Ξεκινώντας απο την απαίτηση ότι κανένα εργοστάσιο δεν κλείνει, ανοίγουμε μια γέφυρα προς μια κοινωνία όπου οι εργάτες αποφασίζουν, γράφει ο Λέανδρος Μπόλαρης.
Όσο η οικονομική κρίση απλώνεται και βαθαίνει, οι άρχουσες τάξεις κι οι κυβερνήσεις ψάχνουν απεγνωσμένα σανίδες σωτηρίας. Αυτό έχει προκαλέσει μια τεράστια ιδεολογική αναστάτωση. Μέχρι πριν λίγα χρόνια, ακόμα και η λέξη κρατικοποίηση αντιμετωπιζόταν ως απόδειξη του πόσο «οπισθοδρομικός» ήταν εκείνος/η που την εκστόμιζε. Σήμερα, η «κρατικοποίηση» έχει γίνει κυριολεκτικά καραμέλα στα στόματα καθηγητών, πολιτικών. Ο Μπους και τώρα ο Ομπάμα κρατικοποιούν τραπεζικούς κολοσσούς, μέχρι και ο Γ. Παπανδρέου, «απειλεί» με κρατικοποιήσεις τραπεζών.1 Σε συνθήκες όπου τράπεζες καταρρέουν και οι καπιταλιστές προχωράνε σε κύματα απολύσεων, είναι καιρός για την Αριστερά να γίνει πιο τολμηρή από τον Ομπάμα ή τον Γ. Παπανδρέου και να προβάλει σαν προοπτική των αγώνων το αίτημα για κρατικοποίηση χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο όλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των επιχειρήσεων που προχωράνε σε απολύσεις.
Το να μπει στην ατζέντα του κινήματος ο εργατικός έλεγχος είναι ρεαλιστικό γιατί καταρχήν στηρίζεται σε μια διαπίστωση που επιβεβαιώνεται με τον πιο ηχηρό τρόπο στις μέρες μας. Οι καπιταλιστές και τα μεγαλοστελέχη τους, μπορεί να διακηρύσσουν ότι είναι οι «καταλληλότεροι» για να διαχειριστούν την πολύπλοκη οικονομία, αλλά στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουν τι τους γίνεται. Η «επιστήμη» τους αφορά είτε μεθόδους για το μεγαλύτερο ξεζούμισμα των εργατών είτε τις περίτεχνες κερδοσκοπικές φούσκες σαν κι αυτές που έσκασαν στο τραπεζικό σύστημα. Χωρίς εργάτες τίποτα δεν μπορεί να λειτουργήσει. Όμως, χωρίς αφεντικά η οικονομία μπορεί να λειτουργήσει και μάλιστα πιο αποτελεσματικά με βάση το κριτήριο της ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών.
Ο εργατικός έλεγχος δεν είναι, όμως, μια κατασκευή των επαναστατών. Πηγάζει μέσα από τους αγώνες που δίνει η ίδια η εργατική τάξη. Κάθε νικηφόρα απεργία ενάντια στις απολύσεις, στη διάλυση των εργασιακών σχέσεων, είναι κι ένα βήμα που δυναμώνει την αυτοπεποίθηση των εργατών να ασκήσουν το δικό τους έλεγχο. Σε κάθε δυνατή απεργία σε ένα τομέα «κρίσιμο για την εθνική οικονομία» ή το «κοινωνικό σύνολο», για να χρησιμοποιήσουμε τη φρασεολογία των από πάνω, προκύπτει κάποια στιγμή το ερώτημα: ποιος θα αποφασίζει πόσο θα είναι το «προσωπικό ασφαλείας», ποιες «κοινωνικές ανάγκες» θα ικανοποιεί και σε ποιον εν τέλει θα υπακούει, στο συνδικάτο ή στην κυβέρνηση και την εργοδοσία;
Στη διάρκεια των μεγάλων απεργιών για το Ασφαλιστικό από τον Δεκέμβρη του 2007 μέχρι το Μάρτη του 2008 αυτό το ερώτημα μπήκε συγκεκριμένα. Οι απεργοί της Τράπεζας της Ελλάδας, έκλεισαν για δυο μέρες το Χρηματιστήριο και τα συστήματα που εξυπηρετούσαν πχ τους λογαριασμούς του υπουργείου Αμυνας. Όμως εξασφάλισαν ότι οι συντάξεις και οι μισθοί θα καταβάλλονται κανονικά σε εργαζόμενους και συνταξιούχους. Η κυβέρνηση προσπάθησε να ξεσηκώσει την κατακραυγή απέναντι στους απεργούς της ΔΕΗ που «βυθίζουν τη χώρα στο σκοτάδι». Σκεφτείτε τους απεργούς της ΔΕΗ να λένε ότι θα κόψουμε το ρεύμα στην Εκάλη και θα το κρατήσουμε στα Λιόσια!
Σε επαναστατικές περιόδους αυτό το φαινόμενο γενικεύεται. Στη Ρωσία του 1917 οι εργατικές επιτροπές απέκτησαν τον έλεγχο των εργοστασίων, επέβαλαν το οχτάωρο, ξεφορτώθηκαν τους καταπιεστικούς μηχανισμούς της διεύθυνσης και άρχισαν να οργανώνουν όχι μόνο τη παραγωγή αλλά και τη διανομή των προϊόντων μέσα από τα σοβιέτ. Ένα από τα πρώτα διατάγματα του Οκτώβρη του 1917 δήλωνε ότι «ο εργατικός έλεγχος στην παραγωγή, αγορά, πώληση, αποθήκευση των αγαθών και των πρώτων υλών όπως επίσης και στην χρηματο-οικονομική δραστηριότητα των επιχειρήσεων, καθιερώνεται σε όλες τις βιομηχανικές, εμπορικές, τραπεζικές, αγροτικές, συνεταιριστικές και άλλες επιχειρήσεις». Στην Ισπανία του 1936, στην Ουγγαρία του 1956, στη Πορτογαλική Επανάσταση του 1974-75, τέτοιες μορφές συλλογικής οργάνωσης και ελέγχου της οικονομίας άνθισαν στις πιο διαφορετικές συνθήκες, στις πιο μακρινές χώρες.
Ο Τόνι Κλιφ ανέφερε τέτοιες εμπειρίες από τη Πορτογαλική Επανάσταση: «Στη Τσαρμίνχα ένα μικρό εργοστάσιο ειδών ένδυσης έξω από τη Λισσαβόνα τα αφεντικά προσπάθησαν να πληρώσουν τους μισθούς με ληγμένες επιταγές. Ο αυστριακός διευθυντής αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα και οι εργάτριες –πλειοψηφία του προσωπικού- έστησαν ένα συνεταιρισμό για να πουλάνε τη παραγωγή στο λαό. Στη Γιουροφίλ, που κατασκευάζει πλαστικά και που λειτουργούσε με το 40% του προσωπικού της σε προσωρινή απασχόληση, η διεύθυνση προσπάθησε να χρεοκοπήσει την επιχείρηση. Οι εργάτες κατέλαβαν το εργοστάσιο και συνέχισαν τη παραγωγή. Κρατάνε μακριά τα αφεντικά και απαιτούν την εθνικοποίηση της επιχείρησης χωρίς αποζημίωση για τους ιδιοκτήτες και κάτω από εργατικό έλεγχο».2
Το 1978-79 στη διάρκεια της ιρανικής επανάστασης οι μεγάλοι καπιταλιστές και οι κολλητοί του Σάχη φυγάδευαν τα κεφάλαιά τους στις τράπεζες του εξωτερικού. Οι τραπεζοϋπάλληλοι με την απεργία τους απλά πάγωσαν την κίνηση όλων αυτών των λογαριασμών. Οι τελωνειακοί και οι λιμενεργάτες μπλοκάρισαν όλες τις εισαγωγές και εξαγωγές. Οι απεργιακές επιτροπές έδιναν άδεια στα προϊόντα που επέλεγαν, φάρμακα βασικά. Στη διάρκεια εκείνης της επανάστασης ξεπήδησαν οι «σόρας» τα εργοστασιακά συμβούλια. Οπως αναφέρει μια μελέτη:
«Οι Σόρας άρχισαν να εξασκούν τη εξουσία τους σε κάθε επίπεδο της ζωής στο εργοστάσιο, στην αγορά προμηθειών στις πωλήσεις, στις τιμές, στις παραγγελιές πρώτων υλών. Διαφορετικές επιτροπές ασχολούνταν με διαφορετικά καθήκοντα. Οι επαγγελματικές επιτροπές για να εξασφαλίζουν την ικανοποίηση των συνδικαλιστικών αιτημάτων για μισθούς, συνθήκες δουλειάς, κοινωνική ασφάλιση, υγιεινή και ασφάλεια. Οικονομικές επιτροπές για τον έλεγχο των εισοδημάτων και των δαπανών κάθε επιχείρησης και την παρακολούθηση της διαχείρισής τους από τη διεύθυνση. Επιτροπή επικοινωνίας για επαφές με τις Σόρας άλλων επιχειρήσεων. Επιτροπές γυναικών, αποκλειστικά από γυναίκες, για τη διεκδίκηση των ιδιαίτερων αιτημάτων των εργατριών ιδιαίτερα στη χημική βιομηχανία και τη κλωστοϋφαντουργία όπου οι γυναίκες αποτελούσαν τη πλειοψηφία του προσωπικού».3
Ελλάδα
Το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα έχει εμπειρίες από αγώνες που έχουν φέρει το ζήτημα του εργατικού ελέγχου στο προσκήνιο. Οι πρώτες, και σχετικά άγνωστες, συμπίπτουν με το μεγάλο επαναστατικό κίνημα της Αντίστασης. Στη διάρκειά της, οι επιτροπές του Εργατικού ΕΑΜ στους χώρους δουλειάς έφτασαν να διαχειρίζονται ολόκληρα εργοστάσια όπως τη ΒΙΟ ή μεγάλα ξενοδοχεία όπως τη Μ. Βρετανία. Με την απελευθέρωση οι βιομήχανοι έβρισκαν χίλιες προφάσεις για να μη λειτουργούν επιχειρήσεις, προτιμώντας τη κερδοσκοπία πχ με το χρυσό. Γι’ αυτό οι εργάτες προχωρούσαν να τα λειτουργούν μόνοι τους. Οι εργαζόμενοι στα λιγνιτωρυχεία Καλογρέζας απαιτούν και πετυχαίνουν να ανοίξουν ξανά έστω κι αν οι ιδιοκτήτες «απουσίαζαν». Όπως αναφέρει ο ιστορικός Α. Αυγουστίδης το ίδιο έκαναν οι εργαζόμενοι στα υφαντουργεία του Λαναρά και σε άλλες πόλεις όπως το Βόλο, τη Καβάλα, τη Θεσσαλονίκη τη Λάρισα. Όπως σημειώνει:
«Η ‘Ελεύθερη Ελλάδα’ [η εφημερίδα του ΕΑΜ] προειδοποιούσε στις 29/11/1944 ότι αν οι βιομήχανοι αρνιούνταν να ξανανοίξουν τα εργοστάσιά τους, θα μπορούσαν να τα ανοίξουν οι ίδιοι οι εργάτες. Η πρακτική των επιτάξεων των εργοστασίων διακόπηκε πολύ γρήγορα με τη κρίση του Δεκεμβρίου. Είχε γίνει όμως σαφές ότι οι Έλληνες εργατοϋπάλληλοι και οι οργανώσεις τους που στο παρελθόν ελάχιστα είχαν ασχοληθεί με θέματα όπως εθνικοποιήσεις και κοινωνικοποιήσεις άρχιζαν μετά την Απελευθέρωση να δείχνουν στο τομέα αυτό ριζοσπαστικές τάσεις που δεν οφείλονταν στην εισαγωγή ξένων θεωριών αλλά ήταν αποτέλεσμα της προσπάθειας να βρεθούν συγκεκριμένες λύσεις σε μια σειρά συγκεκριμένων προβλημάτων».4
Η σύγκρουση γύρω από τις απολύσεις και τη λειτουργία των επιχειρήσεων συνεχίστηκε και μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας το 1945. Ο Νόμος 118/45 π.χ. έδινε το δικαίωμα στους εργοδότες να απολύουν πλεονάζον προσωπικό. Χιλιάδες εργάτες και εργάτριες απολύονταν στα εργοστάσια, στους σιδηρόδρομους και αλλού. Όμως το εργατικό κίνημα είχε τέτοια ορμή από τα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης που έφτασε να θέτει και το ζήτημα της διαχείρισης των επιχειρήσεων. Τον Αύγουστο του 1945 για παράδειγμα “…έγινε στην Αθήνα συνάντηση 65 εργοστασιακών επιτροπών, στην οποία μεταξύ άλλων ζητήθηκε η συμμετοχή των εργαζόμενων στη διοίκηση των επιχειρήσεων…Οι επιτροπές αυτές θυμίζουν τις εργοστασιακές επιτροπές του Εργατικού ΕΑΜ και η ιδέα της δημιουργίας τους προερχόταν κατά πάσα πιθανότητα από αυτές“.5
Η επόμενη περίοδος όπου το ζήτημα του εργατικού ελέγχου άνοιξε για τα καλά ήταν το κίνημα των «προβληματικών» τη δεκαετία του ’80. Τις ρίζες του τις είχε στο κύμα των αγώνων που σάρωσε τα εργοστάσια στη μεταπολίτευση. Μέσα σε εκείνους τους αγώνες οργανώθηκαν εργοστασιακά σωματεία σε μικρά και μεγάλα εργοστάσια. Όπως εξηγεί η Κατερίνα Θωίδου στο προηγούμενο τεύχος του περιοδικού «Δεν είναι η πρώτη φορά που το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει την απειλή της ραγδαίας αύξησης της ανεργίας. Η δεκαετία του ’80 ήταν η περίοδος που αναπτύχθηκε το κίνημα των ‘προβληματικών’. Χιλιάδες εργαζόμενοι ξεκινώντας από το βασικό αίτημα της εξασφάλισης της δουλειάς τους, προχώρησαν σε καταλήψεις και δυναμικές απεργίες, ξεδιπλώνοντας ένα ολόκληρο κίνημα που απαιτούσε από την κυβέρνηση την κρατικοποίηση των εργοστασίων που είχαν φαλιρίσει».
Για ένα τμήμα του κινήματος, η πάλη για να μην περάσουν οι απολύσεις ήταν δεμένη με την προοπτική του εργατικού ελέγχου, όχι μόνο στα μεμονωμένα εργοστάσια αλλά συνολικά στην κοινωνία, ήταν κομμάτι της στρατηγικής που είχε στον ορίζοντά της την ανατροπή του καπιταλισμού. Όπως ανέφερε η εισήγηση της ΕΕ στο 4ο Συνέδριο της ΟΒΕΣ το 1984, ο εργατικός έλεγχος «είναι μέσον και μέθοδος που η πραγματική του σημασία μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο σε μια προοπτική κοινωνικής και πολιτικής επανάστασης». Οι διεκδικητικοί αγώνες στα εργοστάσια «πρέπει να συνδέονται πρακτικά με μια επαναστατική επιβεβαίωση της δύναμης των εργατών», με σκοπό «μια συνεχή μεταφορά διευθυντικών πειθαρχικών εξουσιών από την εργοδοσία στους εργάτες, τον καθορισμό μιας νέας μορφής οργάνωσης της εργασίας».6
Παρά τις διακηρύξεις όπως τις παραπάνω, όμως, το κίνημα των αρχών της δεκαετίας του ’80 σκόνταψε. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες όπως της ΟΒΕΣ και των άλλων συνδικάτων και παρατάξεων μέσα στο εργατικό κίνημα, αποδέχτηκαν ότι η κρατικοποίηση θα γίνει με όρους που θα φόρτωναν την «εξυγίανσή» τους στις πλάτες των εργατών, με αποζημίωση για τα αφεντικά και τις τράπεζες δηλαδή. Ο εργατικός έλεγχος περιορίστηκε στη συμβολική συμμετοχή στη διοίκηση των «κοινωνικοποιημένων» επιχειρήσεων κάποιων συνδικαλιστών. Αντί της «συνεχούς μεταφοράς διευθυντικών πειθαρχικών εξουσιών από την εργοδοσία στους εργάτες» η «συμμετοχή» έφερε τη συνεχή πίεση στους εργάτες να αποδέχονται θυσίες για «να σωθεί η επιχείρηση».
Ο εργατικός έλεγχος για να διατηρηθεί χρειάζεται την εργατική εξουσία, η εργατική τάξη να έχει στα χέρια της συνολικά την οικονομία και την πολιτική, όλη την κοινωνία. Η κατάργηση των εκμεταλλευτικών σχέσεων και ο σχεδιασμός με βάση τις ανάγκες δεν μπορεί να γίνει σε «ένα και μόνο εργοστάσιο» ή σε μερικά. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα που αποδεικνύουν αυτή τη θέση. Η Γιουγκοσλαβία του Τίτο στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 διαφήμιζε ότι εφάρμοζε το σοσιαλισμό με «αυτοδιαχείριση». Στην πραγματικότητα, οι βασικές οικονομικές και πολιτικές αποφάσεις παρέμεναν στα χέρια της γραφειοκρατίας και οι θεσμοί όπως τα «εργοστασιακά συμβούλια» έμειναν ουσιαστικά διακοσμητικοί. Το 1973, οι εργάτες της ωρολογοποιίας Lip στη Μπεζανσόν της Γαλλίας, κατέλαβαν το εργοστάσιο για να αποκρούσουν τις απολύσεις. Για τα επόμενα τρία χρόνια, την επιχείρηση τη διοικούσαν οι εργάτες της. Όμως, το «πείραμα» της Lip απέτυχε. Το αστικό κράτος της κήρυξε τον πόλεμο, ο πρόεδρος Ζισκάρ Ντ’ Εστέν δήλωσε «η Lip πρέπει να τιμωρηθεί για να μην μολύνει την κοινωνία». Ετσι κι έγινε. Ηταν η απόδειξη ότι μια τέτοια σύγκρουση είτε θα γενικευτεί είτε θα εκφυλιστεί μέσα από όλες τις πιέσεις που της βάζει η καπιταλιστική εξουσία.
Ο Τρότσκι σε ένα άρθρο που είχε γράψει το 1931 για τον εργατικό έλεγχο –με αφορμή την κατάσταση στη Γερμανία- εξηγούσε ότι «Αν η συμμετοχή των εργατών στη διεύθυνση της παραγωγής πρόκειται να είναι μακρόχρονη, σταθερή ‘κανονική’ τότε αναγκαστικά θα στηρίζεται στη ταξική συνεργασία και όχι στην ταξική πάλη. Μια ταξική συνεργασία τέτοιου είδους μπορεί να πραγματωθεί μόνο μέσω των ανώτερων στρωμάτων των συνδικάτων και των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Όμως, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορούμε να μιλάμε για εργατικό έλεγχο πάνω στο κεφάλαιο αλλά για την υποταγή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας στο κεφάλαιο». Αντίθετα, τόνιζε ο Τρότσκι «Ένα τέτοιο καθεστώς [εργατικού ελέγχου] όσο πιο κοντά βρίσκεται στη παραγωγή, στο εργοστάσιο, στο τμήμα, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να πάρει αυτή τη τροπή, γιατί θα είναι δεμένο με τα άμεσα, ζωτικά συμφέροντα των εργατών και η όλη διαδικασία ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια τους. Ο εργατικός έλεγχος μέσω των εργοστασιακών συμβουλίων μπορεί να έχει πραγματική έννοια μόνο στη βάση της οξείας ταξικής πάλης, όχι της συνεργασίας. Όμως, κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα σημαίνει δυαδική εξουσία στις επιχειρήσεις, στα τραστ, σε όλους τους κλάδους της βιομηχανίας, σε όλη την οικονομία».7
Το αίτημα για κρατικοποίηση δίχως αποζημίωση αλλά με εργατικό έλεγχο, είναι η άμεση απάντηση των εργατών στις απολύσεις και τα κάθε λογής χτυπήματα που φέρνει η κρίση του συστήματος. Ενώνει τους εργάτες και τις εργάτριες από τα διαφορετικά εργοστάσια και επιχειρήσεις, σε ένα κοινό μέτωπο ενάντια στην κυβέρνηση και το κράτος των καπιταλιστών. Είναι επίσης, η «γέφυρα» που μπορεί να οδηγήσει στη διεκδίκηση μιας κοινωνίας όπου την οικονομική και πολιτική εξουσία θα την έχουν οι εργάτες, όπου ο τυφλός ανταγωνισμός για το κέρδος θα έχει δώσει τη θέση του στο δημοκρατικό σχεδιασμό για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. n
1 Ημερησία Σαββάτου 19 Φλεβάρη 2009
2 Tony Cliff “Portugal at the crossroads” μπροσούρα που δημοσιεύτηκε το 1975. Περιλαμβάνεται στη συλλογή International Struggle and the Marxist Tradition, Selected Works Vol.1, Bookmarks, London 2001, pp.219-310..
3 Maryam Poya “Iran 1979: Long Live the Revolution…Long Live Islam?” στο Colin Barker (ed) “Revolutionary Rehearsals” (Bookmarks 1987)
4 Α. Αυγουστίδη «Το Ελληνικό Συνδικαλιστικό Κίνημα κατά τη δεκαετία του ’40 και το περιθώριο της πολιτικής» εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 200-201.
5 Ο.π σελ. 242
6 «Το εργοστασιακό κίνημα – Αφιέρωμα στα 5 χρόνια δράσης της ΟΒΕΣ 1979-1984».
7 Leon Trotsky “Workers’ Control of Production” (August 1931) στο http://www.marxists.org/archive/trotsky/germany/1931/310820.htm.