Εξώφυλλο του βιβλίου
Ανεπαρκείς ερμηνείες
Ένα βιβλίο με θεματολογία από την ιστορία των σημαντικότερων Κομμουνιστικών Κομμάτων της Δυτικής Ευρώπης μέχρι τον Μάη του ’68 και από τις αντιπαραθέσεις για τη μαρξιστική παράδοση στον 20ό αιώνα μέχρι το κίνημα που νίκησε τους ιμπεριαλιστές στο Βιετνάμ, ανήκει σίγουρα στα ενδιαφέροντα των αναγνωστών αυτού εδώ του περιοδικού. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι οι Επαναστάτες που (επανα)κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Θεμέλιο, με συγγραφέα τον Eric Hobsbawm, τον γνωστό μας βρετανό κομμουνιστή ιστορικό.
Ο Hobsbawm προειδοποιεί - από τον πρόλογό του ακόμα - πως τα θέματα που πραγματεύεται στο συγκεκριμένο βιβλίο δεν ανήκουν στα πεδία της επαγγελματικής ειδημοσύνης του και πως ελάχιστα βασίζονται σε έρευνα από πρώτο χέρι. Αυτό που φέρνει συζητώντας τα θέματά του είναι περισσότερο ο αέρας της προπολεμικής σχολής των μαρξιστών διανοουμένων (ειδικότερα «της μεσοαστικής εβραϊκής κουλτούρας της Κεντρικής Ευρώπης μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο» της οποίας αποτελεί ένα από τα νεαρότερα επιζώντα μέλη). Οι διανοούμενοι αυτοί εξοικειώθηκαν με τον μαρξισμό στα πλαίσια της οργανωμένης πάλης για την αλλαγή της κοινωνίας (όχι δηλαδή ως ακαδημαϊκοί, αλλά ως επαναστάτες) έχοντας επιπλέον στις αποσκευές τους μια τεράστια ευρυμάθεια και βιβλιογραφία. Γι’ αυτό και το βιβλίο διαβάζεται λιγότερο ως ακαδημαϊκό σύγγραμμα και περισσότερο ως εγχειρίδιο πολιτικής στρατηγικής, γραμμένο από έναν ακτιβιστή του κομμουνιστικού κινήματος του 20ού αιώνα.
Εκτός όμως από την ευρυμάθεια και την πλούσια μαρξιστική παιδεία, ο Hobsbawm κουβαλάει στις αποσκευές του και το κομματικό του διαβατήριο. Ο Hobsbawm ήταν ένας από τα επιφανή μέλη της Ομάδας Ιστορικών του Κομμουνιστικού Κόμματος Μεγάλης Βρετανίας (στους οποίους συγκαταλέγονται ο Edward Thompson, ο Christopher Hill και άλλοι σημαντικοί βρετανοί ιστορικοί). Η σταλινική γραμμή του κόμματος σήμαινε πως στις γραμμές της Ομάδας υπήρχε μια σιωπηρή συμφωνία μη ενασχόλησης με την ιστορία του 20ού αιώνα, ώστε να αποφευχθούν οι συγκρούσεις με τις πολιτικές της ηγεσίας. Κι αν η πλειοψηφία της ομάδας έσπασε από το ΚΚ το 1956 λόγω της σοβιετικής επέμβασης στην Ουγγαρία, ο Hobsbawm έμεινε πιστός στην πολιτική του ένταξη. Έτσι, ένα βιβλίο του Hobsbawm αφιερωμένο στην Αριστερά του 20ού αιώνα δεν μπορεί παρά να φέρνει τα ίχνη αυτών των επιλογών.
Πουθενά δεν φαίνεται αυτό περισσότερο από ό,τι στη σειρά των άρθρων του που αφορούν την ιστορία των σημαντικότερων κομμουνιστικών κομμάτων της Δυτικής Ευρώπης. Το ερώτημα που απασχολεί τον Hobsbawm είναι πώς μπορούν να επιβιώσουν επαναστατικά κόμματα σε μη επαναστατικές καταστάσεις, όπως αναγκάστηκαν να το κάνουν τα κομμουνιστικά κόμματα μετά την ήττα του κύματος των επαναστάσεων τα χρόνια 1917-1923. Κοντολογίς, ο Hobsbawm απαντά ως εξής: οι χώρες της Δύσης, πέραν από εξαιρέσεις, ήταν χώρες χωρίς προοπτικές εξέγερσης (η μεγαλύτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι επαναστάσεις σε τέτοιες χώρες είτε δεν έγιναν είτε δεν νίκησαν). Γι’ αυτό και τα επαναστατικά κόμματα έπρεπε να ευθυγραμμιστούν με την παραπάνω εκτίμηση και να αποδεχτούν το πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας (με τον τρόπο που το έπραξαν μετά την υιοθέτηση της πολιτικής των Λαϊκών Μετώπων το 1936 και αργότερα με τη μαζική αντιφασιστική πάλη τη δεκαετία του ‘40). Οποιαδήποτε άλλη πολιτική θα σήμαινε την περιθωριοποίηση και την ήττα.
Το σχήμα αυτό απλώς ξεγράφει την ιστορία της κομμουνιστικής Αριστεράς την δεκαετία του ’20 (μια κατάσταση στην οποία και εδώ στην Ελλάδα είμαστε συνηθισμένοι με την επίσημη αποσιώπηση της ιστορίας του ΣΕΚΕ και του πρώιμου ΚΚΕ). Ξεγράφει τις υπαρκτές επαναστατικές δυνατότητες στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου, αλλά και στα τέλη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και την προσπάθεια που κατέβαλλαν οι μπολσεβίκοι να χτιστούν κομμουνιστικά κόμματα, ξέχωρα από τη συμβιβασμένη σοσιαλδημοκρατία, όχι όμως ως αναχωρητικές επαναστατικές σέχτες, αλλά ως κόμματα μαζών. Τέλος το σχήμα αυτό αδυνατεί να εντοπίσει την τομή στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, όταν δηλαδή τα ΚΚ υποτάχτηκαν στον ρεαλισμό των «ανύπαρκτων» προοπτικών εξέγερσης με την συνδρομή της σταλινικής καθοδήγησης και πλέον αποτελούσαν κι αυτά παράγοντες όχι ανάδειξης αλλά κατάπνιξης της επαναστατικής δυναμικής, όπου αυτή εκδηλωνόταν.
Αυτό δεν σημαίνει πως ο Hobsbawm δεν μας προσφέρει διορατικά σχόλια για την ιστορία των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Δύσης. Το συμπέρασμά του για την ήττα της επανάστασης στη Γερμανία λόγω της ανυπαρξίας ενός επαναστατικού κόμματος και μιας έμπειρης ηγεσίας που να μην συγχέει την επαναστατική πολιτική με την αριστερίστικη ρητορεία είναι ορθό. Οι παρατηρήσεις του για την μπολσεβικοποίηση του γαλλικού εργατικού κινήματος τη δεκαετία του ’20 και τον μετασχηματισμό του συντεχνιακού και απαρχαιωμένου γαλλικού σοσιαλισμού είναι χρήσιμες (ειδικά απέναντι σε απόψεις που και σήμερα αποδίδουν διάφορες λάθος πολιτικές επιλογές της Αριστεράς σε δήθεν παγιωμένες εθνικές παραδόσεις). Ωστόσο, αυτά δεν τον εμποδίζουν να κάνει λογικά άλματα, όπως για παράδειγμα ότι «η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας… ήταν παιδί του KPD» ή ότι το Γαλλικό ΚΚ «στις αποφασιστικές στιγμές… είχε ταχθεί υπέρ του διεθνισμού» (σε ένα κείμενο γραμμένο το 1965, με πρόσφατη την ντροπιαστική σωβινιστική στάση που τήρησε το κόμμα αυτό απέναντι στο απελευθερωτικό κίνημα της Αλγερίας).
Η ενδεικτικότερη ανεπάρκεια αυτού του ιστορικού σχήματος είναι η αποτίμηση της Ισπανικής Επανάστασης του 1936. Οι σκέψεις του Hobsbawm για τον αναρχισμό σίγουρα καταδεικνύουν πολλά από τα πολιτικά αδιέξοδα του συγκεκριμένου ρεύματος. Όμως η αναγκαιότητα του συγκεντρωτισμού στον πόλεμο κατά των φασιστών πραξικοπηματιών του Φράνκο δεν σήμαινε απαραίτητα τη διάλυση της αυτενέργειας των εργατικών μαζών, προς όφελος της αναζήτησης κάποιων ανύπαρκτων αστών «δημοκρατών συμμάχων». Το αντίθετο: η ανάγκη του συγκεντρωτισμού έθετε επί τάπητος τον συντονισμό των συμβουλίων των εργατών και των στρατιωτών, με τον τρόπο που το έκαναν οι μπολσεβίκοι το 1917. Το δυστύχημα ήταν ότι τo ισπανικό ΚΚ είχε αποκλείσει αυτόν τον δρόμο (επιλογή την οποία συμμερίζεται απόλυτα ο Hobsbawm) και γι’ αυτό κατέληξε να γίνει ο νεκροθάφτης του εργατικού ριζοσπαστισμού και, στη συνέχεια, ο οργανωτής της ήττας στη μάχη με τους φασίστες.
Απ’ αυτή την άποψη, οι θεωρητικές συμβολές του Hobsbawm που περιέχονται στους Επαναστάτες είναι γονιμότερες από τις ιστορικές. Τα κεφάλαια για τον Μαρξ και το βρετανικό εργατικό κίνημα, τον Λένιν και την εργατική αριστοκρατία, τη συζήτηση για το μαρξιστικό έργο και τις περιοδολογήσεις του παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Το κεφάλαιο «Το Βιετνάμ και η δυναμική του ανταρτοπολέμου» είναι η απόδειξη για το πόσες δυνατότητες προσφέρει η μέθοδος του ιστορικού υλισμού, όταν εφαρμόζεται με επιτυχία. Ο Hobsbawm δεν έχει άδικο που περηφανεύεται «για την ευχαρίστηση της καταγραφής μιας ακριβούς πρόβλεψης»: αν οι στρατιωτικές σχολές των ΗΠΑ προβάλλουν την ταινία «Η μάχη της Αλγερίας» στα εκπαιδευόμενα στελέχη τους, καλά θα έκαναν να εντάξουν στην ύλη τους και αυτό το εκπληκτικό κείμενο του Hobsbawm.
Τα τελευταία κείμενα της ενότητας «Εξεγερμένοι και Επανάσταση» έχουν κατά βάση δημοσιευτεί ξανά στους Ξεχωριστούς Ανθρώπους. Υπενθυμίζουν τις σχέσεις αγάπης-μίσους που συνέδεαν τον Hobsbawm με τη Νέα Αριστερά των κινημάτων του ’60 και του ’70. Ο Hobsbawm παραδέχεται πως τα κινήματα του Μάη του ’68 ξαναέφεραν στο προσκήνιο την επαναστατική στράτευση και πολιτική, αμφισβητώντας μάλιστα τις αποτυχίες του σταλινισμού. Ωστόσο, επισημαίνει πως η αμφισβήτηση βασικών αξιωμάτων του μαρξισμού (όπως η κεντρικότητα της εργατικής τάξης) προς όφελος μιας πολιτικής «ταυτοτήτων» των νέων κινημάτων (περισσότερο ενάντια στην καταπίεση παρά ενάντια στην εκμετάλλευση στο χώρο δουλειάς) κάνει αυτά τα κινήματα λιγότερο και όχι περισσότερο ριζοσπαστικά. «Το να σκανδαλίσεις τον αστό είναι δυστυχώς ευκολότερο από το να τον ανατρέψεις», λέει κάπου σαρκαστικά, κρατώντας για τον εαυτό του τον ρόλο του «παλαιάς κοπής» επαναστάτη.
Οι αντιφάσεις και οι αδυναμίες του Hobsbawm δεν είναι τίποτα λιγότερο από τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες της Αριστεράς στον 20ό αιώνα. Όσο γρηγορότερα αναμετρηθούμε μαζί τους, τόσο πιο εξοπλισμένοι θα είμαστε στην τωρινή πάλη μας ενάντια στον καπιταλισμό.
Eric Hobsbawm: Επαναστάτες
Τιμή: €21€, 300 σελίδες
Θεμέλιο