Εξώφυλλο του βιβλίου
Μια φωνή που ξέχασαν οι αστοί
Φέτος συμπληρώνονται 220 χρόνια από την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης, φαντάζει όμως απίθανο να επαναληφθεί η προβολή που είχε σημαδέψει την επέτειο των 200 χρόνων. Τότε, το 1989, ιστορικοί και πολιτικοί καταδίκαζαν τις “ακρότητες” του Ροβεσπιέρου και των Γιακωβίνων και αμφισβητούσαν την ίδια την αναγκαιότητα της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης. Επρόκειτο άλλωστε για τη χρονιά της κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ, που υποτίθεται ότι αποδείκνυε πως κάθε εναλλακτική λύση απέναντι στο σύστημα της αγοράς είναι τόσο ανέφικτη, όσο και ολοκληρωτική. Η έκδοση αυτής της συλλογής λόγων του Ροβεσπιέρου γίνεται σε μια τελείως διαφορετική συγκυρία, Οι απαντήσεις του Ροβεσπιέρου, ηγέτη των Γιακωβίνων, του ριζοσπαστικού δηλαδή ρεύματος της Μεγάλης Επανάστασης, είναι επίκαιρες και στο σήμερα, στο βαθμό που δείχνουν και το πώς η αστική τάξη στην πάλη της ενάντια στο “Παλιό Καθεστώς” της φεουδαρχίας χρησιμοποίησε μέσα που έκτοτε καταδικάζει συλλήβδην ως “τρομοκρατικά”, αλλά και το πώς η πρωτοβουλία των από τα κάτω συνιστούσε ένα διαρκή καταλύτη για τη ριζοσπαστικοποίηση της επαναστατικής διαδικασίας.
Πρώτα΄απ’όλα, σε αντίθεση με κάθε ολοκληρωτικό σύστημα, οι Γιακωβίνοι αναγνώρισαν δικαιώματα σε καταπιεσμένε για αιώνες μειονότητες, όπως οι Εβραίοι και οι μαύροι. Η δουλεία στη Γαλλία καταργήθηκε το Φλεβάρη του 1794, ήδη όμως από το 1791 ο Ροβεσπιέρος τόνιζε ότι ”απ’τη στιγμή που θα αναφέρετε, σε μια από τις διατάξεις σας, τη λέξη δούλος θα έχετε αναγγείλει την απαξίωση τη δική σας και του Συντάγματός σας.... Ας χαθούν οι αποικίες σας αν είναι να τις διατηρήσετε με τέτοιο τίμημα” (σελ. 90-91).
Επίσης, οι Γιακωβίνοι έδωσαν σκληρή μάχη υπέρ της κατοχύρωσης του δικαιώματος ψήφου για όλους τους (άνδρες) πολίτες. Τα ανώτερα στρώματα της αστικής τάξης και οι “φωτισμένοι” ευγενείς διεκδικούσαν τη συμμετοχή στην πολιτική ζωή για τους ίδιους και όχι για τις μάζες των “ξεβράκωτων”, που είχαν εκπορθήσει τη Βαστίλλη και ανέτρεψαν το βασιλιά. Ο Ροβεσπιέρος ήταν ξεκάθαρα υπέρ της ισότητας των πολιτικών δικαιωμάτων ανεξαρτήτως περιουσίας διότι αλλιώς θα εγκαθιδρυόταν μια νέα “αριστοκρατία των πλουσίων”. Δεν έμενε όμως εκεί. Μέσα από την πείρα της επανάστασης διαπίστωνε ότι η κερδοσκοπία ήταν βασικό εμπόδιο στον αγώνα ενάντια στην τυραννία. Γι΄αυτό και υποστήριξε τον περιορισμό του δικαιώματος στην ιδιοκτησία από το θεμελιωδέστερο δικαίωμα στην ύπαρξη: “κανένας άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να σωρεύει στοίβες σιταριού πλάι στο συνάνθρωπό του που πεθαίνει από την πείνα... Αχαλίνωτη ελευθερία του εμπορίου και ξιφολόγχες για να σωπάσει ο συναγερμός και να καταλαγιάσει η πείνα, αυτή ήταν η μακαριστή πολιτική των πρώτων μας νομοθετών.”(σελ. 132-133). Πέρα από τους αναπόφευκτους συνειρμούς με το σήμερα ( “στις τράπεζες λεφτά, στη νεολαία σφαίρες...”), είναι σαφές ότι για τους επαναστάτες της εποχής σκοπός της κοινωνίας ήταν η διασφάλιση της επιβίωσης των μελών της, όχι η συσσώρευση πλούτου.
Επιπλέον, σε αντίθεση με τους μύθους περί “αιματωβαμμένου τυράννου”, ο Ροβεσπιέρος ήταν αποφασιστικά κατά του πολέμου ακριβώς επειδή ήταν υπέρ της επανάστασης. Οταν οι πολιτικά μετριοπαθείς Γιρονδίνοι πίεζαν το 1792 για τη διεξαγωγή ενός δήθεν επαναστατικού πολέμου με τις γειτονικές χώρες, έχοντας ως απώτερο στόχο το πάγωμα της επαναστατικής διαδικασίας και την εδραίωση της συνταγματικής μοναρχίας, οι Γιακωβίνοι επέμεναν ότι πρόκειται για μια κίνηση αποπροσανατολισμού ώστε να στρατιωτικοποιηθούν και να πειθαρχηθούν οι λαικές μάζες και τόνιζαν ότι θέλουν να μεταφέρουν τα οικουμενικά μηνύματα της επανάστασης στο εξωτερικό, όχι όμως με τη βία αλλά με το παράδειγμά τους. Έτσι, όταν το 1793 οι δημοκρατικές στρατιές σταμάτησαν την εισβολή των πανευρωπαικά συνασπισμένων βασιλιάδων, ο Ροβεσπιέρος διακήρρυσε με πάθος: “Ποιος δε νιώθει να ενισχύονται όλες του οι δυνάμεις, ποιος δεν ανυψώνεται πιο πάνω από την ανθρωπότητα όταν αναλογίζεται ότι δεν πολεμάμε για ένα λαό, αλλά για την οικουμένη, για τους ανθρώπους που ζούνε σήμερα, αλλά και όλους όσους θα υπάρξουν αύριο”. (σελ. 187).
Οι περισσότεροι λόγοι του Ροβεσπιέρου που υπάρχουν στο βιβλίο εκφωνήθηκαν στην πιο ριζοσπαστική φάση της επανάστασης, αυτή του 1793-1794, που χαρακτηρίστηκε ως περίοδος της Τρομοκρατίας. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για την άμυνα του λαού, και ιδιαίτερα των πιο φτωχών στρωμάτων του, απέναντι στις διαρκείς μηχανορραφίες των αντεπαναστατών, που χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο: τη διαφθορά, τη συκοφαντία, τις πλεκτάνες, και φυσικά την ωμή βία. Τα κατασταλτικά μέτρα της επαναστατικής κυβέρνησης ήταν συνδεδεμένα με τις εσωτερικές και εξωτερικές πολεμικές επιχειρήσεις, καθώς και με τα οικονομικά μέτρα που στόχο είχαν τη μεγαλύτερη ισότητα και την πάταξη της κερδοσκοπίας. Όπως υποστηρίζει συγκεκριμένα ο Ροβεσπιέρος σε μια φράση που αποτελεί τη λυδία λίθο της επαναστατικής πολιτικής διαχρονικά: “ελατήριο της λαικής κυβέρνησης σε επαναστατική κατάσταση είναι συγχρόνως η αρετή και ο τρόμος: η αρετή, δίχως την οποία ο τρόμος είναι ολέθριος-ο τρόμος, δίχως τον οποίο η αρετή είναι ανίσχυρη.” (σελ. 226).
Τον Ιούλη (Θερμιδώρ) 1794, ο Ροβεσπιέρος και άλλοι Γιακωβίνοι συνελήφθησαν και καρατομήθηκαν και ακολούθησε μια περίοδος πραγματικά μεγάλης τρομοκρατίας σε βάρος των μαζών, των “ξεβράκωτων”. Ωστόσο η Ιστορία δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Η φεουδαρχία είχε δεχτεί ένα αποφασιστικό πλήγμα και τη θέση της κατέλαβε το νέο, δυναμικό καπιταλιστικό σύστημα.
Σήμερα που είναι φανερό ότι ο καπιταλισμός δεν έχει να προσφέρει στην ανθρωπότητα τίποτα άλλο πέρα από κρίσεις και πολέμους, ενώ οι διακηρύξεις του για ελευθερία, ισότητα και αδελφοσύνη αποδείχτηκαν υποκριτικές, ήρθε η ώρα να ξανανοίξει η συζήτηση για την επαναστατική ανατροπή του, για το σοσιαλισμό. Οπως εύστοχα τονίζει στον πρόλογο του βιβλίου ο Σλάβοϊ Ζίζεκ: “Το φράγμα του ήχου θα πρέπει να σπάσει, θα πρέπει να αναληφθεί ο κίνδυνος να υιοθετήσουμε και πάλι μεγάλης κλίμακας συλλογικές αποφάσεις – ίσως αυτή να είναι η κληρονομιά του Ροβεσπιέρου και των συντρόφων του προς εμάς σήμερα”.
Ροβεσπιέρος: Αρετή και Τρομοκρατία
πρόλογος: Σλαβόϊ Ζίζεκ
Τιμή: €17€, 277 σελίδες
εκδόσεις 21ου αιώνα