Δέκα χρόνια από τους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας από το ΝΑΤΟ ο Κώστας Πίττας θυμίζει ότι εκεί ήταν η αφετηρία του νέου αντιπολεμικού κινήματος.
Πριν από δέκα χρόνια, στις 24 Μάρτη του 1999, τα αεροπλάνα του ΝΑΤΟ ξεκινούσαν να βομβαρδίζουν τα χωριά και τις πόλεις του Κοσόβου, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Στη διακήρυξή τους, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Κλίντον και οι ηγέτες της ΕΕ τόνιζαν ότι πρόκειται για μια “ανθρωπιστική επέμβαση” που στόχο έχει την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Αλβανών στο Κόσοβο, την αποτροπή των εθνικών εκκαθαρίσεων από το σερβικό καθεστώς του Μιλόσεβιτς και την ειρήνη στα Βαλκάνια.
Αυτό που επακολούθησε ήταν μια πραγματική σφαγή. Για 77 ολόκληρες μέρες τα βομβαρδιστικά της “Συμμαχίας” ισοπέδωναν σπίτια, νοσοκομεία, σχολεία, εργοστάσια, σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, γέφυρες, δρόμους και σφυροκοπούσαν αδιάκριτα στρατόπεδα και καραβάνια προσφύγων, Σέρβων και Αλβανών, που έτρεχαν να γλιτώσουν από τους εναέριους “προστάτες” και τους επίγειους εθνικιστές πολέμαρχους και των δυο πλευρών. Τις ίδιες ώρες που οι ηγέτες του ΝΑΤΟ μαζεύονταν στην Ουάσιγκτον για να γιορτάσουν τα 50 χρόνια της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (όπως ετοιμάζονται να κάνουν φέτος στο Στρασβούργο), τα μαχητικά τους μακέλευαν ένα καραβάνι από Αλβανούς πρόσφυγες, τους οποίους υποτίθεται ότι είχαν πάει για να σώσουν! Από την έναρξη των βομβαρδισμών μέχρι τις 11 Απρίλη οι πρόσφυγες είχαν φτάσει τις 350.000. Όταν υπογράφτηκε η ανακωχή στις 3 Ιούνη, ξεπερνούσαν τις 800.000.
Ο θλιβερός απολογισμός της φρίκης της “ανθρωπιστικής επέμβασης” δεν σταμάτησε εκεί. Σε μια περιοχή με κατεστραμμένες υποδομές και διαλυμένη οικονομία, με την ανεργία και την φτώχεια στα ύψη, με κατακόρυφη άνοδο των κρουσμάτων καρκίνου από τις βόμβες απεμπλουτισμένου ουράνιου του ΝΑΤΟ, οι “εθνικές εκκαθαρίσεις”, όχι μόνο δεν σταμάτησαν, αλλά κλιμακώθηκαν, αυτή τη φορά σε βάρος των Σέρβων και των Τσιγγάνων. Ένα χρόνο μετά την εγκατάσταση της KFOR, της στρατιωτικής Νατοϊκής δύναμης, και την μετατροπή του Κοσόβου σε Νατοϊκό προτεκτοράτο, από τους 190.000 Σέρβους που ζούσαν εκεί το 1998, είχαν διωχθεί οι 164.000. Από τους 40.000 Τσιγγάνους, είχαν μείνει στο Κόσοβο μονό 7.000. Τα κύματα λεηλασιών, εμπρησμών, βιασμών, δολοφονιών διαδέχονταν το ένα το άλλο. Σήμερα, το “ανεξάρτητο” προτεκτοράτο του Κοσόβου είναι η περιοχή με τη μεγαλύτερη διαφθορά και τη μεγαλύτερη φτώχεια στην Ευρώπη, έχοντας μετατραπεί σε παγκόσμιο κέντρο οργανωμένου εγκλήματος, διακίνησης ναρκωτικών και σύγχρονου δουλεμπορίου.
Το ΝΑΤΟ έκανε το 1999 στα Βαλκάνια την πιο κυνική επίδειξη δύναμης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο για να εξασφαλίσει τα στρατηγικά του συμφέροντα και την επέκτασή του “προς Ανατολάς”, τα αποτελέσματα της οποίας βλέπουμε σήμερα. Σαν πρόσχημα χρησιμοποίησε την κατάσταση των Αλβανών στο Κόσοβο, που αν και αποτελούσαν την πλειοψηφία στην περιοχή καταπιέζονταν άγρια από το καθεστώς του Βελιγραδίου.
Όμως η καταπίεση και οι διακρίσεις σε βάρος των Αλβανών Κοσοβάρων δεν ήταν καινούργια. Υπήρχε από την εποχή της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας του Τίτο. Κλιμακώθηκε όταν ο Μιλόσεβιτς – το χαϊδεμένο ακόμα τότε παιδί της Δύσης – ξεκίνησε την εθνικιστική του εκστρατεία στα τέλη της δεκαετίας του 1980, προκειμένου να στρέψει αλλού την οργή του λαού της Γιουγκοσλαβίας που είχε εξεγερθεί ενάντια στο πρόγραμμα λιτότητας που ο ίδιος είχε επιβάλλει με εντολές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Ο Μιλόσεβιτς είχε την υποστήριξη των ΗΠΑ ακόμα και στη πρώτη φάση του πολέμου που διάλυσε την πρώην Γιουγκοσλαβία στις αρχές της δεκαετίας του '90. Στη συνέχεια συγκρούστηκαν μαζί του και έφτασαν μέχρι τους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς στη Βοσνία το 1994. Αλλά αυτό δεν απέτρεψε τον Κλίντον και τους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να συνεργαστούν ξανά μαζί του στα πλαίσια της Συμφωνίας του Ντέιτον, που όχι μόνο επικύρωσε το διαμελισμό της Βοσνίας σε χωριστές εθνότητες, αλλά διατήρησε το Κόσοβο υπό τον έλεγχο της Σερβίας.
Μέχρι το 1996, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ χαρακτήριζε “τρομοκράτες” τους Αλβανούς μαχητές του UCK – του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου – που ήταν μια μικρή παραστρατιωτική ομάδα. Μόνο με τη βοήθεια της Δύσης, που τους βάφτισε ξαφνικά “μαχητές της ελευθερίας” για να τους χρησιμοποιήσει σαν χερσαίες δυνάμεις του ΝΑΤΟ στις επιθέσεις ενάντια στη Σερβία, οι εθνικιστές Αλβανοί πολέμαρχοι μετατράπηκαν σε “νόμιμη ηγεσία” στο Κόσοβο.
Η αλήθεια είναι ότι ο Κλίντον ξεκίνησε αυτήν την ιμπεριαλιστική επέμβαση για να εξασφαλίσει τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ και την επέκταση του ρόλου του ΝΑΤΟ σε επιχειρήσεις “εκτός των ορίων” που είχε μέχρι τότε. Οι βομβαρδισμοί και η μετατροπή του Κοσόβου σε προτεκτοράτο ήταν μια επίδειξη πυγμής δεμένη με την επέκταση του ΝΑΤΟ ανατολικά. Λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Τσεχία είχαν συνδεθεί με την “Βορειοατλαντική Συμμαχία”. Ταυτόχρονα, ο έλεγχος της περιοχής των Βαλκανίων ήταν το απαραίτητο βήμα για τον έλεγχο του Καυκάσου, των πετρελαίων και των πετρελαιαγωγών. Η βαρβαρότητα με την οποία εξαπέλυσε την επίθεσή του το ΝΑΤΟ ήταν και ένα μήνυμα προς τη Ρωσία, την Κίνα και άλλες δυνάμεις που θα μπορούσαν στο μέλλον να απειλήσουν τα Δυτικά συμφέροντα – είναι χαρακτηριστικό ότι στη διάρκεια της επέμβασης βομβαρδίστηκε “κατά λάθος” και η κινεζική πρεσβεία στο Βελιγράδι.
Συνένοχοι σε αυτή την εγκληματική επίθεση ήταν οι Έλληνες καπιταλιστές και η τότε κυβέρνηση του Σημίτη. Μολονότι προσπάθησε να καλύψει τις ευθύνες της με συνεχείς δηλώσεις για “πολιτική λύση” και “ανθρωπιστικές βοήθειες”, στην αλήθεια αυτό που προσπάθησε ήταν να αξιοποιήσει διπλωματικά τον πόλεμο προς όφελος του ελληνικού καπιταλισμού και των εξορμήσεών του στην “βαλκανική ενδοχώρα”. Είναι χαρακτηριστικό, ότι την ώρα που ξεκινούσαν οι βομβαρδισμοί ο Σημίτης παζάρευε στο Βερολίνο το πόσες “διευκολύνσεις” θα έδινε η Ελλάδα στα Νατοϊκά στρατεύματα με αντάλλαγμα μεγαλύτερες επιδοτήσεις από τον προϋπολογισμό της ΕΕ και στήριξη για τις μπίσνες των Ελλήνων τραπεζιτών και βιομήχανων στα Βαλκάνια. Όμως η προσπάθεια της ελληνικής άρχουσας τάξης να βγει κερδισμένη από τον πόλεμο του ΝΑΤΟ αποδείχθηκε δύσκολη υπόθεση. Από την πρώτη στιγμή βρέθηκε αντιμέτωπη με την οργή των εργαζόμενων και της νεολαίας ενάντια στην ιμπεριαλιστική επέμβαση. Αντιμέτωπη με το μεγαλύτερο αντιπολεμικό κίνημα που είχε ξεσπάσει μέχρι τότε.
Στις 26 Μάρτη, δυο μέρες μετά την έναρξη των βομβαρδισμών, οι δρόμοι της Αθήνας σείστηκαν από πάνω από 100.000 διαδηλωτές που βάδισαν στην Αμερικάνικη πρεσβεία. Η ΓΣΕΕ, η ΑΔΕΔΥ, η ΟΛΜΕ κάλεσαν σε στάση εργασίας και συμμετοχή στο συλλαλητήριο ενάντια στην επέμβαση του ΝΑΤΟ. Όλες οι συγκοινωνίες νέκρωσαν εκείνη τη μέρα. Χιλιάδες εργαζόμενοι κατέβηκαν στο συλλαλητήριο με τα πανό των συνδικάτων. Ήταν τέτοια η δυναμική που η αστυνομία εξαπέλυσε ολόκληρη επιχείρηση με δακρυγόνα για να απωθήσει τους διαδηλωτές έξω από την Πρεσβεία. Παρά την καταστολή, ο κόσμος δεν διαλύθηκε, αλλά ξαναγύρισε πίσω στο κέντρο της Αθήνας με διαδήλωση κάνοντας τελικά την διαδρομή Προπύλαια – Πρεσβεία – Προπύλαια Στις 30 Μάρτη ακολούθησε νέο συλλαλητήριο, ακόμα μεγαλύτερο και πάλι με συμμετοχή πολλών συνδικάτων. Την ίδια μέρα η Πανελλήνια Ομοσπονδία Σιδηροδρομικών αποφάσισε να κηρύξει απεργία αν ζητηθεί η μεταφορά με τρένο οπλισμού του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο.
Στις 2 Απρίλη 100.000 διαδήλωσαν στη Θεσσαλονίκη, χιλιάδες πολιόρκησαν τη βάση της Σούδας στα Χανιά. Στην Αθήνα οι εργαζόμενοι στους Δήμους μετέτρεψαν την προγραμματισμένη απεργιακή τους συγκέντρωση με αίτημα αυξήσεις στους μισθούς σε αντιπολεμική διαδήλωση και έκαναν πορεία στην αμερικάνικη πρεσβεία. Στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός η γενική συνέλευση των γιατρών αποφάσισε στάση εργασία και πορεία από το νοσοκομείο στην Πρεσβεία. Στις 22 Απρίλη το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης και ο Σύνδεσμος Σιδηροδρομικών Βόρειας Ελλάδας πολιόρκησαν τον σιδηροδρομικό σταθμό στη Θεσσαλονίκη. Στις 26 Απρίλη οι καλλιτέχνες οργανώνουν αντιπολεμική συναυλία στο Σύνταγμα που πλημμυρίζει από δεκάδες χιλιάδες.
Τα ξημερώματα της 28ης Απριλίου οι σιδηροδρομικοί της Θεσσαλονίκης έκαναν πράξη την απόφαση του συνδικάτου τους για αντιπολεμική απεργία. Σταμάτησαν στο λιμάνι ένα τρένο φορτωμένο με άρματα μάχης του ΝΑΤΟ. Ήταν η κορυφαία στιγμή εκείνου του τεράστιου αντιπολεμικού κινήματος που έδειξε στην πράξη το πώς η εργατική τάξη μπορεί να βάζει τέρμα στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Η κυβέρνηση, μέσω της διοίκησης του ΟΣΕ, σε χρόνο ρεκόρ κατέφυγε στα δικαστήρια ζητώντας να κηρύσσεται “καταχρηστική” κάθε αντιπολεμική απεργιακή δράση. Όμως, τίποτα δεν μπόρεσε να σταματήσει το κύμα των εργατικών κινητοποιήσεων ενάντια στον πόλεμο. Τα συλλαλητήρια της Πρωτομαγιάς σε όλες τις πόλεις είχαν σαν κέντρο την αντίσταση στην επέμβαση του ΝΑΤΟ. Η ΟΛΜΕ και η ΔΟΕ κάλεσαν πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο στο Ηρώδειο με στάσεις εργασίας στις 5 Μάη. Το ίδιο έκανε και η ΕΛΜΕ Αχαϊας. Στο Τζάνειο και στο Κρατικό Νίκαιας τα σωματεία αποφάσισαν στάσεις εργασίας και αντιπολεμικές εξορμήσεις στις πύλες των νοσοκομείων στις 10 Μάη. Οι αντιπολεμικές κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν μέχρι την υπογραφή της ανακωχής, ακόμα και μέσα στην προεκλογική περίοδο των Ευρωεκλογών του 1999.
Το περιοδικό Σοσιαλισμός από τα κάτω κυκλοφόρησε εκείνες τις μέρες του Μάρτη – Απρίλη 1999 με ένα τεύχος αφιερωμένο στον “Πόλεμο στα Βαλκάνια”. Σε αυτό το τεύχος, που έγινε ανάρπαστο στις διαδηλώσεις, η “Διακήρυξη της Διεθνούς Σοσιαλιστικής Τάσης” στην οποία ανήκει το ΣΕΚ, κατέληγε ως εξής: “Το πιο επείγον καθήκον για τους επαναστάτες σοσιαλιστές σήμερα είναι να αναλάβουν πρωτοβουλίες μαζικών αντιπολεμικών κινημάτων σε όλες τις χώρες... Για μας, όπως και για τον Καρλ Λήμπκνεχτ, ο κύριος εχθρός βρίσκεται μέσα στη χώρα μας... Μαζική αντίσταση στο εσωτερικό μπορεί να αναγκάσει τους ηγέτες του ΝΑΤΟ να σταματήσουν τη σφαγή”.
Στο επόμενο τεύχος, τον Ιούνη 1999, σε άρθρο με τίτλο “Αυτό το λένε ειρήνη;”, διαπιστώναμε: “Ο πόλεμος του ΝΑΤΟ συγκλόνισε τις συνειδήσεις των εργατών σε όλες τις χώρες, όχι μόνο στην Ελλάδα, όπως αυτάρεσκα θέλουν να λένε οι εθνικιστές. Ζήσαμε εμπειρίες δράσης ενάντια στον πόλεμο. Εμπειρίες, από τις μαζικές διαδηλώσεις, από τους σιδηροδρομικούς που έκαναν απεργίες ενάντια στη μεταφορά των τανκς, από τους εργάτες των Δήμων, τους νοσοκομειακούς, τους εκπαιδευτικούς. Όλα αυτά είναι πολύτιμος πολιτικός εξοπλισμός για να αντιμετωπίσουμε τις μελλοντικές μάχες. Δυναμώνοντας τις φωνές του Διεθνισμού. Και οργανώνοντας την πάλη ενάντια στις εξορμήσεις των 'δικών μας' καπιταλιστών”.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 2003, η Αθήνα και ολόκληρος ο κόσμος σείστηκε ξανά από τα εκατομμύρια που βγήκαν στους δρόμους ενάντια στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Ιράκ. Το αντιπολεμικό κίνημα αυτή τη φορά έγινε η “νέα υπερδύναμη” και καταλύτης πολιτικών εξελίξεων. Σήμερα, δέκα χρόνια μετά τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια και έξι χρόνια μετά το Ιράκ, έχουμε ξανά μπροστά μας να δώσουμε μάχες ενάντια στον πόλεμο και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Και η εμπειρία όλων αυτών των αγώνων είναι η μεγαλύτερη βοήθεια για να κάνουμε πράξη το σύνθημα “60 χρόνια ΝΑΤΟ, είναι αρκετά”.