζωντανή εικόνα για την διαφθορά και την ανεπάρκεια των συσσιτίων του κράτους και της Εκκλησίας το 1941-42, επικεντρώνεται στην «προνοιακή πολιτική» του ΕΑΜ και αγνοεί το κύμα των απεργιών το φθινόπωρο του 1942 που επέβαλε τον έλεγχο των εργατών σε πολλούς κλάδους στα συσσίτια και στη διανομή τροφίμων. Ο Χαραλαμπίδης καταγράφει πχ άρθρο της «Νεολαίας», της εφημερίδας της ΟΚΝΕ, τον Φλεβάρη του 1942 που ενημερώνει για κινητοποιήσεις στον Βύρωνα με αιτήματα για το συσσίτιο και προέτρεπε: «οι σιτιζόμενοι πρέπει να συνεχίσουν τις κινητοποιήσεις, να εκλέξουνε μόνιμη επιτροπή και να παλέψουν να περάση σ’ αυτή η διεύθυνση του συσσιτίου». Πολύτιμη πληροφορία, αλλά δεν πρόκειται περί προνοιακής πολιτικής, αλλά συνδικαλιστικής-διεκδικητικής έστω κι αν το πεδίο της ήταν η γειτονιά.
Αντίθετα, ο συγγραφέας θεωρεί πιο σημαντικές μορφές οργάνωσης τις «Λαϊκές Επιτροπές» που εμφανίστηκαν το φθινόπωρο του 1943 σε διάφορες συνοικίες με βασικό έργο το οργανωμένο άνοιγμα αποθηκών των μεγαλο-μαυραγοριτών. Υποστηρίζει ότι ήταν η έκφραση της «λαϊκής εξουσίας» του βουνού στις συνθήκες της πόλης. Το πρόβλημα είναι ότι οι πηγές δεν στηρίζουν αυτή την άποψη. Οι «Λαϊκές Επιτροπές» εξαφανίστηκαν τόσο γρήγορα όσο εμφανίστηκαν. Αντίθετα, το Εργατικό ΕΑΜ, δηλαδή οι οργανώσεις στους χώρους δουλειάς, επέζησαν ακόμα και από την ήττα του Δεκέμβρη και έπαιξαν κεντρικό ρόλο στην ανάκαμψη του κινήματος το 1945-46. Ακόμα και ο ΕΛΑΣ της Αθήνας στρατολόγησε τα μέλη του αρχικά στους χώρους δουλειάς (ο «συνδικαλιστικός ΕΛΑΣ») και από το 1943 τα «μετέταξε» στις συνοικίες.
Την ίδια βιασύνη επιδεικνύει και όταν αναφέρεται στην άλλη πλευρά. Ο ισχυρισμός για παράδειγμα ότι η Αστυνομία Πόλεων, σε αντίθεση με την Χωροφυλακή, «δεν συμμετείχε ενεργά στη δίωξη των μελών του εαμικού κινήματος» κάτι που αποδεικνύει τη δυνατότητα «ελιγμών και επιλογών που μπορούσαν να αποτρέψουν την άμεση συνεργασία με τους κατακτητές». Το «Μηχανοκίνητο» του Μπουραντά, ανήκε στην Αστυνομία Πόλεων, και αυτό δεν το εμπόδιζε να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στις αιματοβαμμένες επιδρομές στις συνοικίες. Ούτε τα αστυνομικά τμήματα είχαν κάποιο πρόβλημα να είναι η βάση εξόρμησης για τα μπλόκα (γεγονός που καταγράφει ο ίδιος ο συγγραφέας).
Εδώ τίθεται ένα γενικότερο ζήτημα. Η ανάλυση εκείνης της περιόδου είναι ανεπαρκής αν δεν συμπεριλαμβάνει και την απέναντι μεριά: την άρχουσα τάξη, τους κρατικούς και άλλους μηχανισμούς της και την πολιτική τους. Γι’ αυτό τον σκοπό απαιτούνται άλλα μεθοδολογικά εργαλεία πέρα από την καταγραφή αποσπασματικών εμπειριών κάποιων από τους συμμετέχοντες.
Συμπερασματικά, πρόκειται για ένα βιβλίο με πολλές σωστές αναφορές και χρήσιμες πληροφορίες που το κάνουν ενδιαφέρον. Αλλά στηρίζεται και σε κάμποσες λάθος αντιλήψεις που αδυνατίζουν το συνολικό αποτέλεσμα.
Μενέλαος Χαραλαμπίδης: Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα
Τιμή 21€, 382 σελίδες
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια