Πού βαδίζει το ΚΚΕ; Στην “Αντεπίθεση” και στο Σοσιαλισμό ή μήπως στην καταπολέμηση των υπαρκτών διεκδικήσεων του κινήματος; Ο Θανάσης Καμπαγιάννης εξετάζει τα δεδομένα.
Η στάση που τήρησε το ΚΚΕ στη διάρκεια της εξέγερσης του Δεκέμβρη ήτανε σοκ για πολλές αγωνίστριες και αγωνιστές της Αριστεράς, αλλά και για ανθρώπους που πρώτη φορά συμμετείχαν στο νέο κίνημα.
Στην πιο εκλεπτυσμένη της μορφή, η κριτική του ΚΚΕ στον Δεκέμβρη έκανε το λάθος να αντιπαραθέτει το οργανωμένο κίνημα στο αυθόρμητο, μιλώντας για απουσία περιφρούρησης και έλλειψη πολιτικής, τη στιγμή που χιλιάδες μαθητές πολιορκούσαν τα αστυνομικά τμήματα σε όλη την Ελλάδα και απαιτούσαν να παραιτηθεί η κυβέρνηση των δολοφόνων. Στη χειρότερη εκδοχή, ακούστηκαν επιχειρήματα για σωματέμπορους και μυστικές υπηρεσίες του εξωτερικού, που καθοδηγούσαν τα επεισόδια. Το περίφημο «διήγημα» που δημοσίευσε ο Ριζοσπάστης, ένας εσωτερικός μονόλογος του μπάτσου που σκότωσε τον Γρηγορόπουλο και που στην ουσία τον έβγαζε λάδι, ήταν η πιο ακραία εκδοχή αυτής της γραμμής, που εξυπηρέτησε την κυβέρνηση και τους κρατικούς θεσμούς στη διάρκεια της χειρότερης κρίσης.
Κι όμως, το 18ο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στις 19-22 Φλεβάρη ήταν γεμάτο από επαναστατική φρασεολογία και κομμουνιστικά τσιτάτα. Το ΚΚΕ επέλεξε αυτό το συνέδριο για να προχωρήσει τη συζήτηση για τα αίτια της κατάρρευσης των σταλινικών καθεστώτων το 1989-1991, δείγμα του ότι όλη η Αριστερά νιώθει την πίεση για στρατηγικές απαντήσεις στις σημερινές συνθήκης κρίσης και ριζοσπαστικοποίησης. Ωστόσο, οι απαντήσεις του ΚΚΕ τόσο για τον «σοσιαλισμό που γνωρίσαμε» και που επιδιώκουμε, όσο και για το ξεδίπλωμα του κινήματος στο σήμερα είναι περισσότερο εμπόδιο παρά βοήθεια για τους αγωνιστές της Αριστεράς.
Η αποκατάσταση του Στάλιν
Αν θέλουμε να συνοψίσουμε τα πορίσματα για τα αίτια της «ανατροπής του σοσιαλισμού» σύμφωνα με το ΚΚΕ, το επιχείρημα πάει ως εξής: η ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης χωρίζεται χοντρικά σε δύο περιόδους. Η πρώτη εκτείνεται από το 1917 μέχρι το 1956 οπότε η επανάσταση θριαμβεύει, το «συνεπές μαρξιστικό ρεύμα» εντός του μπολσεβίκικου κόμματος (με επικεφαλής τον Στάλιν) ηγεμονεύει και οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται με φρενήρη ρυθμό. Το αποτέλεσμα είναι η Σοβιετική Ένωση από αγροτική χώρα να μετατραπεί σε έναν βιομηχανικό κολοσσό που νίκησε τη ναζιστική Γερμανία στον Πόλεμο κι έχτισε το σοσιαλισμό. Η δεύτερη περίοδος εκτείνεται από το 1956 και πέρα, όταν μετά τον θάνατο του Στάλιν και την ανάληψη της εξουσίας από τον Χρουστσόφ ξεκινάει η «οπορτουνιστική» στροφή, που θα κορυφωθεί με την «ανοιχτά αντεπαναστατική και προδοτική περίοδο της Περεστρόικα» τη δεκαετία του ’80 και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Το ιστορικό αυτό σχήμα έχει φυσικά πολλές μαύρες τρύπες: η εμφανέστερη, σίγουρα για τα μέλη του ίδιου του ΚΚΕ, είναι πως αποδέχεται την κυριαρχία μιας μη-επαναστατικής πολιτικής στην ηγεσία του κομουνιστικού κινήματος για τρεισήμισι δεκαετίες. «Με τη νέα γραμμή», γράφει κάποιος στον προσυνεδριακό διάλογο, «τα 35 χρόνια από τις «9 δεκαετίες» έχουν στοιχεία οπορτουνιστικής σκουριάς» (Ριζοσπάστης, 30/01/09). Αλλά το ίδιο ισχύει και για πριν το 1956. Για πολλά χρόνια, η ηγεσία του ΚΚΕ αντιμετώπιζε όποιον ασκούσε κριτική στη Σοβιετική Ένωση σαν πράκτορα του ταξικού εχθρού. Τώρα, για να απαντήσει στο επιχείρημα πως και αυτή η στροφή του 1956 δεν μπορεί να προέκυψε από παρθενογένεση, αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι υπήρχαν αντιτιθέμενα ταξικά συμφέροντα που αντανακλούσαν και σε διαφορετικές πολιτικές επιλογές. Το 1934, στο 17ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ που έμεινε στην ιστορία ως «Συνέδριο των Νικητών», ο Στάλιν κήρυξε την οριστική και αμετάκλητη νίκη του σοσιαλισμού. Η ηγεσία του ΚΚΕ έχει πλέον δεύτερες σκέψεις για τέτοιου τύπου μεγαλοστομίες, έστω κι αν ψάχνει την απάντηση σε λάθος κατεύθυνση.
Στην πραγματικότητα, τα αντιτιθέμενα ταξικά συμφέροντα που υπήρχαν στη Σοβιετική Ένωση ήταν κοινός τόπος για τους επαναστάτες μαρξιστές, ειδικά για εκείνους που πρωταγωνίστησαν στην επανάσταση. Ο ίδιος ο Οκτώβρης ήταν γέννημα δύο παράλληλων επαναστάσεων, μιας εργατικής στην πόλη που απαλλοτρίωσε τους καπιταλιστές και μιας αγροτικής στο χωριό που απαλλοτρίωσε τους γαιοκτήμονες. Το γεγονός ότι οι εργάτες έγιναν συλλογικά ιδιοκτήτες μέσω των σοβιέτ, ενώ οι αγρότες έγιναν ατομικά – καταλαμβάνοντας ο καθένας ένα κομμάτι γης από τα μεγάλα αγροκτήματα – ήταν μια πραγματικότητα που βασάνιζε το νεαρό κράτος των Σοβιέτ. Η συμμαχία των εργατών και των αγροτών ήταν ισχυρή επειδή οι εργάτες της πόλης νομιμοποίησαν το μοίρασμα της γης και για όσο οι αντεπαναστατικές δυνάμεις απειλούσαν να τσακίσουν το κράτος των Σοβιέτ και να αποκαταστήσουν την ιδιοκτησία των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων. Όταν όμως αυτός ο κίνδυνος απομακρύνθηκε, οι αγρότες άρχισαν να υπερασπίζονται την μικρή (ή μεγάλη) ιδιοκτησία τους απέναντι σε μια εξ ορισμού σοσιαλιστική εξουσία.
Διεθνισμός ή «σοσιαλισμός σε μία μόνο χώρα»;
Τα πρώτα χρόνια, η καθολικά αποδεκτή λύση στο πρόβλημα αυτό ήταν η διεθνοποίηση της επανάστασης. Η νίκη της επανάστασης στη Γερμανία θα έλυνε την αντίφαση που αντιμετώπιζε το εργατικό κράτος στη Ρωσία (μια μικρή εργατική τάξη μέσα σε μια θάλασσα αγροτών): το γερμανικό ατσάλι θα συμπλήρωνε το ρωσικό στάρι. Κι ακόμα, η νίκη της επανάστασης αλλού, θα ανακούφιζε το ρωσικό προλεταριάτο που είχε σκορπιστεί στα πολεμικά μέτωπα ενάντια στους Λευκούς και είχε κατακερματιστεί λόγω της πείνας και της παραγωγικής καταστροφής που σήμανε η αντεπανάσταση. Ωστόσο, για όσο διάστημα η διεθνής επανάσταση δεν νικούσε, οι μπολσεβίκοι αναγκάζονταν να κάνουν συμβιβασμούς: αποκατέστησαν την αγορά στην ύπαιθρο για να μην σπάσει η συμμαχία των εργατών με τους αγρότες (αυτή ήταν η ουσία της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, της ΝΕΠ). Και βάλθηκαν να κρατηθούν στην εξουσία, έστω κι αν αυτό σήμαινε ολοένα και περισσότερο την υποκατάσταση της εργατικής τάξης, αφού τα σοβιέτ εξαιτίας του πολέμου και της καταστροφής είχαν πάψει να λειτουργούν όπως παλιότερα. Ο Λένιν περιέγραψε την κατάσταση αυτή ως «εργατικό κράτος με γραφειοκρατικές παραμορφώσεις», αλλά δεν έζησε για να δει τη γιγάντωση της γραφειοκρατίας.
Οι αντιπαραθέσεις μετά τον θάνατο του Λένιν το 1924 έγιναν με κέντρο αυτές τις αντιφάσεις. Από τη μία υπήρχε η πτέρυγα που υπέκυπτε στον «ρεαλισμό» της εποχής με βασικό εκφραστή της τον Στάλιν. Η επανάσταση διεθνώς είναι μια ουτοπία, έλεγε το επιχείρημα. Αυτό που έχει μπροστά του το ρωσικό προλεταριάτο είναι να χτίσει το σοσιαλισμό στη δική του πατρίδα. Σύμφωνα με τον Μπουχάριν, βασικό σύμμαχο του Στάλιν, αυτό σήμαινε τη συνέχιση των υποχωρήσεων στους αγρότες, ιδίως στους πλούσιους αγρότες με το κάλεσμα «Πλουτίστε!». Από την άλλη, υπήρχε η Αριστερή Αντιπολίτευση του Τρότσκι, ενισχυμένη το 1926 και από τους διαπρεπέστερους παλιούς μπολσεβίκους, τον Ζηνόβιεφ και τον Κάμενεφ. Για την αντιπολίτευση η έμφαση έπρεπε να δοθεί στην εργατική τάξη, στην εκβιομηχάνιση που θα δυνάμωνε το βάρος της στην παραγωγή και θα αναζωογονούσε τη δημοκρατία των σοβιέτ, στην αποκατάσταση της εσωκομματικής δημοκρατίας, στη συμμαχία με τη φτωχή αγροτιά του χωριού. Και φυσικά, στη συνέχιση των προσπαθειών για εξάπλωση της επανάστασης, που ήταν και η μόνη λύση στην απομόνωση και τα διλήμματα που ζώνανε τη Σοβιετική Ένωση.
Διαβάζοντας τις Θέσεις του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό, νομίζει κανείς πως ο Μπουχάριν εκείνη την περιοδο δεν ήταν σύμμαχος του Στάλιν, αλλά του Τρότσκι! Η Αντιπολίτευση στην ΕΣΣΔ τσακίστηκε με σκληρά κατασταλτικά μέτρα. Αλλά τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν γι΄ αυτό θα έκαναν τους σημερινούς συντάκτες των Θέσεων του ΚΚΕ να κοκκινίζουν: το βασικότερο ήταν πως ο Τρότσκι και η Αντιπολίτευση υποτιμούσαν την αγροτιά και κήρυσσαν τον κομμουνισμό, ενώ αυτό που προείχε ήταν μια μακρά περίοδος συμβιβασμών και επικράτησης των αγοραίων σχέσεων με την ύπαιθρο. Είναι μόνον το 1928, μετά την καταστολή της Αντιπολίτευσης, που ο Στάλιν στρέφεται κατά του Μπουχάριν και της εκβιομηχάνισης «με ρυθμό χελώνας». Ξαφνικά οι σοβιετικές εφημερίδες ανακαλύπτουν πως στο χωριό υπάρχουν ταξικές αντιθέσεις και πληθαίνουν οι πλούσιοι αγρότες, οι «κουλάκοι», που ενοχοποιούνται γιατί έκαναν αυτό ακριβώς που τους καλούσαν ο Μπουχάριν και ο Στάλιν να κάνουν, δηλαδή να πλουτίσουν. Η νέα πολιτική που εγκαινιάζεται με το πρώτο πεντάχρονο πλάνο συνεπάγεται σκληρούς ρυθμούς εκβιομηχάνισης στην πόλη και πλήρη κολεκτιβοποίηση της γης (δηλαδή απαλλοτρίωση όλων των αγροτών, πλούσιων και φτωχών) στο χωριό. Αυτή είναι, σύμφωνα με τις Θέσεις του ΚΚΕ, και η απογείωση του σοσιαλισμού και η επιβεβαίωση του «συνεπούς μαρξιστικού» χαρακτήρα της γραμμής του Στάλιν.
Αντεπανάσταση
Η κολεκτιβοποίηση της γης μπορεί βέβαια να φιγουράρει ως εξαιρετικά ριζοσπαστικό μέτρο, έστω κι αν εκατομμύρια φτωχοί αγρότες δεινοπάθησαν από την εκτεταμένη καταστολή που χρησιμοποιήθηκε για να επιβληθεί, αλλά και από τον λιμό που προκάλεσαν οι «υπερβολές» της (όπως χαρακτηρίζονται στο κείμενο των Θέσεων). Ο θάνατος και η φτώχεια που σκόρπισε η κολεκτιβοποίηση μπορούν να συγκριθούν μόνο με την απαλλοτρίωση των αγροτών στη διάρκεια της εκβιομηχάνισης στη Μ. Βρετανία την εποχή της ανάδυσης του καπιταλισμού. Η διαφορά είναι πως αυτό που έκαναν οι καπιταλιστές στη Βρετανία σε κάποιες εκατοντάδες χρόνια, έγινε στη Σοβιετική Ένωση σε κάποιες εκατοντάδες μέρες. Το μίσος των αγροτών που στερήθηκαν τη γη τους αποδείχτηκε ασίγαστο και έθρεψε τα εθνικά και εθνικιστικά κινήματα κατά του σταλινικού καθεστώτος, με αποτέλεσμα ακόμα περισσότερα καταπιεστικά μέτρα.
Όμως ήταν στην πόλη που ο «σοσιαλισμός» του Στάλιν έδειχνε καθαρά την πραγματική του φύση. Όσοι τον υποστηρίζουν, θα πρέπει να εξηγήσουν τι το σοσιαλιστικό υπάρχει στην μονοπρόσωπη διεύθυνση των εργοστασίων που επέβαλαν τα πεντάχρονα πλάνα, στην κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, στην απαγόρευση των απεργιών ως «αντεπαναστατικών σαμποτάζ». «Είναι ανάγκη να προχωρήσουμε με βάση την αντίληψη ότι ο διευθυντής είναι ο ανώτατος άρχοντας του εργοστασίου», έλεγε ο Μ.Μ. Καγκάνοβιτς, ανώτερος αξιωματούχος στο Κομισαριάτο Βαριάς Βιομηχανίας. Από το κράτος-κομούνα που «η κάθε μαγείρισσα μπορεί να κυβερνάει», το νέο δόγμα ήταν πως «όταν ο διευθυντής μπαίνει στο εργοστάσιο, η γη θα τρέμει».
Τα πεντάχρονα πλάνα εφαρμόστηκαν όχι μέσα από την αυτοοργάνωση της εργατικής τάξης, αλλά μέσα από το τσάκισμα της συλλογικότητάς της. Το ανώτατο συνέδριο των εργατικών συνδικάτων είχε να συγκληθεί 17 ολόκληρα χρόνια, από το 1932 μέχρι το 1949 (ανεξάρτητα του τι θα αποφάσιζε). Στο διάστημα αυτό αποφασίστηκαν μέτρα που ξήλωναν όλες τις κατακτήσεις του Οκτώβρη, όπως η κατάργηση του εφτάωρου, η μείωση των μισθών, τα βιβλιάρια εργασίας, κλπ. Το 1934, ήδη τα τρία τέταρτα της εργατικής τάξης συμμετείχαν στη «σοσιαλιστική άμιλλα», δηλαδή στο σύστημα της δουλειάς με το κομμάτι που αντί να συγκροτεί τους εργάτες σε τάξη, τους ανάγκαζε να παλεύουν ο ένας ενάντια στον άλλον για να επιβιώσουν. Ταυτόχρονα, η γραφειοκρατία είχε φροντίσει να καταργήσει τους νόμους του Οκτώβρη που περιόριζαν την εισοδηματική ανισότητα και απαγόρευαν στους διευθυντές-μέλη του ΚΚ να κερδίζουν περισσότερα από έναν ειδικευμένο εργάτη. Τα πρώτα μπόνους στους «κόκκινους διευθυντές» που υπερκάλυπταν το πλάνο (τα golden boys της ΕΣΣΔ το ’30) έχουν την υπογραφή του Στάλιν.
Όσο προχωρούσε το «χτίσιμο του σοσιαλισμού», τόσο αφυδατωνόταν η οποιαδήποτε δημοκρατική διαδικασία ελέγχου από τα κάτω. Το Συνέδριο των Σοβιέτ, υποτιθέμενα η ανώτατη εξουσία στη χώρα, πραγματοποιήθηκε το 1931 και μετά το 1935. Το Συνέδριο του Κόμματος πραγματοποιήθηκε το 1930 και μετά το 1934. Καμία σχέση δηλαδή με τη συχνότητα των συνεδριάσεων τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης. Οι συνεδριάσεις αυτές θα γίνονταν όλο και πιο σπάνιες, οι δε αντιπρόσωποι θα προέρχονταν σε συντριπτικά πλέον ποσοστά από επαγγελματικά στελέχη του κόμματος και μέλη της γραφειοκρατίας. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο που ο Στάλιν έπρεπε, εκτός από πολιτικά, να εξοντώσει και βιολογικά τους φορείς της παράδοσης του Οκτώβρη. Από το τελευταίο Πολιτικό Γραφείο του Λένιν, μόνο ο Στάλιν και ο Μολότοφ πέθαναν από φυσικά αίτια. Ο Κάμενεφ, ο Ζηνόβιεφ, ο Μπουχάριν, ο Ρύκοφ, ο Τρότσκι, όλοι δολοφονήθηκαν, με εξαίρεση τον Τόμσκυ που αυτοκτόνησε φοβούμενος τη σύλληψή του το 1936. Από τους 15 Λαϊκούς Επιτρόπους της πρώτης μπολσεβίκικης κυβέρνησης του Οκτώβρη, οι 10 είτε δολοφονήθηκαν από τον Στάλιν είτε πέθαναν στις φυλακές του.
Αυτό που έχτισε ο Στάλιν με τα πεντάχρονα πλάνα δεν ήταν σοσιαλισμός, αλλά κρατικός καπιταλισμός, ένα καινούργιο σύστημα κυριαρχίας μιας γραφειοκρατίας που ανέτρεψε όλες τις κατακτήσεις της εργατικής επανάστασης του 1917.1 Το κύρος που απολάμβανε το σταλινικό καθεστώς λόγω της κληρονομιάς του Οκτώβρη χρησιμοποιήθηκε δυστυχώς για να μακελέψει τις επαναστατικές ευκαιρίες, μέσω των ΚΚ, σε πολλές γωνιές του κόσμου. «Το σημείο καμπής της σοβιετικής ιστορίας, δηλαδή το χρονικό διάστημα που ο συσχετισμός δύναμης αλλάζει σε βάρος της εργατικής τάξης, ανατρέπεται δηλαδή η εξουσία της, πρέπει να αναζητηθεί στη διάρκεια της λεγόμενης περιόδου Στάλιν και όχι στο 20ό Συνέδριο», γράφει ένας συνδικαλιστής της ΔΕΗ στον προσυνεδριακό διάλογο (Ριζοσπάστης, 24.12.08). Αυτή θα έπρεπε να είναι και η αφετηρία οποιασδήποτε ειλικρινούς αποτίμησης του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα.
«Λαϊκή οικονομία» και Μέτωπο
Παρότι η συζήτηση για τον σοσιαλισμό μονοπώλησε το ενδιαφέρον στο 18ο Συνέδριο, ξετυλίχτηκε παράλληλα και μια δεύτερη συζήτηση για το «Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο» που προτείνει το ΚΚΕ ως διέξοδο από την κρίση. Οι Θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής αφήνουν εδώ περιθώρια για διαφορετικές αναγνώσεις. Από το 1934, από τότε δηλαδή που το ΚΚΕ αποδέχτηκε τη σταλινική θεωρία των σταδίων και υπέταξε τον στόχο της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μια κυβέρνηση πλατύτερων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων στο έδαφος του καπιταλισμού, το ζήτημα ήταν πάντοτε στην ημερήσια διάταξη. Τα ονόματα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν πολλά ανάλογα με την περίσταση: «λαϊκή δημοκρατική κυβέρνηση όλων των αντιφασιστικών δυνάμεων» το 1935, «λαϊκή δημοκρατία που θα διευκολύνει τους πατριώτες βιομήχανους» το 1945, «πατριωτική κυβέρνηση συνασπισμού» τη δεκαετία του ’50, «εθνική δημοκρατική αλλαγή» το 1961, «Νέα Δημοκρατία» το 1973 (ατυχής όρος που τροποποιήθηκε το 1978), «κυβέρνηση του συνασπισμού των δυνάμεων της Αριστεράς και της προόδου» το 1987.2
Κι όμως, ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ αμφισβητούν πλέον στα άρθρα τους την αναγκαιότητα ενός σταδίου πριν τον σοσιαλισμό. «Η ζωή απέρριψε τις επονομαζόμενες «αντιμονοπωλιακές ή αριστερές» κυβερνήσεις», γράφει χαρακτηριστικά ο Μάκης Μαϊλης στον Ριζοσπάστη στις 23.11.08. Ο χαρακτήρας της επανάστασης στην Ελλάδα θα είναι σοσιαλιστικός, λέει πλέον και επίσημα το ΚΚΕ. Και μαζί, έρχονται τα άρθρα που αμφισβητούν ακόμα και αυτή την «εξάρτηση» του ελληνικού καπιταλισμού από τα «ξένα μονοπώλια», ανάλυση που δικαιολογούσε πάντοτε την θέση για μια αντιμονοπωλιακή κυβέρνηση.3 Οι παρεμβάσεις αυτές προκάλεσαν αντιδράσεις και σύγχυση στις γραμμές του κόμματος. «Τέτοιες απόψεις αντικειμενικά γλιστράνε προς τον τροτσκισμό», όπως γράφτηκε στον προσυνεδριακό διάλογο (Ριζοσπάστης, 13.02.09).
Είναι αλήθεια πως η πιο συντριπτική απάντηση στις θεωρίες της εξάρτησης και τα αντιμονοπωλιακά στάδια έχει δοθεί από τον Παντελή Πουλιόπουλο, πρώτο γραμματέα του ΚΚΕ και μετέπειτα ηγέτη της αριστερής Αντιπολίτευσης και του Σπάρτακου, της οργάνωσης που αναφερόταν στις ιδέες του Τρότσκι τη δεκαετία του ’30. «Για το ελληνικό προλεταριάτο», έγραφε ο Πουλιόπουλος το 1934, «η πάλη για την εθνικοποίηση της Πάουερ, της Φαουντέισιον, κλπ, δεν είναι άλλη παρά μία μόνο και ενιαία επαναστατική πάλη για την προλεταριακή εθνικοποίηση τόσο της Πάουερ όσο και της Ελληνικής Οινοπνευματοποιίας, τόσο της «ξένης» Τράπεζας Αθηνών όσο και της «δικής μας» Εθνικής Τράπεζας. Είναι πάλη για την απαλλοτρίωση όλων των απαλλοτριωτών, δηλαδή πάλη για την προλεταριακή επανάσταση και για το σοσιαλισμό».4 «Γλυστράει αντικειμενικά» προς τον Πουλιόπουλο λοιπόν, το ΚΚΕ;
Η απάντηση είναι όχι. Καταρχήν, σε τυπικό επίπεδο, οι αποφάσεις των Συνεδρίων του 1996 και του 2000 παραμένουν ενεργές. Στο έδαφος του καπιταλισμού, «μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών, αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, με βάση το Κοινοβούλιο» και το ΚΚΕ μέσω του Μετώπου «θα αξιοποιήσει αυτή τη δυνατότητα, να ελέγχει την κυβέρνηση, να στηρίζει τις πολιτικές επιλογές της υπέρ των λαϊκών συμφερόντων».5 Όμως, πέρα από το τυπικό κομμάτι, η ουσία είναι πολιτική. Παρότι η ηγεσία του ΚΚΕ ορκίζεται πως δεν τη συνδέει τίποτα με τον Συνασπισμό, η μετατόπιση της ηγεσίας του ΣΥΝ στη στρατηγική της αριστερής κυβέρνησης στριμώχνει την κυβερνητική στρατηγική του ΚΚΕ. Τα μέτρα της «κυβέρνησης της Αριστεράς» που ευαγγελίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαφέρουν ποιοτικά από αυτά μιας «κυβέρνησης των αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το Κοινοβούλιο» στην οποία θα συμμετείχε το ΚΚΕ. Έτσι, οι ιστορικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις στο 18ο Συνέδριο για την εξάρτηση, τα στάδια κ.ο.κ. έχουν να κάνουν με την πολιτική επικαιρότητα. Η ηγεσία του ΚΚΕ συνεχίζει τον ίδιο κοινοβουλευτικό δρόμο που έχει επιλέξει εδώ και δεκαετίες, αλλά ταυτόχρονα προσπαθεί να τον επενδύσει με υποσχέσεις για σοσιαλισμό, έστω και αν αυτό ανοίγει πλήθος ιδεολογικές αντιφάσεις τόσο για τον “σοσιαλισμό που γνωρίσαμε” όσο και για την πορεία του ΚΚΕ που γνωρίσαμε.
Στρατηγική ήττας
Στην πραγματικότητα, η πολιτική του ΚΚΕ αμφισβητεί τη δυνατότητα των αγώνων να νικήσουν στο σήμερα και την ικανότητα των μαζών να αλλάξουν τις ιδέες τους μέσα από τις μάχες. Γι’ αυτό και πλέον δεν αρκείται όπως παλιότερα να διασπά τις εργατικές συγκεντρώσεις και τα αντιπολεμικά συλλαλητήρια ή να καταψηφίζει τις καταλήψεις, αλλά επιτίθεται σε όλα τα αιτήματα του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος, κάνοντας στροφή δεξιά ακόμα και από δικές του παλιότερες θέσεις. Έτσι πλέον μαθαίνουμε ότι «είναι γραφικό το σύνθημα “να αφοπλιστεί η Αστυνομία”, ενώ πέρα από ουτοπικό είναι και αποπροσανατολιστικό “να διαλυθούν τα ΜΑΤ”. Και να διαλύονταν κάτι άλλο θα ερχόταν στη θέση τους, πέρα από αυτά που θα απέμεναν, όσο η εξουσία της πλουτοκρατίας παραμένει»,6 «δεν είναι σωστό το αίτημα της κατάργησης στρατιωτικών δαπανών ως πηγή εξοικονόμησης πόρων για την κοινωνική πολιτική», δεν έχει νόημα η «επανακρατικοποίηση ορισμένων επιχειρήσεων» και πάει λέγοντας. Όταν οι μαθητές φωνάζουν «δώστε λεφτά για την παιδεία πουλήστε κανά πύραυλο να κάνουμε σχολεία» ή οι εργάτες ζητάνε κρατικοποίηση χωρίς αποζημίωση, όλα αυτά είναι απόδειξη «ενσωμάτωσης» των από κάτω. Η συνειδητοποίηση θα προέλθει μάλλον μέσα από την ήττα: «όσο ενοποιούνται οι εργασιακοί όροι και οι γενικότεροι όροι διαβίωσης προς το χειρότερο, δημιουργούνται προϋποθέσεις ενοποίησης της πάλης και ευρύτερης αφύπνισης με τη δράση του Κόμματος και του ΠΑΜΕ».7
«Φαίνεται ότι το κόμμα», γράφει ένα μέλος του ΚΚΕ στον διάλογο, «βασίζει την ελπίδα ανόδου της λαϊκής πάλης στη χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης… Η αντίληψη αυτή… εκφράζει απαισιοδοξία, μειωμένη εμπιστοσύνη στη δύναμη της εργατικής τάξης να αποσπά κατακτήσεις ακόμα και κάτω από αντίξοες συνθήκες. Μπορεί να οδηγήσει το κόμμα και το κίνημα στην αναμονή, στερώντας από την ε.τ. την αισιοδοξία που αποφέρουν οι επιμέρους νίκες, στην κατεύθυνση βελτίωσης του βιοτικού της επιπέδου. Στερεί τελικά την εμπιστοσύνη στην ικανότητά της να διεκδικήσει την εξουσία…» (Ριζοσπάστης, 10.02.09). Η αναμονή ενός «περιφρουρημένου» κινήματος με «καθαρούς» στόχους έκανε το ΚΚΕ να χάσει την εξέγερση του Δεκέμβρη. Κι επειδή τέτοια «καθαρά» κινήματα απλά δεν υπάρχουν, αυτό που απομένει είναι μια κοινοβουλευτική στρατηγική εκλογικής ενίσχυσης του ΚΚΕ «για να αλλάξουν οι συσχετισμοί». Αυτή η γραμμή, μαζί με την αποκατάσταση του Στάλιν, δεν προοιωνίζεται τίποτα καλό για τους αγώνες της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Το καθήκον για μια νέα αντικαπιταλιστική Αριστερά είναι, μετά και από το 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ, πιο επείγον από ποτέ. n
1. Το βιβλίο του Τόνι Κλιφ, Κρατικός Καπιταλισμός στη Ρωσία – Μια μαρξιστική ανάλυση των σταλινικών καθεστώτων, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2005, περιέχει εκτός από τη θεωρία του Κλιφ έναν μεγάλο όγκο στοιχείων από πρωτότυπες πηγές για τον χαρακτήρα της ΕΣΣΔ επί Στάλιν.
2. Όλη η πορεία στο: Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, 90 χρόνια ΚΚΕ, Προγραμματικά Ντοκουμέντα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2008.
3. Βλ. χαρακτηριστικά: Στέφανός Λουκάς, «Σχέσεις εξάρτησης ή σχέσεις αλληλεξάρτησης;», Ριζοσπάστης, 25.01.09.
4. Παντελής Πουλιόπουλος, Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα;, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2006, σελ. 97.
5. Απόφαση του 16ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, στο: Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, ο.π., σελ. 476.
5. Μάκης Μαϊλης, «“Μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι” ή ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων;», Ριζοσπάστης, 08.01.09.
6. Εισήγηση της ΚΕ του ΚΚΕ στο 18ο Συνέδριο – Πρώτο Θέμα, Ριζοσπάστης, 19.02.09.
7. Θέσεις για το 18ο Συνέδριο, Θέση 82, σελ. 62.