Άρθρο
Μόμε Μπρόντερσεν: Βάλτερ Μπένγιαμιν

Εξώφυλλο του βιβλίου

“Γιατί η μάχη δεν δίνεται ανάμεσα στον καπιταλισμό και το πνεύμα, αλλά ανάμεσα στον καπιταλισμό και το προλεταριάτο”

Βάλτερ Μπένγιαμιν “Ο συγγραφέας ως παραγωγός” (1934)

Τον τελευταίο καιρό έχουν κυκλοφορήσει μια σειρά βιβλία για τον Βάλτερ Μπένγιαμιν (1892-1940). Στη σύντομη βιογραφία του, γραμμένη από τον Μόμε Μπρόντερσεν, συγκεντρώνονται οι βασικοί σταθμοί της ζωής και του έργου του Μπένγιαμιν. Το περιβάλλον που μεγάλωσε, οι σπουδές του, οι πνευματικές επιρροές του, οι σταθμοί της ζωής και του έργου του. Η βιογραφία χωρίζεται σε τρία μέρη, “η ζωή”, το “έργο” και “η επίδραση” του Μπένγιαμιν, που τη κάνει πιο ευκολοδιάβαστη. 

Ο Μπένγιαμιν γεννήθηκε σε ένα ευκατάστατο αστικό περιβάλλον, έκανε καλές σπουδές, η τέχνη κι η λογοτεχνία ήταν από νωρίς τα ενδιαφέροντά του. Σ’ αντίθεση από πολλούς φίλους και συμμαθητές του δεν παρασύρθηκε από την εθνικιστική υστερία με το ξέσπασμα του πολέμου. Όμως, μόνο από τα μέσα της δεκαετίας του ’20 άρχισε να στρέφεται πιο αποφασιστικά στο μαρξισμό μια “μεταστροφή” που δηλώνεται πιο ευθαρσώς με ένα βιβλίο του το 1928 τον “Μονόδρομο”. Μετά την επικράτηση των ναζί το 1933, ο Μπένγιαμιν –εκτός από αριστερός ήταν και Εβραίος- βρέθηκε πολιτικός εξόριστος στη Γαλλία, που αν και κοινοβουλευτική δημοκρατία αντιμετώπιζε τους αντιφασίστες Γερμανούς περίπου σαν λεπρούς.

Με το ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, γράφει ο Μπρόντερσεν “τον Σεπτέμβριο του 1939, συνέβη κάτι που μάλλον δεν το περίμεναν καθόλου οι πρόσφυγες στη Γαλλία: αυτούς, τους αντιπάλους του Χίτλερ, τους απομόνωσαν σε γαλλικά στρατόπεδα, θεωρώντας τους κατά κάποιον τρόπο 5η φάλαγγα του Χίτλερ. Τον Μπένγιαμιν τον έστειλαν στη Βερνίς, ένα μέρος περίπου στα μισά της διαδρομής μεταξύ Παρισιού και Λυόν”. 

Απελευθερώνεται από κει τον Νοέμβρη του 1939. Όταν η Γαλλία παραδόθηκε τον Ιούνη 1940, η θέση του έγινε απελπιστική. Προσπάθησε να διαφύγει διασχίζοντας τα Πυρηναία. Δεν άντεξε και στις 26 προς 27 Σεπτέμβρη 1940, άρρωστος και εξαντλημένος αυτοκτόνησε για να μην πέσει στα χέρια της Γκεστάπο.

Σ’ αυτά τα τελευταία χρόνια της βασανισμένης ζωής του διαδραματίζεται το μυθιστόρημα του Μπρούνο Αρπάϊα. Ο “Άγγελος της ιστορίας” του τίτλου αναφέρεται σε μια ακουαρέλα του ζωγράφου Πάουλ Κλέε με την ονομασία Angelus Novus που είχε μαζί του ο Μπένγιαμιν. Λίγο πριν το θάνατό του, τα βήματά του Μπένγιαμιν διασταυρώνονται με τον άλλο κεντρικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος, τον Λαουρεάνο Μαόγιο. Είναι πρώην ανθρακωρύχος από τις Αστούριας, είχε πολεμήσει στην εξέγερση του 1934 την “Κομμούνα των Αστούριας” και κατόπιν στον Ισπανικό Εμφύλιο. Το μυθιστόρημα έχει μερικές δυνατές σελίδες –ιδιαίτερα εκεί που ο Λαουρεάνο αφηγείται τους αγώνες και τις ήττες του που είναι κι αγώνες και ήττες μιας ολόκληρης επανάστασης. 

Υπάρχουν δυο αδυναμίες στο μυθιστόρημα που αφορούν τον Μπένγιαμιν: χρειάζεται κάποιος/α να είναι ιδιαίτερα “διαβασμένος” για τη ζωή και το έργο ώστε να καταφέρει να παρακολουθήσει τις αναφορές στη ζωή του και τα πρόσωπα που διαδραμάτισαν ρόλο σ’ αυτήν. Ίσως βέβαια αυτό να μην είναι υποχρέωση ενός συγγραφέα μυθιστορήματος –αν και θα έπρεπε να είναι η δουλειά ενός φιλότιμου επιμελητή. 

Αυτή η αδυναμία δεν είναι άσχετη με μια δεύτερη, βαθύτερη: ο Αρπάϊα φαίνεται να υποτιμάει τη πολιτική διάσταση του Μπένγιαμιν, τον μαρξισμό του. Στο βιβλίο του Μπρόντερσεν αυτή η υποτίμηση είναι ρητή. Βάζει για παράδειγμα σε εισαγωγικά τη “λεγόμενη ΄μαρξιστική μεταστροφή’” του Μπένγιαμιν (σελ. 40). Άλλο παράδειγμα: ο τρόπος που αντιμετωπίζει τις “Θέσεις για την Εννοια της Ιστορίας”. Πρόκειται για την “πολιτικό-φιλοσοφική διαθήκη” του Μπένγιαμιν. Οι “Θέσεις” –και το υλικό που τις συνόδευαν γράφτηκαν λίγο πριν αυτοκτονήσει και δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το 1942. Μόλις τέσσερις σελίδες αφιερώνονται και μάλιστα μ’ ένα τρόπο που το αδικεί πλήρως, όπως θα δούμε στη συνέχεια.. 

Είναι αλήθεια ότι ο ίδιος ο Μπένγιαμιν δεν ήταν ακτιβιστής, βρέθηκε στην περιφέρεια του γερμανικού κομμουνιστικού κόμματος σχετικά αργά, από τα μέσα της δεκαετίας του ’20 και ποτέ δεν έγινε μέλος του. Η σκέψη του και ο λόγος του επηρεάστηκαν όχι μόνο από τον μαρξισμό αλλά και από τον γερμανικό ρομαντισμό και τον ιουδαϊκό μυστικισμό. Είναι εύκολο να υποτιμήσει κάποιος τη μαρξιστική του στράτευση περίπου ως καπρίτσιο ενός εκλεκτικού διανοούμενου, ωστόσο μια τέτοια αντιμετώπιση είναι αφόρητα επιφανειακή. 

Το κέντρο βάρους των ενασχολήσεων του Μπένγιαμιν δεν ήταν η οικονομία, η πολιτική, η ιστορία, ή η φιλοσοφία όπως συνέβαινε με όλους τους εκπρόσωπους του επαναστατικού μαρξισμού της γενιάς του, από τον Τρότσκι και τη Λούξεμπουργκ μέχρι τον Γκράμσι και τον Λούκατς (του οποίου το έργο “Ιστορία και Ταξική Συνείδηση” ήταν από τα βασικά κείμενα που τον έκαναν μαρξιστή). Ο Μπένγιαμιν ασχολήθηκε κυρίως με την τέχνη και μάλιστα με συγκεκριμένες πλευρές της, αλλά με έναν τρόπο που τον ξεχωρίζει από τις στρατιές των ακαδημαϊκών που έχουν ασχοληθεί με το ίδιο το έργο του. 

Για παράδειγμα στο κείμενό του “Το έργο της τέχνης στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγιμότητάς του” (1936) έθιξε με ένα πολύ πρωτότυπο και γόνιμο τρόπο το ζήτημα της σχέσης της λεγόμενης “υψηλής τέχνης”, ένα πίνακα του Ρέμπραντ, μια Συμφωνία του Μπετόβεν, με τη “μαζική κουλτούρα” -όπως ο κινηματογράφος. Δεν θεοποιούσε την πρώτη και δεν υποτιμούσε τη δεύτερη. Γράφει για παράδειγμα: “Η τεχνική αναπαραγωγιμότητα του έργου τέχνης αλλάζει τη σχέση της μάζας με τη τέχνη. Από οπισθοδρομική, όπως για παράδειγμα μπροστά σε έναν Πικάσο, η σχέση αυτή γίνεται προοδευτική, όπως για παράδειγμα μπροστά σε έναν Τσάπλιν”. 

Ωστόσο, κάποια κόκκινα νήματα διαπερνάνε πολλά από τα έργα του και ιδιαίτερα τις Θέσεις για την Έννοια της Ιστορίας. Η πίστη στην επικαιρότητα και την αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης ήταν το ένα. Το κείμενο για την “τεχνική αναπαραγωγιμότητα” τελειώνει με μια συντριπτική καταδίκη της καπιταλιστικής κοινωνίας: “Τα φρικιαστικά χαρακτηριστικά του ιμπεριαλιστικού πολέμου καθορίζονται από τη διάσταση ανάμεσα στα τεράστια παραγωγικά μέσα και την ανεπαρκή αξιοποίησή τους στη διαδικασία της παραγωγής (μ’ άλλα λόγια απ’ την ανεργία και την έλλειψη αγορών)…Αντί ν’ αλλάζει την κοίτη των ποταμών, οδηγεί το ανθρώπινο ποτάμι στη κοίτη των χαρακωμάτων αντί να σπέρνει σπόρο με τα αεροπλάνα της σπέρνει εμπρηστικές βόμβες πάνω στις πόλεις…” και γι’ αυτό αν “ο φασισμός αισθητικοποιεί την πολιτική, ο κομμουνισμός του απαντά με την πολιτικοποίηση της τέχνης”. 

Το άλλο νήμα ήταν η σύγκρουση με μια αντίληψη της ιστορίας που μοιράζονταν τόσο η σοσιαλδημοκρατία όσο κι ο σταλινισμός η οποία θεωρούσε ότι η κοινωνική πρόοδος τρέχει σε σιδερένιες ράγες και οι άνθρωποι, συγκεκριμένα η εργατική τάξη, είναι ένα απλό αντικείμενο της εξέλιξης που “πλέει με το ρεύμα”, όχι το υποκείμενο, ο δημιουργός της. Αυτή η αντίληψη, σύμφωνα με τον Μπένγιαμιν, αφόπλισε το εργατικό κίνημα. 

Μια άλλη της πλευρά αυτής της αντίληψης των σοσιαλδημοκρατών και των σταλινικών ήταν η εξιδανίκευση της κοινωνικής εξέλιξης που γέννησε τον καπιταλισμό και τα πολιτιστικά επιτεύγματά του. Χωρίς να τα υποτιμάει, ο Μπένγιαμιν υπενθυμίζει που στηρίχτηκαν, γράφοντας στην Θέση VII:

“Όποιοι κέρδισαν μέχρι σήμερα τη νίκη, συμβαδίζουν στη θριαμβευτική πομπή, που μεταφέρει τους σημερινούς κυρίαρχους πάνω από τους υποταγμένους. Τα λάφυρα συνοδεύουν, όπως συνηθίζεται πάντοτε, τη θριαμβευτική πομπή. Χαρακτηρίζονται αυτά σαν πολιτιστικά αγαθά. Θα συναντήσουν στο πρόσωπο του ιστορικού υλιστή έναν αποστασιοποιημένο παρατηρητή. Γιατί τα πολιτιστικά αγαθά που υποπίπτουν στην αντίληψή του έχουν γι’ αυτόν χωρίς εξαίρεση μια καταγωγή, που δεν μπορεί να τη σκέφτεται δίχως φρίκη. Δεν οφείλουν την ύπαρξή τους μόνο στον κόπο των μεγαλοφυών, που τα δημιούργησαν, αλλά και στην ανώνυμη βαριά εργασία των συγχρόνων τους. Δεν υπάρχει ποτέ τεκμήριο του πολιτισμού, που να μην είναι ταυτόχρονα τεκμήριο βαρβαρότητας. Κι όπως δεν στερείται αυτό το ίδιο βαρβαρότητας, έτσι κι η διαδικασία της παράδοσης, με την οποία μεταφέρεται από την μια γενιά στην άλλη. Την αποποιείται γι’ αυτό το λόγο ο ιστορικός υλιστής στο μέτρο του δυνατού. Θεωρεί καθήκον του την ενάντια στο ρεύμα κάθαρση της ιστορίας”.

Όταν έγραφε τις Θέσεις του, ο Μπένγιαμιν είχε δει τα καταστροφικά αποτελέσματα που είχαν φέρει στο εργατικό κίνημα οι πολιτικές της σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινισμού. Η επικράτηση των ναζί στην Γερμανία, η ήττα του κινήματος στη Γαλλία, η συντριβή της επανάστασης στην Ισπανία, η συμμαχία του Στάλιν με τον Χίτλερ το 1939 (το περίφημο Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ). Έγραφε στη Θέση X “Η σειρά των σκέψεων που ακολουθούμε εδώ….Αποσκοπεί σε μια στιγμή που έχουν υποταχθεί οι πολιτικοί, στους οποίους στήριζαν οι εχθροί του φασισμού τις ελπίδες τους, και οι οποίοι επικυρώνουν την ήττα τους με την προδοσία των ίδιων των ιδανικών τους, στην απεμπλοκή του πολιτικού ανθρώπου από τα δίχτυα, όπου παγιδεύτηκε από εκείνους. Ο συλλογισμός έχει σαν αφετηρία, το ότι η άκαμπτη πίστη αυτών των πολιτικών στην πρόοδο, η εμπιστοσύνη στη ΄’μαζική βάση’ τους και τέλος η δουλική ένταξή τους σ’ έναν ανεξέλεγκτο μηχανισμό αποτέλεσαν τρεις όψεις του ίδιου πράγματος”. 

Απ’ αυτό το απόσπασμα ο Μπρόντερσεν βγάζει το εκπληκτικό συμπέρασμα ότι ο Μπένγιαμιν λέει πως “Αν ο ιστορικός που έχει γαλουχηθεί με τον υλισμό θέλει να απελευθερωθεί από τα βρόχια μιας ντετερμινιστικής θεωρίας, τότε έχει στη διάθεσή του μόνο ένα οπλοστάσιο, του οποίου τα βασικά συστατικά αποδίδονται συνήθως στη θεολογία”. (σελ. 148). Με την ίδια λογική, οι μεταφορές που κάνει ο Μαρξ στο “Κεφάλαιο” όταν βάζει τον καπιταλισμό να “πίνει αίμα από το κρανίο των νεκρών” είναι απόδειξη ότι ο Μαρξ ήταν σατανιστής. 

Ο Μπένγιαμιν δεν πρότεινε λοιπόν, επιστροφή στο μυστικισμό και τη θεολογία. Ηττημένος σίγουρα, απογοητευμένος κατά πάσα πιθανότητα, επέμενε ωστόσο σε κάτι βασικό που μας “μιλάει” και σήμερα: “Υποκείμενο της ιστορικής γνώσης είναι η ίδια η μαχόμενη, καταπιεζόμενη τάξη. Στον Μαρξ, εμφανίζεται σαν η τελευταία υποδουλωμένη, σαν η εκδικήτρια τάξη, που ολοκληρώνει το έργο της απελευθέρωσης στο όνομα γενεών ηττημένων”. (Θέση ΧΙΙ).

Bruno Arpaia: Ο άγγελος της ιστορίας

Τιμή: €23€, 380 σελίδες

Ινδικτος

Μόμε Μπρόντερσεν: Βάλτερ Μπένγιαμιν

Τιμή: 13€, 180 σελίδες

Αλεξάνδρεια – Suhrkamp