Άρθρο
Μπάρακ Ομπάμα: Μπορεί η αλλαγή να δουλέψει;

Οι “Πρώτες 100 Μέρες” της προεδρίας Ομπάμα τρέχουν. Ο Σωτήρης Κοντογιάννης εξετάζει τι αλλάζει και τι αποτελέσματα μπορεί να φέρει.

Οι πρώτες βδομάδες του Μπάρακ Ομπάμα στην προεδρία των ΗΠΑ συνοδεύτηκαν από μια σειρά από μέτρα και ανακοινώσεις που διαψεύσαν όλες τις κυνικές προβλέψεις που έλεγαν ότι ποτέ και τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει στην Αμερική. Ταυτόχρονα, όμως, έκαναν θρύψαλα και όλες αυτές τις αυταπάτες που τόσο απλόχερα μοίραζαν οι κάθε λογής υποστηρικτές του Ομπάμα -ότι η εκλογή ενός Μαύρου προέδρου στις ΗΠΑ θα άνοιγε μια νέα εποχή για τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους όχι μόνο στην Αμερική αλλά και σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Ο Ομπάμα μιλούσε για “αλλαγή” στην προεκλογική του εκστρατεία -και φρόντισε από τις πρώτες κιόλας μέρες στην εξουσία να δείξει ότι η προεδρία του δεν θα είναι μια συνέχεια της εποχής του Μπους.

Μέσα στα πρώτα εικοσιτετράωρα ανακοίνωσε την απόφασή του να κλείσει το διαβόητο κολαστήριο του Γκουαντάναμο και όλο το δίκτυο των μυστικών φυλακών της CIA. Απαγόρεψε τα βασανιστήρια που ήταν, συμπεριλαμβανομένου του εικονικού πνιγμού, “νόμιμες μέθοδοι ανάκρισης” την προηγούμενη οκταετία. Αντέστρεψε δεκάδες αντιδραστικές αποφάσεις που είχε πάρει ο Μπους για να ικανοποιήσει την θρησκευτική δεξιά: την διακοπή κάθε δημόσιας χρηματοδότησης προς τα ερευνητικά κέντρα που ασχολούνται με τα ανθρώπινα βλαστοκύτταρα, τον αποκλεισμό κάθε ανθρωπιστικού οργανισμού που δεν έχει αποκηρύξει την διακοπή της κύησης σαν μέθοδο οικογενειακού προγραμματισμού, την αναστολή κάθε πληρωμής από το δημόσιο σύστημα υγείας προς τα νοσοκομεία και τις κλινικές που δεν αναγωρίζουν στο προσωπικό τους το “δικαίωμα” της “άρνησης υπηρεσίας” λόγω συνείδησης -με άλλα λόγια το “δικαίωμᔨενός γιατρού να αρνηθεί να παράσχει ακόμα και τις πρώτες βοήθειες σε μια γυναίκα που έχει διαπράξει το “αμάρτημα” της έκτρωσης.

Ο Ομπάμα υποσχέθηκε, μετά την εκλογή του, ότι -παρά την οικονομική κρίση- θα πάρει δραστικά μέτρα για την μείωση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα και των άλλων αερίων του θερμοκηπίου. Η κυβέρνησή του μπορεί να μην έχει δώσει στη δημοσιότητα ακόμα καμιά λεπτομέρεια για τα σχέδιά της αλλά στον προϋπολογισμό που κατάθεσε περιλαμβάνονται, για πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ, έσοδα από “δικαιώματα” εκπομπής -από κάποιου είδους φόρους από τις επιχειρήσεις που μολύνουν το περιβάλλον. Ο νέος προϋπολογισμός, ακόμα,  προβλέπει την αύξηση της φορολογίας για τους πλούσιους -ένα πρωτόγνωρο μέτρο εδώ και τρεις τουλάχιστον δεκαετίες: ένα πακέτο “έκτακτων φοροαπαλλαγών” που είχε νομοθετήσει ο Μπους που χάριζε δισεκατομμύρια στο πλουσιότερο 5% του αμερικανικού πληθυσμού λήγει σε δυο χρόνια και ο Ομπάμα ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να το ανανεώσει.

Τα έσοδα από την κατάργηση αυτής της φοροαπαλλαγής ο νέος προϋπολογισμός προβλέπει ότι θα χρησιμοποιηθούν για την επέκταση του δημόσιου συστήματος υγείας -που είναι ένα από τα χειρότερα στο αναπτυγμένο κόσμο. Σήμερα σχεδόν 46 εκατομμύρια Αμερικάνοι δεν έχουν καμιά κοινωνική ασφάλιση. Χιλιάδες πεθαίνουν κάθε χρόνο από αρρώστιες που θα μπορούσαν εύκολα να αντιμετωπιστούν απλά και μόνο γιατί δεν έχουν να πληρώσουν για την περίθαλψή τους. Ο μέσος όρος ζωής στις ΗΠΑ είναι περίπου δύο χρόνια μικρότερος από ότι στον υπόλοιπο αναπτυγμένο κόσμο. Η οικονομική κρίση κάνει τώρα τα πράγματα ακόμα χειρότερα. “Μέσα στους 12 τελευταίους μήνες”, γράφει η εφημερίδα Finacial Times, “η ανεργία έχει εκτοξευτεί από τα 4.1 εκατομμύρια σε πάνω από 11. Ο αριθμός των ανασφάλιστων μπορεί να φτάσει στα 50 εκατομμύρια”.

“Ας μην υπάρξει καμιά αμφιβολία” είπε ο Ομπάμα μιλώντας στο Κογκρέσο. “Η μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας δεν μπορεί να περιμένει, δεν πρέπει να περιμένει και δεν πρόκειται να περιμένει για ένα ακόμα χρόνο”.

Και ύστερα, στις 18 Φλεβάρη, ανακοίνωσε ένα νέο πακέτο ύψους 75 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την άμεση στήριξη των ανθρώπων που δεν μπορούν να πληρώσουν τις δόσεις από τα στεγαστικά τους δάνεια και κινδυνεύουν να πεταχτούν έξω από τα σπίτια τους. Μέσα στους 12 τελευταίους μήνες οι τράπεζες κατάσχεσαν περίπου 2.3 εκατομμύρια σπίτια στις ΗΠΑ. Οι οικονομολόγοι υπολογίζουν ότι, χωρίς την βοήθεια του κράτους, έξι εκατομμύρια οικογένεις θα χάσουν τα σπίτια τους μέσα στους επόμενους μήνες.

Διόλου παράξενο η δημοτικότητα του Ομπάμα εξακολουθεί να βρίσκεται στα ύψη στην Αμερική. Ο ενθουσιασμός, η χαρά και η συγκίνηση της τελετής ορκομωσίας μοιάζουν τώρα δικαιολογημένες. Πάνω από δυο εκατομμύρια Αμερικάνοι συγκεντρώθηκαν την ημέρα εκείνη, στις 20 Γενάρη, στην Ουάσιγκτον. Ακόμα και από την τηλεόραση μπορούσε να νοιώσει κανείς το κλίμα -Λευκοί, Μαύροι και Ισπανόφωνοι, γυναίκες και άνδρες, νέοι και ηλικιωμένοι- παντού πρόσωπα γεμάτα χαρά και ελπίδα. Πολλοί ξέσπασαν σε κλάματα όταν ο Ομπάμα αναφέρθηκε στον μακρύ δρόμο που έχει διανύσει η αμερικανική κοινωνία -”ένας άνθρωπος που, πριν από 60 χρόνια θα αρνιόνταν να σερβίρουν σε ένα συνοικιακό εστιατόριο... ορκίζεται σήμερα μπροστά σας στο ανώτατο αξίωμα”.

Ο Ομπάμα χρωστάει πολλά στους δεκάδες χιλιάδες νέους που ενεργοποιήθηκαν για να στηρίξουν την καμπάνια του για “την αλλαγή” Χάρη στην κινητοποίησή τους το στρατόπεδό του συγκέντρωσε εκατομμύρια δολάρια -που έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην τελική ευθεία της ανεμέτρησης με τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων, τον Τζον ΜακΚέιν. 

Ο Ομπάμα, όμως, δεν θα μπορούσε ποτέ να κερδίσει τις εκλογές χωρίς την στήριξη της άλλης πλευράς -του ισχυρού και πλούσιοι κατεστημένου της Αμερικής, των τραπεζιτών, των χρηματιστών και των βιομηχάνων. Δεν θα μπορούσε να κερδίσει ποτέ χωρίς την βοήθεια των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης -των μεγαλύτερων εφημερίδων και των μεγαλύτερων καναλιών της Αμερικής που έτρεξαν να τον υιοθετήσουν. Μπορεί το σύνθημα της “αλλαγής” να συνέπαιρνε τα πλήθη των απλών ανθρώπων. Αλλά ο πραγματικός του αποδέκτης ήταν η ίδια η άρχουσα τάξη.

Η περίοδος του Τζόρτζ Μπους έκλεισε αναπάντεχα άσχημα για την άρχουσα τάξη των ΗΠΑ. Ο πόλεμος “κατά της τρομοκρατίας”, έχει μετατραπεί σε μια μόνιμη ανοιχτή πληγή. Η οικονομία βρίσκεται στο μέσο της χειρότερης κρίσης εδώ και 70 χρόνια. Και η αμερικανική κοινωνία “βράζει”.

Δεν είναι μόνο οι αμερικάνοι στρατιώτες -σχεδόν 5000 σήμερα- που έχουν χάσει τη ζωή τους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Ούτε οι δεκάδες χιλιάδες συνάδελφοί τους που έχουν γυρίσει πίσω σε αναπηρικά καροτσάκια -άλλοι χωρίς πόδια, άλλοι χωρίς χέρια, άλλοι τυφλοί, καμμένοι ή παράλυτοι. Ούτε τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια που έχει καταπιεί μέχρι σήμερα ο πόλεμος. Το χειρότερο για την αμερικανική άρχουσα τάξη είναι η επίδειξη της αδυναμίας της. 

Ο πόλεμος στο Ιρακ δεν είχε ποτέ καμιά σχέση ούτε με τα όπλα μαζικής καταστροφής, ούτε με την αλ-Κάιντα ούτε με την διεθνή τρομοκρατία: ήταν πρώτα και κύρια μια προσπάθεια της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ να διαιωνίσει, με τα όπλα, την παγκόσμια κυριαρχία της -που έμπαινε σε αμφισβήτηση από την σχετική υποβάθμιση της οικονομικής της παντοδυναμίας και την εμφάνιση νέων Μεγάλων Δυνάμεων όπως η Κίνα στο προσκήνιο. Με άλλα λόγια, με την εισβολή στο Ιράκ ο Μπους ήθελε να στείλει ένα μήνυμα σε φίλους και εχθρούς ότι τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής, για παράδειγμα, “ανήκουν” στις ΗΠΑ, παρόλο που οι αμερικανικές επιχειρήσεις ενδέχεται να μην μπορούν να κάνουν πια τις “καλύτερες προσφορές” -και όποιος τολμήσει να το αμφισβητήσει θα έχει να αναμετρηθεί με τα αμερικανικά όπλα.

Η αντίσταση στο Ιράκ, όμως και η κατακραυγή του αντιπολεμικού κινήματος μέσα και έξω από της ΗΠΑ γύρισε αυτή την επίθεση μπούμεραγκ. Μπορεί σήμερα να επικρατεί μια σχετική ύφεση στο Ιράκ αλλά κανένας δεν μπορεί να μιλήσει για “επιτυχία” του αμερικανικού στρατού. Ο ίδιος ο Ομπάμα σε μια πρόσφατη συνέντευξη στην εφημερίδα New York Times ήταν αποκαλυπτικός: “Αν μιλήσετε με τον στρατηγό Πετρέους”, είπε, “πιστεύω ότι θα σας πει ότι σε ένα βαθμό η επιτυχία στο Ιράκ οφείλεται στο γεγονός ότι συνεργαστήκαμε με ανθρώπους που (παλιότερα) θα θεωρούσαμε φανατικούς ισλαμιστές...” Με άλλα λόγια η “επιτυχία” στο Ιράκ δεν οφείλεται στα αμερικανικά όπλα αλλά στη συνθηκολόγηση με τον ίδιο τον “εχθρό”.

Τώρα ο Ομπάμα θέλει να εφαρμόσει το ίδιο σχέδιο και στο δεύτερο μεγάλο, σκοτεινό μέτωπο του πολέμου “κατά της τρομοκρατίας” -στο Αφγανιστάν. Οταν τον ρώτησαν οι δημοσιογράφοι της New York Times αν πιστεύει ότι οι ΗΠΑ νικάνε στο Αφγανιστάν, ο Ομπάμα απάντησε μονολεκτικά: “Οχι”! Μια από τις πρώτες αποφάσεις της νέας αμερικανικής κυβέρνησης ήταν η αύξηση των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν με 17.000 ακόμα στρατιώτες και αξιωματικούς. Στην πραγματικότητα το νέο αμερικανικό επιτελείο ελπίζει ότι θα μπορέσει να εφαρμόσει στο Αφγανιστάν μια παρόμοια ταχτική με το Ιράκ. Πριν από λίγες μέρες σε μια τηλεοπτική συνέντευξη ο Ομπάμα είχε δηλώσει ανοιχτά ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να βάζουν σαν στόχο την “οικοδόμηση της δημοκρατίας” στο Αφγνιστάν. “Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να εξασφαλίσουμε ότι το Αφγανιστάν δεν θα γίνει καταφύγιο για την αλ-Κάιντα. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να εξασφαλίσουμε ότι δεν θα αποσταθεροποιεί το γειτονικό Πακιστάν”. Στη συνέντευξη του στη  New York Times δήλωσε ανοιχτά ότι ο διάλογος με τους Ταλιμπάν είναι μια “πιθανή  επιλογή”. Ο πόλεμος “κατά της τρομοκρατίας” αποκάλυψε μια αυτοκρατορία που έχει εξαπλωθεί πέρα από τα όρια των δυνάμεών της. Ο πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γεωργία το περασμένο καλοκαίρι έδειξε ανάγλυφα σε όλο τον κόσμο ότι η “μοναδική υπερδύναμη” δεν είναι πια σε θέση να ανοίξει άλλο μέτωπο. 

Η αμερικάνικη άρχουσα τάξη δεν έχει εγκαταλείψει, φυσικά, τα ιμπεριαλιστικά τη σχέδια. Αλλά είναι αναγκασμένη να παραδεχτεί ότι η παντοδυναμία της δεν είναι αυτή που ήταν πριν από πενήντα χρόνια. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι έχει πάψει να είναι η μεγαλύτερη οικονομική και στρατιωτική δύναμη του πλανήτη. Ο 21ος αιώνας, όμως, δεν θα είναι “ένας νέος αμερικανικός αιώνας” -τουλάχιστον με την έννοια που το φαντάζονταν ο Ράμσφελντ, ο Πέρλ και τα άλλα γεράκια στο επιτελείο του Μπους. Το όραμα του Ομπάμα δεν έχει καμιά σχέση με την ειρήνη -μια από τις πρώτες πράξεις της νέας κυβέρνησης ο βομβαρδισμός “θέσεων των ανταρτών” μέσα στο Πακιστάν που άφησε πίσω του 22 άμαχους νεκρούς, ανάμεσά τους και πολλά παιδιά. Αλλά το μήνυμά του προς την άρχουσα τάξη των ΗΠΑ ήταν απλό: ρεαλισμός. Οι ΗΠΑ πρέπει να εγκαταλείψουν τα άπιαστα όνειρα -που τις οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην άβυσο- και να υπερασπιστούν αυτά που είναι πραγματικά υπερασπίσημα. Για αυτό η άρχουσα τάξη “ψήφισε” σχεδόν ομόφωνα Ομπάμα.

Ούτε στο επίπεδο της οικονομίας περιλαμβάνουν τα σχέδια του Ομπάμα κάποιο πραγματικό εδνιαφέρον για τους απλούς ανθρώπους και τα βάσανά τους -την έλλειψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, τις κατασχέσεις των σπιτιών, τις απολύσεις. Αυτό που προσπαθεί να διασώσει, με νύχια και με δόντια, είναι την αμερικάνικη οικονομία -τους τραπεζίτες και τους βιομήχανους. 

Η αμερικανική οικονομία συρρικνωνόταν με ετήσιους ρυθμούς πάνω από το 6% τους τελευταίους μήνες του 2008. Κάθε μήνα 600.000 εργζόμενοι προστίθονταν στους καταλόγους της ανεργίας. Η ταχύτητα με την οποία εξαπλώνεται η κρίση -διπλάσια από αυτή που εκτιμούσαν τα οικονομικά επιτελεία- έχει αφήσει τους πάντες άναυδους. 

Ο Ομπάμε προσπαθεί να σώσει την αμερικανική οικονομία με μια “κλασική κεϋνσιανή” συνταγή -με την κρατική παρέμβαση για την διάσωση των επιχειρήσεων και την τόνωση της αγοράς μέσα από επιδόματα προς τους “καταναλωτές” -τους εργαζόμενους που στενάζουν κάτω από τα στεγαστικά τους χρέη, τους άνεργους που τα επιδόματα δεν θα μπορούν να αγοράσουν τίποτα κλπ- και μεγάλα δημόσια έργα που θα εξασφαλίζουν δουλιά σε χιλιάδες εργάτες. Και ταυτόχρονα ελπίζει ότι αυτή η πολιτική θα μπορεί να ελέγχει την οργή και να την εμποδίζει να μετατραπεί σε ανοιχτή κοινωνική κρίση.

Η αμερικανική άρχουσα τάξη μοιάζει να έχει συνταχθεί σχεδόν ομόφωνα πίσω από τα σχέδια του Ομπάμα. Οι διαφωνίες έχουν περιοριστεί σε μερικούς γραφικούς συντηρητικούς Ρεπουμπλικάνους -σαν τον Λάρι Κούντλοφ ή τον Ρας Λίμποφ,  τους σκληροπυρηνικούς πολιτικούς σχολιαστές που κατηγορούν τον Ομπάμα για “κήρυξη πολέμου σε βάρος των επενδυτών και των επιχειρηματιών” και “σοσιαλιστικές λύσεις”. 

Το πραγματικό ερώτημα, όμως, δεν είναι αν τα σχέδια του Ομπάμα είναι “σοσιαλιστικά” ή όχι -πάνω σε αυτό δεν υπάρχει καμιά σοβαρή αμφιβολία. Το πραγματικό ερώτημα είναι ένα: θα δουλέψουν; Θα καταφέρουν να σώσουν την “αυτοκρατορία” από την καταστροφή; ‘Η μήπως κινδνεύουν απλά να επιταχύνουν την κατάρρευση -όπως έγινε με την “περεστρόϊκα” και την “γκλασνόστ”, με τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσόφ που οδήγησαν, πριν από δυό δεκαετίες, στη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, της δεύτερης, μέχρι τότε, υπερδύναμης του πλανήτη;

Οποιαδήποτε απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι σήμερα παρακινδυνευμένη. Η ιστορία, πάντως, δεν είναι με την πλευρά του Ομπάμα.